Το ίδιο βράδυ
μετά το δείπνο η Ναντέζντα ανέβηκε με βαριά καρδιά στο δωμάτιό της. Μόλις
έφτασε, σωριάστηκε αποκαμωμένη σε μια ξύλινη καρέκλα, μπροστά στο μεγάλο
καθρέφτη της. Οι ακόλουθές της βάλθηκαν
να της αφαιρέσουν τα ρούχα και τα κοσμήματα μα εκείνη τις σταμάτησε με ένα
νεύμα του χεριού. «Θα ξεντυθώ μόνη μου».
Οι κοπέλες είχαν
συνηθίσει την απότομη συμπεριφορά της. Αυτήν όμως τη φορά η Γκαλίνα, δεν
άντεξε. Είχε πάρει θάρρος από την άσχημη συμπεριφορά του πριγκιπικού ζεύγους
απέναντί της «Μα είναι η δουλειά μας. Είμαστε οι ακόλουθές σας, αρχόντισσα
Ναντέζντα. Είμαστε υποχρεωμένες να σας υπηρετούμε. Δεν μπορείτε να μας διώχνετε
συνεχώς. Μας υποτιμάτε και μας προσβάλλετε με αυτόν τον τρόπο, δεν το
καταλαβαίνετε;»
Η Ναντέζντα
έστρεψε το βλέμμα στη νεώτερη κοπέλα την ίδια στιγμή. «Διέταξα να αποσυρθείτε.
Πάραυτα». Παρά τη δεινή της θέση τα λόγια της ειπωμένα με τη σιγουριά κάποιου
που έδινε εντολές όλη του τη ζωή, δεν επιδέχονταν αντίρρηση.
Η κοπέλα τρομοκρατήθηκε και μόνο από το παγερό
της βλέμμα και αμέσως σώπασε. Όλες τους αποχώρησαν χωρίς να αρθρώσουν ούτε λέξη,
αφήνοντάς την μόνη να κοιτάζει το είδωλό της στον καθρέφτη.
Έχω κουραστεί πια. Κάθε μέρα είναι αγώνας και η
σημερινή δε διέφερε σε τίποτα.
Όμως, η Αναστασία έχει δίκιο. Πρέπει να δράσω.
Πρέπει να βρω διέξοδο. Πώς, όμως;
Χρειάζομαι μία στρατηγική, μία μεθοδική τακτική που
θα μου επιτρέψει να αναρριχηθώ ξανά στην εκτίμηση του Καταραμένου…
Οι ηγέτες εμπιστεύονται αυτούς που ενεργούν προς
όφελος του κράτους και του στέμματος. Άρα, το μόνο που χρειάζεται να κάνω είναι
μια ανιδιοτελή πράξη που θα ενισχύσει τη διαιώνιση της εξουσίας του στο
βασίλειο. Και για να το κάνω αυτό, κάποιος πρέπει να θέσει τη λεγόμενη εξουσία
σε κίνδυνο.
Όλοι αυτοί οι βογιάροι που εκβιάσαμε με τον Στεφάν,
είχαν κάνει κάτι μεμπτό, κάτι που αντιδιαστέλλεται με τη στάση του νομοταγούς
πολίτη. Αν κάτι απ’ όλες τις παρανομίες που διέπραξαν φτάσει στ’ αυτιά του
Καταραμένου έγκαιρα, ώστε να πατάξει το
έγκλημα, δε θα ευγνωμονεί τον πληροφοριοδότη του; Θα πρόδιδα όμως, τους ανθρώπους που ορκίστηκαν να με
υποστηρίξουν. Τότε, δε θα εμπνέω και μεγάλη εμπιστοσύνη, ως ηγεμονίδα. Εκτός
και αν αποφασίσω να παίξω και στα δύο στρατόπεδα.
Θα μπορούσα να ενημερώσω από τη μια τον Καταραμένο
για την προδοσία, να φυγαδεύσω από την άλλη το θύμα, προτού εκτελεστεί. Έτσι, ο
Καταραμένος θα συνειδητοποιήσει ότι θέλω πάντα να ενεργώ προς το συμφέρον του,
ενώ ο άτυχος βογιάρος ποτέ δεν θα καταλάβει ότι εγώ ήμουν που έδωσα τις
πληροφορίες, και θα με ευγνωμονεί κι εκείνος.
