M Ø NS Ŧ ER (Κεφάλαιο 4) - "ミnnocence's lοst" (μέρος 3ο)

Α, δεν θα βγάλω άκρη σήμερα. «Δε... δεν καταλαβαίνω», μουρμουρίζω ζαλισμένη. «Είσαι ένας άγγλο-αμερικανό-πορτογαλό-κινέζος ηθοποιός από την Χαβάη;»
Πφφ, δεν είναι η πρώτη φορά που σκέφτομαι ότι ο Keanu Reeves έχει μυστήρια καταγωγή.
«Τι;», ξαφνιάζεται ο Μαρς. «Όχι, όχι. Εννοώ ότι είμαι σαν τον χαρακτήρα που, πώς το είπες, πολεμάει δαίμονες και τρομακτικά πράγματα. Υπερφυσικός ντετέκτιβ. Κυνηγός τεράτων. Εξορκιστής».
«Στάσου», τον διακόπτω, ενώ νιώθω τον εγκέφαλό μου έτοιμο να εκραγεί από την συνεχή εισροή πληροφοριών. «Υ... υ... υπάρχουν εξορκιστές;»

«Γιατί να μην υπάρχουν;», αμύνεται εκείνος. «Και βέβαια υπάρχουν, και μερικές φορές, αν είσαι τυχερή, είναι ψηλοί, γεροδεμένοι και κοκκινομάλληδες. Μην στριφογυρνάς ειρωνικά τα μάτια σου. Εάν πιστεύεις στα πνεύματα, τα φαντάσματα και τους δαίμονες, τότε θα πρέπει να πιστεύεις και σε αυτούς».
«Θέλω να διαφωνήσω», ομολογώ. «Αλλά ακούγεσαι αφοπλιστικά λογικός μέσα στην όλη παράνοια. Συνέχισε».
Ο Μπιλ γέρνει προς τα πίσω και μαζί γέρνει και η καρέκλα του, η οποία σηκώνεται τρίζοντας στα δύο πισινά της πόδια. Ο Μπιλ απομένει να τραμπαλίζεται εκεί για κάμποσο. Είτε για να με εκνευρίσει, είτε για να παρατείνει την αγωνία. Δεν ξέρω τι απ' τα δύο ισχύει. «Το Τάγμα του Πολεμιστή του Φωτός είναι μια μυστική επιχείρηση που λειτουργεί κρυφά εδώ και αιώνες και τα μέλη της βρίσκονται διασκορπισμένα σε ολόκληρη την Υφήλιο», μου εξηγεί τελικά. «Η Γκουέν κι εγώ είμαστε μέλη της Αδελφότητας τα τελευταία πέντε χρόνια. Πολεμιστές. Θυμάσαι τι σου είχα πει όταν σε γνώρισα και με γνώρισες στο κεντρικό κτίριο του Ντέιβις; Ότι το όνομα των Μαρς είναι άμεσα συνδεδεμένο με μια αιματοχυσία που συνέβη στο Κάσλμπαρ της Ιρλανδίας; Ότι η Γκουέν και εγώ μπήκαμε μέσα στην εκκλησία του Αγίου Σεραφείμ και ξεπαστρέψαμε όλους όσοι βρίσκονταν εκεί;»
Μα καλά, θέλει κι ερώτημα;
«Και βέβαια το θυμάμαι», του απαντώ στρυφνά. «Γελάγατε και κορδωνόσασταν. Ήσασταν η επιτομή αυτού που λέμε ανατριχιαστική χαρά του δολοφόνου. Με φρικάρατε περισσότερο κι από την Μπένετ, εντάξει, αυτό είναι υπερβολή, αλλά με φρικάρατε αρκετά».
