Ιστορίες από τις Αστρικές Αυτοκρατορίες - Ιστορία 3: Η τέχνη των Κρυστάλλων (Κεφάλαιο 7)



            Ο κόμης Ferden ήταν ανένδοτος, επέμενε να δει και να ανακρίνει και ο ίδιος τις δύο κοπέλες. Μάταια προσπαθούσε ο πλοίαρχος να τον μεταπείσει, τονίζοντας το ασήμαντο του γεγονότος. Ειδικά, όταν έμαθε πως η μία ήταν μάλλον αμαζόνα λαθρέμπορος, εκστασιάστηκε.
«Μα είναι πρώτης τάξεως υλικό για τη μονογραφία μου πάνω στις συνήθειες αυτών των διεστραμμένων γυναικών! Πλοίαρχε, δε δέχομαι άλλη συζήτηση επ’ αυτού!»
Κάτι προσπάθησε να πει ο πλοίαρχος, αλλά ο κόμης του ένευσε πως η συζήτηση είχε κλείσει. Κοίταξε τον ταξίαρχο Γκεμς που χαμογελούσε χαιρέκακα.
«Πολύ καλά» είπε παραιτημένα. «Ακολουθήστε με στο γραφείο μου, θα δώσω εντολή να μεταφερθούν εκεί».

Η Μαριάννα προχωρούσε μηχανικά πίσω από τον αξιωματικό. Απ’ όσο καταλάβαινε, δεν πήγαιναν στο κελί της, αλλά μάλλον για μια ακόμα ανάκριση. 
«Φτάσαμε» είπε ο αξιωματικός. Σήκωσε τα μάτια και...
«Εμμέλια!» φώναξε, καθώς την είδε να περιμένει κι αυτή εκεί φρουρούμενη. «Είσαι καλά; Σε ανέκριναν;»
«Σιωπή!» διέταξε ο αξιωματικός.
Η Εμμέλια φαινόταν ταλαιπωρημένη αλλά καλά. Της χαμογέλασε λίγο μάλιστα. Παρατήρησε πως το μέρος του αστρόπλοιου που βρίσκονταν, ήταν κάπως πιο ευρύχωρο, πιο πολυτελές θα μπορούσε να πει κανείς. Μετά από λίγο τις σήκωσαν και πέρασαν σε ένα μεγάλο θάλαμο στολισμένο με διάφορα τρόπαια, χάρτες και θυρεούς. Τις έβαλαν να καθίσουν σε δυο καρέκλες σε ένα τραπέζι συσκέψεων στη μια πλευρά του θαλάμου. Στην άλλη δυο άντρες ήταν σκυμμένοι πάνω από κάποια χαρτιά και συζητούσαν. Ο ένας ήταν μάλλον ο κυβερνήτης του Illustrious, τον είχαν δει φευγαλέα, όταν τις είχαν συλλάβει. Ο άλλος φορούσε τελείως διαφορετική στολή. Δίπλα τους στέκονταν άλλοι δυο με αντίστοιχες στολές, οι υπασπιστές τους υπέθεσε. Είδε την Εμμέλια να σφίγγεται. Ο πλοίαρχος σήκωσε το κεφάλι και τις κοίταξε.
«Κόμη, η δεσποινίς αριστερά είναι η Μαριάννα Μάθορ και η άλλη η Εμμέλια Πράιορ».
Ο άλλος άντρας σήκωσε το κεφάλι από τα έγγραφα που μελετούσε και τις κοίταξε. Πρώτα αυτή και μετά την Εμμέλια, η οποία άσπρισε τελείως και το βλέμμα της πάγωσε. Τα μάτια του κόμη συναντήθηκαν με της Εμμέλιας και έμειναν εκεί να κοιτάζονται για μια στιγμή που όλα έμοιαζαν ακίνητα. Και τότε, τελείως ξαφνικά, το πρόσωπο του κόμη κοκκίνισε και πετάχτηκε όρθιος με μια έκφραση που φανέρωνε έκπληξη ανάμικτη με αγανάκτηση.
«Ευγενία!» φώναξε χωρίς να πάρει το βλέμμα του από την Εμμέλια. «Ευγενία-Λουδοβίκα ντε Κονσί!»
Η Εμμέλια κουνούσε αρνητικά το κεφάλι, αλλά τα μάτια της είχαν βουρκώσει.
«Ζεις!» συμπλήρωσε θυμωμένα ο κόμης.
Οι υπόλοιποι κοιτούσαν τη σκηνή αποσβολωμένοι προσπαθώντας να καταλάβουν τι συνέβαινε. Όλων τα βλέμματα στράφηκαν στην Εμμέλια. Αυτή άφησε ένα δάκρυ να κυλήσει στο μάγουλό της και είπε σιγανά:
«Γειά σου, Στέφανε...»
