Όλο το βράδυ ο Άγγελος δεν έκλεισε μάτι. Το πέρασε γονατιστός δίπλα στο κρεβάτι της μητέρας του προσευχόμενος με θέρμη. Για πρώτη φορά, μετά από πολύ καιρό, ένιωσε την ελπίδα να αναπτερώνετε. Της έπιασε το χέρι και της μιλούσε γλυκά, ψιθυριστά.
─ Όλα θα πάνε καλά, θα το δεις. Κάνε υπομονή.
Μα εκείνη δεν τον άκουγε. Βυθισμένη σε ύπνο βαθύ, σχεδόν κωματώδη στεκότανε εκεί, ακίνητη να ακούγεται μόνο η ανάσα της. Και αναλύονταν τότε εκείνος σε βουβά κλάματα και της φιλούσε τα αποστεωμένα της χέρια. Αυτά τα τυραννισμένα χέρια, που κόπιασαν να τον μεγαλώσουν, που μάτωσαν από την δουλειά για να μην του λείψει τίποτα.
Από το ανοιχτό παράθυρο έμπαινε ένα θεσπέσιο άρωμα γιασεμιού. Ήταν μια όμορφη, ξάστερη και ζεστή νύχτα. Μια τεράστια πανσέληνος δέσποζε στον ουρανό, έξω από το παράθυρο, χαρίζοντας ένα θαμπό κίτρινο φως στα σκονισμένα καλντερίμια. Είχε μια εξαιρετική ησυχία, μπορούσε να ακούσει τον ανεπαίσθητο ήχο από τον παφλασμό των κυμάτων της λίμνης να σκάνε στη τσιμεντένια προβλήτα. Κάθισε δίπλα στο ανοιχτό παράθυρο και η ματιά του χάθηκε. Αναστέναξε.
Στο σπίτι της, η Ζωή είχε μόλις ανοίξει την πόρτα για να υποδεχτεί τον Σωτήρη.
─Πέρνα, του είπε καθώς τη φίλησε στο μάγουλο.
Περάσανε κατευθείαν έξω στο μπαλκόνι. Εκείνη άναψε τσιγάρο.
─Θα πρέπει να την κόψεις αυτή την κακιά συνήθεια, της είπε χαμογελώντας. Εξάλλου σαν γιατρός, ξέρεις ότι κάνει κακό στην υγεία σου.
─Ίσως αυτό να θέλω στην τελική.
─Δεν θέλω ηττοπάθειες.
─Άσε με να χαρείς…
Τράβηξε μια γερή ρουφηξιά και το έσβησε. Έκανε να την αγκαλιάσει, μα εκείνη δεν αντέδρασε.
─Το ξέρεις ότι είμαι για εδώ σένα.
Τον κοίταξε με ένα παράξενο βλέμμα, γεμάτο δυσφορία και δισταγμό.
─Είσαι;
Ήταν η σειρά του να την κοιτάξει με απορία.
─Τι εννοείς;
─Τι σημαίνω για σένα;
Σήκωσε τα χέρια αμυνόμενος.
─Εννοώ, τι κάνουμε; Που θα καταλήξει όλο αυτό; κάνοντας νόημα με το δάχτυλο δείχνοντας και τους δύο.
─Άλλο είναι το θέμα μας.
─Αυτό είναι το θέμα μας. Θέλω να ξέρω πως σε μια δύσκολη στιγμή θα είσαι δίπλα μου να με στηρίξεις.
─Τι έπαθες ξαφνικά;
Η Ζωή ακούμπησε με τους αγκώνες στην κουπαστή της βεράντας και το βλέμμα της περιπλανήθηκε στο κενό μπροστά της.
─Τίποτα, είπε ανόρεχτα και χωρίς να το εννοεί. Απλά τα σημερινά με επηρέασαν.
Γύρισε προς το μέρος του.
─Που θα με πας αύριο;
Ο Σωτήρης δαγκώθηκε.