Αφήνει την καρέκλα του να πέσει μπροστά κι όταν τα μπροστινά της πόδια χτυπάνε το πάτωμα, ο Μπιλ σηκώνεται και με πλησιάζει με φούρια. «Βάλενταϊν», με πιάνει απ' το μπράτσο και τα μακριά, τραχιά του δάχτυλα με σφίγγουν, θαρρείς για να με συνετίσει, να μου επιστήσει την προσοχή σε κάτι. «Υπήρχε λόγος που η αδερφή μου και εγώ πήγαμε στην εκκλησία, υπήρχε λόγος που επιτεθήκαμε».
Ο Ιρλανδός μοιάζει σαν να βρίσκεται στα πρόθυρα μιας σημαντικής αποκάλυψης. Ίσως είναι έτοιμος να πει κάτι βαρύνουσας σημασίας, ίσως όχι. Δεν ξέρω, ξέρω όμως ότι δεν μου αρέσει που έχει απλώσει πάλι τα ξερά του επάνω μου. Προσπαθώ να τραβήξω το χέρι μου από την λαβή του, αλλά η προσπάθεια είναι μάταιη. Με συγκρατεί.
«Σαν να λέμε είμαστε-κατά-συρροή-δολοφόνοι-και-μας-αρέσει λόγος;», σαρκάζω άκεφα.
«Όχι», συρίζει μέσα από τα δόντια του. «Σαν να λέμε σατανιστές-είχαν-κάνει-κατάληψη-στην-εκκλησία λόγος».
«Ω». Ξαφνικά κάθε επιθετική και ειρωνική διάθεση εξαϋλώνεται, κι εγώ στέκομαι μπροστά του, ανίκανη να πω κάτι έξυπνο, προσβλητικό ή... κατάλληλο.
«Ναι», λέει ο Μπιλ. «Ω».
«Ήσασταν σε αποστολή, δηλαδή», συνειδητοποιεί ο Κάι.
Ορίστε! Τώρα τα πιάνει και αυτός γρηγορότερα απ' ότι εγώ! Πώς γίνεται αυτό;
Ο Μπιλ εξακολουθεί να με κρατάει και να με κοιτάζει κατάματα, διατηρώντας την όλη στάση του αμετακίνητη, όταν όμως ακούει την διαπίστωση του Κάι, νεύει αμυδρά, κι οι μύες του σαγονιού του σφίγγονται σαν να μασάει κάτι. «Ακριβώς», λέει.
«Άρα», συνεχίζει ο Κάι αναθαρρώντας. «Σας είχε στείλει εκεί το Τάγμα του Πολεμιστή της Φωτιάς για να μαυρίσετε τους κώλους αυτών των Αντίχριστων».
Μια γκριμάτσα απελπισίας αποτυπώνεται στο πρόσωπο του Μπιλ, κάνοντας την ουλή του να συσπαστεί παράξενα. «Του Φωτός», μουρμουρίζει. «Το Τάγμα του Πολεμιστή του Φωτός μας έστειλε. Και δεν ήταν άτακτα παιδιά για να μαυρίσουμε τους κώλους τους, ήταν δούλοι της Κόλασης και εμείς φυτέψαμε σφαίρες ανάμεσα στα φρύδια τους. Αυτή ήταν η αποστολή μας και την φέραμε εις πέρας. Ανά καιρούς, το Τάγμα μας στέλνει σε διάφορα μέρη όπου οι άνθρωποι έχουν μπελάδες. Αναμορφωτήρια, φυλακές, ιδρύματα. Κι εμείς... καθαρίζουμε».
Και μετά ισχυρίζεται ότι δεν είναι κατά συρροή δολοφόνοι, σκέφτομαι με αποστροφή. Αφού με αγγίζει με αυτά τα χέρια, αυτά τα χέρια που τραβήξαν την σκανδάλη και σκότωσαν κάποιους ανθρώπους. Τι υποκριτής! Είμαι σοκαρισμένη, φοβισμένη, νωθρή και παγωμένη σαν άγαλμα. Γενικά μπορώ να πω ότι έχω μείνει στήλη άλατος. 