Είναι ένα επικίνδυνο πλάνο. Οτιδήποτε θα μπορούσε να
πάει στραβά. Ένας άνθρωπος θα μπορούσε να πεθάνει, μαζί με την οικογένειά του,
ενώ ο Καταραμένος μπορεί να μη πειστεί καν και όλα αυτά να αποδειχτούν ανώφελα.
Και δεν πρέπει να ξεχνώ πως ό,τι κι αν έκαναν αυτοί οι βογιάροι τελικά
ορκίστηκαν την αφοσίωσή τους σε μένα. Μπορώ λοιπόν να στοιχηματίσω με τις ζωές των ανθρώπων που μου είναι πιστοί,
κι ας είναι ένοχοι; Τι είδους ηγέτης θα ήμουν τότε; Θα ήμουν καθόλου καλύτερη
από τον Καταραμένο, ή τον Μιστισλάβ;
Αλλά, έχω ξεμείνει από επιλογές. Ακραία μέτρα πρέπει να ληφθούν, θυσίες να γίνουν. Αυτή η
χώρα χρειάζεται κάποιον που έχει το θάρρος να κάνει αυτό που πρέπει να γίνει.
Έχω χαράξει την πορεία μου και δεν προτίθεμαι να παρεκκλίνω. Δεν έχω λοιπόν,
την πολυτέλεια να ενδιαφερθώ για την τύχη κάποιων διεφθαρμένων πολιτών. Στην
τελική έκαναν την επιλογή τους όταν αποφάσισαν να βάλουν το ατομικό συμφέρον
πάνω από το συλλογικό. Ας είναι η εξιλέωση για τις αυθαιρεσίες που διέπραξαν
κατά του λαού.
Μα για να γίνουν όλα αυτά χρειάζεται σχολαστικός
σχεδιασμός, άψογη προετοιμασία. Δεν το
πιστεύω ότι το λέω αυτό –αν και θα ‘πρεπε, δεδομένου ότι δεν είναι η πρώτη φορά
και σίγουρα όχι η τελευταία– αλλά…
Χρειάζομαι τον Στεφάν.
* * *
Ο Στεφάν ακόμα
δεν μπορούσε να προσαρμοστεί στην ιδέα ότι η Ναντέζντα βρισκόταν νυχτιάτικα στα
διαμερίσματά, αναλύοντας τις σκέψεις της για ένα καθολικά αυτοκαταστροφικό
σχέδιο. Ήδη κοιμόταν, όταν άκουσε το κοφτό, νευρικό χτύπημα στην πόρτα.
Σηκώθηκε ν’ ανοίξει αγουροξυπνημένος και νόμισε πως ακόμα ονειρευόταν όταν την
είδε μπροστά του με το κηροπήγιο και το σβησμένο κερί στο χέρι.
Τώρα, εκείνη
μιλούσε ακατάπαυστα με ζέση και πάθος προσπαθώντας να του δώσει να καταλάβει
πέραν πάσης αμφιβολίας τι είχε στο μυαλό της, ενώ ο Στεφάν αναρωτιόταν τι ώρα
ήταν, ετοιμάζοντας τσάι να πιουν, πνίγοντας ένα χασμουρητό.
Πολεμώντας την
κούρασή του άρχισε να δίνει προσοχή στα λόγια της. Κατάλαβε τι έλεγε. Και
ειλικρινά, θα προτιμούσε να πέσει πάλι για ύπνο παρά να κάνει αυτόν τον καβγά
μαζί της. Γιατί σε καβγά θα οδηγούνταν, αυτό ήταν το μόνο σίγουρο.
«Δε μου λες,
έχεις τρελαθεί εντελώς;», είπε με πολύ σοβαρό ύφος όταν ξανακάθισε προσφέροντάς
της, την πήλινη κούπα.