─Κοίταξε να δεις, είπε. Προέκυψαν κάποια νέα δεδομένα.
─Δηλαδή;
─Ο Άγγελος. Χρειάζεται τη βοήθεια μου.
─ο Άγγελος; Και εγώ; Τι ρόλο παίζω;
─Τον κυριότερο, αλλά…
Η Ζωή του γύρισε την πλάτη μουτρωμένη.
─Το ήξερες, του είπε, ότι το είχα ανάγκη αυτό το ταξίδι. Για την ακρίβεια, εσύ μου το πρότεινες.
─Έχεις δίκιο, απλά το θέμα είναι λίγο περίπλοκο. Έτυχε κάτι που δεν σηκώνει αναβολή.
─Είσαι απίστευτος, ειλικρινά.
Την έπιασε από τη μέση και την ανάγκασε να τον κοιτάξει.
─Βρε κορίτσι μου. Είναι, πώς να σου το πω. Αφορά τη μητέρα του.
Τον εξέτασε προσεχτικά με το βλέμμα της.
─Θέλω να με πιστέψεις, αν δεν ήταν τόσο σοβαρό, δεν θα το έκανα.
Αποτίναξε τα χέρια του από πάνω της. Όταν τα κανόνιζε, η αλήθεια είναι ότι την είχε ξεχάσει τελείως και τώρα είχε έρθει σε δύσκολη θέση. Ξαφνικά πάγωσε. Οι διώκτες του, όπως του είχαν πει, τη γνώριζαν και σε περίπτωση που κάτι πήγαινε στραβά στο σχέδιό του, θα ήταν ίσως εκείνη η οποία θα πλήρωνε τα σπασμένα. Μπορεί να ήταν ένα ρεμάλι, μα αυτήν σίγουρα δεν έφταιγε σε τίποτα.
─Έλα μαζί μας.
Η Ζωή ξαφνιάστηκε.
─Ορίστε;
─Είναι μια καλή ευκαιρία να τα συνδυάσουμε όλα μαζί. Εκδρομή, φύση, καλή παρέα…
Ξίνισε τα μούτρα της.
─Έλα, δως του μια ευκαιρία. Κατά βάθος δεν είναι κακός και το ξέρεις.
─Περίεργος είναι, ειδικά όταν αρχίζει τα δικά του. Άσε που στο βάθος, αυτός με μισεί.
─Τώρα γίνεσαι υπερβολική.
Έμεινε για λίγο σιωπηλή. Έμοιαζε να το σκέφτεται.
─Και περί τίνος πρόκειται ακριβώς;
─Σου είπα, για τη μάνα του.
Το πρόσωπο της πήρε μια έκφραση αμφισβήτησης.
─Και τι σχέση έχει η εκδρομή και η φύση που λες;
Ο Σωτήρης κόμπιασε.
─Λοιπόν; Θα μου πεις;
─Έχει σοβαρούς λόγους να πιστεύει ότι μπορεί να βοηθήσει την κατάσταση της υγείας της.
─Και πως θα γίνει αυτό; Από ότι ξέρω, η περίπτωση της ήταν ανίατη και αν θυμάμαι καλά, είναι και στο τελευταίο στάδιο.
Κούνησε το κεφάλι του διστάζοντας να μιλήσει.
─Και πολύ καλά θυμάσαι, είπε στο τέλος. Μα εκείνος έχει την πεποίθηση ότι μπορεί να τη βοηθήσει. Υπάρχει μια εκκλησία…
Η Ζωή κάγχασε χωρίς να περιμένει να τελειώσει.
─Αλίμονο, είπε σαρκαστικά. Τι άλλο θα ήταν;
─Να χαρείς. Ο άνθρωπος είναι απελπισμένος και αυτή είναι η τελευταία του ελπίδα.
Γύρισε προς τη λίμνη με σκυφτό το κεφάλι.
─Της έδωσαν μια εβδομάδα, δεκαπέντε μέρες το πολύ. Δεν ξέρει τι άλλο να κάνει.
