Η μάχη του έρωτα (Κεφάλαιο 39) - ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ

Έκλεισε τα μάτια της, προσπαθώντας να διώξει τις άσχημες στιγμές που είχαν περάσει ανεπιστρεπτί. Έπρεπε να πάψει να ζει με τα φαντάσματα του παρελθόντος και πολύ περισσότερο ήταν επιτακτική η ανάγκη σήμερα να κρύψει τον όποιο πόνο της και να αφοσιωθεί στην μέρα που είχε ξημερώσει. Τόσο καιρό περίμενε γι’ αυτήν την ευλογημένη μέρα!

Τίποτα δεν ήταν όπως ακριβώς τα ήθελε, παρά μόνο εκείνος έστεκε δίπλα της έτσι όπως τον φανταζόταν. Δύο χρόνια μετά και οι πληγές εκείνης της νύχτας ήταν ακόμα φανερές. Κανείς δεν μπορούσε να ξεχάσει τι συνέβη εκείνο το βράδυ όπου κόπηκε το νήμα της ζωής του Φέντερικ και του Δούκα. Σκοτώθηκαν την ίδια ημέρα, οι κηδείες τους τελέστηκαν επίσης την ίδια μέρα, στο ίδιο νεκροταφείο, σε διπλανούς τάφους. Μια κίνηση που ήθελε να βροντοφωνάξει την ειρήνη, την γαλήνη, την ανακωχή για την άλλη ζωή.
Ο Άγγελος καταδικάσθηκε σε πολλά χρόνια φυλάκισης για συνεργεία και πολλά άλλα ποινικά αδικήματα που είχε διαπράξει κατά την περίοδο που δούλευε στην νύχτα. Η Χριστίνα τον επισκεπτόταν καθημερινά και προσπαθούσε να του δίνει κουράγιο. Δεν ήταν εύκολο για κανέναν τους να παλεύουν να σώσουν μια αγάπη καταδικασμένη πίσω από τα σίδερα της φυλακής.
Η Νεφέλη είχε πάρει κι επίσημα πλέον το επίθετο του πατέρα της μαζί με όλες τις επιχειρήσεις του. Η βοήθεια του Ντίνου ήταν αναγκαία, αν και στην αρχή δεν ήθελε να ακούει για επιχειρήσεις. Η αστυνομία του χάρισε ένα παράσημο μαζί με τον φίλο του Γιώργο και κατάφερε να εξασφαλίσει μια πιο ήρεμη εργασιακή ημέρα.
Σήκωσε την μακριά ουρά από το νυφικό και κάθισε στην καρέκλα μέχρι να έρθει η κομμώτρια για να της στερεώσει το πέπλο στην μακριά πλεξούδα της. Η πόρτα χτύπησε και εμφανίστηκε η γλυκιά φυσιογνωμία της Χριστίνας που τώρα την κοιτούσε με ανοιχτό το στόμα.
«Τι όμορφη που είσαι!» της είπε με έναν ενθουσιασμό στην φωνή.
«Μοιάζω στην κουμπάρα μου», της έκλεισε το μάτι η Νεφέλη και σηκώθηκε για να κάνει μια στροφή γύρω από τον εαυτό της.
«Επιτέλους χαμογελάς! Δύο χρόνια τώρα χαμόγελα χαρίζεις μόνο στον Ντίνο. Σε εμάς ούτε δείγμα», την πείραξε γλυκά και γέλασαν με την καρδιά τους.
«Εσύ; Γιατί χαμογελάς χωρίς την καρδιά σου;» περιεργάστηκε το θλιμμένο της βλέμμα. Αν και γνώριζε πολύ καλά τον λόγο.
«Αφού ξέρεις βρε Νεφελάκι», την ίδια στιγμή η πόρτα άνοιξε πολύ σιγά και ο Άγγελος μπήκε στο δωμάτιο, όσο πιο αθόρυβα μπορούσε, κλείνοντας συνωμοτικά το μάτι στην Νεφέλη. «Δεν μου είναι εύκολο να ζω μόνη μου. Εκείνος είναι μέσα στους τρεις τοίχους και σε μία σειρά από κάγκελα. Σήμερα θα ήθελα να σας παντρεύαμε μαζί αλλά… Πως θέλεις να χαμογελώ; Αλλά άστα αυτά μέρα που είναι! Σήμερα πρέπει να είσαι ευτυχισμένη και από αύριο θα με αφήσεις να κλάψω στον ώμο σου, εντάξει;»
«Κοίτα κουμπαρούλα μου! Εγώ σε αγαπώ και το ξέρεις, σωστά; Αλλά ο ώμος μου είναι πιασμένος και δεν έχω σκοπό να μου τον λερώσεις, οπότε σκέφτηκα πως… Να, εγώ δεν σου πήρα κάποιο δώρο γιατί ξέρω ότι δεν σου λείπει κάτι. Σκέφτηκα λοιπόν πως το δώρο μου θα είναι κάτι πολυτιμότερο που είμαι σίγουρη πως θα σε κάνει ευτυχισμένη», της είπε χαμογελαστά και της έδειξε προς τον Άγγελο, ο οποίος ήταν δακρυσμένος με όσα είχε ακούσει από την Χριστίνα.