«Δεν έχουμε
επιλογή Στεφάν. Δε νοείται να συνεχιστεί η κατάσταση. Πρέπει να περάσουμε στην
αντεπίθεση. Ξέρω, ότι είναι παρακινδυνευμένο, μα είναι η μόνη λύση. Δεν
μπορούμε να μείνουμε αποκομμένοι από τα πολιτικά πράγματα της χώρας!» Διέκοψε
το λογύδριο της, όταν είδε το επιτιμητικό του βλέμμα. «Σε παρακαλώ, μην πεις
ότι εγώ ευθύνομαι γι’ αυτό. Έχω βαρεθεί να το σκέφτομαι και να το ακούω».
«Δε θα έλεγα
αυτό. Απλά εγώ σου προειδοποιήσει εξ αρχής για τον κίνδυνο. Εσύ επέλεξες
συνειδητά να μη με ακούσεις. Αυτές είναι οι συνέπειες. Και τώρα επιλέγεις ξανά
κάτι ριψοκίνδυνο για να διορθώσεις τα λάθη που έγιναν; Θα έχουμε πάλι την ίδια
κατάληξη».
«Ίσως. Αλλά και
πάλι, είναι μονόδρομος».
«Έχεις
παρατηρήσει ότι κάθε φορά που παίρνεις μια απόφαση, προβάλλεις ως εξήγηση το
ίδιο πράγμα; Είναι μονόδρομος.
Στάθηκες ποτέ να σκεφτείς ότι μπορεί και να μην είναι;»
«Στεφάν, απλά…»
«Τώρα εγώ σε
παρακαλώ! Μην πεις “απλά εμπιστέψου με”, γιατί εσύ δεν το κάνεις. Δεν εμπιστεύεσαι την
κρίση μου, αλλιώς θα ήσουν πιο διαλλακτική».
«Έχεις δίκιο.
Μόνο τη δική μου κρίση εμπιστεύομαι.», αποκρίθηκε με ατσάλινο βλέμμα.
«Προφανώς! Και
γι’ αυτό πάλι θα γίνει το δικό σου. Φαντάζομαι χρειάζεσαι τους στρατιώτες μου
για να φέρεις σε πέρας το σχέδιο σου. Τους έχεις. Υπό έναν όρο όμως…»
«Γιατί;» τον
διέκοψε έξαφνα. Αυτό ήταν υπερβολικό για τη Ναντέζντα να δεχτεί παρόλο που τη
βόλευε η συναίνεσή του. Δεν ήταν λογικό να κάμφθηκαν τόσο γρήγορα οι
αντιρρήσεις του. Τίποτα δεν ήταν λογικό. «Γιατί είσαι τόσο πρόθυμος να
συμφωνήσεις σε ό,τι προτείνω; Γιατί συνεχώς βάζεις σε κίνδυνο τη δική σου ζωή
και τη ζωή των ανθρώπων σου, για του δικούς μου σκοπούς; Γιατί;»
Να τη πάλι
εκείνη η ερώτηση που είχε μόνο μία απάντηση, την οποία ο Στεφάν δε θα μπορούσε
ποτέ να ξεστομίσει. Την αγαπούσε, βαθιά και αληθινά, να γιατί. Κι εκείνη η
αγάπη τον έκανε να μην μπορεί να της αρνηθεί τίποτα. Θα της τα έδινε όλα, αν
μπορούσε. Μα δεν μπορούσε φυσικά να της το πει. Όχι, ότι φοβόταν. Δεν ήταν
έτοιμη να το ακούσει. Δεν ήταν τώρα,
ίσως ποτέ˙ γιατί εκείνος την είχε πληγώσει με όλους τους τρόπους ένας
άνθρωπος μπορεί να πληγωθεί. Εκείνος ευθυνόταν για το χάσμα ανάμεσά τους. Και
αυτή η γνώση θα τον βασάνιζε για όλη την υπόλοιπη ζωή του. Το πρόβλημα δεν ήταν
ότι η Ναντέζντα δεν μπορούσε να τον συγχωρέσει. Το πρόβλημα ήταν ότι ο ίδιος δε
θα μπορούσε να συγχωρέσει ποτέ τον εαυτό του.
«Εσύ ήρθες εδώ
να ζητήσεις τη βοήθειά μου.», προσπάθησε να ξεφύγει.
