Ο Κυνηγός των Ευχών (Κεφάλαιο 5 - Μέρος 3ο)


Την έκτη μέρα της παραμονής τους, ο Γκόραν ξύπνησε με έναν τρομερό πονοκέφαλο. Η χιονοθύελλα είχε δυναμώσει σε τέτοιο σημείο, που ήταν επικίνδυνο ακόμα και να ανοίξει το παράθυρο. Πέρασε το πρωινό του νηστικός στο δωμάτιο, με τον φόβο πως θα αποκλείζονταν σε αυτήν την πόλη και τα χρήματά του δεν θα έφταναν για να πληρώσει το πανδοχείο.

Η Φιντέλμα είχε ξυπνήσει με τα λόγια του Γουάφ να τριγυρίζουν στο μυαλό της σαν τις μέλισσες γύρω από τα λουλούδια την άνοιξη. Ήταν έτοιμη να κατέβει όπως συνήθως και να βρεθεί στον στάβλο, όταν είδε τον κυνηγό να κάθεται στην καρέκλα του με το κεφάλι στηριγμένο στην γροθιά του. Είχε παραξενευτεί βλέποντάς τον να περνάει τον χρόνο του στο δωμάτιο, αντί για κάποιο τραπέζι της σάλας παρέα με την κανελομπύρα του.
Το τζάμι έτριξε, ενώ τα ξύλινα παραθυρόφυλλα που έκρυβαν το φως χτύπησαν μεταξύ τους και άνοιξαν με κρότο. Πήγε στο παράθυρο και κοίταξε έξω. Ένα θηλυκό πνεύμα του χιονού πέταξε από μπροστά της γελώντας και της έκλεισε το μάτι. Τα πάντα ήταν κρυμμένα πίσω από μία χοντρή, άσπρη πάχνη. Ούτε τα βουνά, ούτε τα υπόλοιπα καλοχτισμένα σπίτια με τις κεραμιδένιες οροφές, ούτε οι πλακόστρωτοι δρόμοι φαίνονταν εκείνη την ημέρα. Μόνο χιόνι και βοριάς, και τα πνεύματα του χιονιού έστηναν γιορτή μέσα σε αυτήν την ταραχή.
Η Φιντέλμα χαμογέλασε κοιτώντας προς τα βόρεια, εκεί όπου έπρεπε να βρίσκεται το βουνό που φιλοξενούσε τον πύργο του Γουάφ. Σίγουρα είχε βάλει το χεράκι του ο καλοσυνάτος μάγος για αυτό. Τα παραθυρόφυλλα έκλεισαν πάλι με δύναμη ύστερα από ένα δυνατό φύσημα του βορινού αέρα. Η Φιντέλμα στράφηκε στον Γκόραν. Εκείνος την κοίταξε ανέκφραστος, με το κεφάλι ακόμα στηριγμένο βαρύ πάνω στη γροθιά του.
«Θα φτάσουμε στο Ντόνα με οποιοδήποτε κόστος» δήλωσε. «Με χιονοθύελλα ή χωρίς»
«Η Ρόντα δεν θα αντέξει» αποκρίθηκε η Φιντέλμα.
«Θα πάμε με τα πόδια. Αν σε τρεις μέρες δεν έχει καταλαγιάσει η χιονοθύελλα, θα ξεκινήσουμε. Ούτως ή άλλως τα χρήματα θα τελειώσουν κάποια στιγμή. Θα αναγκαστούμε να φύγουμε»
«Δεν θα τα καταφέρεις»
Ο κυνηγός την κοίταξε ολόισια μέσα στα μάτια. «Δεν το ξέρεις αυτό» απάντησε χωρίς ίχνος αμφιβολίας ή φόβου στο παγωμένο πρόσωπό του.
Η Φιντέλμα έκανε μια προσπάθεια να διαβάσει τα μάτια του, αλλά απέτυχε και πάλι, όπως κάθε φορά. Η σκέψη της γύρισε στον μάγο. Η καρδιά της πετάριζε κάθε φορά που θυμόταν την επίσκεψή του στον στάβλο. Είχαν αποχαιρετιστεί με την υπόσχεση ότι θα συναντιούνταν ξανά την ίδια ώρα στον στάβλο του πανδοχείου.
