Η Αναστασία
άνοιξε με ανυπομονησία το βελούδινο τετράγωνο κουτί. Το είχε φέρει ειδικά για
εκείνη ο υπηρέτης του πρίγκιπα Μιέσκο. Ήταν πια εδραιωμένη συνήθεια του
επίδοξου μνηστήρα της να της στέλνει διάφορα δώρα, κυρίως κοσμήματα κυρίως μαζί
με ποιητικά σημειώματα, για να της εκφράσει τη σταθερότητα των συναισθημάτων
του.
Τα είχε πράγματι
καταφέρει καλά, σε πείσμα κάθε αρνητικής προσδοκίας, δικής της ή άλλων. Μέσα σε
ελάχιστο χρονικό διάστημα είχε μαγέψει τον ξένο πρίγκιπα. Είχε αιχμαλωτίσει τις
σκέψεις του κι εκείνον τον ίδιο. Ήταν δυσκολότερο απ’ όσο περίμενε. Απαιτούσε
πειθαρχία και διαρκή εγρήγορση. Το παραμικρό ολίσθημα θα κατέστρεφε την
αψεγάδιαστη εικόνα που πάσχιζε να χτίσει, γι’ αυτό και έπρεπε να ελέγχει την κάθε
της κίνηση, την κάθε της λέξη ίσως ακόμα και το κάθε βλέμμα.
Να βρίσκεται
διαρκώς γύρω του, μα ποτέ να μην αποζητά ειδικά εκείνον. Να φαίνεται προσιτή,
μα συνάμα και απόμακρη. Να δείχνει ότι ενδιαφέρεται και όχι ότι είναι
ερωτευμένη. Να τον κάνει να τη ζηλεύει αλλά ελεγχόμενα, χωρίς να υπάρχει
κίνδυνος να την εγκαταλείψει πιστεύοντας πως στην καρδιά της υπήρχε κάποιος
άλλος. Συνεχώς καρδιοχτυπούσε μήπως έκανε κάποιο σφάλμα, μήπως απογοήτευε τη
Ναντέζντα, αλλά το έκανε ούτως ή άλλως. Δεν παρέκκλινε από την πορεία που είχε
χαράξει.
Το
πολυτελέστατο χρυσό περιδέραιο φορτωμένο
με πολύτιμους λίθους της έκοψε την ανάσα. Τετράγωνες χρυσές πλάκες στη σειρά,
στολισμένες η κάθε μία με ένα μεγάλο ζαφείρι κι ένα τοπάζι εναλλάξ. Ήταν
εκθαμβωτικό. Αναλογίστηκε πόσο να στοίχισε και δεν μπορούσε να συγκρατήσει ένα αυτάρεσκο χαμόγελο στη σκέψη του πόσα
ξόδευε ο Μιέσκο για χάρη της. Αμέσως σκέφτηκε να επιδείξει το κουτί στις
ακολούθους της, που βρίσκονταν μαζί της στα διαμερίσματά της. Όλες έβγαλαν επιφωνήματα θαυμασμού και
σηκώθηκαν να το δουν από πιο κοντά.
Η ακολουθία της
είχε πια μεγαλώσει κατά τρία άτομα· η Μεγάλη Πριγκίπισσα το είχε φροντίσει αυτό
έτσι ώστε να μη μοιάζει περιφρονημένη και παραμελημένη την στιγμή που σχεδίαζαν
μία τόσο επιφανή ένωση για εκείνη. Φυσικά δεν μπορούσε να εμπιστευτεί καμιά
τους. Ήξερε ότι έδιναν αναφορά μόνο στη Μίρα. Μα, δεν της χρειαζόταν η στήριξή
τους. Μπορεί να ήξερε από τη μητέρα της πόσο
πολύτιμη μπορούσε να είναι η σχέση μιας αρχόντισσας με τις κυρίες των τιμών
της, αλλά εκείνη δεν αποζητούσε πια μια τέτοια σχέση εμπιστοσύνης και
αφοσίωσης. Στηριζόταν στις δικές τις δυνάμεις. Κι είχε τη Ναντέζντα, πια.
Ο Μιέσκο λοιπόν,
είχε αλλάξει τελείως τη συμπεριφορά του απέναντί της. Ρωτούσε για εκείνη, την
αντιμετώπιζε σαν ένα σκεπτόμενο άτομο, και όχι σαν αντικείμενο, παρακολουθούσε
με προσοχή ό,τι κι αν έλεγε. Με κατάπληξη συνειδητοποίησε ότι πίσω από το αθώο
της πρόσωπο κρυβόταν μια γυναίκα με προσωπικότητα. Έμαθε πόσο νωρίς έχασε τους
γονείς και τα αδέρφια της, είδε πόσο τρυφερά φερόταν στη μικρή της αδερφή. Δεν
μπορούσε να πιστέψει ότι μετά από τόσες φουρτούνες διατηρούσε ακόμη το γέλιο
και τη ζωντάνια της. Χωρίς να το καταλάβει άρχισε να την σκέφτεται συνέχεια.
