Το αρχοντικό των Κέριγκαν ήταν στολισμένο με γιρλάντες
από κόκκινα και λευκά τούλια, τα οποία κρέμονταν από κάθε γωνιά του σπιτιού,
ενώ τα αναμμένα χρυσά κεριά που έλαμπαν
ανά δεκάδες σε κάθε ράφι και παράθυρο, έδιναν μία χρυσή λάμψη που έκανε την
ατμόσφαιρα ευχάριστη και ζεστή. Η κυρία Έμχαϊρ χαμογελούσε ικανοποιημένη, ενώ ο
κύριος Θόρφιν τα προσπερνούσε όλα με παγερή αδιαφορία.
Οι καλεσμένοι είχαν αρχίσει να έρχονται στο σουαρέ και το
σαλόνι γέμισε κόσμο και μουσική –κλασσική, φυσικά· η κυρία Έμχαϊρ απεχθανόταν
την παρασοδιακή μουσική που προτιμούσαν κυρίως οι λαϊκές τάξεις.
Ο Κίαν ήταν έτοιμος ώρες πριν. Ήθελε να τελειώνει το
γρηγορότερο με τις ετοιμασίες, γιατί ο κύριος Βινς του είχε αναθέσει δύο
εργασίες, τις οποίες περίμενε έτοιμες και καθαρογραμμένες την επόμενη μέρα.
Έριχνε μια δεύτερη ματιά στις εργασίες του, όταν χτύπησε η πόρτα δύο φορές.
«Πέρασε, Ζαμπρίνα!» φώναξε χωρίς να σηκώσει το κεφάλι του
από τα τετράδιά του.
«Πώς κατάλαβες ότι είμαι εγώ;» ακούστηκε η φωνή της ευθύς
μόλις μπήκε στο δωμάτιο.
«Χτυπάς πάντα δύο φορές. Μία χαμηλά και μία πιο δυνατά»
απάντησε ο Κίαν και η Ζαμπρίνα γέλασε.
«Αλήθεια; Δεν το είχα προσέξει. Για πες, πώς σου
φαίνομαι;» ρώτησε και έκανε μία στροφή γύρω από τον εαυτό της.
«Είσαι εκθαμβωτική!» απάντησε με ειλικρίνεια ο Κίαν.
«Σήμερα μου έμαθε ο κύριος Βινς αυτή τη λέξη» είπε όταν είδε την έκπληξη στο
πρόσωπό της.
Χαμογέλασε ρίχνοντας το κεφάλι στο πλάι. Πλησίασε και
κάθισε δίπλα του στο πάτωμα.
«Τελείωσες με τις εργασίες σου;»
«Ναι. Τώρα τις κοιτάω ξανά, γιατί κάτι δεν μου πάει καλά.
Μάλλον έχω κάνει κάποιο λάθος» προβληματίστηκε το αγόρι.
«Για να δω» πρότεινε η Ζαμπρίνα και πήρε τα τετράδια στα
χέρια της. «Ναι, τώρα που το βλέπω…»
«Όχι, Ζαμπρίνα! Μην μου πεις!» την διέκοψε.
Η Ζαμπρίνα τον κοίταξε ερωτηματικά.
«Μην με διορθώσεις! Θέλω να βρω μόνος μου το λάθος»
εξήγησε.
«Εντάξει» απάντησε εκείνη και του έδωσε τα τετράδια.
Χαμογέλασε με τρυφερότητα, όταν εκείνος στρώθηκε ξανά στη μελέτη.
Η πόρτα χτύπησε και η Ζαμπρίνα σηκώθηκε να ανοίξει.
«Δεσποινίς Ζαμπρίνα, Κίαν, η κυρία μου είπε να έρθω να
σας φωνάξω. Έχουν έρθει οι περισσότεροι και ήθελε να μάθει αν είστε έτοιμοι»
«Ναι, Έιπριλ. Κατεβαίνουμε σε λίγο»
«Ωραία» αποκρίθηκε η Έιπριλ και στάθηκε στην πόρτα για
λίγα δευτερόλεπτα. Κοίταξε την κοπέλα συγκινημένη, με μάτια βουρκωμένα, και
έπειτα χάιδεψε τις μεταξένιες μπούκλες της χαμογελώντας. «Μην αργήσετε…» είπε
ύστερα και έφυγε φυσώντας την μύτη της στο μαντίλι της.
«Περίεργο…» μονολόγησε η Ζαμπρίνα. «Τι τρέχει με την
Έιπριλ;» ρώτησε γυρνώντας στον Κίαν, αλλά εκείνος σήκωσε ανήξερος τους ώμους.
