Βγαίνω από το αμάξι προτού σταθμεύσει εντελώς. Ακούω τα μουρμουρητά του αλλά δεν λέω τίποτα διότι ξέρω πως θέλει να με πειράξει. Στέκεται δίπλα μου εντυπωσιασμένος από το τοπίο που ξεδιπλώνεται μπροστά μας. Η παραλία δεν έχει καθόλου κόσμο τριγύρω, παρόλο που είναι Κυριακή.
Το μέρος αυτό υπήρξε πολλές φορές το καταφύγιο μου στις δύσκολες ώρες, όταν ήθελα να διώξω οποιονδήποτε μακριά μου.
Βρίσκεται σε μία απομακρυσμένη μεριά, γεμάτη βράχια, ψηλά δέντρα και δεν είναι ιδιαίτερα καθαρή.
«Περίεργο μέρος, Oli. Μα όμορφο.» Λέει.
Μαγικό θα έλεγα εγώ. Διαφορετικό, ερημωμένο. Αισθάνομαι πως μου μοιάζει λίγο ή πως μου έμοιαζε. Πως ανήκω εδώ για κάποιον λόγο, στην παραλία, σε αυτό το όμορφο χάος.
«Πως σου ήρθε η ιδέα να έρθουμε;» Απορεί όσο εγώ παρατηρώ τα πάντα γύρω μου, φέρνοντας στο μυαλό μου καλές αναμνήσεις.
«Η παραλία που βλέπεις, είναι ένα κομμάτι μου που έπρεπε να γνωρίσεις.» Λέξεις λιτές, γεμάτες νόημα.
«Χαίρομαι πολύ τότε που με εντάσεις μέσα στην ζωή σου, που μου γνωρίζεις τόπους δικούς σου, συνδεδεμένους με εσένα.» Αναφέρει ύστερα.
Χορεύω ελάχιστα με τον χειμερινό άνεμο. Πάντα με καταλάβαινε. Εδώ ήμασταν ίσοι, αυτός με το τσουχτερό κρύο κι εγώ με τον αμυντικό μου χαρακτήρα. Σε πολλούς δεν άρεσαν αυτά τα χαρακτηριστικά μας αλλά εμείς ήμασταν καλά και με αυτούς που είχαμε.
Περπατάμε μέχρι τα απότομα βράχια. Με τραβάει πάνω του και βρίσκομαι καθισμένη στα πόδια του, στην ασφάλεια του. Δεν μιλάμε για λίγο, θέλοντας η αρμονία του ανέμου, της θάλασσας να κρατήσει λες και το έχουμε ανάγκη.
Απολαμβάνω την στιγμή μας έτσι όπως τα κομμάτια μας ενώνονται έμμεσα αλλά πραγματικά.
«Πριν αρρωστήσει η Cordi, κάναμε βόλτες στην θάλασσα σχεδόν κάθε Σάββατο. Οι μέρες εκείνες ήταν αφιερωμένες σε εμένα, αργότερα και στην μικρή. Τα πρωινά ξυπνούσα πρώτος απ’ όλους και περίμενα μία ώρα με το ρολόι μπροστά από την πόρτα. Ήξερα ακριβώς τις κινήσεις της. Σηκωνόταν από το κρεβάτι, φορούσε την φαρδιά ρόμπα της και άρχιζε το καθημερινό της τελετουργικό. Μία ώρα μετά, φεύγαμε χαρούμενοι, ανάλαφροι από το σπίτι.» Με αιφνιδιάζει όσο μου εξιστορεί για τις ημέρες με την μητέρα του.
Σφίγγει το χέρι μου πριν συνεχίσει.
«Πρώτη στάση λοιπόν ήταν ο φούρνος. Η μαμά έπαιρνε ένα μεγάλο ποτήρι ζεστό καφέ κι εγώ μερικά μπισκότα με γεύση σοκολάτας. Τα λάτρευα αυτά τα μπισκότα.» Κοιτάει τον ουρανό ευτυχισμένα κι εγώ νιώθω να λιώνω δίπλα του.