Έπαψε να
ενδιαφέρεται για όλες τις άλλες γυναίκες της αυλής, δεν είχαν πια σημασία για
εκείνον. Ακόμα και η εκτυφλωτική λάμψη της ξανθομαλλούσας αδερφής της, δεν ήταν
ικανή να τον μαγνητίσει. Μόνο η προσοχή της Αναστασίας τον ενδιέφερε. Φοβόταν
όμως, πως η κοπέλα δεν ήταν το ίδιο
εντυπωσιασμένη μαζί του. Κι αυτό ήταν που η ήθελε η Αναστασία: να αμφιβάλλει
για τα αισθήματά της, για να την κυνηγήσει ακόμα πιο έντονα.
Κοίταξε για άλλη
μια φορά το βαρύ κόσμημα και αποφάσισε να το φορέσει. Παρατηρώντας την
αντανάκλασή της στον κρυστάλλινο καθρέφτη, θαύμασε πόσο την κολάκευε το μακρύ
λαιμό της το κομψοτέχνημα. Αν αυτό δεν ήταν ένα εξαίσιο δείγμα της αφοσίωσής
του, τι ήταν;
Ακολουθώντας μια
παρόρμηση της στιγμής δήλωσε στην ακολουθία της πως θα περπατούσε για λίγο στον
κήπο. Έπρεπε να το παραδεχτεί, η θέση της στο παλάτι είχε βελτιωθεί με την
έλευση του Πρίγκιπα της Πολωνίας. Τώρα χάρη στο απροκάλυπτο ενδιαφέρον του, μπορούσε
να απολαμβάνει τέτοιες μικρές ελευθερίες, πολύ σημαντικές για την ψυχική γαλήνη
της. Κι αυτό, γιατί ο Καταραμένος είχε αντιληφθεί ότι ήταν ένα ανεκτίμητης αξίας πιόνι για τη
σκακιέρα του˙ δεν ήθελε ο Μιέσκο να καταλάβει ότι η Αναστασία ήταν φυλακισμένη
σ’ ένα χρυσό κλουβί, κι έτσι να χάσει
την αίγλη της μπροστά του.
Ο δροσερός αέρας
ήταν αναζωογονητικός. Αφήνοντας τις κυρίες των τιμών πίσω της αποφάσισε να
κατευθυνθεί προς το μικρό εκκλησάκι. Σαν έφτασε εκεί όμως, την περίμενε μια έκπληξη.
Η Ναντέζντα καθόταν στο πέτρινο πεζούλι στον περίβολο της εκκλησίας. Το βλέμμα
της ήταν μελαγχολικό, φαινόταν χαμένη σε σκοτεινές σκέψεις.
«Ναντέζντα!» φώναξε
και την πλησίασε.
Εκείνη δεν πήρε
είδηση την παρουσία της παρά μόνο όταν η Αναστασία κάθισε δίπλα της και της
έσφιξε το χέρι. «Πώς βρέθηκες, εσύ εδώ;» ρώτησε έκπληκτη.
«Ετοιμαζόμουν να
σε ρωτήσω το ίδιο».
Η Ναντέζντα
κοίταξε στο κενό και δεν απάντησε.
Σήμερα το πρωί εμφανίστηκα και πάλι στα διαμερίσματα
του Καταραμένου, και για άλλη μια φορά οι ντρουζίνικ του με έδιωξαν χωρίς να
προβάλουν καν μια δικαιολογία εκ μέρους του. Όχι ότι έχει σημασία το πώς με
έδιωξαν, αλλά το γεγονός ότι δεν ενδιαφέρεται να τηρήσει έστω τα προσχήματα,
δείχνει πλήρη έλλειψη σεβασμού.
Έχω πέσει σε απόλυτη δυσμένεια κι ο Καταραμένος δε
χάνει ευκαιρία να μου το δείχνει. Μπορεί να μη μου έχει αφαιρέσει κανένα
προνόμιο, μπορεί να έχω ακόμα τα
διαμερίσματα και την ακολουθία μου, δεν είμαι όμως πια η έμπιστη σύμβουλός του.
Έχω αποκοπεί τελείως από τις εξελίξεις. Αυτή την στιγμή μάλιστα βρίσκεται σε
κάποια αίθουσα και διαπραγματεύεται τους όρους μιας συμμαχίας με την Πολωνία κι
εγώ απούσα, αμέτοχη σε ό,τι συμβαίνει.