«Το ξέρω. Και
μου είναι απαραίτητη. Όμως αυτό δεν σε υποχρεώνει να μου τη δώσεις. Μπορείς να
αρνηθείς.»
«Όχι δεν μπορώ».
Γιατί τότε θα τη πρόδιδε για δεύτερη φορά. «Ανάμεσα σε όλες τις επιλογές που
έχουμε για κυβερνήτη, εσύ είσαι η καλύτερη, γιατί είσαι η μόνη που ενδιαφέρεσαι
και για κάποιον άλλο πέρα από τον εαυτό σου».
Τον κοίταξε με
τα μεγάλα πράσινα μάτια της. Ο Στεφάν όμως δεν μπορούσε να διαβάσει τα
συναισθήματα που καθρεφτίζονταν εκεί. Ούτε η ίδια η Ναντέζντα ήξερε.
Τελικά απέστρεψε
το βλέμμα της. «Ποιος είναι ο όρος;» ρώτησε τελικά.
«Ο άνθρωπος που
θα καταδώσουμε στο Σβιατοπόλκ, θα γνωρίζει τι πρόκειται να συμβεί. Δε θα τον
προδώσουμε, θα μας βοηθήσει με ελεύθερη βούληση».
Ήταν η σειρά της
Ναντέζντα να εκπλαγεί με τα λεγόμενά του. «Ποιος ανόητος θα δεχθεί να
ριψοκινδυνεύσει τη ζωή του και την ασφάλεια της οικογένειάς του;»
«Αυτό άσε το σε
μένα. Εσύ μπορείς για μία φορά, να
κάνεις ένα βήμα πίσω, να συμβιβαστείς;»
Αυτό που της
ζητούσε ήταν πολύ δύσκολο. Έπρεπε να αφήσει κατά μέρος τη στρατηγική που είχε
ετοιμάσει και να δεχτεί μια άλλη, ξένη. Να λάβει υπόψη νέους κινδύνους, να
ενσωματώσει στο αρχικό πλάνο ακόμα περισσότερες ευκαιρίες για να στραβώσει
κάτι. Όμως κάτι μέσα της τής έλεγε να συμφωνήσει. Να κάνει κάτι διαφορετικό, να συμβιβαστεί.
«Μήπως, μου
αφήνεις άλλη επιλογή;»
* * *
«Όχι. Όχι,
φυσικά και όχι!» φώναξε ο Νικολάι Φεντόρεβιτς με όση δύναμη είχαν τα πνευμόνια
του. «Δεν υπάρχει περίπτωση να συμμετάσχω οικιοθελώς σε αυτή την παράνοια και
δεν μπορείς να με εκβιάσεις».
Την επόμενη
κιόλας μέρας ο Στεφάν αποφάσισε να πλησιάσει τον άνθρωπο που είχε στο μυαλό
του. Γι’ αυτό και μετά το γεύμα του είχε ζητήσει από τον Φεντόρεβιτς να έρθει
μαζί του στους στάβλους με τα άλογα, ώστε να μπορέσει να του εξηγήσει διεξοδικά
τους σκοπούς του.
Ήταν ο
κατάλληλος υποψήφιος γι’ αυτό το σχέδιο. Καταρχάς, ήταν αυτός που είχε
καταχραστεί το μεγαλύτερο ποσό από τους φόρους και γενικά πρωτοστατούσε σε κάθε
είδους ατασθαλίες. Αυτό σε συνδυασμό με την υψηλή του θέση θα έδινε μεγαλύτερη
αξία στην προσφορά τους στον Καταραμένο. Συν τοις άλλοις, ο Στεφάν είχε την
πεποίθηση πως ανάμεσα σε όλους τους διεφθαρμένους βογιάρους, ο Φεντόρεβιτς ήταν
ίσως από τους λίγους που μπόρεσε να καταλάβει ποια ήταν πραγματικά η Ναντέζντα.
Ίσως ο μόνος που ήταν σε θέση να αντιληφθεί πόσο θα βοηθούσε τη χώρα αν
αναλάμβανε τα ηνία. Γιατί ήταν βέβαιος πως εκείνος νοιαζόταν για το μέλλον του
κράτους παρά την αλόγιστη και παράνομη συμπεριφορά του.
