Η καρδιά σε θυμάται (Κεφάλαιο 3) - "ΣΗΜΑΔΙΑ"

Υπάρχουν σπόροι αυτοκαταστροφής μέσα στον καθένα από εμάς, που θα φέρουν μόνο δυστυχία αν τους επιτραπεί να φυτρώσουν... - DOROTHEA BRANDE
Ένα ακόμα πρωινό τους βρήκε καθισμένους στο τραπέζι...
«Θα έρθει ο Πέτρος το βράδυ.» της ανακοίνωσε ο Ιάσονας, ενώ έβαλε λίγο καφέ στην κούπα του.
«Ε... Εντάξει. Τι θέλεις να φτιάξω;» ρώτησε εκείνη, τοποθετώντας παράλληλα μια τούφα από την κοτσίδα της πίσω από το αυτί της.
Μια ώρα παιδευόταν να την φτιάξει εκείνη την κοτσίδα, αλλά τελικά χάλασε αμέσως. Τα μαλλιά της είναι αρκετά μακριά, μ’ ένα απαλό, καστανό χρώμα. Με τις αέρινες μπούκλες της να τονίζουν ακόμα περισσότερο τα όμορφα χαρακτηριστικά του προσώπου της.
Η μαγειρική είναι ένα από τα λιγοστά πράγματα που της αρέσει πλέον να κάνει. Έχουν όλοι να το λένε, πόσο καλή μαγείρισσα είναι η Μελίνα.
«Δεν ξέρω. Ό,τι θέλεις... Ό,τι και να φτιάξεις καταπληκτικό θα είναι!»
Ένα μικρό χαμόγελο ζωγραφίστηκε στα χείλη της ακούγοντας τα λόγια του. Τα τελευταία δύο χρόνια, σπάνια της κάνει κάποιο καλό σχόλιο. Τις περισσότερες φορές ούτε που της μιλάει. Άρα αυτό θα μπορούσε να είναι μιας μορφής πρόοδος...
«Εμ... Εντάξει!» είπε χαμογελώντας του αμήχανα και ήπιε λίγο από τον χυμό της, ενώ συνέχισαν κανονικά να τρώνε αμίλητοι το πρωινό τους.
«Κάνει αρκετή ζέστη σήμερα. Αν και ο Οκτώβρης έχει προχωρήσει, δεν έχουμε δει ακόμα κρύο» έσπασε τελικά την σιωπή ο Ιάσονας. «Γιατί δεν φοράς κάτι πιο ελαφρύ; Θα σκάσεις εδώ μέσα...» συνέχισε δείχνοντας της την χοντρή ζακέτα που φορούσε.
Ήταν σχετικά φαρδιά και δεν άγγιζε τα σημάδια στα χέρια της. Έτσι δεν υπήρχε κίνδυνος να φανερωθούν...
«Ε, όχι είμαι καλά. Κρυώνω τελευταία...» βιάστηκε να απαντήσει και κατέβασε τα μανίκια της, φοβούμενη μήπως ο Ιάσονας είχε δει τα σημάδια.
Εκείνος την κοίταξε απορημένος. Πάντα φορούσε φαρδιές μπλούζες, ακόμα κι όταν έκανε ζέστη, και πάντα κάλυπτε τα χέρια της. Σηκώθηκε όρθια με σκοπό να πάει στο δωμάτιο της, αλλά η φωνή του τη σταμάτησε.
«Περίμενε...»
Η καρέκλα έτριξε κι εκείνος σηκώθηκε. Με δύο βήματα έφτασε κοντά της. Την έπιασε άγαρμπα από το χέρι και την γύρισε μπροστά του. Η πληγή από εχθές ήταν ακόμα νωπή και με το κράτημά του την έκανε να πονέσει. Μια έκφραση πόνου εμφανίστηκε στο πρόσωπο της.
«Σήκωσε τα μανίκια σου!» απαίτησε με την δυνατή φωνή του κάνοντας την να τρομάξει.
Μία τρομερή σκέψη κατέκλυσε τότε το μυαλό της. Αν σήκωνε τα μανίκια της, αν έβλεπε εκείνος τα σημάδια, για άλλη μια φορά θα τη μισούσε...
