M Ø NS Ŧ ER (Κεφάλαιο 4) - "ミnnocence's lοst" (μέρος 5ο)

Η Μία είναι νεκρή.
Η Εστέλλα είναι νεκρή.
Ο Τζέηκ είναι νεκρός.
Ένας δαίμονας της Κόλασης έχει απελευθερωθεί και τώρα σεργιανίζει ελεύθερος στο Ίδρυμα, έχοντάς μας στο στόχαστρο.
Παράλληλα, οι Μαρς είναι ανίκανοι να βοηθήσουν.
Και τέλος, οι γονείς μου με έχουν αποκηρύξει. Καθαρά και ξάστερα.
Αναρωτιέστε ποια είναι η φυσική συνέπεια όλων αυτών;
Γράφω τους πάντες και τα πάντα στα παλαιότερα των υποδημάτων μου και παρτάρω, παρτάρω ξέφρενα, ανενδοίαστα, αχαλίνωτα, παρτάρω σαν να μην υπάρχει αύριο.
Επειδή μπορεί να μην υπάρξει.
Πώς κατέληξα, όμως, εγώ, η πάντα υπάκουη, πειθήνια και νομοταγής Αντριάννα Βάλενταϊν να ξοδεύω το -κατά πάσα πιθανότητα- τελευταίο μου βράδυ επάνω σε ετούτη την γη πίνοντας ποτά που δεν τα σηκώνει ο άμαθος οργανισμός μου, δοκιμάζοντας άγνωστες μέχρι ώρας ναρκωτικές ουσίες και κλέβοντας φιλιά από ανήλικους κακούργους με μακροσκελές ποινικό μητρώο;
Ω, μα είναι απλό! Είχα τον Κάι Γκρίνγουντ στο πλευρό μου, τον χειρότερο συμβουλάτορα όλων των εποχών.
Μερικές ώρες πριν ο Μπιλ Μαρς κατέστησε σαφές ότι δεν μπορεί να γίνει τίποτα με την περίπτωσή μας, εάν δεν του δώσουμε το όνομά του δαίμονα που μας κατατρέχει. Εάν γνωρίζεις το όνομα του μπορείς να τον επικαλεστείς, μπορείς να ασκήσεις δύναμη επάνω του, μπορείς να τον νικήσεις.
Εάν όμως δεν έχεις ιδέα με ποιον παλεύεις, πώς να τον παλέψεις;
Ο Μπιλ μας άφησε να φύγουμε με μια υπόσχεση: Είπε πως θα μιλούσε στην Γκουέν, στο Τάγμα του Φωτός και τους άλλους Πολεμιστές. Είπε πως θα ερευνούσε την υπόθεση εξονυχιστικά. Είπε πως θα προετοιμαζόταν για την σεάνς και πως όταν η ώρα ερχόταν, θα ήταν έτοιμος.
Αρκεί να ανακαλύπταμε το όνομα του πλάσματος.
Δεν θα ήταν, όμως, εύκολο.
Φυσικά και δεν θα ήταν εύκολο.
Υπό τις συνθήκες αυτές, ο Κάι Γκρίνγουντ κι εγώ εγκαταλείψαμε τον κοιτώνα 66 και αρχίσαμε να περιπλανόμαστε στο προαύλιο του Ντέιβις σαν σαπιοκάραβα σε δεινή θεομηνία.
Πνιγόμασταν.
Και δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα για να αποτρέψουμε το βούλιαγμα.
Με σμπαραλιασμένη αυτοπεποίθηση, θρυμματισμένες ελπίδες και όρεξη για αυτοτιμωρία και απομόνωση, καταλήξαμε στο πιο ερημικό μέρος του Ιδρύματος. Στην κορυφή των ετοιμόρροπων κερκίδων, στην άκρη του απεριποίητου, ξεμαλλιασμένου γηπέδου ποδοσφαίρου, στην μέση του βρωμερού προαυλίου, στο πίσω μέρος του καταραμένου του Ιδρύματος.