«Σου φάνηκε ότι κάτι την απασχολούσε, έτσι;»
«Ίσως…» αποκρίθηκε ο Κίαν και σηκώθηκε κλείνοντας τα
βιβλία του. Τα έβαλε στη θέση τους με προσοχή και πλησίασε στην πόρτα όπου
στεκόταν η Ζαμπρίνα.
«Περίμενε…» Χτένισε ελαφρά τα μαλλιά του με τα δάχτυλά
της, έστρωσε τις τούφες του που πετούσαν και ίσιωσε τον γιακά του. «Εντάξει,
πάμε τώρα» είπε τρυφερά και κατέβηκαν κάτω.
Ο κόσμος που είχε συναχθεί στο σαλόνι γελούσε
συγκρατημένα και μιλούσε χαμηλόφωνα, σαν να υπήρχε κάποιος άγραφος κανόνας που
να απαγόρευε οποιαδήποτε πραγματική ανθρώπινη συμπεριφορά. Στον Κίαν θύμιζαν
τις μαριονέτες του Μάμεχ, του πλανόδιου κωμικού ζητιάνου, τις υπαίθριες
παραστάσεις του οποίου είχε παρακολουθήσει κάποτε μαζί με την μητέρα του. Οι
πλούσιοι φίλοι των Κέριγκαν έμοιαζαν σαν σε κουκλοθέατρο· έδειχναν να
κινούνται, να μιλούν και σκέφτονται μέχρι εκεί που τους επέτρεπαν οι χοντροί
σπάγκοι τους.
Όταν η Ζαμπρίνα βρέθηκε στην κορυφή της σκάλας, οι
παρευρισκόμενοι σταμάτησαν τις ανιαρές ασχολίες τους και όλα τα κεφάλια
στράφηκαν σε εκείνη. Οι περισσότεροι έμειναν άφωνοι, άλλοι γύρισαν στους
διπλανούς τους και σιγανοί ψίθυροι και μουρμουρητά ακούστηκαν σε όλο το
δωμάτιο. Η Ζαμπρίνα συνέχισε να κατεβαίνει αβέβαιη τη σκάλα. Δεν συνειδητοποιούσε
ότι όλοι την κοιτούσαν με θαυμασμό, μέχρι που είδε το συγκινημένο πρόσωπο της
Έιπριλ, η οποία κρατούσε ακόμη το μαντίλι της και σκούπιζε τα δάκρυά της με
αυτό. Η κυρία Έμχαϊρ βρέθηκε δίπλα της και την έπιασε από το χέρι, τραβώντας
την στο κέντρο ακριβώς του μεγάλου σαλονιού.
«Αγαπημένοι μας συγγενείς και φίλοι…» είπε δυνατά για να
την ακούν όλοι και σφούγγισε τα μάτια της –παρόλο που ήταν στεγνά, «σας
παρουσίαζω με συγκίνηση την μονάκριβή μας… Την Ζαμπρίνα!» Ένας από τους
παρευρισκόμενους χτύπησε παλαμάκια. Τον ακολούθησαν και άλλοι και σύντομα η
Ζαμπρίνα κοκκίνισε ολόκληρη από την ντροπή. «Έλα, χρυσό μου» είπε στην κοπέλα
και την πήρε αγκαζέ, σέρνοντάς τη σε όλο το δωμάτιο, πιάνοντας συζήτηση με
δεκάδες ανθρώπους.
Ο Κίαν κατέβηκε με τη σειρά του τη σκάλα, έτοιμος να
κατευθυνθεί προς το φορτωμένο τραπέζι στο βάθος, για να σερβιριστεί. Έπιασε την
κοιλιά του ντροπιασμένος, όταν αυτή άρχισε να γουργουρίζει· κοίταξε τριγύρω
αλλά κανείς δεν φαινόταν να τον έχει προσέξει. Έτσι συνέχισε ανακουφισμένος την
πορεία του, γιατί είχε γλιτώσει το κήρυγμα της κυρίας Έμχαϊρ σχετικά με τους
κοιλιακούς και στομαχικούς θορύβους. Άπλωσε το χέρι του να πάρει ένα από τα
μικρά σταφιδόψωμα, αλλά πριν τα φτάσει ακούστηκε η φωνή της μητριάς του πίσω
από την πλάτη του. Γύρισε αναστενάζοντας, με την σκέψη ότι ίσως τελικά και να
μην γλίτωνε το κήρυγμα.
«Αγαπητό μου παιδί…» είπε απρόσμενα και τον έπιασε από
τους ώμους. «Αγαπητοί μου φίλοι και συγγενείς… Θέλω να σας παρουσιάσω το νέο
μέλος της οικογενείας μας…» συνέχισε μεταφέροντας αυτή τη φορά τον Κίαν στο
κέντρο. «Το όνομά του είναι Κίαν, και είναι το πιο γλυκό, υπάκουο και μελετηρό
παιδί του κόσμου!»