─Και τι περιμένει να βρει εκεί; Το θαύμα που θα την σώσει;
─Υπάρχει μια εικόνα, θαυματουργή…
Κούνησε το κεφάλι με ένα χαμόγελο γεμάτο ειρωνεία και πικρία ταυτόχρονα.
─Πες μου στα αλήθεια τώρα, μιλάς σοβαρά;
─Το θέμα είναι ότι το πιστεύει αυτός και αυτό είναι που έχει σημασία. Η πίστη του είναι ότι του απέμεινε.
─Η πίστη είναι μια πολύ αφηρημένη και πολύ βολική έννοια. Ότι δεν μπορούμε, να εξηγήσουμε το αποδίδουμε στην πίστη.
─Ας πούμε ότι εγώ τον πιστεύω.
─Από πότε μου έγινες εσύ πνευματικό τέκνο;
─Ε, ανάβω και εγώ που και που κανένα κερί στην εκκλησία.
─ Το να πηγαίνεις στην εκκλησία δεν σε κάνει χριστιανό, όπως το να πηγαίνεις σε γκαράζ δεν σε κάνει αυτοκίνητο.
Χαμογέλασε.
─Οκ, έχεις δίκιο, της είπε, αλλά είναι φίλος μου και πρέπει να τον βοηθήσω.
─Πως; Κυνηγώντας χίμαιρες;
Κάθισε και της εξιστόρησε τα γεγονότα από την αρχή. Τον άκουσε με προσοχή αν και με κάποια προκατάληψη και έμεινε σιωπηλή μόλις τελείωσε. Τον παπά Φώτη τον γνώριζε καλά. Ερχόταν στο νοσοκομείο, μιλούσε με τους πάσχοντες και κοινωνούσε τους αρρώστους. Ένας ιερέας που τον είχε σε υπόληψη που κατά βάθος τον σεβόταν σαν άνθρωπο πάνω από όλα. Άσχετα που δεν το παραδέχτηκε ποτέ.
─Και τι θέλεις να μου πεις δηλαδή; Ότι κάπου εκεί έξω, υπάρχει μια θαυματουργή εικόνα, που τα δάκρυά της χαρίζουν την αιώνια ζωή; Είναι πολύ όμορφο σαν παραμύθι.
─Και αν, λέω αν, όλο αυτό έχει κάποια επιστημονική εξήγηση; Το μόνο σίγουρο είναι πως έκανε πολύ κόπο για να το κρύψει, οπότε σίγουρα, τα λεγόμενα του πρέπει να έχουν κάποια βάση. Πρόσφατα διάβασα για κάποιον Ρώσο επιστήμονα, επικεφαλής κάποιου τμήματος Γεωκρυολογίας του πανεπιστημίου της Μόσχας, που ανακάλυψε ένα βακτηρίδιο στους πάγους της Σιβηρίας ηλικίας τριών εκατομμυρίων ετών. Σε όλα τα πειράματα που έκανε, κατάφερε να αναζωογονήσει γερασμένα κύτταρα και να αναστείλει τη διαδικασία της γήρανσης. Και αν η χημική σύσταση του νερού εκείνου είναι κάτι παρόμοιο; Να μπορεί να αναπλάθει και να γιατρεύει κατεστραμμένους οργανισμούς;
─Δεν είμαστε ούτε ποντίκια, ούτε μαϊμούδες ξέρεις…
─Γιατί δε αφήνεις έστω και μια μικρή, απειροελάχιστη πιθανότητα, όλο αυτό να έχει κάποια ψήγματα αλήθειας; Δεν θα ήταν ενδιαφέρον να ερευνηθεί;
Έμεινε για λίγο σιωπηλή. Μετά από λίγο είπε:
─Bacillus F.
─Τι είναι αυτό;
─Έτσι ονομάζεται το βακτηρίδιο που ανακάλυψε ο Ανατόλι Μπρούτσκοφ. Ο Ρώσος επιστήμονας που ανέφερες.