        «Αγάπη μου;» της ψιθύρισε καθώς την έσφιγγε στην αγκαλιά του.
        «Μα πως;»
        «Όλα θα σου τα πω, όλα!»
        «Αγαπημένα μου κουμπαράκια, μπορείτε να κρατήσετε τα σαλιαρίσματα για μετά γιατί ήρθε η κομμώτρια… Πρέπει να πάμε κι στην Εκκλησία κάποια στιγμή», τους χαμογέλασε γλυκά.
        «Δεν πιστεύω αυτό που έκανες! Πως;»
        «Τζάμπα πήρα το επίθετο;» της έκλεισε το μάτι και κάθισε πάλι στην καρέκλα της για να την περιποιηθεί η κομμώτρια.
        Κι η μέρα εκείνη ήταν πράγματι η καλύτερη της ζωής τους. Γιατί τελικά η αγάπη κέρδισε αυτόν τον πόλεμο, αιματοβαμμένη αλλά γεμάτη ζεστασιά στην καρδιά. Και η Νεφέλη είχε μοιράσει πολλά δώρα εκείνη την βραδιά, αλλά το καλύτερο ήταν αυτό που έκρυβε στα σπλάχνα της και που θα γνώριζε το φως του κόσμου αυτού σε ακριβώς εφτά μήνες. Και ήθελε να του χαρίσει ένα όμορφο ξεκίνημα, για να μάθει να διεκδικεί αργότερα κι ένα όμορφο τέλος. Γιατί όταν διεκδικείς με πάθος και αγάπη κάτι, αυτό δεν μπορεί παρά να σου παραδοθεί με όλη του την ψυχή.
        «Είσαι εκθαμβωτική», της ψιθύρισε ο Ντίνος καθώς χόρευαν τον πρώτο τους χορό ως αντρόγυνο.
        «Προτιμώ να είμαι δική σου», του απάντησε παιχνιδιάρικα και του έδωσε ένα απαλό φιλί.
        «Δική μου… Μόνο δική μου… Για τώρα και για το υπόλοιπο της αιωνιότητας»
        «Α, εγώ σε παντρεύτηκα γι’ αυτή την ζωή. Για την άλλη δεν υποσχέθηκα τίποτα», του είπε γελώντας και εκείνος την άρπαξε στην αγκαλιά του κάνοντας μερικές στροφές γύρω από τον εαυτό τους.
        «Μην το κάνεις ξανά αυτό για τουλάχιστον εφτά μήνες από τώρα…», τον κοίταξε απειλητικά.
        «Γιατί;»
        «Γιατί νομίζω πως ανακατεύεται το στομάχι μου και…» χάιδεψε την κοιλιά της.
        «Είσαι…; Είσαι… έγκυος;»
        «Είμαι!» του είπε δυνατά, κάνοντας τον να την σφίξει κι άλλο στην αγκαλιά του.
        Και η έκπληξη ήταν ακόμα μεγαλύτερη όταν ο γιατρός αργότερα τους μίλησε για δύο μωρά. Γιατί μερικές φορές, η ευτυχία έχει πρόσωπα, πολλά πρόσωπα που άλλοτε χαμογελούν και άλλοτε κλαίνε. Δεν είναι αναγκαίο να χαμογελούν όταν χαίρονται, γιατί η χαρά πολλές φορές φέρνει δάκρυα στα μάτια μας.
        Μερικοί ονομάζουν την ευτυχία ως κάποιο λιμάνι στο οποίο αράζουν. Αλλά η ευτυχία είναι απλά στιγμές και τίποτα περισσότερο. Γιατί κι οι ήρωες γνωρίζουν πολύ καλά πως θα έρθουν δύσκολες στιγμές στην ζωή τους, ίσως κι χειρότερες από αυτές που ήδη έζησαν. Μα τώρα γνωρίζουν τον τρόπο να επουλώνουν τις πληγές, με την αγάπη. Τώρα γνωρίζουν ότι η ευτυχία είναι μια αδιάκοπη μάχη με τον εαυτό μας και τους γύρω μας και πολλές φορές δεν υπάρχει νικητής…
Η μάχη αυτή όμως ήταν μια ακόμα μάχη του έρωτα που έφτασε στο τέλος της. Θα έρθουν κι άλλες τέτοιες μάχες, μα η πιο γλυκιά, η πιο απολαυστική είναι αυτή που θα ζήσει ο καθένας από εμάς στην πραγματική ζωή.


ΤΕΛΟΣ
Βασιλική Κυργιαφίνη