Κυνηγώντας το Στέμμα (Κεφάλαιο 52) - "Σαγήνη"

Κίεβο, Σεπτέμβριος 1021

Η Αναστασία ένιωθε άβολα μέσα στο καινούριο πορφυρό φόρεμα που είχε παραγγείλει ειδικά για κείνη η Ναντέζντα˙ δεν είχε φορέσει ποτέ κάτι τόσο φανταχτερό. Και δεν  της άρεσε καθόλου που είχε συμμορφωθεί με τις επιθυμίες της αδερφής της και είχε πλέξει τα μαλλιά της σε μια χοντρή πλεξούδα, χωρίς να τα καλύψει με το απαραίτητο πέπλο. Την εμφάνιση της συμπλήρωναν βαρύτιμα κοσμήματα που είχε δανειστεί από εκείνη. Το γεγονός πως έπρεπε να είναι εκθαμβωτική την γέμιζε άγχος και αμηχανία.

Όμως, ήξερε πως, αν ήθελε να δουλέψει το σχέδιο, δεν έπρεπε να δείξει καθόλου τα συναισθήματά της. Αντιθέτως, έπρεπε να κινείται αρμονικά, με παγωμένη αξιοπρέπεια και βλέμμα έντονο, προκλητικό και πολλά υποσχόμενο˙ είχε περάσει ώρες μπροστά στον καθρέφτη, προσπαθώντας να τελειοποιήσει εκείνη την συγκεκριμένη έκφραση, και πίστευε πια ότι τα είχε καταφέρει. Βέβαια, ήξερε ότι ακόμα δεν είχε φτάσει το πρότυπό της, που δεν ήταν άλλο από τη θυγατέρα της Ρογκνέντα.
Πήρε βαθιά ανάσα κι έδιωξε όλα τα αρνητικά αισθήματα. Όταν μπήκε μέσα στην αίθουσα με το κεφάλι ψηλά, τα χείλη τραβηγμένα σ’ ένα μυστηριώδες μειδίαμα, μαγνήτισε όλα τα αντρικά βλέμματα. Ήταν απόγευμα, και πολλοί ευγενείς, προσκεκλημένοι του Σβιατοπόλκ, ήταν συγκεντρωμένοι και διασκέδαζαν, πίνοντας, παίζοντας χαρτιά και άλλα παιχνίδια, συζητώντας για διάφορα ζητήματα, απολαμβάνοντας τη μουσική, τα ποιήματα, τους γρίφους και τα ανέκδοτα των αυλικών. Με αυτοπεποίθηση προχώρησε, μαζί με την ακολουθία της προς το τραπέζι όπου καθόταν ο στόχος της: ο πρίγκιπας Μιέσκο.
Χαιρέτησε όλους τους παρευρισκόμενους μ’ ένα λαμπερό χαμόγελο και μια κομψή υπόκλιση, ενώ έκανε νόημα στις συνοδούς της να κρατήσουν απόσταση. Όλοι τους παραξενεύτηκαν, καθώς η Αναστασία συνήθιζε να μένει απομονωμένη στην κάμαρά της. Φυσικά αυτό δεν ίσχυε για τον άρχοντα Ραντοσλάβιτς και την πριγκίπισσα Βλαντιμίροβα, οι οποίοι αμέσως σηκώθηκαν, για να υποκλιθούν μπροστά της, και την προσκάλεσαν να καθίσει δίπλα τους, και να πάρει μέρος στο παιχνίδι τους. Έτσι η Αναστασία κάθισε δίπλα στον Στεφάν, ακριβώς απέναντι από τον Μιέσκο, χωρίς όμως, να του ρίξει ούτε ένα βλέμμα.
Με άνεση πήρε τα χαρτιά που κάποιος της μοίρασε, και ζήτησε από τους υπηρέτες  να της φέρουν ένα κέρατο  βότκα. Το παιχνίδι ξεκίνησε, και η συζήτηση που είχε διακοπή με την απροσδόκητη εμφάνιση της Αναστασίας συνεχίστηκε. Η νεαρή πριγκίπισσα συμμετείχε ενεργά, κάνοντας εύστοχα σχόλια και πετυχημένα αστεία χωρίς ενδοιασμό. Η ίδια ήξερε πόσες ώρες είχε περάσει μαζί με τη Ναντέζντα εξασκούμενη σ’ αυτού του είδους της συζητήσεις, και μαθαίνοντας τους κανόνες των χαρτοπαίγνιων που προτιμούσαν οι βογιάροι.