Ο κόσμος κοιτούσε τον μικρό με περιέργεια. Μαζεύτηκαν
όλοι γύρω τους, μιλώντας χαμηλόφωνα μεταξύ τους, όπως είχαν κάνει και με την παρουσία της Ζαμπρίνα. Ένας υπέρβαρος
κύριος με καλοχτενισμένα, λευκά γένια, έτριψε τα γυαλιά του στο πουκάμισό του
και τα φόρεσε και πάλι, για να τον δει καλύτερα. Ένας κύριος με σκούρα μαλλιά
που γυάλιζαν, κολλημένα προς τα πίσω, έτριψε το πηγούνι του. Δύο γυναίκες με
γαλάζιες γούνες στους ώμους κοιτάχτηκαν μεταξύ τους και ψιθύρισαν κάτι. Ο Κίαν
ένιωσε τόσο αβολα με όλη αυτή την προσοχή, που τα μάγουλά του κοκκίνισαν και η
ανυπάκουη κοιλιά του γουργούρισε με θόρυβο.
«Ο Κίαν ήταν ένα άτυχο ορφανό, που…» σφούγγισε πάλι τα
στεγνά μάτια της, «που δεν είχε στον ήλιο μοίρα… Όλοι θυμάστε την Φέρντια, την
άπορη ζητιάνα…» είπε και κοίταξε τους παρευρισκόμενους έναν έναν, «εκείνη η
γυναίκα ήταν η μητέρα του…» είπε και οι ψίθυροι δυνάμωσαν.
Ο Κίαν έστρεψε το βλέμμα προς τα πάνω, έτσι που κοιτούσε
τώρα το σαγόνι της μητριάς του, και τον ψηλό λαιμό της, φορτωμένο με τρεις
σειρές από μαργαριτάρια. Τα μάτια του στένεψαν και φόρτωσαν τόσα δάκρυα που
ήταν αδύνατον να τα βαστάξει. Μερικά ξεχείλισαν από την άκρη του ματιού του.
«Ω, μην κλαις αγόρι μου… Δεν είσαι πια μόνος σου!» είπε η
κυρία Έμχαϊρ γλυκαίνοντας την φωνή της τόσο, που κατέληξε να μοιάζει αγνώριστη.
Ο Κίαν αναρωτήθηκε αν είχε δανειστεί την φωνή κάποιας
άλλης γυναίκας για την συγκεκριμένη περίσταση, αλλά σύντομα κατάλαβε πόσο
παιδιάστικη ήταν η ερώτησή του.
Η κυρία Έμχαϊρ έσκυψε και αγκάλιασε το αγόρι για πρώτη
φορά. Ύστερα το φίλησε σταυρωτά, σφουγγίζοντας ξανά τα μάτια της.
«Καλώς ήρθες και επίσημα στην οικογένεια Κέριγκαν, γλυκό
μου αγόρι…» είπε εκείνη δυνατά –ήθελε να βεβαιωθεί ότι την άκουγαν όλοι- και
τον έσφιξε και πάλι στην αγκαλιά της.
Δυνατά χειροκροτήματα ξέσπασαν τριγύρω και ο Κίαν είδε με
ένα στριφογύρισμα των ματιών του ένα θέαμα που δεν θα ξεχνούσε ποτέ. Πολλοί
ψιθύριζαν μεταξύ τους επιδοκιμασίες, ενώ άλλοι χαμογελούσαν με το κεφάλι
ριγμένο στον ώμο, καμαρώνοντας την μητριά με τον θετό της γιο. Πολλές κυρίες
έκλαιγαν βουβά, σκουπίζοντας τα μάτια τους με τα μεταξωτά τους μαντίλια. Ο Κίαν
ένιωσε τόσο παράξενα, όσο νιώθει ο ονειρευτής σε ένα από τα πιο περίεργα όνειρά
του. Για μια στιγμή πίστεψε πως παρακολουθούσε ξανά το κουκλοθέατρο του Μάμεχ,
και οι καλεσμένοι των Κέριγκαν ήταν οι μαριονέτες του, που ακολουθούσαν τις
εντολές του.
Εκείνη την στιγμή κατάλαβε γιατί ο γιος του Χένρι Σαλ, ο Λόνυ,
είχε επιτεθεί πάνω στο μεθύσι του στην αφρόκρεμα του Κάρικ, κατηγορώντας τους
για υποκριτές. Αυτοί οι άνθρωποι θα σάρωναν τα βραβεία στους θερινούς
θεατρικούς αγώνες. Ακόμα και ο Κίαν μπορούσε να δει ότι κανένας τους δεν έδινε
δεκάρα για τον ίδιο και την μοίρα του. Και ο Κίαν ήταν μόνο ένα παιδί.