Στην αρχή ο Κάι κι εγώ απλώς σωριαστήκαμε εκεί, ο ένας δίπλα στον άλλο και γρήγορα βουλιάξαμε μέσα σε μια μεγάλη, μελαγχολική σιωπή, αγναντεύοντας τα στρεβλά, δίδυμα τέρματα και το ψηλό, καφετί χορτάρι που απλωνόταν ανάμεσά τους, με το θλιμμένο βλέμμα των ετοιμοθάνατων ανθρώπων.
Πίστευα ότι κανένας απ' τους δυο μας δεν θα είχε το κουράγιο να μιλήσει ποτέ ξανά, μα παραδόξως, ο Κάι το βρήκε. Κάποια στιγμή, γύρισε διστακτικά προς το μέρος μου, πήρε τα χέρια μου στα δικά του τρεμάμενα, μουτζουρωμένα με ανόητα τατουάζ χέρια και με φωνή σιγανή κι αβέβαιη σαν φλόγα που τρεμοπαίζει, είπε: «Θα το διορθώσω».
Οι σκέψεις που τριβέλιζαν το μυαλό μου ήταν τόσο πολλές και τόσο ζοφερές που στην αρχή δεν κατάλαβα για τι πράγμα μιλούσε. «Τ-τι;», ρώτησα σαν χαμένη.
«Ξέρω... ξέρω πως όλα τα στραβά που πάθαμε είναι δικό μου φταίξιμο», είπε πέρα από κάθε αμφιβολία. «Τα έκανα θάλασσα... σ-σε απογοήτευσα, κι εσένα και την αδερφή σου. Αλλά θα το διορθώσω πριν να είναι πολύ αργά. Θα βρω έναν τρόπο να εξαν... εξαϋλ... εξαβλίν... να εξαϋλωθώ;», προς το τέλος η φωνή του γέμισε με απορία, και αυτό που έκανε πλέον δεν ήταν δήλωση, μήτε υπόσχεση, ήταν παράκληση να του βρω την λέξη που έψαχνε.
Ένα πικρό, άκεφο γελάκι μου ξέφυγε. Είναι ωραίο, σκέφτηκα, να βλέπεις πως ακόμη κι όταν έρχεται το τέλος του κόσμου, κάποια πράγματα δεν αλλάζουν ποτέ. Ο Κάι Γκρίνγουντ, για παράδειγμα, θα είναι για πάντα ο Κάι Γκρίνγουντ.
«Εξιλεωθώ», του υπέδειξα. «Έτσι λέγεται. Εξαϋλωθώ σημαίνει γίνομαι άυλος».
«Καλά, ναι μωρέ», ο Κάι κούνησε μπερδεμένα το κεφάλι του. «Αυτό εννοούσα. Το εννοώ, δηλαδή, ακόμα, και θα το κάνω, Άντρι. Θα τα διορθώσω». Τα ζεστά χέρια του έκλεισαν γύρω απ' τα δικά μου και τα έσφιξαν μ' ένα απαλό χάδι, στέλνοντας θαλπωρή στο κρύο μου κορμί. «Θα τα διορθώσω όλα», είπε ξανά. Ταυτόχρονα, τα ανοιχτοπράσινα μάτια του συνάντησαν τα δικά, κοιτώντας με παρακλητικά, ικετεύοντας, εκλιπαρώντας με σχεδόν να τον πιστέψω.
Λες και η δική μου πίστη και μόνο μπρούσε να το κάνει αλήθεια.
Πώς; ήθελα να τον ρωτήσω. Ποτέ σου δεν έχεις διορθώσει τίποτα.
Φυσικά δεν είπα τίποτα τέτοιο. Μονάχα απέστρεψα την ματιά μου απ' το πρόσωπό του Κάι, τράβηξα τα χέρια μου απ' τις παλάμες του και παρέμεινα αμίλητη, να κοιτάζω το κρύο σαν ατσάλι πρωινό. 
«Φοβάμαι», ομολόγησα ύστερα από κάμποσες στιγμές. «Σκέφτομαι όσα μας είπε ο Μαρς. Όλη αυτή την φριχτή εμπειρία που βίωσε η Μία μου, την μάχη που έδωσαν ο Τζέηκ και η Εστέλλα, τον Λοκ που έστεκε από πάνω τους και δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για να σταματήσει το μαρτύριο τους, την ζωή, τον θάνατο, την φρίκη που απελευθερώσαμε και το ότι εγώ ξεκίνησα όλη αυτή την καταστροφή».