«Γνωρίζεστε;» ψέλλισε ο πλοίαρχος Trote.
«Απαράδεκτο!» εξερράγη ο κόμης. «Αυτό... Αυτό... είναι άνω ποταμών! Απαιτώ εξηγήσεις! Μου παίζετε κάποιο παιχνίδι, πλοίαρχε; Γι’ αυτό η μυστικοπάθεια, ε; Νομίζετε ότι μπορείτε να παίζετε μαζί μου; Η αυτοκρατορία σας είναι ανάξια εμπιστοσύνης! Αλήθεια τι προσπαθείτε να πετύχετε; Ξεχάστε τα όλα! Απαιτώ να επιστρέψουμε αμέσως στη Δόνια!»
Ο πλοίαρχος στεκόταν αμήχανος, καθώς ο κόμης ξεθύμαινε πάνω του. Σκεφτόταν ότι όπως εξελίσσονταν τα πράγματα θα ήταν τυχερός, αν γλύτωνε από την οργή των ανωτέρων του μόνο με ένα Ναυτοδικείο. Τον οργισμένο μονόλογο του κόμη και τα ψελλίσματα του πλοίαρχου διέκοψε η φωνή της Εμμέλιας ή Ευγενίας κατά τον κόμη.
«Στέφανε, αρκετά!» είπε δυνατά και σταθερά.
Όλοι σώπασαν. Σηκώθηκε και το βλέμμα της περιέτρεξε όλους στο δωμάτιο.
«Ναι, είμαι η Ευγενία-Λουδοβίκα ντε Κονσί» είπε κρατώντας ψηλά το κεφάλι. Μέσα σε μια στιγμή η φωνή της, το βλέμμα της, η στάση του σώματός της φανέρωσαν χωρίς αμφιβολία την αριστοκρατική της καταγωγή, αλλά και το δυναμισμό που έκρυβε. «Ή μάλλον ήμουν, μέχρι που τα απαρνήθηκα όλα», συμπλήρωσε πιο σιγά. «Στέφανε, να συνεχίσω ή μήπως είναι προτιμότερο να μιλήσουμε κατ’ ιδίαν;»
Ο κόμης Ferden απάντησε ψυχρά.
«Δε νομίζω ότι έχουμε να πούμε τίποτα, “δεσποινίς”» πρόσθεσε και κατάφερε να ακουστεί σαν βρισιά.
Η Ευγενία δεν έδειξε να πτοείται.
«Ο πλοίαρχος μπορεί να μείνει, θα ήταν απρεπές να μην έχει μια άποψη επί του θέματος μετά την άδικη φραστική επίθεση που υπέστη εκ μέρους σου. Και θα επιθυμούσα να παραμείνει και η δεσποινίς Μάθορ. Θεωρώ ότι ταλαιπωρήθηκε πολύ εξαιτίας μου και θα ήθελα να με ακούσει. Οι υπόλοιποι θα παρακαλούσα να μας αφήσετε για λίγο, σας ευχαριστώ».
 Ο ταξίαρχος Γκεμς πήγε να πει κάτι, αλλά το μετάνιωσε. Περιορίστηκε να κουνήσει με αποδοκιμασία το κεφάλι, καθώς έβγαινε. Η Μαριάννα αισθάνθηκε απέραντο θαυμασμό γι’ αυτή τη γυναίκα, που μέσα σε λίγα λεπτά πήρε την κατάσταση στα χέρια της και επιβλήθηκε σε όλους. Έμειναν οι τέσσερείς τους. Ο πλοίαρχος και η Μαριάννα κοιτάζονταν με αμηχανία. Ο κόμης έμενε επιδεικτικά σιωπηλός. Η Ευγενία ξεφύσησε.
«Καλά λοιπόν, αφού το θες έτσι. Κατ’ αρχήν άσε με να σε προφυλάξω από το μεγαλύτερο σφάλμα της καριέρας σου. Ξέχνα τις θεωρίες συνωμοσίας που σου πέρασαν από το μυαλό. Οι Αυτοκρατορικοί δεν έχουν καμιά σχέση. Δεν ξέρω από ποια απίθανη σύμπτωση βρέθηκα στο δρόμο σας».
 Η Μαριάννα ανατρίχιασε. Μια σκέψη πραγματικά απίθανη της πέρασε από το μυαλό. Ήταν δυνατόν; Μα δεν ακούς το Θηρίο που βρυχάται, ήρθε σαν απάντηση η ηχώ στο μυαλό της.