Τώρα ο Στεφάν άκουγε τις αντιρρήσεις του
στωικά. Δεν είχε σκοπό να τα παρατήσει. Το ήξερε ότι θα ήταν δύσκολο να τον
πείσει.
«Δεν έχω σκοπό
να σε εκβιάσω. Αν ήθελα να σε υποχρεώσω τότε πολύ απλά θα πήγαινα στον
Καταραμένο, χωρίς καν να σε προϊδεάσω», του απάντησε βλοσυρά και με μία δόση
ειρωνείας.
«Δεν μπορείς να
με εκβιάσεις, γιατί έτσι κι αλλιώς σκοπεύεις να αποκαλύψεις στον Καταραμένο για
τις ατασθαλίες που έχω διαπράξει, που είναι το ίδιο τσεκούρι που κρατάτε πάνω
από το κεφάλι μου! Αυτομάτως χάνετε το πλεονέκτημά σας. Αντιθέτως, εγώ είμαι
αυτός που μπορεί να σας εκβιάσει, γιατί εγώ θα αποκαλύψω τα πάντα για τις
παράλληλες ενέργειες τις δικές σου και της…»
«Φεντόρεβιτς!
Καταλαβαίνεις ότι δεν θέλω να ενεργήσω πίσω από την πλάτη σου; Θέλω τη σύμπραξή
σου, εν γνώσει σου!»
«Και γιατί να το
κάνω; Για τα όμορφα μάτια της πριγκηπέσας;»
«Γιατί το ξέρω και
το ξέρεις ότι είναι η μόνη άξια να
κυβερνήσει αυτόν τον τόπο!»
Ο Νικολάι Φεντόρεβιτς
δεν ήξερε τι να απαντήσει σε αυτή τη δήλωση. Κι αυτό επειδή κατά βάθος
συμφωνούσε με το νεαρό άρχοντα. Ήταν ένας πολύπειρος, είχε ζήσει αρκετά ώστε να
δει την πατρίδα υπό διάφορες ηγεσίες. Όπως
πίστευε, η Ρωσία είχε ζήσει και πολύ καλύτερες μέρες, όταν κυβερνούσε η Όλγα ή
ο Βλαντιμίρ. Εκείνες τις εποχές πραγματικά τις νοσταλγούσε… Από το όσο γνώριζε
τη Ναντέζντα, έκρινε ότι έμοιαζε και στους δύο σε θέματα χαρακτήρα. Είχε
ακεραιότητα, αξιοπρέπεια, επιμονή και θάρρος. Μπορούσε να εμφυσήσει αφοσίωση,
εμπιστοσύνη.
Όχι. Έπρεπε να
πάψει να αριθμεί τις αρετές της κοπέλας που τον είχε εντυπωσιάσει τόσο,
ειδάλλως κινδύνευε να δεχτεί την αλλοπρόσαλλη πρόταση που του έκανε ο φιλόδοξος
νέος μπροστά του. Και δεν μπορούσε. Ακόμα και αν ήθελε να δοκιμάσει τον
ηρωισμό, να φανταστεί ότι θα έδινε και τη ζωή του για υψηλά ιδανικά σαν τους
ιππότες των παραμυθιών, είχε την οικογένειά του να σκεφτεί.
Αυτός ο άρχοντας
Στεφάν όμως… η δική του στάση ήταν πραγματικά αψυχολόγητη. Τι τον ενδιέφερε
ποιος διοικούσε; Αφού ούτως ή άλλως την εύνοια του Καταραμένου την είχε,
τουλάχιστον μέχρι προσφάτως. Γιατί λοιπόν να τα διακινδυνεύσει όλα για τη θυγατέρα
του Βλαντιμίρ; Ήταν πασιφανές πως δεν είχε τίποτα να κερδίσει από αυτήν την
ιστορία. Τι ήταν τόσο ξεχωριστό μ’ εκείνη τη γυναίκα και μπορούσε να ασκεί
τέτοια επιρροή στους ανθρώπους; Αποφάσισε να εκφράσει την απορία του αυτή, για
να κερδίσει χρόνο.