Το πρόσωπο του Σωτήρη φωτίστηκε από ένα τεράστιο χαμόγελο.
─Μην χαίρεσαι, του είπε. Και αν θα έρθω, θα έρθω μόνο και μόνο γιατί μου υποσχέθηκες εκδρομή.
Την αγκάλιασε από πίσω και τη φίλησε τρυφερά στον λαιμό. Έβγαλε ένα τσιγάρο.
─Αλήθεια τώρα, της είπε, έχει αρχίσει να καταντάει ενοχλητική αυτή η συνήθεια.
─Αυτή τη φορά θα το καπνίσω ολόκληρο, στο υπόσχομαι.
Χαμογέλασαν και οι δύο.
─Να είσαι έτοιμη αύριο το πρωί, θα περάσω να σε πάρω.
Την καληνύχτισε και έκλεισε την πόρτα πίσω του. Κοίταξε για λίγο το τσιγάρο που κρατούσε στα χέρια της σαν να δυσκολευότανε να πάρει μιαν απόφαση.
─Στα κομμάτια να πάει, είπε στο τέλος καθώς το έσβηνε στο τασάκι. Θα τελειώσω το επόμενο.
Κάθισε μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή και ξεκίνησε μια μικρή έρευνα. Αθανασία, πηγή της ζωής, αθάνατο νερό. Περιηγήθηκε για αρκετή ώρα σε διάφορες ιστοσελίδες, όπου διάβασε ότι μπορεί κανείς να φανταστεί. Στο μυαλό της είχε φυτευτεί ο σπόρος της αμφιβολίας πια. Και αν όντως υπήρχε αυτή η πιθανότητα; Και αν εκείνο το νερό που κάποιοι θεωρούσαν «ευλογημένο» και «θαυματουργό» ήταν πράγματι το ελιξίριο που έψαχνε; Το φάρμακο εκείνο που θα ήτανε η αιτία να μην χαθεί άλλη ανθρώπινη ζωή, να εξιλεωθεί μπροστά στο άψυχο σώμα της μικρής…
Ηλίας Στεργίου
─ Όλα θα πάνε καλά, θα το δεις. Κάνε υπομονή.
Μα εκείνη δεν τον άκουγε. Βυθισμένη σε ύπνο βαθύ, σχεδόν κωματώδη στεκότανε εκεί, ακίνητη να ακούγεται μόνο η ανάσα της. Και αναλύονταν τότε εκείνος σε βουβά κλάματα και της φιλούσε τα αποστεωμένα της χέρια. Αυτά τα τυραννισμένα χέρια, που κόπιασαν να τον μεγαλώσουν, που μάτωσαν από την δουλειά για να μην του λείψει τίποτα.
Από το ανοιχτό παράθυρο έμπαινε ένα θεσπέσιο άρωμα γιασεμιού. Ήταν μια όμορφη, ξάστερη και ζεστή νύχτα. Μια τεράστια πανσέληνος δέσποζε στον ουρανό, έξω από το παράθυρο, χαρίζοντας ένα θαμπό κίτρινο φως στα σκονισμένα καλντερίμια. Είχε μια εξαιρετική ησυχία, μπορούσε να ακούσει τον ανεπαίσθητο ήχο από τον παφλασμό των κυμάτων της λίμνης να σκάνε στη τσιμεντένια προβλήτα. Κάθισε δίπλα στο ανοιχτό παράθυρο και η ματιά του χάθηκε. Αναστέναξε.
Στο σπίτι της, η Ζωή είχε μόλις ανοίξει την πόρτα για να υποδεχτεί τον Σωτήρη.
─Πέρνα, του είπε καθώς τη φίλησε στο μάγουλο.
Περάσανε κατευθείαν έξω στο μπαλκόνι. Εκείνη άναψε τσιγάρο.