Παρόλα αυτά, μαζί με την ελπίδα και την συγκίνηση, δεν μπορούσε να αποτρέψει και την γέννα μίας μικρής ανησυχίας μέσα της. Ο κυνηγός είχε προφανώς αποφασίσει να μείνει νηστικός για τις υπόλοιπες μέρες, προκειμένου να κρατήσει τα χρήματά του σε περίπτωση που η χιονοθύελλα αποφάσιζε να μην κοπάσει. Πώς θα συναντούσε λοιπόν τον μάγο πίσω στον στάβλο, αν αυτός δεν αποφάσιζε να κατέβει στη σάλα για να γευματίσει, αφήνοντάς την μόνη;
Έφτασε μεσημέρι και η Φιντέλμα καθόταν ανήσυχη με τις σκέψεις της στο κρεβάτι της ανατολικής μεριάς. Ο Γκόραν καθόταν ακόμα στην καρέκλα με την υφασμάτινη επένδυση, διαβάζοντας κάποιο από τα βιβλία του. Ενώ παίδευε το μυαλό της για να βρει μια λύση, μια ιδέα έλαμψε ξαφνικά μέσα της.
«Χρειάζομαι λίγο καθαρό αέρα…» είπε.
Ο κυνηγός άφησε το βιβλίο του. Την κοίταξε σαν να την έβλεπε για πρώτη φορά. «Γελιέσαι αν νομίζεις ότι θα σε αφήσω να βγεις έξω με μια τόσο φθηνή δικαιολογία» είπε και γύρισε στο βιβλίο του.
«Όχι, όχι. Αλλά αν μπορούσες να ανοίξεις για λίγο το παράθυρο θα το εκτιμούσα. Έστω για λίγο…» είπε ελπίζοντας αυτό να αρκούσε.
«Τρελάθηκες; Με τέτοια ταραχή;» αντιγύρισε θυμωμένος.
«Το χρειάζομαι… Δεν αισθάνομαι καλά. Μόνο για λίγο… Σε παρακαλώ…»
Ο κυνηγός την κοίταξε λοξά με το γνωστό παγωμένο ύφος του. Σηκώθηκε και πλησίασε το παράθυρο. Έπιασε τα χερούλια και γύρισε σε εκείνη.
«Μόνο για μισό λεπτό. Έλα εδώ»
Η Φιντέλμα πλησίασε αργά. «Μπορείς να καθίσεις. Θα το κάνω εγώ. Σε μισό λεπτό θα είσαι και πάλι στην ζεστασιά σου» του υποσχέθηκε.
Εκείνος δεν την άκουσε. Το άνοιξε μόνος του και μαντάλωσε τα παραθυρόφυλλα έτσι ώστε έμεναν ανοιχτά λίγα μόνο εκατοστά. Ύστερα κάθισε στην καρέκλα του σφίγγοντας το παλτό του πάνω του. Ο παγωμένος αέρας ξεχύθηκε σφυρίζοντας, οι νιφάδες μαστίγωσαν το πρόσωπο της Φιντέλμα και στόλισαν τα μαλλιά της. Κοίταξε πάνω από τον ώμο της για να σιγουρευτεί ότι δεν την παρατηρούσε. Ο κυνηγός ήταν χωμένος στις κίτρινες σελίδες του βιβλίου του. Τότε γύρισε μπροστά, έλυσε το πέπλο της και το άφησε να πετάξει στο βοριά. Βλέποντάς το να γλιστρά και να φεύγει, η καρδιά της πήγε να σπάσει. Γνώριζε όμως πως αυτή ήταν η μοναδική λύση, ο μόνος τρόπος που θα μπορούσε να πείσει τον κυνηγό να αφήσει το δωμάτιο.
«Το πέπλο μου!» φώναξε με δάκρυα στα μάτια.