Δεν μπορώ να κατασταλάξω ως προς τίποτα. Αυτές οι τελευταίες αποκαλύψεις είναι καθησυχαστικές ή ανησυχητικές; Οι Μαρς είναι οι καλοί ή οι κακοί της υπόθεσης; Κι εάν υπάρχουν στ' αλήθεια Τάγματα και Αδελφότητες ορκισμένες να προστατεύουν την ανθρωπότητα από το σκότος και τα πλάσματα του, τότε γιατί δεν έκαναν αισθητή την παρουσία τους νωρίτερα; Τι στην ευχή συμβαίνει εδώ; Οι ερωτήσεις που κατακλύζουν το νου μου είναι στοιχειωτικές και οι απαντήσεις που γυρεύουν δυσεύρετες. Για αυτό κάνω ένα διάλειμμα και δίνω τον απαραίτητο χρόνο στον εαυτό μου να απορροφήσει την κατάσταση. Μετά από λίγο είμαι σε θέση να παραδεχτώ ότι οι Μαρς (τόσο ο Μπιλ όσο και η Γκουέν) δεν ψεύδονται,ποτέ δεν το έκαναν. Ωστόσο, μου έδωσαν εξ' αρχής λειψές πληροφορίες, κι εδώ,τώρα, μες στο δωμάτιο 66, έχω αρχίσει μόλις να μαθαίνω ποιοι είναι πραγματικά.Έχουν όντως μυστικές ταυτότητες, ενώ έχουν αφιερώσει τις ζωές τους σε σκοπούς τρομακτικούς,περιπετειώδεις και απόκρυφους, σκοπούς που οι περισσότεροι άνθρωποι δεν τολμούν καν να φανταστούν.
Ο Κάι Γκρίνγουντ έχει κάνει λάθος σε πολλά πράγματα, αλλά αν είχε δίκιο σε κάτι, αυτό είναι πως οι Μαρς είναι η μόνη μας σωτηρία.
«Συνοψίζοντας», ο Πάτερ Μουρ* προσπαθεί να ανακεφαλαιώσει τα όσα ειπώθηκαν προ ολίγου. «Πότε περίπου καταλάβατε ότι το πλάσμα με το οποίο επικοινωνούσατε δεν ήταν η αδερφή σου;»
«Δε... δεν ξέρω», ομολογώ. Ανακαλώ τα γεγονότα στη μνήμη μου, αλλά εκείνα εμφανίζονται θολά και συγκεχυμένα, λες και τα κοιτάζω πίσω από ένα αχνισμένο τζάμι. «Ό... όλη η ατμόσφαιρα ήταν... περίεργη. Στην αρχή, την... την ρώτησα εάν θα μπορούσα να έχω κάνει κάτι για να την σώσω εκείνο το βράδυ... εάν μπορούσε να αποφευχθεί η τραγωδία... την ρώτησα εάν της έκανε κάποιος κακό. Και τότε η κατάσταση ξεκίνησε να γίνεται... μυστήρια».
Σταματώ επιτόπου, κάνω μια σύντομη παύση και προσπαθώ να βάλω τις σκέψεις μου πίσω σε σειρά. Τι έγινε μετά;
Ρίχνω μια λοξή ματιά στον Κάι, αλλά εκείνος δεν δείχνει και πολύ πρόθυμος να πάρει τον λόγο. Δεν μιλάει πια, παρά μόνο τραβάει δαγκώνοντας επίμονα μια παρωνυχίδα στον αντίχειρά του.
«Το ποτηράκι που χρησιμοποιούσαμε ως δίοδο επικοινωνίας μαζί της», θυμάμαι. «Άρχισε τότε να τινάζεται δεξιά κι αριστερά επάνω στο ταμπλό, σχηματίζοντας λέξεις που δεν έβγαζαν νόημα. Έγραψε: Εσείς το κάνατε. Δηλαδή ότι ο Κάι, ο Τζέηκ και η Εστέλλα την έβλαψαν. Γιατί να γράψει κάτι τέτοιο; Και έπειτα... έπειτα, ο Κάι την παγίδευσε με μια ερώτηση, τη ρώτησε εάν θυμόταν πώς πέρασαν το πρώτο τους ραντεβού στο φαράγγι. Εκείνη απάντησε θετικά, έγραψε πως ναι, θυμόταν. Μα ο Κάι δεν την πήγε ποτέ στο φαράγγι. Έτσι κατάλαβε ότι δεν μιλούσε στην Μία, αλλά σε κάποιον... άλλο», τελειώνω την αφήγησή μου, καθώς ένα ρίγος αναρριχάται στην ραχοκοκαλιά μου. Σιγοτρέμω.