«Αντριάννα-», η φωνή του Κάι ήταν μόλις η κοφτή ανάσα του πήρε.
Δεν τον άφησα να με σταματήσει. «Νομίζεις ότι φταις εσύ για όλα», παρατήρησα εκνευρισμένη. «Αλλά κάνεις λάθος. Εγώ ήρθα και σε βρήκα. Σου είπα επί λέξει να ξεσκεπάσουμε την αλήθεια, να βρούμε τι αφύσικο συνέβη, για την Μία, για χάρη της. Δεν σου άφησα επιλογή κι έτσι δέχτηκες. Τα έκανα χάλια», κατέληξα με απελπισία. «Δύο παιδιά είναι νεκρά εξ αιτίας μου, και μην προσπαθήσεις να με μεταπείσεις, να μου πεις ότι κάνω λάθος. Έτσι είναι, εγώ φταίω. Δύο νέοι άνθρωποι πέθαναν, επειδή εγώ είμαι εγωίστρια και πεισματάρα, και ποιος ξέρει πόσοι ακόμη θα πεθάνουν για τον ίδιο λόγο!» Σταμάτησα απότομα, νιώθοντας ένα απαίσιο ρίγος να διαπερνά το σώμα μου από την κορυφή ως τα νύχια, ένα κρύο που δεν το προκαλούσε ο δυνατός άνεμος ολόγυρα, αλλά κάτι άλλο. 
Κάτι μέσα μου.
Τύλιξα τα χέρια μου γύρω απ' τον κορμό μου για ν' αποδιώξω την παγωνιά που περόνιαζε την ψυχή μου. «Ο Μπιλ είπε ότι δεν υπάρχει τίποτα πιο τρομερό από το να χάνεις τον ίδιο σου τον εαυτό. Δεν θέλω να χάσεις τον εαυτό σου Κάι», σε αυτό το σημείο η φωνή μου παραμορφώθηκε απ' το παράπονο και ήχησε σαν λυγμός ανάμεσά μας. «Ούτε εσύ, ούτε και κανένας άλλος».
«Δεν θα χάσουμε τους εαυτούς μας», είπε απαλά, προσπαθώντας να με εμψυχώσει λίγο. «Δεν θα τους χάσουμε για αυτόν ακριβώς τον λόγο. Επειδή θα έχουμε ο ένας τον άλλο».
Τον κοίταξα δίχως να τον πιστεύω. Την ίδια στιγμή όμως, πίστεψα στην ανάγκη του. Την ζωτική, χειροπιαστή, θαρρείς, ανάγκη που είχε να συνεχίσει να πολεμά, να συνεχίσει να ελπίζει. 
Δεν μπορούσα να του την στερήσω αυτήν. 
Ήταν το μόνο που του είχε απομείνει.
«Ναι», του χαμογέλασα με μισή καρδιά. «Θα έχουμε ο ένας τον άλλο». Αλλά για πόσο;
Εξακολουθήσαμε να καθόμαστε στις σκουριασμένες κερκίδες στην άκρη της χορταριασμένης αλάνας για πολλές ώρες, πάρα πολλές. Διηγούμασταν γλυκόπικρες ιστορίες από το παρελθόν, μοιραζόμασταν αναμνήσεις που ο καθένας μας είχε δημιουργήσει με την Μία, παραδεχόμασταν τα παράπονά μας, τα απωθημένα μας, τις αγωνίες και τους φόβους μας ο ένας στον άλλο, με την ίδια επιτακτική ανάγκη που έβγαζαν τα εσώψυχά τους οι ηλικιωμένοι στον ιερέα κατά την εξομολόγηση.
Υποθέτω ότι προσπαθούσαμε να ελαφρύνουμε τις συνειδήσεις μας, όσο ακόμη μπορούσαμε.