Του έφερα την υποταγή των Πετσενέγων σε ασημένιο δίσκο κι εκείνος παίρνει
συμβουλές από –ποιόν;– τη γυναίκα του. Πράγματι, αυτή η γυναίκα μπορεί να με
εξοργίσει. Εγώ πέφτω ολοένα και πιο χαμηλά κι εκείνη ανεβαίνει.
Ασφυκτιώντας λοιπόν, μέσα στο κάστρο, θέλησα να καθαρίσω το μυαλό μου. Σκέφτηκα πως η
ατμόσφαιρα της φύσης θα μου κάνει καλό. Τελικά, τα βήματά μου ασυναίσθητα μ’
οδήγησαν στο εκκλησάκι που έχτισε η Άννα. Δεν μπορώ να το εξηγήσω. Ίσως φταίει
ο χρόνος που περνώ με τη Αναστασία. Όλα τα έχω, μόνο ο προβληματισμός με τη
θρησκεία και το Θεό, μου λείπει.
Η μητέρα μου ποτέ δεν πίστεψε στο Θεό της Βυζαντινής
Πριγκίπισσας. Εκείνη πίστευε στους αρχαίους θεούς, αυτούς που οι Χριστιανοί
αποκαλούν είδωλα. Στον παντοδύναμο Περούν, τον πονηρό Βέλες, τα παιδιά τους τον
Τζαρίλο και τη Μοράνα και όλες τις υπόλοιπες μικρότερες θεότητες. Γιατί αυτή η
θρησκεία έμοιαζε με την αρχαία σκανδιναβική. Γι’ αυτό και όταν γεννήθηκα εγώ αρνήθηκε να μου δώσει χριστιανικό όνομα, όπως
επέβαλλε η Τσαρίνα. Αναγκάστηκε βέβαια να με βαφτίσει Χριστιανή Ορθόδοξη, μα με
γαλούχησε με ιστορίες για τους αρχαίους, «αληθινούς» Θεούς τους οποίους η «κακιά»
πριγκίπισσα εξόντωσε και κατέκαψε με την έλευσή της. Αυτές τις βλακείες μου
έλεγε.
Όταν όμως, έφτασα στο παλάτι, η Άννα ανέλαβε
προσωπικά την ευθύνη της εκπαίδευσής μου από την πρώτη στιγμή. Μαζί με την
ελληνική γλώσσα, με δίδαξε για το Χριστιανισμό, με έβαλε να μελετήσω όλα τα ιερά κείμενα. Κι αν
εκείνη δε με έκανε να πιστέψω, ο Σλάβα το κατάφερε.
Εκείνος πάντοτε ένιωθε πως η παγανιστική σλαβική
θρησκεία ήταν ανάλγητη και ανελέητη. Δεν ήθελε να πιστέψει ότι ο κόσμος ήταν
οργανωμένος με τόσο σκληρούς κανόνες. Ίσως είχε μοιάσει στην προγιαγιά μας, την
Όλγα, που είχε δεχτεί τη διδασκαλία του Χριστιανισμού. Έτσι όταν ξεκίνησε ο
επίσημος Εκχριστιανισμός της Ρωσίας ήταν από τους πρώτους που θέλησαν
πραγματικά να βάλουν στη ζωή τους τα διδάγματα της νέας θρησκείας. Γι’ αυτό και
όταν κατέληξε υπεύθυνος για μένα βάλθηκε
να με μυήσει στη χριστιανική διδασκαλία. Μου μίλησε με αγάπη και θέρμη για την
Αγία Τριάδα, και τους Αποστόλους, και την αποστολή του Χριστού στη γη. Πώς
μαρτύρησε και σταυρώθηκε για να σώσει τους ανθρώπους. Και τελικά άρχισα να
πιστεύω. Πίστευα πως έπρεπε να κάνω το σωστό, να βοηθώ τους συνανθρώπους μου,
να είμαι σεμνή και να συγχωρώ. Ήμουν μεγάλη οπαδός των δεύτερων ευκαιριών. Θα
μπορούσε να πει κανείς πως ήμουν μια
καλή Χριστιανή. Με την έννοια ότι προσπαθούσα να ζω σύμφωνα με το Θέλημα του
Θεού.
Όταν όμως, είδα το αίμα του να βάφει το λευκό χιόνι
πορφυρό, κι εκείνον να ξεψυχά εξαιτίας του εχθρικού χτυπήματος, τα πάντα
νέκρωσαν μέσα μου. Πώς είναι δυνατόν ο πανάγαθος Θεός να έκρινε σωστό ο αδερφός
μου, που ποτέ δεν πείραξε κανένα να πεθάνει, ενώ ο στυγνός δολοφόνος του να ζει
και να βασιλεύει, στην κυριολεξία; Είναι αδιανόητο. Σκότωσε την πίστη μου.