─Θα πρέπει να την κόψεις αυτή την κακιά συνήθεια, της είπε χαμογελώντας. Εξάλλου σαν γιατρός, ξέρεις ότι κάνει κακό στην υγεία σου.
─Ίσως αυτό να θέλω στην τελική.
─Δεν θέλω ηττοπάθειες.
─Άσε με να χαρείς…
Τράβηξε μια γερή ρουφηξιά και το έσβησε. Έκανε να την αγκαλιάσει, μα εκείνη δεν αντέδρασε.
─Το ξέρεις ότι είμαι για εδώ σένα.
Τον κοίταξε με ένα παράξενο βλέμμα, γεμάτο δυσφορία και δισταγμό.
─Είσαι;
Ήταν η σειρά του να την κοιτάξει με απορία.
─Τι εννοείς;
─Τι σημαίνω για σένα;
Σήκωσε τα χέρια αμυνόμενος.
─Εννοώ, τι κάνουμε; Που θα καταλήξει όλο αυτό; κάνοντας νόημα με το δάχτυλο δείχνοντας και τους δύο.
─Άλλο είναι το θέμα μας.
─Αυτό είναι το θέμα μας. Θέλω να ξέρω πως σε μια δύσκολη στιγμή θα είσαι δίπλα μου να με στηρίξεις.
─Τι έπαθες ξαφνικά;
Η Ζωή ακούμπησε με τους αγκώνες στην κουπαστή της βεράντας και το βλέμμα της περιπλανήθηκε στο κενό μπροστά της.
─Τίποτα, είπε ανόρεχτα και χωρίς να το εννοεί. Απλά τα σημερινά με επηρέασαν.
Γύρισε προς το μέρος του.
─Που θα με πας αύριο;
Ο Σωτήρης δαγκώθηκε.
─Κοίταξε να δεις, είπε. Προέκυψαν κάποια νέα δεδομένα.
─Δηλαδή;
─Ο Άγγελος. Χρειάζεται τη βοήθεια μου.
─ο Άγγελος; Και εγώ; Τι ρόλο παίζω;
─Τον κυριότερο, αλλά…
Η Ζωή του γύρισε την πλάτη μουτρωμένη.
─Το ήξερες, του είπε, ότι το είχα ανάγκη αυτό το ταξίδι. Για την ακρίβεια, εσύ μου το πρότεινες.
─Έχεις δίκιο, απλά το θέμα είναι λίγο περίπλοκο. Έτυχε κάτι που δεν σηκώνει αναβολή.
─Είσαι απίστευτος, ειλικρινά.
Την έπιασε από τη μέση και την ανάγκασε να τον κοιτάξει.
─Βρε κορίτσι μου. Είναι, πώς να σου το πω. Αφορά τη μητέρα του.
Τον εξέτασε προσεχτικά με το βλέμμα της.
─Θέλω να με πιστέψεις, αν δεν ήταν τόσο σοβαρό, δεν θα το έκανα.
Αποτίναξε τα χέρια του από πάνω της. Όταν τα κανόνιζε, η αλήθεια είναι ότι την είχε ξεχάσει τελείως και τώρα είχε έρθει σε δύσκολη θέση. Ξαφνικά πάγωσε. Οι διώκτες του, όπως του είχαν πει, τη γνώριζαν και σε περίπτωση που κάτι πήγαινε στραβά στο σχέδιό του, θα ήταν ίσως εκείνη η οποία θα πλήρωνε τα σπασμένα. Μπορεί να ήταν ένα ρεμάλι, μα αυτήν σίγουρα δεν έφταιγε σε τίποτα.
─Έλα μαζί μας.
Η Ζωή ξαφνιάστηκε.
─Ορίστε;
─Είναι μια καλή ευκαιρία να τα συνδυάσουμε όλα μαζί. Εκδρομή, φύση, καλή παρέα…
Ξίνισε τα μούτρα της.
─Έλα, δως του μια ευκαιρία. Κατά βάθος δεν είναι κακός και το ξέρεις.