«Κι αυτό που με τρομάζει περισσότερο στην όλη υπόθεση...», του αποκάλυψα σε κάποιο σημείο. «Είναι το πόσο αναπόφευκτο φαντάζει όλο αυτό, σαν την άμμο σε μια αναποδογυρισμένη κλεψύδρα που όλο πέφτει, κάποια στιγμή θα βρεθεί στον πάτο μέχρι και ο τελευταίος κόκκος της. Είναι στοιχειωτικό το πόσο αβοήθητοι είμαστε ενάντια στο... πλάσμα που μας θέλει νεκρούς, πόσο ανίκανοι, άμαχοι. Θέλω να πω... το είπες και μόνο σου, Κάι. Η Εστέλλα και ο Τζέηκ σωριάστηκαν κατάχαμα στα καλά καθούμενα, μέσα σε μια αίθουσα γεμάτη κόσμο, και παρόλα αυτά κανένας από τους δεκάδες ανθρώπους που τους περιέβαλαν δεν μπόρεσε να τους σώσει. Κανένας. Ακόμη και οι Μαρς...», συνέχισα μαγκωμένα. «Δυσκολεύονται».
«Όπως κι αν έχει, προτιμώ να είμαι σε μια αίθουσα γεμάτη κόσμο, παρά στον άδειο μου κοιτώνα ολομόναχος. Προτιμώ το ψέμα, την παραίσθηση της ασφάλειας από τους άλλους».
Μου ξέφυγε ένα κοροϊδευτικό ρουθούνισμα. «Την ψευδαίσθηση της ασφάλειας», είπα.
«Τι;»
«Την ψευδαίσθηση της ασφάλειας, προτιμάς την ψευδαίσθηση, όχι την παραίσθηση».
«Έχει διαφορά;», ρώτησε.
«Κανονικά έχει», στριφογύρισα ειρωνικά τα μάτια. «Αλλά στην περίπτωσή μας, δεν αλλάζει και πολλά. Το να κατέχεις τη σωστή χρήση της αγγλικής γλώσσας δεν θα σε κάνει λιγότερο νεκρό. Αλλά καλύτερα να πάψω με την άσκοπη φλυαρία. Το θέμα είναι ότι καταλαβαίνω τι μου λες. Γνωρίζεις ότι οι γύρω σου δεν μπορούν να πολεμήσουν την μάχη που πιθανώς να γίνει μέσα σου, όπως κι αν έχει, όμως, δεν θέλεις να είσαι μόνος. Ξέρω πως νιώθεις. Αυτό που θέλω να αποφύγω όσο μπορώ τώρα, είναι να μείνω μόνη με τις σκέψεις μου. Επειδή ξέρω τι θα σκεφτώ μόλις με αφήσεις και θα είναι... άσχημο», έκανα μια μικρή παύση για να ανακτήσω τον αυτοέλεγχο μου, να σταθεροποιήσω την φωνή μου που έτρεμε. «Σκιάζομαι ήδη για το τι σκέψεις θα πλημμυρίσουν το κεφάλι μου το βράδυ, που θα πέσω στο κρεβάτι».
«Ίσως μπορείς να το αποφύγεις».
«Το να πέσω στο κρεβάτι;», τον κοίταξα απορημένη. «Σοβαρέψου, κάποια στιγμή θα χρειαστώ ύπνο».
Εκτός κι αν γίνω τροφή για τα σκουλήκια, προτού νυστάξω. 
Αν έχω επιλογή, τότε διαλέγω το δεύτερο. Χίλιες φορές το δεύτερο! Νύστα, νύστα και πάλι νύστα!  
«Το να σκέφτεσαι πράγματα», έκανε υπαινικτικά.
«Χα!», κάγχασα. «Εύκολο για 'σένα να το λες. Έπαψες να σκέφτεσαι από την γέννα».
Μάλλον ο Κάι δεν εκτίμησε επαρκώς το αστείο μου, διότι με αντάμειψε χώνοντάς μου ένα δυνατό μπατσάκι στον ώμο. «Άρα, ξέρω τι σου λέω», κατάφερε να γυρίσει την προσβολή μου υπέρ του. «Μπορείς να μείνεις απασχολημένη, να γεμίζεις τον εγκέφαλό σου με άσχετες πληροφορίες, να χαζολογάς για να μην αφήνεσαι στους εφιάλτες σου. Μπορείς για παράδειγμα να βρίσκεσαι με κόσμο, να τους μιλάς, να τους ακούς, να ξεφεύγεις με την μουσική, να πίνεις ξίδια και να καπνίζεις χόρτο. Αν τα κάνεις όλα αυτά δεν θα σου μένει καθόλου χρόνος για σκοτούρες!»