Ο κυνηγός σηκώθηκε με φούρια. «Τι συνέβη;» είπε, μα όταν αντίκρισε τα γυμνά μαλλιά της, έτρεξε στο παράθυρο. «Κατάρα! Για μισό λεπτό άνοιξα το παράθυρο! Και στο είπα, είναι επικίνδυνο!» φώναξε προσπαθώντας να κλείσει τα εσωτερικά παραθυρόφυλλα. Τα εξωτερικά ξύλινα φύλλα ανοιγόκλεισαν με θόρυβο, χτυπώντας τον στο πρόσωπο. Εκτόξευσε μερικές βρισιές, κατάφερε να κλείσει τα φύλλα και έτρεξε στην πόρτα. «Μείνε εδώ» είπε, φόρεσε το καπέλο του, έβαλε και το κασκόλ του και τις δερμάτινες μπότες του και εξαφανίστηκε.
Έμεινε μόνη στο δωμάτιο. Η καρδιά της κόντευε να σπάσει, το χρυσό αίμα στις φλέβες της κόχλαζε. Έτρεξε με όλη της την δύναμη κλείνοντας την πόρτα πίσω της, ελπίζοντας πως ο κυνηγός θα έβρισκε το πέπλο της προτού να είναι αργά. Βρέθηκε στη σάλα, όπου είδε τον μάγο να κάθεται ανήσυχος σε ένα από τα τραπέζια. Μόλις την είδε αναθάρρησε. Σηκώθηκε και άνοιξε την πόρτα τόσο ώστε να χωρέσει να περάσει και εκείνη άνετα. Έτρεξε πίσω του και οι δυο τους κατευθύνθηκαν στον στάβλο, όπου θα μπορούσαν να μιλήσουν άνετα μακριά από τα αδιάκριτα βλέμματα.
Η Ρόντα τους υποδέχτηκε με ενθουσιώδη χλιμιντρίσματα. Η Φιντέλμα έριξε μια τελευταία ματιά τριγύρω πριν κλείσει την πόρτα. Ο κυνηγός δεν φαινόταν πουθενά μέσα στην καταχνιά. Ευχήθηκε να γυρίσει πίσω με το πέπλο της, αφού εκείνη θα είχε πρώτα επιστρέψει πίσω.
«Φοβήθηκα πως κάτι έγινε» είπε ο Γουάφ. «Γιατί άργησες τόσο;»
«Δεν έχει σημασία. Δεν έχω πολύ χρόνο…»
«Μια στιγμή… Πού είναι το μαντίλι σου;»
Η Φιντέλμα κοίταξε αγωνιωδώς την κλειστή πόρτα του στάβλου. Ο μάγος ζάρωσε τα φρύδια του. Το μέτωπό του αυλακώθηκε από τις ρυτίδες, όταν κατάλαβε τι είχε συμβεί. Όμως δεν υπήρχε χρόνος, οπότε άφησε τις νουθεσίες και τις επιπλήξεις για αργότερα.
«Λοιπόν, άκου, κορίτσι μου. Απόψε το βράδυ, όταν ο κυνηγός κατέβει στη σάλα, θα φύγεις σε ανύποπτη στιγμή και θα με συναντήσεις εδώ. Τα υπόλοιπα θα τα κανονίσω εγώ»
«Δεν θα κατέβει στη σάλα» απάντησε εκείνη. «Φοβάται πως θα αποκλειστούμε εδώ, και θέλει να κρατήσει τα χρήματα για την διαμονή μας»
«Τότε, όταν αδειάσει η σάλα και βεβαιωθείς πως κοιμάται βαριά, θα κατέβεις και θα με συναντήσεις στην είσοδο» 
«Και το ξόρκι; Ο δράκος; Πώς θα ξεφύγω από αυτόν; Όταν καταλάβει ότι έφυγα, θα με κυνηγήσει» είπε ξέπνοα.
«Μην ανησυχείς καθόλου. Είναι όλα υπό έλεγχο. Με εμπιστεύεσαι;»
«Ναι, σε εμπιστεύομαι» απάντησε εκείνη χωρίς να το σκεφτεί.
«Τότε όλα θα πάνε καλά»
«Δεν ξέρω πώς να σε ευχαριστήσω…» είπε η Φιντέλμα βουρκωμένη.
«Τρέχοντας στον άνθρωπό σου» απάντησε καλοσυνάτα ο Γουάφ.