Ο Μπιλ αποθέτει μια επιδοκιμαστική ματιά επάνω στον Κάι. «Το έκανες αυτό, Γκιν; Έξυπνο».
Το ενθαρρυντικό αυτό σχόλιο έχει ολοφάνερη απήχηση στον φίλο μου. Ο Κάι το εισπράττει με ανακούφιση, και τολμά ξανά να πάρει τον λόγο. «Το μυρίστηκα ότι κάτι βρώμαγε στην όλη υπόθεση, φίλε. Το μυρίστηκα από χιλιόμετρα! Όταν έσκασε μύτη ο Ίστμαν προς το τέλος της επίκλασης...»
Θεέ μου, πόσες φορές πρέπει να του πω ότι λέγεται επίκληση;
«Είχε μαζί και τον κόπρο του, κι όσο πιο κοντά στην τάξη πλησίαζαν τόσο πιο πολύ σαματά έκανε. Μέχρι να ανοίξει η πόρτα το σκυλί του Ίστμαν είχε λυσσάξει. Αυτό ήταν πολύ κακό σημάδι, σωστά, μάγκα; Θέλω να πω τα σκυλιά δεν υποτίθεται ότι τα ψυχανεμίζονται αυτά τα πράγματα;»
Τα μάτια του Μπιλ στριφογυρίζουν ειρωνικά προς τους αιθέρες. «Κάτι τέτοιο», λέει αδιάφορα. «Το θέμα είναι ότι όταν επικαλείσαι έναν από τους νεκρούς, όλοι τους μπορούν να σε ακούσουν. Για αυτό χρειάζεσαι το φασκόμηλο, διώχνει τις μοχθηρές οντότητες. Και ύστερα αφού έχεις εξοστρακίσει κάθε κακοθελητή που καιροφυλακτούσε, χρειάζεσαι το μέλι, το λάδι και την ζάχαρη για να προσελκύσεις τους καλοθελητές. Όταν εσύ, Γκρίνγουντ, παρέλειψες να κάψεις το φασκόμηλο, έδωσες το πράσινο φως σε όλων των ειδών τα φαντάσματα να σας πλησιάσουν. Και ως αποτέλεσμα, τώρα σας τρολάρει ανελέητα κάποιο μαλακισμένο Πόλτεργκαϊστ».
Κάτι-τι; Η ματιά μου διασταυρώνεται με την ματιά του Κάι, κι απομένουμε έτσι, σιωπηλοί και πελαγωμένοι για αρκετές στιγμές. Δύο βλάκες που αλληλοκοιτάζονται.
Ο Μπιλ φαίνεται να αντιλαμβάνεται ότι έχουμε μαύρα μεσάνυχτα επί του θέματος, επειδή βογκάει δραματικά, σαν να λέει: Διάβολε, με τι ζωντόβολα έχω μπλέξει;
Το πιάνει απ' την αρχή.
«Τα φαντάσματα είναι ασώματα πνεύματα νεκρών. Οντότητες οι οποίες βρίσκονται παγιδευμένες ανάμεσα στον δικό μας φυσικό κόσμο και στον πνευματικό αιθερικό. Δεν έχουν υλική υπόσταση, αλλά υπάρχουν με τη μορφή ενσυνείδητης και νοήμων πνευματικής ενέργειας, έτσι μπορούν να επικοινωνούν κατά βούληση με τους ζωντανούς. Με άλλα λόγια είναι ψυχές που δεν μπόρεσαν να περάσουν απέναντι, στον άλλο κόσμο επειδή έχουν εκκρεμείς υποθέσεις στον κόσμο των ζωντανών».