Τον κοίταξα για λίγο μένοντας άναυδη.
Άραγε για αυτό επιδιδόταν ο Κάι σε τόσες κραιπάλες, τόσο συχνά;
Για να κρύψει κάποια αφόρητη δυστυχία που φώλιαζε μέσα του;
Ποτέ δεν τον είχα σκεφτεί ως τραγική φιγούρα, κωμικοτραγική ναι.
Ίσως όμως να τον είχα κρίνει λάθος. Ίσως ήταν ένας άνθρωπος με συναισθηματικό βάθος, με σημαντικές ανησυχίες, με βάσανα.
Ίσως να ήταν όλα ετούτα, κι απλά να μην του φαινόταν.
Να το έκρυβε.
«Και ποια είναι η καλύτερη περίσταση για να τα κάνεις όλα αυτά;» με ρώτησε ρητορικά. «Ένα πάρτι».
Ή, σκέφτηκα, μπορεί ο Κάι να ήταν όντως ηλίθιος.
«Αα», αναφώνησα. «Είσαι αλλού ντ' αλλού, παιδάκι μου; Ποι-ποιο πάρτι; Ποια περίσταση; Θα με τρελάνεις; Τι στο καλό λες, ρε Κάι; Ξέχασες το στοιχειό; Τους νεκρούς; Τι σκέφτεσαι;».
«Δεν σκέφτομαι», αποκρίθηκε με καμάρι.
«Σώωωωπα», σάρκασα.
«Μη γίνεσαι ξινή. Είπες ότι εύχεσαι να μπορούσες και εσύ να ρίξεις τον εγκέφαλό σου στο μπλέντερ και να μην σκεφτείς ποτέ ξανά τίποτα αρνητικό».
«Δεν ανέφερα κανένα μπλέν-», πήγα να εξεγερθώ, αλλά μ' έκοψε.
«Δεν έχει σημασία. Το θέμα είναι, Άντρι, ότι σου προσφέρω μια διέξοδο. Δέξου την!» με παρακίνησε. «Εγώ θα πάω. Έχω τις άκρες μου και ξέρω ότι κάτι τρόφιμοι θα μαζευτούν απόψε το βράδυ και θα το κάψουν. Μουσική, χορός, σκόνες, αγόρια, θα τα βρεις όλα εκεί, φούντα, ξίδια και κοψίδια, γνωριμίες, μπίρι μπίρι, παιχνίδια και φούντα! Την ανέφερα τη φούντα;», αναρωτήθηκε φωναχτά, λες και το χασίσι θα με έπειθε να πάω, και συνεπώς δεν έπρεπε να το αφήσει έξω από την άθλια επιχειρηματολογία του.
«Ούτε με σφαίρες», άρχισα να εξάπτομαι. «Πώς τολμάς να μου προτείνεις κάτι τέτοιο;»
Σηκώθηκα αποφασιστικά, του γύρισα την πλάτη και άρχισα να κατεβαίνω απ' τις παλιές κερκίδες με μεγάλες, βεβιασμένες δρασκελιές.
«Ακούς εκεί!», γρύλισα φουρκισμένη. «Να μου ζητάει να πέσω μαζί του στο βούρκο».
Ως Αντριάννα Βάλενταϊν, κόρη του Τόμας και της Αϊλίν Βάλενταϊν, των αγαπημένων του Μονρόε, δεν επέτρεπα στον εαυτό μου να πέφτει χαμηλά, γιατί δεν ήταν εκεί το επίπεδό μου. Δεν είχα καπνίσει ποτέ, δεν είχα δοκιμάσει ναρκωτικά, δεν έπινα, δεν χόρευα και δεν μιλούσα σε αγόρια.
Ήμουν... ενάρετη σαν μοναχή.