─Περίεργος είναι, ειδικά όταν αρχίζει τα δικά του. Άσε που στο βάθος, αυτός με μισεί.
─Τώρα γίνεσαι υπερβολική.
Έμεινε για λίγο σιωπηλή. Έμοιαζε να το σκέφτεται.
─Και περί τίνος πρόκειται ακριβώς;
─Σου είπα, για τη μάνα του.
Το πρόσωπο της πήρε μια έκφραση αμφισβήτησης.
─Και τι σχέση έχει η εκδρομή και η φύση που λες;
Ο Σωτήρης κόμπιασε.
─Λοιπόν; Θα μου πεις;
─Έχει σοβαρούς λόγους να πιστεύει ότι μπορεί να βοηθήσει την κατάσταση της υγείας της.
─Και πως θα γίνει αυτό; Από ότι ξέρω, η περίπτωση της ήταν ανίατη και αν θυμάμαι καλά, είναι και στο τελευταίο στάδιο.
Κούνησε το κεφάλι του διστάζοντας να μιλήσει.
─Και πολύ καλά θυμάσαι, είπε στο τέλος. Μα εκείνος έχει την πεποίθηση ότι μπορεί να τη βοηθήσει. Υπάρχει μια εκκλησία…
Η Ζωή κάγχασε χωρίς να περιμένει να τελειώσει.
─Αλίμονο, είπε σαρκαστικά. Τι άλλο θα ήταν;
─Να χαρείς. Ο άνθρωπος είναι απελπισμένος και αυτή είναι η τελευταία του ελπίδα.
Γύρισε προς τη λίμνη με σκυφτό το κεφάλι.
─Της έδωσαν μια εβδομάδα, δεκαπέντε μέρες το πολύ. Δεν ξέρει τι άλλο να κάνει.
─Και τι περιμένει να βρει εκεί; Το θαύμα που θα την σώσει;
─Υπάρχει μια εικόνα, θαυματουργή…
Κούνησε το κεφάλι με ένα χαμόγελο γεμάτο ειρωνεία και πικρία ταυτόχρονα.
─Πες μου στα αλήθεια τώρα, μιλάς σοβαρά;
─Το θέμα είναι ότι το πιστεύει αυτός και αυτό είναι που έχει σημασία. Η πίστη του είναι ότι του απέμεινε.
─Η πίστη είναι μια πολύ αφηρημένη και πολύ βολική έννοια. Ότι δεν μπορούμε, να εξηγήσουμε το αποδίδουμε στην πίστη.
─Ας πούμε ότι εγώ τον πιστεύω.
─Από πότε μου έγινες εσύ πνευματικό τέκνο;
─Ε, ανάβω και εγώ που και που κανένα κερί στην εκκλησία.
─ Το να πηγαίνεις στην εκκλησία δεν σε κάνει χριστιανό, όπως το να πηγαίνεις σε γκαράζ δεν σε κάνει αυτοκίνητο.
Χαμογέλασε.
─Οκ, έχεις δίκιο, της είπε, αλλά είναι φίλος μου και πρέπει να τον βοηθήσω.
─Πως; Κυνηγώντας χίμαιρες;
Κάθισε και της εξιστόρησε τα γεγονότα από την αρχή. Τον άκουσε με προσοχή αν και με κάποια προκατάληψη και έμεινε σιωπηλή μόλις τελείωσε. Τον παπά Φώτη τον γνώριζε καλά. Ερχόταν στο νοσοκομείο, μιλούσε με τους πάσχοντες και κοινωνούσε τους αρρώστους. Ένας ιερέας που τον είχε σε υπόληψη που κατά βάθος τον σεβόταν σαν άνθρωπο πάνω από όλα. Άσχετα που δεν το παραδέχτηκε ποτέ.