«Μετά πηγαίναμε σε πάρκα, μουσεία, λούνα πάρκ. Γυρνούσαμε όλη την πόλη. Μπορεί να μην περνούσαμε πάντα χρόνο μαζί αλλά τα Σάββατα αναπλήρωνε όλα τα κενά που είχα τις υπόλοιπες μέρες. Στο τέλος της μέρας με αντάμειβε με ζαχαρωτά. Γυρνούσαμε σπίτι και εκεί μας περίμενε ο Jordan, περίεργα ευδιάθετος. Τρώγαμε όλοι μαζί και αργότερα με νανούριζε με την γλυκιά της φωνή. Κι έτσι όπως έκλεινα τα μάτια, ευχόμουν να ερχόταν γρήγορα πάλι αυτή η μέρα. Για να νιώσω την μαμά κοντά μου.» Τελειώνει χαμένος στις δικές του σκέψεις.
«Φαίνεται ότι σ’ αγαπούσε πολύ.» Αναφέρω χαϊδεύοντας το πρόσωπο του.
«Αυτή ναι με αγαπούσε, ο πατέρας μου ποτέ.» Μου λέει κι εγώ δεν βρίσκω λέξεις κατάλληλες να απαντήσω.
Καλύτερα που δεν μίλησα.
Μείναμε εκεί ακίνητοι δίχως να μιλάμε, ο καθένας στα δικά του μονοπάτια να προσπαθεί να δραπετέψει από την δική του σκληρή φυλακή.
Ώσπου ο άνεμος δυνάμωσε και το κρύο φώλιασε μέσα μας. Ο Stefan κι εγώ πήραμε τον δρόμο προς το αμάξι και αποφασίσαμε τον τελευταίο μας προορισμό.
Το εστιατόριο της γιαγιάς της Lexi.
Μπαίνω συγκρατημένη στο εστιατόριο που έχω ζήσει τις καλύτερες κυριακάτικες βραδιές με την οικογένεια μου και την οικογένεια της Lexi.
Η γιαγιά της είχε εγκατασταθεί εδώ και πολλά χρόνια στο Valley όταν ο σύζυγος της πέθανε. Της πήρε καιρό να ξεπεράσει τον χαμό του όμως με την βοήθεια της κυρίας Lohan, της μαμάς της Lexi κατάφερε να δημιουργήσει ένα υπέροχο εστιατόριο.
Μετά το ατύχημα, τον θάνατο της, ο αδερφός της και η μητέρα τους, μετακόμισαν εδώ θέλοντας να ξεχάσουν. Πολύ αμφιβάλλω όμως.
Το μαγαζί δεν είναι γεμάτο. Λίγοι άνθρωποι, κυρίως γνωστοί συμπολίτες κάθονται στα τραπέζια συζητώντας, τρώγοντας και διασκεδάζοντας. Μία κοπέλα στέκεται αμήχανα πίσω από τον πάγκο και περιμένει υπομονετικά κάποιον πελάτη να φανεί.
Μόλις μας εντοπίζει το πρόσωπο της στολίζεται με ένα λαμπερό χαμόγελο. Δεν θυμάμαι όμως να την έχω ξανά δει εδώ. Έχει κοντά μαλλιά στο χρώμα του χαλκού, καταπράσινα μάτια, είναι ιδιαίτερα μικρόσωμη, το δέρμα της λευκό, το πρόσωπο της γεμάτο φακίδες.
Μας πλησιάζει βιαστικά και μας χαιρετάει συστήνοντας την.
«Γεια σας, είμαι η Kaden και έχετε κάνει την καλύτερη επιλογή. Βρίσκεται σε ένα από τα πιο όμορφα μαγαζιά της πόλης μας.» Μιλάει δίχως να σταματήσει και να βάλει τελείες. Δείχνει τόσο ενθουσιασμένη.
«Kaden, χαρήκαμε. Είμαι ο Stefan και από εδώ η Olivia. Θα θέλαμε σε παρακαλώ να μας δώσεις ένα απομακρυσμένο τραπέζι.» Ο Stefan της λέει.
«Όπως θέλετε. Ακολουθείστε με.» Άρχισε να βαδίζει προς την άκρη του μαγαζιού και μας αφήνει στο τραπέζι μαζί με τον κατάλογο.