Ύστερα από εκείνη την φριχτή παράσταση, η κυρία Έμχαϊρ
έκανε αέρα στο πρόσωπό της με το γάντι της για να συνέλθει. Ύστερα πήρε τον
Κίαν από το χέρι και του είπε χαμηλά: «Έλα, χρυσό μου. Θέλω να γνωρίσεις κάποιον»
Ο κύριος Κράμερ φάνηκε στο βάθος του σαλονιού, συζητώντας
με έναν άντρα με περουκίνι, το οποίο είχε φύγει από τη θέση του αποκαλύπτοντας
ξεδιάντροπα την γυμνή κορυφή του κεφαλιού του.
«Έμχαϊρ! Αγαπητή μου, είστε χάρμα οφθαλμών!» είπε δυνατά
μόλις τον πλησίασαν και άφησε το αμυγδαλωτό που απολάμβανε μέχρι πρότινος.
Φίλησε το χέρι της και το βλέμμα του γύρισε στον Κίαν.
«Ο μικρός Κίαν Χάκαν!» είπε χαμογελώντας. «Πώς είστε,
νεαρέ;»
«Πολύ καλά, κύριε. Χαίρομαι για την γνωριμία»
«Σου αρέσει εδώ; Περνάς καλά;»
«Ναι, κύριε»
«Χαίρομαι, μικρέ μου. Ξεκίνησες μαθήματα;»
«Ναι. Κάνω μαθήματα ανάγνωσης και γραφής με τον κύριο
Βινς. Σήμερα ξεκινήσαμε και αριθμητική» απάντησε.
«Είσαι καλός μαθητής;»
«Προσπαθώ, κύριε»
«Εύγε, παιδί μου!» είπε εκείνος και στράφηκε στην κυρία
Έμχαϊρ. «Πείτε μου, πότε θα ξεκινήσει κανονικά μαθήματα στο σχολείο;»
«Ελπίζουμε ότι τον επόμενο Σεπτέμβρη θα είναι έτοιμος να
ξεκινήσει την καινούρια σχολική χρονιά στο σχολείο του Κάρικ» αποκρίθηκε
εκείνη.
«Με όλο τον σεβασμό, κυρία… Αλλά θα προτιμούσα να πάω
σχολείο στο Τάλαμ Ούισκε» είπε κάπως δειλά το αγόρι.
«Ω! Αγαπητή μου, ο μικρός μου θυμίζει την νεαρή
Ζαμπρίνα!» αναφώνησε ο άρχοντας. «Σαν να γύρισε ο χρόνος δέκα έτη πίσω!»
«Δεν έχετε άδικο…» είπε η κυρία Έμχαϊρ με ένα
απροσδιόριστο ύφος. «Ξέρεις, χρυσό μου… Η Ζαμπρίνα είχε προτιμήσει και εκείνη
το σχολείο του Τάλαμ Ούισκε… Ήταν ανένδοτη σε αυτό. Έτσι παρακολούθησε εκεί τα
σχολικά της μαθήματα… Και αργότερα ακολούθησε εκεί και τις σπουδές της» είπε
και έπειτα πρόσθεσε κάτι μέσα από τα δόντια της, το οποίο έπαιζε ξανά και ξανά
στο μυαλό του Κίαν. Λίγο αργότερα και έπειτα από αρκετή σκέψη, κατάλαβε ότι
είπε κάτι σαν: «αγύριστο κεφάλι».
Αφού γύρισαν σε όλο το σαλόνι χαιρετώντας και μιλώντας με
όλο τον κόσμο, η κυρία Έμχαϊρ τον άφησε ελεύθερο και έτσι εκείνος πήγε να βρει
την Ζαμπρίνα, η οποία μιλούσε τώρα με την φίλη της. Η Δανίλ φορούσε ένα
περίεργο μενεξεδί φόρεμα, που ξεκινούσε με έναν μεγάλο φιόγκο γύρω από τους
ώμους της και κατέληγε να χύνεται γύρω από τους αστραγάλους της κυκλικά, έτσι
που θύμιζε τα μεγάλα στεφάνια μέσα από τα οποία πηδούσαν τα λιοντάρια στις
επίσημες γιορτές των αυλών των μεγάλων οικογενειών.
Θα πρέπει να είχε περάσει μία ώρα, όταν η πόρτα χτύπησε
και ο οικονόμος άνοιξε με το επίσημο ύφος του. Στην είσοδο φάνηκε ένας ψηλός,
όμορφος νέος, ο οποίος τράβηξε αμέσως την προσοχή της κυρίας Έμχαϊρ.