Ο Μιέσκο είχε σίγουρα αιφνιδιαστεί από την ξαφνική μεταστροφή στην συμπεριφορά της. Έβλεπε μπροστά του μια γυναίκα πολύ διαφορετική από εκείνη που πρωτογνώρισε. Του έκανε εντύπωση που μοίραζε απλόχερα χαμόγελα σε όλους τους άντρες του τραπεζιού, ενώ στον ίδιο το βλέμμα της δε στεκόταν για παραπάνω από μια στιγμή. Επιπλέον έδειχνε να κερδίζει, κι αυτό δεν του άρεσε καθόλου.
«Αρχόντισσα Αναστασία, δε μας είχατε πει ότι είσαστε γνώστης του παιχνιδιού», είπε, όταν πράγματι νίκησε στον πρώτο γύρο.
Εκείνη σήκωσε το κεφάλι και του έριξε ένα αδιάφορο βλέμμα. «Πρώτη φορά παίζω, μάλλον ευθύνεται η τύχη του πρωτάρη».
Φυσικά δεν αποκάλυψε ότι στην πραγματικότητα ευθυνόταν η Ναντέζντα που την είχε μάθει να κλέβει. Η απάντηση της όμως, κέντρισε ακόμα περισσότερο την περιέργεια του ξένου πρίγκιπα.
«Αλήθεια, γιατί δεν έρχεστε συχνότερα στη συντροφιά μας. Προτιμάτε την απομόνωση;»
Ένα αθώο χαμόγελο εμφανίστηκε στο πρόσωπο της νέας. «Πρίγκιπα Μιέσκο, πώς είναι δυνατόν να προτιμώ να περνώ χρόνο στα διαμερίσματά μου, παρά μαζί σας; Δυστυχώς, όμως οι υποχρεώσεις σπανίως μου αφήνουν ελεύθερο χρόνο. Περνώ πολλές ώρες μελετώντας ρωσικά, ξένες γλώσσες όπως και βοτανολογία».
«Ξένες γλώσσες, βοτανολογία;», ρώτησε ο Μιέσκο,  χωρίς να κρύβει την περιέργεια του.
«Τα ελληνικά είναι σχεδόν μητρική μου γλώσσα, ενώ είμαι αρκετά ικανή θεραπεύτρια. Γνωρίζω πολλά για τα βότανα και τις ιδιότητες του και πώς να περιποιηθώ τις περισσότερες αρρώστιες και πληγές.»
«Πράγματι», παρενέβη η Ναντέζντα. «Ξέρετε, πριν από μερικούς μήνες εγώ και η αρχόντισσα Αναστασία πέσαμε θύματα μιας ληστρικής επιδρομής. Ο άρχοντας Στεφάν μας έσωσε, όμως εγώ δε θα είχα επιβιώσει χωρίς τις φροντίδες της.»
Ο Μιέσκο δε μίλησε και έστρεψε την προσοχή του στα χαρτιά. Παρατήρησε πως η συμπεριφορά της Αναστασίας προς το μέρος του δεν άλλαξε˙ συνέχιζε να τον αγνοεί.
«Λατινικά ή Πολωνικά, γνωρίζετε;» ρώτησε ξαφνικά κοιτώντας την διαπεραστικά.
«Φοβάμαι πως  όχι, αλλά θα μ’ ενδιέφερε να μάθω. Οι γνώσεις είναι πολύτιμες, σαν το χρυσάφι».
Για κάποιον ανεξήγητο λόγο η απάντησή της τον πείραξε. Γρήγορα όμως κατάλαβε ποιο ήταν το πρόβλημα. Θα προτιμούσε να ήθελε να μάθει τη γλώσσα του, για χάρη του, κι όχι επειδή ήθελε να διευρύνει τις γνώσεις της.