Όταν απομακρύνεται ο Stefan ξεφυσάει ανακουφισμένα.
«Τι έπαθες;» Τον ρωτάω για την περίεργη συμπεριφορά του.
«Τόσο ενθουσιασμένοι και χαρούμενοι είναι όλοι εδώ;»
«Μπα, νομίζω είναι η μόνη.» Χαχανίζω μαζί του κι αυτός γυρίζει το βλέμμα του στον κατάλογο.
Την στιγμή που παραγγέλνουμε το φαγητό μας, ακούω μία πολύ γνωστή φωνή, να καλεί την κοπέλα με τα χάλκινα μαλλιά.
Έρχεται κοντά μας τρέχοντας χωρίς να μας έχει δει. Την στιγμή που είναι έτοιμος να μιλήσει αντικρίζει το πρόσωπο μου. Κοκαλώνει.
Ο Αvery.
Ο αδερφός της κολλητής μου, που δεν ξέρω κι εγώ πόσο καιρό έχω να τον δω στέκεται μπροστά μου με ανοιγμένο το στόμα από το σοκ.
«Olivia, τι κάνεις εσύ εδώ;» Ρωτάει αμέσως.
«Avery, εγώ, δεν…» Προσπαθώ να του εξηγήσω, μα οι λέξεις κολλάνε και μπερδεύονται.
Κοιτιόμαστε για λίγο ακόμα ώσπου η Kailey, Kan ή όπως την λένε τέλος πάντων, πετάγεται.
«Γνωρίζεστε;»
«Ναι, είναι η κολλητή της αδερφής μου.» Απαντάει αυτός για εμένα. Ξεροκαταπίνω.
«Α μάλιστα. Τότε να σας αφήσω κι εγώ, έχω κι άλλο τραπέζι.» Λέει γρήγορα και ύστερα εξαφανίζεται.
«Ξανά ρωτάω λοιπόν, τι κάνεις εσύ εδώ;» Είναι πιο ήρεμος τώρα.
«Ήρθα για το σαββατοκύριακο και είπα να περάσω να σε δω.» Όσο του εξιστορώ έχει καρφωμένα τα μάτια του πάνω στον Stefan.
«Αχα, ο φίλος σου;»
«Είμαι ο Stefan, χάρηκα.» Ο ίδιος συστήνεται.
«Avery, αδερφός…»
«Ναι καταλάβαμε, αδερφός της κολλητής της Olivia.» Τoν σταματάει και κοιτάει εκνευρισμένος αλλού.
Τον παρατηρώ για λίγο και καταλαβαίνω πως δεν έχει αλλάξει καθόλου. Παραμένει αδύνατος, ελαφρώς γεροδεμένος. Τα μαλλιά του πλέον είναι κοντές καστανές μπούκλες, και τα μάτια του σκούρα καστανά όπως πάντα. Έχει αφήσει μούσι αλλά μοιάζει το ίδιο με πριν.
Ο Αvery ήταν πάντα διαφορετικός από την αδερφή του. Ως μεγαλύτερος είχε άγχος για το τι της συνέβαινε. Η ίδια όμως δεν τον ήθελε κοντά της. Τον έλεγε δειλό και προτιμούσε να μην τον είχε στην ζωή της. Αυτός όμως ήταν φιλικός και ευχάριστος, δεν είχε παράπονο κανείς. Ήταν καλός μαθητής και δεν ενοχλούσε στο σπίτι. Τουλάχιστον όταν ήμουν εγώ εκεί. Πολλές φορές ήταν μοναχικός και κινούταν παράξενα. Φίλους δεν είχε, ήταν μόνος. Εξ άλλου η Lexi του είχε κάνει μεγάλο κακό στις γνωριμίες του.
«Olivia, είσαι καλά ;» Με κοιτάει παράξενα.
«Ναι ναι, εσύ;» Προσπαθώ να μην δείξω πως αφαιρέθηκα.
«Θα δείξει, τα νέα σου;»
«Τίποτα σημαντικό. Όλα όπως τα ξέρεις. Εσύ, η μαμά σου, η γιαγιά Joe;»
«Είμαι καλά και η μαμά το ίδιο, προσπαθεί. Η γιαγιά δεν είναι εδώ βέβαια κάνει διακοπές. Γυρίζει τον κόσμο.» Μου αναφέρει.