«Τίσον!» αναφώνησε και προχώρησε με χάρη προς το μέρος
του, παραμερίζοντας τον κόσμο με το χέρι της υψωμένο επιδεικτικά για
χειροφίλημα.
«Κυρία μου…» είπε ο νέος και φίλησε το χέρι της ιπποτικά.
«Χαίρομαι απερίγραπτα που σας ξαναβλέπω! Λυπάμαι για την καθυστέρηση, μα στον
δρόμο μας έπιασε σφοδρή χιονοθύελλα και αναγκαστήκαμε να καταφύγουμε σε ένα
πανδοχείο για τη νύχτα… Σήμερα μόλις μπήκαμε στο Κάρικ» εξήγησε και πίσω του
εμφανίστηκε άλλος ένας άντρας, μεγαλύτερος και περισσότερο μυώδης.
«Τι κάνετε, αγαπητή μου;» είπε εκείνος και η κυρία Έμχαϊρ
έδωσε το χέρι της για χειροφίλημα.
«Υπέροχα, Νόδιφ» απάντησε. «Η γυναίκα σου; Δεν ήρθε
μαζί;»
«Η Πολίν αναγκάστηκε να μείνει πίσω λόγω μιας τρομερής
ίωσης…» απάντησε εκείνος.
«Ω, γλυκιά μου Πολίν…» μονολόγησε αδιάφορα και στράφηκε
πάλι στον Τίσον.
«Πώς είσαι, γλυκιέ μου; Πώς πάνε οι σπουδές σου στο
Ρίογκα;» είπε και τον έπιασε αγκαζέ.
«Φανταστικά!» απάντησε ο Τίσον, και άρχισε να μιλά για
τις σπουδές του στην ιατρική με τόσο ενθουσιασμό, που ξέχασε πως έπρεπε κάποια
στιγμή να σταματήσει να μιλά για χάρη της συνομιλίας. Έτσι, η κυρία Έμχαϊρ
φάνηκε να ανακουφίζεται τη στιγμή που ο άρχοντας διέκοψε τη συζήτηση.
«Τίσον!» αναφώνησε και τον αγκάλιασε.
«Πατέρα!» ανταπέδωσε λακωνικά τον χαιρετισμό εκείνος.
«Τα κατάφερες τελικά! Θα μείνεις μέρες στο Κάρικ;»
«Θα επιστρέψω λίαν συντόμως, πατέρα. Οι σπουδές απαιτούν
θυσίες»
«Εμένα θα μου επιτρέψετε…» είπε η κυρία Έμχαϊρ με το φόβο
ότι ο νεαρός γιος του άρχοντα θα άρχιζε πάλι τις φλυαρίες περί ιατρικής και με
την δικαιολογία ότι έπρεπε να αφήσει γιο και πατέρα μόνους, έφυγε.
Ο Κίαν γελούσε ακούγοντας την ιστορία της Ζαμπρίνα για
τον γελωτοποιό του βασιλιά Δόγεν, όταν εκείνη σταμάτησε να μιλά και αφαιρέθηκε.
Τα μάτια της είχαν πάρει την λάμψη με την οποία γυάλιζαν όταν μιλούσε για την
θάλασσα του Μπι, ενώ ολόκληρο το πρόσωπό της είχε φωτιστεί σαν να διεκδικούσε
αποκλειστικά τον ήλιο που έλαμπε πάνω από το Τάλαμ Ούισκε.
Γύρισε να δει αυτό που είχε τραβήξει την προσοχή της.
Ήταν ένας νέος με εμφάνιση που πρόδιδε την κατοχή κάποιου τίτλου. Το κόκκινο
γιλέκο του με τα χρυσά κουμπιά και το μαύρο καπέλο με το μεγάλο γείσο και το
μοναδικό, μεγάλο, κόκκινο φτερό, θύμιζαν πολύ τον κύριο Κράμερ, συνεπώς υπέθεσε
ότι ήταν άρχοντας ή κάτι τέτοιο. Είχε έντονα καστανά μάτια, τα οποία φώτιζαν
καθώς αιχμαλωτίζονταν από την λάμψη της παρουσίας της Ζαμπρίνα.
Η κοπέλα τελικά του χάρισε ένα γενναιόδωρο χαμόγελο και
εκείνος την χαιρέτησε από μακριά με μία μικρή υπόκλιση. Γύρισε στους
συνομιλητές της, το έντονο ρόδινο χρώμα των παρειών της όμως, φανέρωνε πως το
μυαλό της έτρεχε πίσω στον νέο με το μεγάλο καπέλο.