«Εσύ όμως, γιατί
ανακατεύεσαι με αυτή την ιστορία; Έχεις στρατό, αν ήθελες θα μπορούσες να
κατακτήσεις το στέμμα για λογαριασμό σου. Γιατί να βοηθήσεις εκείνη να
αναρριχηθεί;»
«Εκείνη έχει
δεσμούς αίματος με την πριγκιπική οικογένεια, όχι εγώ», ήταν η καθολικά λογική
απάντηση του Στεφάν.
«Και γιατί δεν
τη στεφανώνεσαι; Όμορφη είναι, γονείς δεν έχει, από καλή οικογένεια κρατά. Θα
μου πεις τα ‘χει τα χρόνια της, μα τι πειράζει;»
Τα λόγια εκείνα
έσταξαν φαρμάκι στην ήδη δηλητηριασμένη του ψυχή. Έκαναν την αιμάσσουσα πληγή
που είχε αφήσει η Ναντέζντα στην καρδιά του να πονέσει διπλά. Είχε κι εκείνος
σκεφτεί ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Αν εκείνη τον παντρευόταν τότε αυτομάτως θα
κέρδιζε ένα σπίτι, έναν προστάτη, έναν τίτλο κι ένα στρατό. Εκείνος θα κέρδιζε
την ευκαιρία να στεφθεί Μεγάλος Πρίγκιπας στο πλευρό της. Άλλωστε ο γάμος ήταν
η παραδοσιακή επικύρωση οποιασδήποτε συμμαχίας. Ήταν ό,τι πιο συνετό και λογικό
θα μπορούσαν να κάνουν, ώστε να ενισχύσουν τη θέση τους και να αυξήσουν τις
πιθανότητες να φτάσουν στο θρόνο, μαζί.
Ένιωσε ότι το στόμα του είχε στεγνώσει. Κατόρθωσε
όμως να συγκεντρώσει τις σκέψεις τους και να δώσει μια αποδεκτή απάντηση. Έβηξε
δυο φορές για να μπορέσει να μιλήσει. «Δε θα το δεχόταν ποτέ», είπε ξερά, με το
βλέμμα κατεβασμένο στο έδαφος.
Πάντως ο Νικολάι
σίγουρα δεν το εξέλαβε αυτό ως άρνηση. «Ώστε εσύ τη θέλεις, ε; Και γιατί να μην
το δεχτεί; Ούτε εσένα σου λείπει κάτι. Εξάλλου είναι έξυπνη, ορθολογίστρια, και
προσγειωμένη. Θα αντιληφθεί ότι είναι μια πολύ λογική λύση που θα ενισχύσει τις
πιθανότητές της να στεφθεί Μεγάλη Πριγκίπισσα».
Κάθε λέξη ήταν
και μια μαχαιριά που προξενούσε ανείπωτο πόνο. Δεν μπορούσε να τον ακούει άλλο.
Ήταν απλά αδύνατο. Έπρεπε να τον σταματήσει.
«Μπορούμε να
αλλάξουμε, θέμα;»
«Ό,τι πεις εσύ
παλικάρι μου!» είπε ο Νικολάι αυτάρεσκα.
Αισθάνθηκε ότι
είχε αρχίσει να αποκτά το πάνω χέρι στη συζήτηση, βλέποντας ότι ο συνομιλητής
του είχε ταραχτεί τόσο. Στην πραγματικότητα όμως, συνέβαινε το αντίθετο. Εφόσον
είχε αρχίσει να εξαντλείται, ο Στεφάν
αποφάσισε να δώσει γρήγορα τέλος στην ευχάριστη κουβεντούλα τους. Και αυτό
σίγουρα δεν ήταν προς όφελος του πεπειραμένου βογιάρου.
«Κοίταξε Φεντόρεβιτς.
Θα μας βοηθήσεις και μάλιστα θα το θεωρήσεις ύψιστη τιμή. Ξέρω πολύ καλά ότι
παρά τα εγκλήματά σου κατά του συνόλου συνεχίζεις να ενδιαφέρεσαι για την
πατρίδα μας. Θα το δεις λοιπόν ως την εξιλέωσή σου και θα συνεργαστείς.