«Τι είδους εκκρεμείς υποθέσεις;», απορώ.
«Κάτι που άφησαν μισοτελειωμένο, όταν πέθαναν», προτείνει. «Μια πανίσχυρη κατάρα, μια χαμένη αγάπη, μια κατεστραμμένη μοίρα. Βάλε τη φαντασία σου να οργιάσει».
«Και τι παίζει με τα Πότερχεντς;», ζητά να μάθει ο Κάι.
«Πόλτεργκαϊστ στα γερμανικά σημαίνει θορυβώδες πνεύμα, και είναι ακριβώς αυτό. Ένας ταραχοποιός από το υπερπέραν. Συνήθως τα Πόλτεργκαϊστς κάνουν αισθητή την παρουσία τους με το να παράγουν θορύβους, να μετακινούν έπιπλα ή να πετάνε αντικείμενα», ώσπου να τελειώσει, η φωνή του Μπιλ μαρτυράει κατήφεια. «Είναι ανακατωσούρικα πλάσματα».
«Και εμείς πετύχαμε ένα από δαύτα;», μαντεύει ο Κάι.
«Έτσι φαίνεται. Αλλά δεν θα έχετε προβλήματα μαζί του στο εξής, εφόσον είπατε αντίο στο τέλος της σεάνς. Όπα, για κάτσε, μισό, γιατί έχετε πάρει αυτές τις σκατόφατσες;»
Ωχ, πώς του το λες τώρα αυτό;
«Κοίταξε...», μασάω τα λόγια μου. «Μπιλ... κλείσαμε την σεάνς άρον άρον επειδή μας βρήκε ο Ίστμαν και... ο Συνταγματάρχης Μπάτερφιλντ, και...».
«Και;»
«Πανικοβληθήκαμε», δικαιολογούμαι. «Καταλαβαίνεις;»
«Και;», με πιέζει.
«Εεε, κ-και... εεε...»
«Σήμερα», μου γαβγίζει.  
«Καιδενπρολάβαμεναπούμεαντίο», λέω με μια ανάσα, προτού δειλιάσω και του αποκρύψω την αλήθεια.
Περιμένω κάποιο επικό ξέσπασμα οργής από μέρους του, μα ο Μπιλ, ο θερμοκέφαλος και σκληροτράχηλος δίμετρος Βίκινγκ με το αρρενωπό, σημαδεμένο πρόσωπο, αντιδρά με έναν τρόπο που δεν περίμενα. «Τ... τι... τι εννοείς δεν είπατε αντίο;», σαστίζει.
Βλέποντάς τον έτσι, συνειδητοποιώ για πρώτη φορά ότι η παράλειψη μας να πούμε αντίο είναι κάτι τρομερό και ολέθριο, τόσο ολέθριο που έχει κάνει μέχρι και τον Μπιλ να τραυλίζει.
«Δεν... δεν είπαμε αντίο», ψιθυρίζω άτολμα.
«Τι εννοείς δεν είπατε αντίο;», παίρνει ανάποδες.
«Εμείς... δεν... δεν...»
Στρέφεται στον Κάι με άγριες διαθέσεις. «Πάντα λες αντίο, ειδάλλως η σύνδεση σου με το πνεύμα δεν σπάει και στοιχειώνεσαι. Στο είπα, ανάθεμά σε, στο είπα χίλιες φορές! Πώς το ξέχασες;»
«Ε, να μωρέ, πάνω στην βαβούρα... δεν το σκέφτηκα», απαντά ο Κάι ευφυώς.
Αυτή είναι η χαριστική βολή για τον Μαρς.