Ο Κίαν, αν και μικρός, και παρόλο που δεν καταλάβαινε
καθόλου αυτά τα πράγματα, ήξερε ότι πίσω από τα ντροπαλά χαμόγελα και τα δειλά
βλέμματα κρυβόταν κάτι περισσότερο. Έτσι, όταν ο νέος πλησίασε την αδερφή του
και μονοπώλησε το ενδιαφέρον της, κατάλαβε πως είχε δίκιο. Η Ζαμπρίνα έτρεφε
συναισθήματα για τον νέο με την αρχοντική ενδυμασία, και μπορούσε να πει ότι
και εκείνος ανταποκρινόταν σε αυτά.
«Έλα, Κίαν» είπε η Δανίλ. «Πάμε να χορέψουμε» Εκείνος
υπάκουσε, αλλά δεν έβγαλε από το μυαλό του τον τρόπο που η Ζαμπρίνα κοιτούσε
τον ξένο και όταν έβρισκε την ευκαιρία, έριχνε ανήσυχα μία διακριτική ματιά
στους δυο τους.
«Γεια σου, ξένε» είπε η Ζαμπρίνα στον νέο.
«Δεσποινίς μου…» αποκρίθηκε εκείνος και φίλησε το χέρι
της χωρίς να παίρνει τα μάτια του από τα δικά της. «Γοητευμένος…»
Η Ζαμπρίνα γέλασε και τα μάγουλά της ρόδισαν ξανά.
«Τίσον! Μου έλειψες» είπε και έκανε ένα αυθόρμητο βήμα προς το μέρος του, αλλά
αμέσως έκρυψε τον ενθουσιασμό της και έμεινε στη θέση της.
Ο Τίσον την αγκάλιασε θερμά, κάνοντας αυτό που εκείνη
είχε σκεφτεί αλλά δεν είχε το θάρρος να κάνει. Τον έσφιξε και εκείνη στην
αγκαλιά της ξεχνώντας προς στιγμήν τα αδιάκριτα βλέμματα του κόσμου και τους
άγραφους κανόνες.
«Και μένα μου έλειψες…» παραδέχτηκε εκείνος.
«Πάνε τώρα τέσσερα χρόνια…» αναπόλησε η Ζαμπρίνα.
«Πέντε» την διόρθωσε.
«Πέντε…» συμφώνησε εκείνη σκεπτική.
«Άλλαξες πολύ… Κόντεψα να μην σε αναγνωρίσω!» είπε ο
Τίσον παίρνοντας ένα από τα μισογεμισμένα ποτήρια με φίον.
«Μάτια που δεν βλέπονται, γρήγορα λησμονιούνται» είπε η
Ζαμπρίνα μιμούμενη την Έιπριλ, που συνήθιζε να λέει παροιμίες και λαϊκές
ρήσεις.
«Τα δικά σου είναι αδύνατον να τα λησμονήσει κανείς» είπε
ο νέος και η Ζαμπρίνα κοίταξε τα χέρια της αμήχανα. Έπαιξε λίγο με την χρυσή
δαντέλα του φορέματός της, έπειτα έστρεψε τα μάτια της πάνω του. Εκείνος δεν
έκανε καμία προσπάθεια να κρύψει τον ενθουσιασμό του.
Η κυρία Έμχαϊρ χαμογέλασε από την άλλη άκρη της αίθουσας,
βλέποντας τον γιο του άρχοντα να μιλά με την κόρη της. Έστρωσε κατά το συνήθειο
τον σφιχτό κότσο στην κορυφή του κεφαλιού της και γύρισε στον κύριο Κράμερ.
«Τι είπατε; Συγχωρέστε με, αφαιρέθηκα»
«Δεν πειράζει, αγαπητή μου. Σας έλεγα για τον μικρό Κίαν.
Μα είναι τόσο γενναιόδωρο εκ μέρους σας που τον υιοθετήσατε! Έχετε κερδίσει τον
θαυμασμό μου, Έμχαϊρ!»
«Μα δεν έκανα τίποτα, Κράμερ!» αποκρίθηκε εκείνη. «Το
καθήκον μου σαν άνθρωπος και μητέρα. Και η γλυκιά μου Ζαμπρίνα, έχει πάρει την
ευαισθησία μου και το κοφτερό μυαλό του πατέρα της» καμάρωσε.
«Μα ναι, η νεαρή Ζαμπρίνα είναι ενάρετο κορίτσι! Δεν
υπάρχει αμφιβολία» συμφώνησε ο κύριος Κράμερ.
«Βρίσκετε; Ναι, το χρυσό μου. Δεν θέλω να το παινευτώ,
αλλά είναι γεμάτη χαρίσματα. Βλέπετε, οι θεοί έδωσαν απλόχερα τα δώρα τους στο
κορίτσι μου»
«Φαίνεται πως και ο μικρός Κίαν έχει λαμπρό μυαλό και
χρυσή καρδιά, αγαπητή μου»
«Ναι, ναι» συμφώνησε εκείνη χάνοντας το ενδιαφέρον της.