Ειδάλλως εσύ θα κουβαλάς αυτή τη δειλία για το υπόλοιπο της ζωής σου και θα
φροντίσω προσωπικά να το μάθουν οι γιοι και οι κόρες σου. Κάνε το σωστό τώρα και
θα μπορείς να έχεις τη συνείδησή σου καθαρή. Στο κάτω κάτω όλοι μια μέρα θα
πεθάνουμε, δεν θέλεις να πεθάνεις για ένα σκοπό;»
Ο Νικολάι τον
άκουγε μα δεν άφηνε τον εαυτό του να συναισθανθεί τα λεγόμενά του. «Αυτό λες
στον εαυτό σου κάθε φορά που σε τυλίγει στα δόλια σχέδιά της;»
«Φεντόρεβιτς!»
γρύλισε ο Στεφάν έξαλλος. «Σου υπόσχομαι ότι θα φροντίσουμε την οικογένειά σου.
Δεν μπορώ να σου εγγυηθώ την περιουσία σου, αλλά τα παιδιά και η γυναίκα σου θα
είναι ασφαλή. Και όταν η Ναντέζντα ανέβει στο θρόνο θα σου δώσει πίσω ό,τι σου
ανήκει. Απλά ζητά να μείνεις πιστός στον όρκο που της έδωσες. Ορκίστηκες πίστη
και αφοσίωση, θα γίνεις επίορκος τώρα;»
Ο Νικολάι δεν
αποκρίθηκε. Δεν υπήρχε μεγαλύτερη ατιμία από αυτή. Ένας άντρας που δεν τιμούσε
τους όρκους του δεν μπορούσε να λέγεται άντρας.
Έχανε την τιμή και την αξιοπρέπεια του. Εκείνος δεν ήθελε να γίνει
τέτοιος. Άκουγε τη λέξη επίορκος και
αηδίαζε. Πάντοτε ήθελε να μπορεί να λέει
σε παιδιά και εγγόνια ιστορίες θάρρους και μεγαλείου.
Ίσως αυτή να
ήταν η ευκαιρία του να κάνει αυτό το άπιαστο όνειρο πραγματικότητα.
Για μια στιγμή
το μυαλό του ταξίδεψε πίσω στα χρυσά χρόνια της νεότητας και της τόλμης. Τότε
δε θα δίσταζε στιγμή να συμμετάσχει στο πιο ριψοκίνδυνο σχέδιο με λάφυρο της
δόξα της αυτοθυσίας και της αυταπάρνησης, για έναν ηγέτη με τις σωστές
προθέσεις και τις κατάλληλες ικανότητες. Πότε εξαφανίστηκε εκείνος ο νέος με τα
υψηλά ιδανικά και πότε πήρε τη θέση του εκείνος ο γέρος με τα γκριζαρισμένα
μαλλιά, τα μακριά γένια, τη μεγάλη κοιλιά και τα ακριβά ρούχα; Τότε ονειρευόταν
να πάρει μέρος σε κάτι μεγαλύτερο από τον εαυτό του, τώρα μόνη του έννοια ήταν
να μην χάσει τη μεγάλη του περιουσία που είχε αποκτήσει με αθέμιτα μέσα και την
να κληροδοτήσει ακέραιη στους απογόνους του. Πότε έγινε τόσο φιλοχρήματος και
υπολογιστής χωρίς να το αντιληφθεί;
Ίσως δεν ήταν
αργά να αλλάξει. Θα συναινούσε σ’ αυτή την παράτολμη ενέργεια χωρίς να κρίνει
πόσο συνετή ήταν αυτή η απόφαση. Πιθανότατα καθόλου. Πιθανότατα απείρως.
«Εντάξει λοιπόν.
Θα μείνω πιστός υπηρέτης της ανερχόμενης μεγαλειοτάτης. Θα σας αφήσω να παίξετε
το κεφάλι μου σε ένα τυχερό παιχνίδι».
«Μη γίνεσαι τόσο
δραματικός, Νικολάι. Δεν κινδυνεύεις να κρεμαστείς, σαν προδότης. Απλά θα σε
αποκεφαλίσουν! Και αυτό μόνο, αν αποτύχουμε. Τι ανησυχείς;»