Θεριεύει. Με έναν κτηνώδη βρυχηθμό γυρνάει και επιτίθεται στον κοντινότερο τοίχο. Αρχίζει να του χώνει δυνατές, γεμάτες μένος γροθιές για να εκτονώσει τα νεύρα του. Ραγίσματα εμφανίζονται όπου χτυπάει, ενώ σοβάδες ξεκολλάνε ραίνοντας το πάτωμα.
Ευτυχώς, η μανία του ξεθυμαίνει προτού κατεδαφίσει το κτίριο.
Κατεβάζει τις σφιγμένες του γροθιές, και οι ήδη τονισμένοι μύες των μπάτσων του που δείχνουν έτοιμοι να εκραγούν... χαλαρώνουν. Στέκεται εκεί, μπροστά στον τοίχο αναπνέοντας βαριά, φυσώντας και ξεφυσώντας με την πλάτη του στραμμένη σε εμάς. Όταν τελικά ανακτά την ανθρώπινη λαλιά, μας λέει: «Συγχαρο-γάμω-τήρια. Στοιχειωθήκατε».
«Ηλίου φαεινότερο», σχολιάζω κατσουφιάζοντας. «Σταμάτα να μας το τρίβεις στα μούτρα και βοήθησέ μας, επιτέλους!»
Υποθέτω ότι ο τόνος που πρέπει να χρησιμοποιήσω όταν ζητάω την βοήθεια και την καθοδήγησή του, είναι ευγενικός, συνεσταλμένος και άκρως παρακλητικός. Δεν κατορθώνω να ακουστώ παρακλητική, όμως. Ακούγομαι νευρωτική και ανισόρροπη, καθώς αισθάνομαι απίστευτα πιεσμένη, λες και τα χρονικά μου περιθώρια για να επανορθώσω στενεύουν κάθε στιγμή που περνά. Ο χρόνος τρέχει...
Καθαρίζω τον λαιμό μου και δοκιμάζω ξανά, πιο ήπια. «Τι πρέπει να κάνουμε για να θέσουμε τέλος σε ετούτον τον εφιάλτη;», ρωτάω.
Ο Μπιλ κάνει μεταβολή και μας κοιτάζει με ύφος συλλογισμένο. Η εντολή που δίνει στη συνέχεια κάνει την καρδιά μου να βουλιάξει σαν βαρίδι μες στο στήθος μου. Λέει: «Μαζέψτε τους άλλους τρεις που ήταν μαζί σας χθες και συναντήστε με στις τάξεις διδασκαλίας, απόψε, τα μεσάνυχτα. Θα τελέσουμε μια ακόμη σεάνς για να αναιρέσουμε την προηγούμενη και να στείλουμε το πνεύμα πίσω, στον κόσμο των νεκρών».
«Ωραία, εντάξει», ο Κάι συγκατανεύει μηχανικά από την γωνία του. «Εντάξει, εντάξει. Καλό αυτό το σχέδιο. Όπα». Ξαφνικά τα νεύματά του κόβονται μαχαίρι, καθώς φαίνεται να έχει μόλις συνειδητοποιήσει τι του ζητά ο Μαρς. Το ύφος του φίλου μου αλλάζει απότομα, και τώρα έχει απομείνει να κοιτάζει τον άλλο με δύο μάτια θαμπά, ρηχά και άδεια. Δύο μάτια κενά από κάθε ελπίδα. «Υπάρχει όμως ένα... προβληματάκι».
Ο Μπιλ σιγομουρμουρίζει, βρίζοντας ακατάληπτα μέσα απ' τα δόντια του. «Τι πάλι;»
«Οι δύο απ' τους τρεις που μας βοήθησαν στην σεάνς», τον ενημερώνει ο Κάι. «Είναι νεκροί». 

*Ο Πάτερ Μουρ είναι φανταστικός χαρακτήρας που εμφανίζεται στην ταινία
"Ο Εξορκισμός της Έμιλυ Ρόουζ" ως ιερέας-εξορκιστής που βοηθά την ηρωίδα.
Η Αντριάννα εδώ αποκαλεί τον Μπιλ έτσι ειρωνικά.

Σβετλιν