«Θα γίνει σπουδαίος άνθρωπος. Εφόσον έχει και εσάς να
φροντίζετε για την ανατροφή του, αυτό είναι σίγουρο»
«Ω, με κολακεύετε, άρχοντα!» είπε με θεατρικότητα.
«Καθόλου, Έμχαϊρ. Είστε άνθρωπος θησαυρός. Η καλή σας
καρδιά είναι εφάμιλλη της μετριοφροσύνης σας!»
Η κυρία Έμχαϊρ έσκυψε ταπεινά το κεφάλι και έπειτα
κοίταξε προς το βάθος της αίθουσας. Χαμογέλασε ξανά· όλα πήγαιναν όπως τα είχε
σχεδιάσει. Ούτε συμφωνία να είχε κάνει με τον ίδιο τον θεό.
Στην άλλη άκρη του σαλονιού, ο Τίσον ζήτησε την Ζαμπρίνα
σε χορό και εκείνη δέχτηκε. Την οδήγησε στο κέντρο όπου χόρευαν τα υπόλοιπα
ζευγάρια και για τα υπόλοιπα πέντε λεπτά, όλα τα βλέμματα ήταν καρφωμένα πάνω
τους. Ο Κίαν μπορούσε με περηφάνια να παραδεχτεί ότι η νέα του αδερφή είχε την
χάρη ενός κύκνου στον χορό.
«Ω, μα δεν είναι αξιαγάπητοι;» είπε η κυρία Έμχαϊρ στον
συνομιλητή της.
«Χάρμα οφθαλμών!» συμφώνησε εκείνος.
«Ταιριάζουν τόσο πολύ! Δεν βρίσκετε;» ρώτησε, αλλά εκείνη
τη στιγμή η μουσική σταμάτησε και ο κόσμος άρχισε να χτυπάει παλαμάκια κατά το
συνήθειο.
Ιωάννα Τσιάκαλου
Η νύχτα πέρασε με τον Κίαν να μιλά με την Δανίλ και την
Ζαμπρίνα –η οποία όμως φαινόταν αφηρημένη για όλη την υπόλοιπη βραδιά- και με
την κυρία Έμχαϊρ να ακολουθεί τον άρχοντα σε κάθε του κίνηση, μιλώντας του
ακατάπαυστα για την κόρη της.
Όταν άρχισε να σπάει το σκοτάδι της νύχτας, οι
περισσότεροι παρευρισκόμενοι είχαν φύγει. Ο Τίσον μιλούσε για το Ρίογκα, και η
Ζαμπρίνα και ο Κίαν τον άκουγαν με προσοχή.
«Στα ανατολικά υπάρχει ο ξακουστός κήπος της αρχόντισσας
Βόρμαν. Είναι μία πελώρια έκταση γης γεμάτη καμπανούλες, βιολέτες και ιτιές.
Αυτό όμως που κερδίζει την προσοχή του επισκέπτη είναι τα μεγάλα μαρμάρινα
γλυπτά που στολίζουν τον κήπο· διάσπαρτοι αρχοντικοί λευκοί κύκνοι που μοιάζουν
με αληθινοί. Είναι το αγαπημένο μου μέρος. Εκεί πάω όταν θέλω να σκεφτώ ή να
ηρεμήσω…»
«Πόσο θα ήθελα να βρεθώ εκεί!» μονολόγησε η Ζαμπρίνα
ονειροπολώντας.
«Έλα μαζί μου!» πρότεινε ο Τίσον.
«Δε γίνεται…» δίστασε. «Πρέπει να γυρίσω στο Τάλαμ Ούισκε»
«Κρίμα…» απάντησε χωρίς να κρύβει την απογοήτευσή του.
«Μπορώ να έρθω όμως το καλοκαίρι, μόλις τελειώσω με τις
σπουδές μου»
«Θα χαρώ να σε δω…»
Την συζήτηση διέκοψε ο κύριος Κράμερ που έφτασε κοιτώντας
το επίχρυσο ρολόι τσέπης του.
«Για δες… πέρασε η ώρα!» μονολόγησε. «Τι λες, Τίσον; Μου
φαίνεται πως πρέπει να γυρίσουμε πίσω»
Ο Τίσον γύρισε αμήχανα στην Ζαμπρίνα. «Μου φαίνεται σαν
να πέρασε μόλις ένα λεπτό…» είπε και σηκώθηκε από τη θέση του.
Ο κύριος Κράμερ τους χαιρέτησε όλους με την συνηθισμένη
του ευγένεια και έφυγε μαζί με τον Νόδιφ, ενώ περίμενε τον μικρότερο γιο του
στην άμαξα.