«Αν φταίει κάποιος γι’ αυτό, είναι ο πατέρας μου, εσύ και όλη η αναθεματισμένη η σεβαστή αυτοκρατορία μας, που θεωρείτε τις γυναίκες καλές μόνο για υπηρέτριες ή διακοσμητικά στοιχεία!» ξέσπασε η Ευγενία.
«Ε, όχι, δεν το ανέχομαι!» νευρίασε ο κόμης. «Έχεις ιδέα πόσο μου στοίχισε ο θάνατός σου; Ήσουν η μέλλουσα γυναίκα μου! Μπορείς να φανταστείς τι απόρριψη ένιωσα; Και με κατέτρωγε η υπόνοια ότι προτίμησες να αυτοκτονήσεις παρά να με παντρευτείς! Και εσύ σαν αδίστακτος κακοποιός σκηνοθέτησες τον θάνατό σου και το έσκασες! Υποθέτω το ότι απλά το έσκασες πρέπει να με παρηγορεί».
«Κάνεις λάθος! Ναι, το έσκασα, αλλά όχι από εσένα! Άλλωστε γνωριζόμασταν τόσο λίγο... Για τον “θάνατό” μου και εγώ από τα ενημερωτικά κανάλια έμαθα. Ιδέα του πατέρα μου προφανώς. Δε θα άντεχε την ντροπή να είναι και η δική του κόρη φυγάδα».
«Τι θες να πεις;» ρώτησε ο κόμης. «Η οικογένειά σου με εξαπάτησε; Και γιατί να πιστέψω εσένα;»
Η Ευγενία χαμογέλασε πικρά.
«Γιατί έχω αυτό!» είπε και τράβηξε το μενταγιόν που φορούσε στον λαιμό. Ήταν ασημένιο με μια περίεργη κόκκινη πέτρα. «Είναι οικογενειακό μας κειμήλιο, μοναδικό, παλιότερο και από την αυτοκρατορία μας. Αν είχα σκηνοθετήσει εγώ τον θάνατό μου, δε νομίζεις ότι θα φρόντιζα να το βρουν;»
Ο Στέφανος Ferden αμφιταλαντευόταν ανάμεσα στον πληγωμένο του εγωισμό και τον θαυμασμό του για τη γυναίκα που είχε μπροστά του. Δεν μπορούσε να τον αφήσει ασυγκίνητο ο δυναμισμός και η σιγουριά που απέπνεε. Σκέφτηκε ότι προτιμούσε την Εμμέλια παρά την ευγενή, απόμακρη, άβουλη και μειλίχια Ευγενία που είχε γνωρίσει, ίδια με χιλιάδες άλλες νεαρές αριστοκράτισσες της Δόνια, που το καλύτερο στο οποίο έλπιζαν ήταν ένας καλός γάμος και μια ζωή στην αφάνεια. Αλλά είχε ατιμάσει την οικογένειά της και την πατρίδα της. Και μόνο οι συνέπειες από μια εμφάνισή της...
«Λοιπόν, νομίζω ότι πρέπει να ζητήσουμε συγγνώμη από τον πλοίαρχο και τη δεσποινίδα που τους μπλέξαμε στα προσωπικά μας» διέκοψε η Ευγενία τις σκέψεις του.
«Ναι» είπε ο κόμης «πλοίαρχε, παρακαλώ, αγνοήστε τα όσα σας καταλόγισα. Η έκπληξή μου βλέπετε. Σας ζητώ συγγνώμη και σας διαβεβαιώ ότι το ατυχές συμβάν δε θα επηρεάσει την αποστολή μου».
«Ευχαριστώ πολύ» απάντησε εμφανώς ανακουφισμένος ο πλοίαρχος. «Ήταν μια απίστευτη σύμπτωση που οδήγησε σε αυτήν την παρεξήγηση». Στράφηκε στη Μαριάννα. «Δεσποινίς Μάθορ, υποθέτω ότι δεν τίθεται ζήτημα πλέον, συγγνώμη για την ταλαιπωρία, αλλά οι διαδικασίες βλέπετε... Θα σας φιλοξενήσουμε και θα φροντίσουμε μετά την αποστολή μας να σας παραδώσουμε στον πλησιέστερο εμπορικό σταθμό. Και εσείς φυσικά, δεσποινίς Ευγενία, θα είστε ελεύθερη μετά την αποστολή μας».
Η Μαριάννα κατένευσε χαμογελώντας. Ένιωθε απίστευτα ανακουφισμένη που θα τελείωνε καλά η περιπέτειά της. Πριν προλάβει να πει κάτι, τους διέκοψε μια κλήση.



Μιχάλης Κοτσαρίνης