Έπεσε στην αγκαλιά του με δάκρυα στα μάτια. Ο μάγος φίλησε τα μαλλιά της σαν στοργικός πατέρας.
«Πρέπει να γυρίσεις πίσω. Ελπίζω να έχεις σύντομα πίσω το μαντίλι σου…»
Η Φιντέλμα έμεινε σκεπτική. Σηκώθηκαν και ο Γουάφ πήγε προς την πόρτα. Η Ευχή πλησίασε την Ρόντα και την φίλησε.
«Αντίο γλυκιά μου Ρόντα…» είπε και το άλογο έτριψε το κεφάλι του στον ώμο της.
Ο Γουάφ άνοιξε ελάχιστα την πόρτα και κοίταξε έξω. Βγήκαν και περπάτησαν στον χιονιά. Κατόπιν εκείνος άνοιξε την πόρτα του πανδοχείου και η Φιντέλμα έτρεξε στις σκάλες. Στο κεφαλόσκαλο γύρισε και τον κοίταξε ανήσυχη. Την καθησύχασε με ένα βλέμμα.
Η πόρτα άνοιξε, και πίσω από τον Γουάφ φάνηκαν οι μουσκεμένες μπότες του Γκόραν. Η Φιντέλμα έτρεξε στο δωμάτιο αγωνιώντας και κάθισε στο κρεβάτι της. Ύστερα από λίγες στιγμές, ο κυνηγός μπήκε στο δωμάτιο με πρόσωπο κατακόκκινο από το κρύο. Με μεγάλη ανακούφιση, τον είδε να βγάζει από το εσωτερικό του παλτού του το πέπλο της. Ύστερα πλησίασε και το άφησε στα χέρια της.
«Να είσαι περισσότερο προσεκτική άλλη φορά» την επέπληξε και σωριάστηκε στην καρέκλα του.
Η Φιντέλμα το φόρεσε χαρούμενη που το είχε πάλι στα μαλλιά της. «Ευχαριστώ, Γκόραν» ακούστηκε η ευγενική της φωνή.
Ο κυνηγός στράφηκε και την κοίταξε κάπως ξαφνιασμένος. Την παρατήρησε να στερεώνει το πέπλο στα μαλλιά της, να χτενίζει τις μεταξωτές άκρες τους και να τα αφήνει να χυθούν στο πάτωμα. Η Ευχή έστρεψε το βλέμμα της προς εκείνον. Η καλοσύνη της καρδιάς της έλαμπε στους βολβούς των ματιών της. Ήταν η πρώτη φορά που μια αιχμάλωτη τον φώναζε με το όνομά του, ακόμα και αν δεν ήταν το αληθινό του. Πήρε απότομα τα μάτια του από πάνω της και έβγαλε το χοντρό καπέλο του και το κασκόλ του. Ξετρύπωσε το σημειωματάριο από την τσέπη του και στρώθηκε στη μελέτη.
Όταν τα μελανά χάδια της νύχτας άγγιξαν το Μπλούμπερι, η Φιντέλμα νόμιζε πως η καρδιά της θα εκραγεί στο στήθος της σαν τα ηφαίστεια στην γη της Γιουβέρνα. Η αγωνία της όλο και μεγάλωνε, και όσο έβλεπε τον Γκόραν ανήσυχο και σκεπτικό, τόσο φοβόταν πως θα έμενε ξάγρυπνος όλη τη νύχτα και πως το σχέδιό τους θα ναυαγούσε.
Τελικά, κατέβηκε στην σάλα αλλά έλειψε για λιγότερο από ένα λεπτό. Γύρισε με ένα μικρό κομμάτι κριθαρένιο ψωμί και λίγο νερό. Έκοψε ένα κομμάτι και το πρόσφερε στην Φιντέλμα, εκείνη όμως αρνήθηκε ευγενικά. Αφού έφαγε και ήπιε, φάνηκε να ηρεμεί κάπως. Πήρε ένα από τα βιβλία του και ξάπλωσε. Θα πρέπει να είχαν περάσει αρκετές ώρες, γιατί ο θόρυβος στη σάλα είχε κοπάσει και η Φιντέλμα υπέθεσε ότι οι ένοικοι είχαν πέσει για ύπνο. Ο Γκόραν, ωστόσο, έμενε ξύπνιος και διάβαζε το βιβλίο του προσηλωμμένος.