«Κυρία μου…» είπε ο Τίσον και φίλησε το χέρι της κυρίας
Έμχαϊρ, η οποία έριξε το κεφάλι στον ώμο, χαμογελώντας σαν ντροπαλό κορίτσι.
«Κίαν…» είπε και χαιρέτησε το αγόρι με μία δυνατή
χειραψία. «Ελπίζω πως θα μου κάνεις την τιμή να έρθεις στο Ρίογκα μαζί με την
Ζαμπρίνα, το καλοκαίρι. Πιστεύω πως θα περάσουμε υπέροχα οι τρεις μας»
«Θα πάμε και στον κήπο της αρχόντισσας Βόρμαν;» ρώτησε ο
Κίαν.
«Θα είναι το πρώτο μέρος που θα επισκεφτούμε!» υποσχέθηκε
ο Τίσον. Ύστερα η Ζαμπρίνα τον συνόδεψε μέχρι την πόρτα.
«Χάρηκα πολύ που σε είδα ξανά…» της είπε.
Εκείνη χαμογέλασε ντροπαλά. «Δηλαδή φεύγεις αύριο;»
ρώτησε καλύπτοντας κάπως αδέξια την ανησυχία στη φωνή της.
«Δυστυχώς… Αν το επιτρέπει ο καιρός»
«Οπότε θα τα πούμε ξανά σε έξι μήνες!» είπε γελώντας,
αλλά ο Κίαν μπορούσε να δει από μακριά την θλίψη στο πρόσωπό της.
«Ακριβώς» συμφώνησε ο Τίσον. Στάθηκε για λίγο με το χέρι
του στην κάσα της πόρτας, κοιτώντας διστακτικά την κοπέλα. Ύστερα φίλησε το
χέρι της χωρίς να απαγκιστρώσει το βλέμμα του από το πρόσωπό της. «Να
προσέχεις, Ζαμπρίνα»
«Καλό ταξίδι, Τίσον» είπε και τον παρατηρούσε καθώς
κατέβαινε τα σκαλιά πλαγιαστά σαν κάβουρας, σαν να μην ήθελε να πάρει τα μάτια
του από πάνω της. «Τίσον…» είπε η κοπέλα μόλις πάτησε με το δεξί του πόδι στο
παγωμένο πλακόστρωτο.
Εκείνος την κοίταξε με κάποια αβεβαιότητα, με τα φρύδια
σμιγμένα σαν να συνωστίζονταν κάποιες σκέψεις βαραίνοντας το μέτωπό του.
Κατέβηκε τα σκαλιά και έτρεξε κοντά του. Ο Τίσον την έκλεισε μέσα στην αγκαλιά
του και σφάλισε τα μάτια του καθώς αφηνόταν στην δική της.
Κανείς από τους δύο τους δεν το είδε, αλλά η κυρία Έμχαϊρ
παρακολουθούσε από το παράθυρο του σαλονιού, και δεν γύρισε το βλέμμα της, παρά
μόνο όταν ο Τίσον μπήκε στην άμαξα και η Ζαμπρίνα έκλεισε πίσω της την πόρτα.
Λίγες στιγμές μετά, η κοπέλα χτύπησε και πάλι την πόρτα
του Κίαν. Χώθηκε κάτω από τις κουβέρτες και κράτησε το αγόρι στην αγκαλιά της,
αλλά φαινόταν πως κάτι την απασχολούσε, γιατί ανάσαινε βαριά και αναστέναζε
κάθε δέκα αναπνοές.
«Ζαμπρίνα…» ψιθύρισε ο Κίαν μέσα στο σκοτάδι.
«Ναι;»
«Θα με πάρεις μαζί σου όταν πας στο Ρίογκα;»
Η Ζαμπρίνα γέλασε σιγανά και γύρισε προς τη μεριά του,
ακουμπώντας το κεφάλι στην παλάμη της.
«Φυσικά, Κίαν. Αν πάω, θα έρθεις και εσύ μαζί μου»
Ο Κίαν νόμισε πως είδε τα μάτια της να γυαλίζουν μέσα στο
σκοτάδι, αλλά δεν μπόρεσε να σιγουρευτεί.
«Είσαι αλλαγμένη από τότε που έφυγε ο Τίσον» τόλμησε να
πει.
«Τι εννοείς;» τον ρώτησε παραξενεμένη εκείνη.
«Μοιάζεις θλιμμένη…»
«Όχι, γλυκέ μου. Δεν είμαι, μην ανησυχείς» τον
καθησύχασε.
«Το ορκίζεσαι;»
Εκείνη δεν απάντησε· παρά μόνο χαμογέλασε, τον φίλησε στο
μέτωπο και αποκοιμήθηκε.
Ιωάννα Τσιάκαλου