─Και τι θέλεις να μου πεις δηλαδή; Ότι κάπου εκεί έξω, υπάρχει μια θαυματουργή εικόνα, που τα δάκρυά της χαρίζουν την αιώνια ζωή; Είναι πολύ όμορφο σαν παραμύθι.
─Και αν, λέω αν, όλο αυτό έχει κάποια επιστημονική εξήγηση; Το μόνο σίγουρο είναι πως έκανε πολύ κόπο για να το κρύψει, οπότε σίγουρα, τα λεγόμενα του πρέπει να έχουν κάποια βάση. Πρόσφατα διάβασα για κάποιον Ρώσο επιστήμονα, επικεφαλής κάποιου τμήματος Γεωκρυολογίας του πανεπιστημίου της Μόσχας, που ανακάλυψε ένα βακτηρίδιο στους πάγους της Σιβηρίας ηλικίας τριών εκατομμυρίων ετών. Σε όλα τα πειράματα που έκανε, κατάφερε να αναζωογονήσει γερασμένα κύτταρα και να αναστείλει τη διαδικασία της γήρανσης. Και αν η χημική σύσταση του νερού εκείνου είναι κάτι παρόμοιο; Να μπορεί να αναπλάθει και να γιατρεύει κατεστραμμένους οργανισμούς;
─Δεν είμαστε ούτε ποντίκια, ούτε μαϊμούδες ξέρεις…
─Γιατί δε αφήνεις έστω και μια μικρή, απειροελάχιστη πιθανότητα, όλο αυτό να έχει κάποια ψήγματα αλήθειας; Δεν θα ήταν ενδιαφέρον να ερευνηθεί;
Έμεινε για λίγο σιωπηλή. Μετά από λίγο είπε:
─Bacillus F.
─Τι είναι αυτό;
─Έτσι ονομάζεται το βακτηρίδιο που ανακάλυψε ο Ανατόλι Μπρούτσκοφ. Ο Ρώσος επιστήμονας που ανέφερες.
Το πρόσωπο του Σωτήρη φωτίστηκε από ένα τεράστιο χαμόγελο.
─Μην χαίρεσαι, του είπε. Και αν θα έρθω, θα έρθω μόνο και μόνο γιατί μου υποσχέθηκες εκδρομή.
Την αγκάλιασε από πίσω και τη φίλησε τρυφερά στον λαιμό. Έβγαλε ένα τσιγάρο.
─Αλήθεια τώρα, της είπε, έχει αρχίσει να καταντάει ενοχλητική αυτή η συνήθεια.
─Αυτή τη φορά θα το καπνίσω ολόκληρο, στο υπόσχομαι.
Χαμογέλασαν και οι δύο.
─Να είσαι έτοιμη αύριο το πρωί, θα περάσω να σε πάρω.
Την καληνύχτισε και έκλεισε την πόρτα πίσω του. Κοίταξε για λίγο το τσιγάρο που κρατούσε στα χέρια της σαν να δυσκολευότανε να πάρει μιαν απόφαση.
─Στα κομμάτια να πάει, είπε στο τέλος καθώς το έσβηνε στο τασάκι. Θα τελειώσω το επόμενο.
Κάθισε μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή και ξεκίνησε μια μικρή έρευνα. Αθανασία, πηγή της ζωής, αθάνατο νερό. Περιηγήθηκε για αρκετή ώρα σε διάφορες ιστοσελίδες, όπου διάβασε ότι μπορεί κανείς να φανταστεί. Στο μυαλό της είχε φυτευτεί ο σπόρος της αμφιβολίας πια. Και αν όντως υπήρχε αυτή η πιθανότητα; Και αν εκείνο το νερό που κάποιοι θεωρούσαν «ευλογημένο» και «θαυματουργό» ήταν πράγματι το ελιξίριο που έψαχνε; Το φάρμακο εκείνο που θα ήτανε η αιτία να μην χαθεί άλλη ανθρώπινη ζωή, να εξιλεωθεί μπροστά στο άψυχο σώμα της μικρής…
Ηλίας Στεργίου