«Μπράβο στην γιαγιά.» Γελάω μα σταματάω όταν καταλαβαίνω πως κάτι πάει λάθος.
«Εγώ πάω στην κουζίνα. Αν είναι πέρνα από εκεί. Ξέρεις τα κατατόπια.» Μου λέει και φεύγει βιαστικά προς τα μέσα.
Για λίγο δεν μιλάω μα μόλις ο Stefan με κοιτάει αρχίζω μια ανούσια συζήτηση μέχρι να έρθει το φαγητό.
Λίγη ώρα αργότερα
Ο Avery ανοίγει την πόρτα της αποθήκης που είναι μπροστά στα μαγειριά αρπάζοντας το χέρι μου, βάζοντας με μέσα. Ύστερα την κλείνει δίχως να κοιτάξει αν κάποιος μας παρακολουθεί. Φωτίζει το μέρος ανάβοντας την λάμπα που είναι δίπλα του.
«Τι έπαθες Av; Μέσα στα μαγειριά μου έκανες συνεχώς νοήματα. Συνέβη τίποτα και μου το κρύβεις;»
«Σου έκανα νοήματα γιατί πρέπει να μάθεις κάτι.» Μου εξηγεί.
Συνεχίζει προτού μιλήσω.
«Olivia, δεν θέλω να σε τρομάξω μα κάποιος παρακολουθεί εδώ και δύο μήνες το μαγαζί. Τα βράδια μόλις κλειδώνω βλέπω μια σκιά αλλά όταν ψάχνω να βρω το άτομο που κυκλοφορεί εδώ, δεν βλέπω κανέναν. Είμαι τόσο σίγουρος πως έχει να κάνει με την Lexi. Όλο σε προβλήματα μπλεκόταν.» Αφήνει μία ανάσα όσο εγώ προσπαθώ να ενώσω τα κομμάτια.
«Μήπως έχεις προσέξει έναν νεαρό άντρα να τριγυρνάει εδώ;» Του κάνω την πρώτη ερώτηση που μου έρχεται στο μυαλό.
«Ναι, κυρίως βράδια Σαββάτου. Ένας νεαρός συνήθως μία ώρα πριν κλείσουμε, σταθμεύει μία μαύρη μηχανή στο parking που μοιάζει τόσο πολύ με της αδερφής μου. Το περίεργο όμως είναι πως χθες βράδυ δεν ήταν με την μηχανή. Φορούσε μια κουκούλα, έκρυβε το πρόσωπο του και περίμενε κάτι υπομονετικά.» Καταλαβαίνω ακριβώς για ποιον μου μιλάει.
Το αγόρι με το κράνος το οποίο είχε εμφανιστεί στο σχολείο μας, τα λόγια του Simon, η έκφραση της Scarlett. Όλα είναι εδώ, μου έρχονται όλα στο μυαλό.
«Avery, άκουσε με προσεκτικά. Μην τολμήσεις και μιλήσεις σε κανέναν γι αυτό. Ούτε να σκεφτείς να καλέσεις την αστυνομία.»
Το μόνο που θέλω είναι τον προστατέψω. Δεν είναι ανάγκη να πάθει ο Avery κάτι, θα βρω μόνη μου την άκρη.
«Οlivia, τι ξέρεις;»
«Το μόνο που θα σου πω είναι να προσέχεις και να μην φεύγεις μόνος από το μαγαζί. Κατάλαβες;» Γνέφει στα λόγια μου.
Ξεφυσάει προβληματισμένος.
«Αυτός που είναι μαζί σου, μοιάζει με το αγόρι με το κράνος. Είσαι σίγουρη πως εμπιστεύεσαι τον σωστό άνθρωπο;» Μου λέει ξαφνικά.
«Μην λες βλακείες, ο Stefan δεν έχει να κάνει με αυτό το θέμα.» Απαντάω κατηγορηματικά λίγο πριν φύγω.
Ανοίγω την ξύλινη πόρτα βγαίνοντας έξω. Προσπερνώ την κουζίνα και συνεχίζω τον δρόμο μου, πίσω στο τραπέζι.