«Τι λες; Άσε με...» προσπάθησε να ελευθερωθεί από το κράτημα του, αλλά εκείνος την κράτησε πιο σφιχτά κολλώντας την επάνω του.
«Είπα... Σήκωσε τα μανίκια!» επανέλαβε με τον θυμό του να γίνεται όλο και πιο εμφανής.
«Παράτησέ με!» φώναξε εκείνη καθώς ελευθερωνόταν από το γερό του κράτημα και, με την παλάμη της στο στήθος του, τον έσπρωξε μακριά της.
Εκείνος έχασε την ισορροπία του πέφτοντας κάτω. Η Μελίνα έμεινε να τον κοιτάει παγωμένη.
«Ιάσονα!» φώναξε και λύγισε τα γόνατα της για να βρεθεί κοντά του. «Συγνώμη... Συγνώμη...» ψέλλισε, ενώ μικρά κύματα δακρύων εμφανίστηκαν στο χλωμό πρόσωπό της. «Δεν... Δεν το ήθελα, συγχώρεσε με, σε παρακαλώ...» έσκυψε το κεφάλι της ντροπιασμένη. Η ανάσα της δεν είχε επανέλθει ακόμα στους φυσιολογικούς ρυθμούς.
«Δεν πειράζει, Μελίνα.» η φωνή του ακούστηκε σταθερή, μα η στεναχώρια και η έκπληξη του διακρίνονταν καθαρά στον τόνο της φωνής του. Το χέρι του τρυφερά χάιδεψε το μάγουλο της κι εκείνη χάθηκε στο άγγιγμα του. Έγειρε το κεφάλι της κι έμεινε εκεί, με κλειστά μάτια, παρακαλώντας απο μέσα της για ακόμα μια φορά να την συγχωρέσει.
Μου λείπεις, Ιάσονα... Συγχωρέσε με... Σε παρακαλώ, αγάπη μου... σκεφτόταν.
Εκείνος έμεινε για μερικά λεπτά να την παρατηρεί, έτσι μικρή κι αθώα όπως ήταν, να έχει γείρει επάνω του. Το άγγιγμα της, το χέρι του επάνω της ένιωθε σαν τον καίει. Ξαφνικά, οι τύψεις και ο θυμός για την ευθύνη του τον κυρίευσαν. Κατηγόρησε τον εαυτό του και, με μια κίνηση, σηκώθηκε όρθιος.
«Θα φύγω για λίγο...» είπε μετά από κάποια λεπτά και έφυγε από την κουζίνα αφήνοντας την μόνη.
Ήθελε να μείνει μόνος... Η Μελίνα τόσο καιρό έκανε κακό στον εαυτό της κι εκείνος ζούσε μέσα στην άγνοια. Δεν μπορούσε να το δεχτεί. Εκείνος έφταιγε... Εκείνος και η αδιαφορία του!
«Πώς έχουμε γίνει έτσι, ρε Μελίνα; Τι μας συνέβη;» φώναξε χτυπώντας το χέρι του στο τιμόνι. «Γιατί σε άφησα να το κάνεις;» συνέχιζε να κατηγορεί τον εαυτό του.
Έφτασε στο αγαπημένο του μέρος. Εκεί που πήγαινε όταν ήθελε να σκεφτεί και να ζητήσει βοήθεια από την μητέρα του. Η παραλία ήταν το μέρος του. Εκεί χανόταν σε έναν άλλον κόσμο, μακριά από τα πάντα... Η θάλασσα, γαλήνια, απλωνόταν μπροστά του και ένα κύμα ηρεμίας τον κατακτούσε.
Η μητέρα του λάτρευε την θάλασσα. «Όταν με χρειαστείς, γιε μου, ξέρεις πού θα με βρείς!» ήταν από τα τελευταία λόγια της πριν χαθεί στον αιώνιο ύπνο.
«Μαμά! Σε παρακαλώ, βοήθησε με. Τι έχω κάνει λάθος; Γιατί επέτρεψα να γίνουμε έτσι; Βοήθησε με...» ψέλλισε κοιτώντας μπροστά. Είχε την ανάγκη να ζητήσει βοήθεια. Μόνο η μητέρα του μπορούσε, έστω και μ’ ένα σημάδι από την φύση, από τον ουρανό, από την θάλασσα, να τον οδηγήσει. Χρειαζόταν ένα σημάδι...