Ή, όπως συνήθιζε να λέει η Μία, μαμούχαλη. Η αδερφή μου υποστήριζε πως οι γονείς μας, μας είχαν παραχαϊδέψει, ότι μας ανέθρεφαν με έναν φριχτά προβλέψιμο και βαρετό τρόπο, ότι έπληττε. Κι έτσι όταν δεν είχαν την σχολαστική ματιά τους πάνω της, εκείνη έκανε ένα σωρό ζαβολιές.
Εγώ πάλι όχι.
Δεν θα ξεκινούσα τώρα, λοιπόν!
Και σίγουρα όχι για τον Γκρίνγουντ!
Περπατούσα με φόρα μέσα από την παραμελημένη αλάνα με την πυκνή, ψηλή βλάστηση, διασχίζοντάς την γοργά, χαστουκίζοντας τα χορτάρια που φύτρωναν στο διάβα μου με τα χέρια μου, σπάζοντας τα άμοιρα ξερόκλαδα που με εμπόδιζαν με τα πόδια μου, με τέτοια νευρωτική μανία που θα πίστευες ότι το γήπεδο μου είχε κάνει κάτι ασυγχώρητο.
Μα αίφνης σταμάτησα, έμεινα ακίνητη κάπου στα μισά της διαδρομής, άλαλη και σιωπηλή, δίχως να κάνω το παραμικρό. Για μια ακόμη φορά οι σκέψεις μου με είχαν καθηλώσει, σκέψεις που ως είθισται πλέον, δεν ήταν ιδιαίτερα χαρμόσυνες. Άρχισα να σκέφτομαι ότι εάν επέστρεφα μόνη στον κοιτώνα 41, θλιμμένη και ευάλωτη... ο δαίμονας μου θα μ΄ έκανε μια χαψιά. Έβαζα με το νου μου πως εάν άφηνα τον Κάι να πάει μοναχός του στο πάρτι, τότε εκείνος θα γινόταν στουπί σε χρόνο ντε τε, οι άμυνες του θα έπεφταν κι ο δαίμονας θα τον καταλάμβανε. Άρχισα να βλέπω με τα μάτια της φαντασίας μου τα πρόσωπα όλων μου των γνωστών να ουρλιάζουν και να συσπώνται, ενώ το πλάσμα τους σκότωνε.
«Ω, Θεέ μου!», ψιθύρισα τρομοκρατημένη. Το έβαλα πάλι στα πόδια, μα αυτή την φορά αντί ν' απομακρυνθώ από τις κερκίδες και τον Κάι, έκανα το ανάποδο. Έτρεξα προς το μέρος τους.
«Άντριαν;», ο Κάι ανοιγόκλεισε έκπληκτος τα μάτια του.
«Το ξανασκέφτηκα», του είπα λαχανιασμένη. «Μπορείς να πας στο πάρτι, κι εγώ θα έρθω μαζί σου. Αλλά... Θα είμαστε μαζί ανά πάσα ώρα και στιγμή, δεν θα χωριστούμε καθόλου. Κατάλαβες; Επίσης, δεν έχει αλκοόλ, μην κατσουφιάζεις, αυτά μπορεί να περνούσαν στη Μία, αλλά δεν περνάνε σε εμένα. Δεν θα πιείς και δεν θα πιώ. Πρέπει να είμαστε σε εγρήγορση. Συνεπώς, δεν έχει ναρκωτικά, ούτε τζούρες, ούτε φούντες!»
Ο Κάι Γκρίνγουντ, ο πρώην φίλος της αδερφής μου, που μεταξύ μας, δεν ήταν και κανένα τρελό κελεπούρι, δεν άργησε να συμφωνήσει.
«Μάλιστα, κύριε λοχαγέ», είπε με στόμφο, φέρνοντας το χέρι του σε ένδειξη στρατιωτικού χαιρετισμού. «Όχι ξίδια, όχι ναρκωτικά και όχι τζούρες!»

Ύψωσα το χέρι μου και κούνησα το δάχτυλό μου ακριβώς κάτω απ' την μύτη του με δασκαλίστικο τρόπο. «Το καλό που σου θέλω», τον προειδοποίησα.

Σβετλιν