«Όλα καλά;» Με κοιτάει αινιγματικά ο Stefan.
«Είχα μία συζήτηση με τον Avery, τίποτα σημαντικό.»
Vas A.
Το μέρος αυτό υπήρξε πολλές φορές το καταφύγιο μου στις δύσκολες ώρες, όταν ήθελα να διώξω οποιονδήποτε μακριά μου.
Βρίσκεται σε μία απομακρυσμένη μεριά, γεμάτη βράχια, ψηλά δέντρα και δεν είναι ιδιαίτερα καθαρή.
«Περίεργο μέρος, Oli. Μα όμορφο.» Λέει.
Μαγικό θα έλεγα εγώ. Διαφορετικό, ερημωμένο. Αισθάνομαι πως μου μοιάζει λίγο ή πως μου έμοιαζε. Πως ανήκω εδώ για κάποιον λόγο, στην παραλία, σε αυτό το όμορφο χάος.
«Πως σου ήρθε η ιδέα να έρθουμε;» Απορεί όσο εγώ παρατηρώ τα πάντα γύρω μου, φέρνοντας στο μυαλό μου καλές αναμνήσεις.
«Η παραλία που βλέπεις, είναι ένα κομμάτι μου που έπρεπε να γνωρίσεις.» Λέξεις λιτές, γεμάτες νόημα.
«Χαίρομαι πολύ τότε που με εντάσεις μέσα στην ζωή σου, που μου γνωρίζεις τόπους δικούς σου, συνδεδεμένους με εσένα.» Αναφέρει ύστερα.
Χορεύω ελάχιστα με τον χειμερινό άνεμο. Πάντα με καταλάβαινε. Εδώ ήμασταν ίσοι, αυτός με το τσουχτερό κρύο κι εγώ με τον αμυντικό μου χαρακτήρα. Σε πολλούς δεν άρεσαν αυτά τα χαρακτηριστικά μας αλλά εμείς ήμασταν καλά και με αυτούς που είχαμε.
Περπατάμε μέχρι τα απότομα βράχια. Με τραβάει πάνω του και βρίσκομαι καθισμένη στα πόδια του, στην ασφάλεια του. Δεν μιλάμε για λίγο, θέλοντας η αρμονία του ανέμου, της θάλασσας να κρατήσει λες και το έχουμε ανάγκη.
Απολαμβάνω την στιγμή μας έτσι όπως τα κομμάτια μας ενώνονται έμμεσα αλλά πραγματικά.
«Πριν αρρωστήσει η Cordi, κάναμε βόλτες στην θάλασσα σχεδόν κάθε Σάββατο. Οι μέρες εκείνες ήταν αφιερωμένες σε εμένα, αργότερα και στην μικρή. Τα πρωινά ξυπνούσα πρώτος απ’ όλους και περίμενα μία ώρα με το ρολόι μπροστά από την πόρτα. Ήξερα ακριβώς τις κινήσεις της. Σηκωνόταν από το κρεβάτι, φορούσε την φαρδιά ρόμπα της και άρχιζε το καθημερινό της τελετουργικό. Μία ώρα μετά, φεύγαμε χαρούμενοι, ανάλαφροι από το σπίτι.» Με αιφνιδιάζει όσο μου εξιστορεί για τις ημέρες με την μητέρα του.
Σφίγγει το χέρι μου πριν συνεχίσει.
«Πρώτη στάση λοιπόν ήταν ο φούρνος. Η μαμά έπαιρνε ένα μεγάλο ποτήρι ζεστό καφέ κι εγώ μερικά μπισκότα με γεύση σοκολάτας. Τα λάτρευα αυτά τα μπισκότα.» Κοιτάει τον ουρανό ευτυχισμένα κι εγώ νιώθω να λιώνω δίπλα του.