Η Φιντέλμα ξάπλωσε και εκείνη, περιμένοντας με αγωνία την στιγμή που θα βάραιναν τα μάτια του και ο ύπνος θα τον παρέσερνε σε χώρες μακρινές και ονειρικές. Έκλεισε τα μάτια της επαναλαμβάνοντας μέσα της πως όλα θα πήγαιναν καλά, μέχρι να το πιστέψει.
Η ανάσα του κυνηγού στο απέναντι κρεβάτι ακούστηκε βαριά. Η Φιντέλμα σηκώθηκε αθόρυβα και τον κοίταξε. Τα χέρια του είχαν χαλαρώσει και το βιβλίο ήταν ανοιχτό, ακουμπισμένο στο στήθος του. Περπάτησε στις μύτες των ποδιών, και έφτασε στην πόρτα. Γύρισε το χερούλι αργά και προσεκτικά. Ο κυνηγός έμοιαζε να κοιμάται βαριά, οπότε εκείνη γλίστρησε έξω και έκλεισε την πόρτα το ίδιο αθόρυβα όπως την είχε ανοίξει.
Η σάλα την υποδέχτηκε σκοτεινή και ψυχρή. Η φωτιά στο τζάκι ήταν σβηστή, τα τραπέζια άδεια και οι καρέκλες αναποδογυρισμένες πάνω τους. Η μοναδική απόδειξη ζωής ήταν τα χαμηλά τιτιβίσματα του μοναχικού πουλιού με το γαλάζιο φτέρωμα. Η πόρτα άνοιξε και η ψιλόλιγνη φιγούρα του μάγου εμφανίστηκε στην είσοδο. Της έκανε νόημα να πλησιάσει.
«Γουάφ… Μπορούμε σε παρακαλώ να πάρουμε μαζί μας τον Χάινμα;» ψιθύρισε.
Ο μάγος έριξε μια ματιά στο πουλί. Το πόδι του ήταν δεμένο με εκείνη την αλυσίδα, όπως πάντα. Αναστέναξε, αλλά συμφώνησε. «Εντάξει, αλλά γρήγορα» είπε και πλησίασε στο πτηνό που κοιμόταν και τραγουδούσε στον ύπνο του. «Ελπίζω η Τζερ να μην με υποπτευτεί, γιατί τότε την έβαψα!» είπε και χτύπησε την ράβδο του ελαφρά στο πάτωμα. Ευθύς αμέσως με το χτύπημα της ράβδου, η αλυσίδα έγινε στάχτη. Το πουλί ξύπνησε και άρχισε να τιτιβίζει δυνατά. Όταν κατάλαβε ότι ήταν ελεύθερο, άρχισε να πετά γύρω στη σάλα και να χτυπά στους τοίχους, κάνοντας τα κάδρα να ταλαντεύονται. Ένα από αυτά κινδύνευσε να πέσει στο πάτωμα προκαλώντας μεγάλη φασαρία, αλλά ο Γουάφ πρόλαβε και το έπιασε στον αέρα. Το έβαλε στη θέση του προσπαθώντας να πείσει το πουλί να ηρεμήσει. «Σταμάτα, τρελόπουλο! Θα μας πάρουν χαμπάρι!»

Η Φιντέλμα πρότεινε στον Γουάφ να ησυχάσει. Άπλωσε το χέρι της με σιγουριά, γιατί όλα τα ζώα αγαπούσαν και εμπιστεύονταν τις Ευχές. Το πουλί ήρθε κατευθείαν και κάθισε υπάκουα στην παλάμη της. Το άφησε να καθίσει στον ώμο της και έκανε νόημα στον μάγο να την ακολουθήσει. Έτσι γλίστρησαν στη χιονοθύελλα, αφήνοντας πίσω τους το πανδοχείο του Μπλούμπερι και τους ενοίκους του, που κοιμούνταν ανύποπτοι.

Ιωάννα Τσιάκαλου