Κάποτε ο Σλάβα μου είπε ότι ο Θεός μας στέλνει
μονάχα όσα μπορούμε να αντέξουμε. Προφανώς αντέχω πολλά, γι’ αυτό και τα
χτυπήματα είναι αλλεπάλληλα. Αυτό είναι το μόνο που πιστεύω.
Μόνο όταν ένιωσε
τη Αναστασία να της σφίγγει δυνατότερα το χέρι θυμήθηκε την παρουσία της.
«Ήθελα να
ηρεμήσω», αποκρίθηκε ψυχρά. Γύρισε και την κοίταξε. Έμοιαζε χαρούμενη για
κάποιο ανεξήγητο λόγο. Τότε παρατήρησε το θαυμάσιο περιδέραιο που στόλιζε τη
βάση του λαιμού της.
«Ο Μιέσκο; Ακόμη
ένα σύμβολο της αφοσίωσής του;» Ήξερε ήδη την απάντηση.
Η Αναστασία
ένευσε καταφατικά. «Ναι! Σε κάνει να αναρωτιέσαι, αν αυτά είναι τα δώρα που μου
κάνει ενώ δεν είμαστε καν αρραβωνιασμένοι, πώς θα είναι το γαμήλιο;»
«Μπορεί να μην υπάρξει
γάμος, άρα ούτε και δώρο», την προσγείωσε η Ναντέζντα.
«Έχεις δίκιο σ’
αυτό, αλλά αυτό δεν αναιρεί το ότι εκείνος το επιθυμεί διακαώς! Το μόνο που
περιμένει είναι η δική μου διαβεβαίωση ότι τα συναισθήματα είναι αμοιβαία».
«Και φυσικά δε
θα τον διαβεβαιώσεις, γιατί δε θέλουμε να σε βαρεθεί και να τρέξει πίσω από
άλλα φουστάνια».
«Κι εγώ είμαι
σίγουρη ότι θα με βαρεθεί μόνο αν με ρίξει στο κρεβάτι. Αυτό φυσικά δεν
πρόκειται να συμβεί αν δε με νυμφευτεί».
«Τελικά κάτι
άρχισες να μαθαίνεις», παρατήρησε με έμφαση.
«Είχα καλή
σύμβουλο»
Ούτε όμως η
ειλικρινής φιλοφρόνηση μπόρεσε να φωτίσει τα μελαγχολικά της μάτια.
«Τι συμβαίνει
Ναντέζντα;»
«Εννοείς εκτός
από το ότι έχω τεθεί στο περιθώριο, ενώ η Μίρα έχει πρώτη θέση σε όλα τα συμβούλια;
Μέχρι στιγμής δεν έχει χειρότερο», αποκρίθηκε με το γνωστό σαρκασμό της.
«Αναμενόμενο
ήταν. Εδώ τόλμησε να σε μαστιγώσει δημοσίως!»
«Δεν
καταλαβαίνεις. Πρέπει να είμαι στο
επίκεντρο των εξελίξεων. Πρέπει η
χώρα να με βλέπει ως την πιο έμπιστη σύμβουλο του Καταραμένου. Πρέπει να με δουν ως την λογική επιλογή
για ηγεμονίδα όταν έρθει η ώρα. Αυτό δε γίνεται όταν είμαι εγκλωβισμένη στην
αφάνεια».
«Τότε κάνε κάτι,
για να αλλάξεις την κατάσταση!»
Την αιφνιδίασαν
τα λόγια της Αναστασίας. Φυσικά και έπρεπε να κάνει κάτι. Όμως, τι έπρεπε και
τι μπορούσε να κάνει;
Η Αναστασία λες
και είχε διαβάσει τις σκέψεις την κοίταξε
κατάματα. «Εγώ δεν ανησυχώ. Ξέρω ότι θα βρεις τρόπο να ξεπεράσεις το
αδιέξοδο. Επέζησες την εκτέλεση της μητέρας και του αδερφού σου. Επέζησες την
επιδρομή του Καταραμένου στο σπίτι σου. Έμεινες μόνη, χωρίς κανένα προστάτη. Και
δες πού είσαι τώρα! Έχεις φτάσει πολύ κοντά στο ν’ αποδώσεις δικαιοσύνη για τα
εγκλήματά του παρελθόντος για να τα παρατήσεις, τώρα. Είσαι πλασμένη για μεγάλα
πράγματα και μια μέρα ολάκερη η Ρωσία θα υποκλιθεί μπροστά σου. Κι εγώ θα είμαι
ευτυχισμένη και υπερήφανη, αν στέκομαι στο πλευρό σου».
Θα ήθελε να
συμπληρώσει, ως αδερφή σου, μα δεν το
έκανε. Το κράτησε για τον εαυτό της.