«Μετά πηγαίναμε σε πάρκα, μουσεία, λούνα πάρκ. Γυρνούσαμε όλη την πόλη. Μπορεί να μην περνούσαμε πάντα χρόνο μαζί αλλά τα Σάββατα αναπλήρωνε όλα τα κενά που είχα τις υπόλοιπες μέρες. Στο τέλος της μέρας με αντάμειβε με ζαχαρωτά. Γυρνούσαμε σπίτι και εκεί μας περίμενε ο Jordan, περίεργα ευδιάθετος. Τρώγαμε όλοι μαζί και αργότερα με νανούριζε με την γλυκιά της φωνή. Κι έτσι όπως έκλεινα τα μάτια, ευχόμουν να ερχόταν γρήγορα πάλι αυτή η μέρα. Για να νιώσω την μαμά κοντά μου.» Τελειώνει χαμένος στις δικές του σκέψεις.
«Φαίνεται ότι σ’ αγαπούσε πολύ.» Αναφέρω χαϊδεύοντας το πρόσωπο του.
«Αυτή ναι με αγαπούσε, ο πατέρας μου ποτέ.» Μου λέει κι εγώ δεν βρίσκω λέξεις κατάλληλες να απαντήσω.
Καλύτερα που δεν μίλησα.
Μείναμε εκεί ακίνητοι δίχως να μιλάμε, ο καθένας στα δικά του μονοπάτια να προσπαθεί να δραπετέψει από την δική του σκληρή φυλακή.
Ώσπου ο άνεμος δυνάμωσε και το κρύο φώλιασε μέσα μας. Ο Stefan κι εγώ πήραμε τον δρόμο προς το αμάξι και αποφασίσαμε τον τελευταίο μας προορισμό.
Το εστιατόριο της γιαγιάς της Lexi.
Μπαίνω συγκρατημένη στο εστιατόριο που έχω ζήσει τις καλύτερες κυριακάτικες βραδιές με την οικογένεια μου και την οικογένεια της Lexi.
Η γιαγιά της είχε εγκατασταθεί εδώ και πολλά χρόνια στο Valley όταν ο σύζυγος της πέθανε. Της πήρε καιρό να ξεπεράσει τον χαμό του όμως με την βοήθεια της κυρίας Lohan, της μαμάς της Lexi κατάφερε να δημιουργήσει ένα υπέροχο εστιατόριο.
Μετά το ατύχημα, τον θάνατο της, ο αδερφός της και η μητέρα τους, μετακόμισαν εδώ θέλοντας να ξεχάσουν. Πολύ αμφιβάλλω όμως.
Το μαγαζί δεν είναι γεμάτο. Λίγοι άνθρωποι, κυρίως γνωστοί συμπολίτες κάθονται στα τραπέζια συζητώντας, τρώγοντας και διασκεδάζοντας. Μία κοπέλα στέκεται αμήχανα πίσω από τον πάγκο και περιμένει υπομονετικά κάποιον πελάτη να φανεί.
Μόλις μας εντοπίζει το πρόσωπο της στολίζεται με ένα λαμπερό χαμόγελο. Δεν θυμάμαι όμως να την έχω ξανά δει εδώ. Έχει κοντά μαλλιά στο χρώμα του χαλκού, καταπράσινα μάτια, είναι ιδιαίτερα μικρόσωμη, το δέρμα της λευκό, το πρόσωπο της γεμάτο φακίδες.
Μας πλησιάζει βιαστικά και μας χαιρετάει συστήνοντας την.
«Γεια σας, είμαι η Kaden και έχετε κάνει την καλύτερη επιλογή. Βρίσκεται σε ένα από τα πιο όμορφα μαγαζιά της πόλης μας.» Μιλάει δίχως να σταματήσει και να βάλει τελείες. Δείχνει τόσο ενθουσιασμένη.
«Kaden, χαρήκαμε. Είμαι ο Stefan και από εδώ η Olivia. Θα θέλαμε σε παρακαλώ να μας δώσεις ένα απομακρυσμένο τραπέζι.» Ο Stefan της λέει.
«Όπως θέλετε. Ακολουθείστε με.» Άρχισε να βαδίζει προς την άκρη του μαγαζιού και μας αφήνει στο τραπέζι μαζί με τον κατάλογο.
Όταν απομακρύνεται ο Stefan ξεφυσάει ανακουφισμένα.
«Τι έπαθες;» Τον ρωτάω για την περίεργη συμπεριφορά του.