Την είχε χάσει μικρός. Ακόμα θυμάται που τον έφερνε στην θάλασσα. Έμεναν με τις ώρες να συζητούν και ο Ιάσονας πάντα της εκμυστηρευόταν τα προβλήματα του. Όταν μεγάλωσε σταμάτησαν αυτές οι συναντήσεις. Ο πατέρας του τον έβαλε αμέσως να δουλέψει στην εταιρία και του απαγόρευσε να συναντιέται με την πρώην γυναίκα του. Είχαν χωρίσει πολύ γρήγορα. Η μητέρα του δεν άντεχε την καταπίεση, δεν ήταν γεννημένη να ζήσει στα πλούτη και στην αδιαφορία του άντρα της. Ο Λυκούργος ήταν ένας σκληρός και αυταρχικός άντρας.
Όταν χώρισε με την Πελαγία, έκανε τα πάντα για να την απομακρύνει από τον γιο του. Δεν την ήθελε κοντά του. Ήταν θυμωμένος μαζί της επειδή τον απέρριψε. Παντρεύτηκε ξανά τρία χρόνια αργότερα με την Άννα και έκαναν μαζί ένα πανέμορφο κοριτσάκι, την Βασιλική, που πλέον σπουδάζει στην Αγγλία. Ο Ιάσονας τους δέχτηκε χωρίς προβλήματα. Όμως δεν ανεχόταν από τον Λυκούργο να του απαγορεύει να βλέπει την μητέρα του. Γι’ αυτό το θέμα, υπήρχαν πολλοί καυγάδες μεταξύ τους. Αλλά, τόσο η Άννα όσο και τα ετεροθαλή αδέρφια του, τον βοηθούσαν και τον υπερασπίζονταν όταν χρειαζόταν.
Ο Αντώνης, ήταν πέντε χρόνια μεγαλύτερος του. Ήταν ο γιος της παράνομης σχέσης του πατέρα του με την υπηρέτρια. Μεγάλο σκάνδαλο τότε, αλλά γρήγορα ξεχάστηκε όταν ο Λυκούργος τον αναγνώρισε ως γιο του. Παρόλ’ αυτά, τα δυο αδέρφια ήταν αγαπημένα και δεν τους πείραζε που δεν είχαν την ίδια μητέρα. Δεν τους επηρέαζαν ούτε τα σχόλια που άκουγαν... Ο Αντώνης ήταν εκεί όταν ο Ιάσονας έχασε ξαφνικά την μητέρα του και ήταν εκείνος που του στάθηκε περισσότερο, σαν δεύτερος πατέρας.
Όμως ο Ιάσονας δεν μπορούσε να ξεπεράσει το γεγονός πως είχε χάσει το στήριγμα του. Από τότε, ήταν και ένιωθε άδειος. Μέχρι που μπήκε, έτσι ξαφνικά και γρήγορα, στην ζωή του η Μελίνα. Η ζωή του απέκτησε ξανά φως... Ήταν το φως του μετά τον χαμό της μητέρας του.
Έμεινε ώρες εκεί αναλογιζόμενος τα όσα είχαν συμβεί τα τελευταία χρόνια. Γιατί είχαν φτάσει ως εδώ; Ποιος έφταιγε; Πολλά ερωτήματα τυραννούσαν το μυαλό του, μα απάντηση δεν έβρισκε... Δεν μπορούσε να βρει την σωστή απάντηση, γιατί ο ίδιος ήταν λάθος. Εκείνος είχε πιστέψει τον άνθρωπο που ήθελε το κακό του και είχε καταδικάσει τον ίδιον και την Μελίνα να ζουν μέσα στην δυστυχία.

Πώς μπορεί να βρει άλλωστε απαντήσεις ο άνθρωπος που βιάστηκε και δεν έμαθε την αλήθεια; Μια αλήθεια γεμάτη πόνο και θυμό. Πόνο για την Μελίνα και θυμό για τον άνθρωπο εκείνο που τον είχε σαν θεό του...
Αναστασία Αλεξίου