Στους επόμενους γύρους ο Μιέσκο έμεινε πεισματικά σιωπηλός, με το βλέμμα καρφωμένο στην τράπουλα. Δεν ήθελε να εκτεθεί περισσότερο κάνοντας άσκοπες ερωτήσεις. Τότε, οι αυλικοί άρχισαν να παίζουν ένα χορευτικό σκοπό, ένα παραδοσιακό χορό για ζευγάρια. Πολλοί νέοι σηκώθηκαν και άρχισαν να στροβιλίζονται στην σάλα.
«Αρχόντισσα Ναντέζντα, θα θέλατε να χορέψετε;» πρότεινε ο Στεφάν, μ’ ένα ανεξιχνίαστα πονηρό χαμόγελο. Εκείνη αμίλητη, άφησε τα χαρτιά στο τραπέζι και του έτεινε το  χέρι.
Βλέποντας τους να απομακρύνονται, ο  Μιέσκο ξεστόμισε προτού το καλοσκεφτεί: «Εσείς, πριγκίπισσα Βλαντιμίροβα; Θα μου κάνατε την τιμή να χορέψετε μαζί μου;»
Τα μαύρα μάτια στυλώθηκαν πάνω του με ανανεωμένο ενδιαφέρον. Ένα μαγευτικό χαμόγελο φώτισε ολόκληρο το πρόσωπό της, λες και αυτό ήταν το καλύτερο πράγμα που είχε ακούσει όλη μέρα. Ένα χαμόγελο που χάθηκε την αμέσως επόμενη στιγμή. «Ασφαλώς υψηλότατε, η τιμή είναι όλη δική μου», αποκρίθηκε με ψυχρή επισημότητα.
Ο Μιέσκο την πήρε από το χέρι και την οδήγησε στη μέση της αίθουσας, ανάμεσα στους άλλους χορευτές. Η χάρη και η κομψότητα με την οποία κινείτο η ντάμα του, τον εξέπληξαν πραγματικά. Αυτό όμως που του άρεσε περισσότερο ήταν πως καθ’ όλη τη διάρκεια του χορού το βλέμμα της ήταν καρφωμένο επάνω του. Του φάνηκε όμως, πως τον εξέτασε, τον ζύγιζε σαν να ήθελε να βγάλει κάποιο επιστημονικό πόρισμα για το ποιόν του. Δεν ένιωσε όμως να προσβάλλεται, μόνο αγωνία  για την τελική της κρίση.
Συνειδητοποίησε πως έπρεπε να της κάνει μια φιλοφρόνηση, έντρομος όμως ανακάλυψε πως δεν μπορούσε να σκεφτεί τίποτα πρωτότυπο, παρόλο που το φλερτάρισμα των γυναικών ήταν δεύτερη φύση του. «Αν σας ενδιαφέρει η γνώμη μου αυτό το φόρεμα σας κολακεύει ιδιαίτερα», κατέληξε.
«Ευχαριστώ πολύ, υψηλότατε», είπε ανέμελα. «Θα το φορώ συχνότερα».
Ευχαριστημένος, συνέχισε. «Επίσης, οφείλω να ομολογήσω πως είστε εξαιρετική χορεύτρια».
«Με τιμά η προσοχή σας. Όμως, η αδερφή μου χορεύει καλύτερα».
Ο Μιέσκο ακολούθησε το βλέμμα της, που είχε στραφεί προς τη Ναντέζντα και τον Στεφάν που χόρευαν σε απόλυτη αρμονία. Τότε μόνο αντιλήφθηκε ότι από την στιγμή που η Αναστασία κάθισε απέναντί του δεν είχε προσέξει καμία από τις γυναίκες γύρω του. Μα τι του συνέβαινε;
«Είναι άψογο ζευγάρι, δε βρίσκετε; Ταιριάζουν απόλυτα», παρατήρησε εσκεμμένα η κοπέλα.
«Ναι, ναι», απάντησε μουδιασμένα.