«Τόσο ενθουσιασμένοι και χαρούμενοι είναι όλοι εδώ;»
«Μπα, νομίζω είναι η μόνη.» Χαχανίζω μαζί του κι αυτός γυρίζει το βλέμμα του στον κατάλογο.
Την στιγμή που παραγγέλνουμε το φαγητό μας, ακούω μία πολύ γνωστή φωνή, να καλεί την κοπέλα με τα χάλκινα μαλλιά.
Έρχεται κοντά μας τρέχοντας χωρίς να μας έχει δει. Την στιγμή που είναι έτοιμος να μιλήσει αντικρίζει το πρόσωπο μου. Κοκαλώνει.
Ο Αvery.
Ο αδερφός της κολλητής μου, που δεν ξέρω κι εγώ πόσο καιρό έχω να τον δω στέκεται μπροστά μου με ανοιγμένο το στόμα από το σοκ.
«Olivia, τι κάνεις εσύ εδώ;» Ρωτάει αμέσως.
«Avery, εγώ, δεν…» Προσπαθώ να του εξηγήσω, μα οι λέξεις κολλάνε και μπερδεύονται.
Κοιτιόμαστε για λίγο ακόμα ώσπου η Kailey, Kan ή όπως την λένε τέλος πάντων, πετάγεται.
«Γνωρίζεστε;»
«Ναι, είναι η κολλητή της αδερφής μου.» Απαντάει αυτός για εμένα. Ξεροκαταπίνω.
«Α μάλιστα. Τότε να σας αφήσω κι εγώ, έχω κι άλλο τραπέζι.» Λέει γρήγορα και ύστερα εξαφανίζεται.
«Ξανά ρωτάω λοιπόν, τι κάνεις εσύ εδώ;» Είναι πιο ήρεμος τώρα.
«Ήρθα για το σαββατοκύριακο και είπα να περάσω να σε δω.» Όσο του εξιστορώ έχει καρφωμένα τα μάτια του πάνω στον Stefan.
«Αχα, ο φίλος σου;»
«Είμαι ο Stefan, χάρηκα.» Ο ίδιος συστήνεται.
«Avery, αδερφός…»
«Ναι καταλάβαμε, αδερφός της κολλητής της Olivia.» Τoν σταματάει και κοιτάει εκνευρισμένος αλλού.
Τον παρατηρώ για λίγο και καταλαβαίνω πως δεν έχει αλλάξει καθόλου. Παραμένει αδύνατος, ελαφρώς γεροδεμένος. Τα μαλλιά του πλέον είναι κοντές καστανές μπούκλες, και τα μάτια του σκούρα καστανά όπως πάντα. Έχει αφήσει μούσι αλλά μοιάζει το ίδιο με πριν.
Ο Αvery ήταν πάντα διαφορετικός από την αδερφή του. Ως μεγαλύτερος είχε άγχος για το τι της συνέβαινε. Η ίδια όμως δεν τον ήθελε κοντά της. Τον έλεγε δειλό και προτιμούσε να μην τον είχε στην ζωή της. Αυτός όμως ήταν φιλικός και ευχάριστος, δεν είχε παράπονο κανείς. Ήταν καλός μαθητής και δεν ενοχλούσε στο σπίτι. Τουλάχιστον όταν ήμουν εγώ εκεί. Πολλές φορές ήταν μοναχικός και κινούταν παράξενα. Φίλους δεν είχε, ήταν μόνος. Εξ άλλου η Lexi του είχε κάνει μεγάλο κακό στις γνωριμίες του.
«Olivia, είσαι καλά ;» Με κοιτάει παράξενα.
«Ναι ναι, εσύ;» Προσπαθώ να μην δείξω πως αφαιρέθηκα.
«Θα δείξει, τα νέα σου;»
«Τίποτα σημαντικό. Όλα όπως τα ξέρεις. Εσύ, η μαμά σου, η γιαγιά Joe;»
«Είμαι καλά και η μαμά το ίδιο, προσπαθεί. Η γιαγιά δεν είναι εδώ βέβαια κάνει διακοπές. Γυρίζει τον κόσμο.» Μου αναφέρει.
«Μπράβο στην γιαγιά.» Γελάω μα σταματάω όταν καταλαβαίνω πως κάτι πάει λάθος.
«Εγώ πάω στην κουζίνα. Αν είναι πέρνα από εκεί. Ξέρεις τα κατατόπια.» Μου λέει και φεύγει βιαστικά προς τα μέσα.
Για λίγο δεν μιλάω μα μόλις ο Stefan με κοιτάει αρχίζω μια ανούσια συζήτηση μέχρι να έρθει το φαγητό.
Λίγη ώρα αργότερα
Ο Avery ανοίγει την πόρτα της αποθήκης που είναι μπροστά στα μαγειριά αρπάζοντας το χέρι μου, βάζοντας με μέσα. Ύστερα την κλείνει δίχως να κοιτάξει αν κάποιος μας παρακολουθεί. Φωτίζει το μέρος ανάβοντας την λάμπα που είναι δίπλα του.
«Τι έπαθες Av; Μέσα στα μαγειριά μου έκανες συνεχώς νοήματα. Συνέβη τίποτα και μου το κρύβεις;»
«Σου έκανα νοήματα γιατί πρέπει να μάθεις κάτι.» Μου εξηγεί.
Συνεχίζει προτού μιλήσω.
«Olivia, δεν θέλω να σε τρομάξω μα κάποιος παρακολουθεί εδώ και δύο μήνες το μαγαζί. Τα βράδια μόλις κλειδώνω βλέπω μια σκιά αλλά όταν ψάχνω να βρω το άτομο που κυκλοφορεί εδώ, δεν βλέπω κανέναν. Είμαι τόσο σίγουρος πως έχει να κάνει με την Lexi. Όλο σε προβλήματα μπλεκόταν.» Αφήνει μία ανάσα όσο εγώ προσπαθώ να ενώσω τα κομμάτια.
«Μήπως έχεις προσέξει έναν νεαρό άντρα να τριγυρνάει εδώ;» Του κάνω την πρώτη ερώτηση που μου έρχεται στο μυαλό.
«Ναι, κυρίως βράδια Σαββάτου. Ένας νεαρός συνήθως μία ώρα πριν κλείσουμε, σταθμεύει μία μαύρη μηχανή στο parking που μοιάζει τόσο πολύ με της αδερφής μου. Το περίεργο όμως είναι πως χθες βράδυ δεν ήταν με την μηχανή. Φορούσε μια κουκούλα, έκρυβε το πρόσωπο του και περίμενε κάτι υπομονετικά.» Καταλαβαίνω ακριβώς για ποιον μου μιλάει.
Το αγόρι με το κράνος το οποίο είχε εμφανιστεί στο σχολείο μας, τα λόγια του Simon, η έκφραση της Scarlett. Όλα είναι εδώ, μου έρχονται όλα στο μυαλό.
«Avery, άκουσε με προσεκτικά. Μην τολμήσεις και μιλήσεις σε κανέναν γι αυτό. Ούτε να σκεφτείς να καλέσεις την αστυνομία.»
Το μόνο που θέλω είναι τον προστατέψω. Δεν είναι ανάγκη να πάθει ο Avery κάτι, θα βρω μόνη μου την άκρη.
«Οlivia, τι ξέρεις;»
«Το μόνο που θα σου πω είναι να προσέχεις και να μην φεύγεις μόνος από το μαγαζί. Κατάλαβες;» Γνέφει στα λόγια μου.
Ξεφυσάει προβληματισμένος.
«Αυτός που είναι μαζί σου, μοιάζει με το αγόρι με το κράνος. Είσαι σίγουρη πως εμπιστεύεσαι τον σωστό άνθρωπο;» Μου λέει ξαφνικά.
«Μην λες βλακείες, ο Stefan δεν έχει να κάνει με αυτό το θέμα.» Απαντάω κατηγορηματικά λίγο πριν φύγω.
Ανοίγω την ξύλινη πόρτα βγαίνοντας έξω. Προσπερνώ την κουζίνα και συνεχίζω τον δρόμο μου, πίσω στο τραπέζι.
«Όλα καλά;» Με κοιτάει αινιγματικά ο Stefan.
«Είχα μία συζήτηση με τον Avery, τίποτα σημαντικό.»
Vas A.