«Ο άρχοντας Ραντοσλάβιτς είναι ένας σπάνιος άνθρωπος. Εύστροφος, γενναιόκαρδος έντιμος και αξιοπρεπής. Αγαπά την πατρίδα του, το απέδειξε πολεμώντας με αυταπάρνηση και ηρωισμό τους εχθρούς που την απείλησαν. Και φυσικά είναι ο διοικητής του Νόβγκοροντ, μιας από τις πλουσιότερες ηγεμονίες της Ρωσίας. Ένας αληθινός ευγενής, από κάθε άποψη. Κάθε γυναίκα θα ήταν τυχερή  να στέκεται στο πλευρό του. Ο Μεγάλος Πρίγκιπας θα έπρεπε να τον παντρέψει με την Πριγκίπισσα Βλαντιμίροβα, θα ήταν καλό να γίνει μέλος της βασιλικής οικογένειας».
Λες και ήταν κανονισμένο εκείνη την στιγμή τα όργανα έπαψαν να ηχούν. Η Αναστασία αμέσως, υποκλίθηκε με περισσή χάρη μπροστά στον ξένο πρίγκιπα. «Με συγχωρείτε αλλά αισθάνομαι μια ξαφνική κούραση, θα αποσυρθώ στα ιδιαίτερά μου. Εις το επανιδείν, υψηλότατε», δήλωσε παγερά κι απομακρύνθηκε προτού του δώσει την ευκαιρία να αντιδράσει.
Ο Μιέσκο έμεινε στήλη άλατος, ανίκανος να τραβήξει το βλέμμα του από πάνω της. «Εις το επανιδείν, Αναστασία…» τραύλισε, αν και ήξερε ότι δεν ήταν σε θέση να τον ακούσει.
Επαναφέροντας στη μνήμη του τα τελευταία της λόγια, μια πικρή, στυφή γεύση πλημμύρισε το στόμα του. Γιατί  θαύμαζε τόσο εκείνον τον Ραντοσλάβιτς; Σε τι υπερτερούσε και  είχε κερδίσει το ενδιαφέρον και την προσοχή της; Το μόνο που καθησύχαζε τον Μιέσκο ήταν πως ο Στεφάν έμοιαζε να ενδιαφέρεται περισσότερο για την άλλη Βλαντιμίροβα.
Όμως εκείνον τι τον έμελλε, αν η Αναστασία ενδιαφερόταν για κάποιον άλλο; Αφού εκείνος ποτέ δεν της είχε ρίξει δεύτερη ματιά. Κι όμως, τώρα άρχισε να παρατηρεί πράγματα τα οποία δεν είχε δει ποτέ πριν.
Η κορμοστασιά της ήταν λυγερή, σαν μίσχος λουλουδιού, τα μαλλιά της λεία σαν μετάξι, η επιδερμίδα της πάλλευκη σαν χιόνι,  τα χείλη της κόκκινα σαρκώδη, σαν αγριοκέρασα. Και τα μάτια της, μαύρα και λαμπερά σαν δυο αναμμένα κάρβουνα είχαν χαραχθεί στην ψυχή του. Ήταν γεννημένη αριστοκράτισσα, ευγενική και αξιοπρεπής. Όμως σίγουρα, δεν έμοιαζε με τις άλλες γυναίκες που είχε γνωρίσει. Είχε κάτι το εξωτικό.
Πώς ήταν δυνατόν να μην την έχει προσέξει στο παρελθόν;

«Νομίζω πως τα σχέδια σου θα στεφθούν με επιτυχία», διαπίστωσε ο Στεφάν.
«Ποια σχέδιά μου;» ρώτησε η Ναντέζντα, με υποκριτή αθωότητα. Αν δεν ήξερε καλύτερα, μπορεί και να την πίστευε.
«Ο Μιέσκο είναι ήδη μισοερωτευμένος με την Αναστασία».
Μάλλον έπρεπε να πάψει να εκπλήσσεται με την οξυδέρκεια του Στεφάν. «Μη βιάζεσαι να βγάλεις συμπεράσματα. Έχουμε δρόμο μπροστά μας», αντιγύρισε βαρύθυμα.
«Ξέρεις, η απαισιοδοξία είναι κακός σύμβουλος».
«Ρεαλισμός λέγεται».
«Εγώ πάντως πιστεύω στην Αναστασία, θα τα καταφέρει περίφημα».
Τα πράσινα μάτια σοβάρεψαν. «Δυστυχώς, δεν έχει άλλη επιλογή».



Σοφία Γκρέκα