Το κλειδί του παραδείσου (Κεφάλαιο 13) - "Ξεχασμένες αναμνήσεις" (μέρος 1ο)

Η Εύα, ξαπλωμένη στο κρεβάτι της, είχε μπει στο διαδικτυακό παιχνίδι στρατηγικής και απλά χάζευε ανόρεχτα τα κτίρια που είχε βάλει να χτιστούν και να αναβαθμιστούν. Δεν την ενδιέφερε το παιχνίδι, απλά προσπαθούσε να είναι όσες περισσότερες ώρες μπορούσε μέσα ελπίζοντας εκείνη –η κυρία Ελεονόρα– κάποια στιγμή να μπει και να απαντήσει σε ένα από τα μηνύματά της.

Ελπίζω να είναι κάτι σημαντικό.

Πήρε επιτέλους το μήνυμα που τόσο καιρό περίμενε και χωρίς να χάνει χρόνο, απάντησε.


Βρήκα τον θαμμένο θησαυρό. Αν εξακολουθείς να τον ψάχνεις, πάτησε εδώ.

Έγραψε το μήνυμα και δίνοντας το λινκ ενός πειραματικού προγράμματος στιλ messenger, που είχε φτιάξει ένας φίλος της χάκερ και που προς το παρόν το χρησιμοποιούσε μόνο εκείνη, έμεινε να περιμένει την ανταπόκρισή της.
Όταν η κυρία Ελεονόρα έφτιαξε έναν λογαριασμό, η Εύα αμέσως της έστειλε αίτημα φιλίας. Όταν εκείνη την αποδέχτηκε, την κάλεσε και άρχισε να της λέει όλα όσα είχαν συμβεί, από την ημέρα που τον είχε βρει μέχρι σήμερα. Η κυρία Ελεονόρα δεν απαντούσε τίποτα, όμως μόλις η Εύα τελείωσε όσα είχε να της πει, τότε εκείνη βρήκε την ευκαιρία να πει αυτό που σκεφτόταν όλη αυτήν την ώρα.
«Δεν μπορώ να πω ότι σε δικαιολογώ για ό,τι έκανες αλλά δεν μπορώ να μην καταλάβω το γιατί. Άλλωστε έχω και εγώ ένα μέρος ευθύνης σε αυτό. Έπρεπε να σου είχα απαντήσει όλον αυτόν τον καιρό αλλά καταλαβαίνεις τον δισταγμό μου».
«Δεν σας ρίχνω καμία ευθύνη. Και εγώ στη θέση σας το ίδιο θα έκανα».
«Τώρα τι κάνουμε».
«Πρέπει να βρούμε τρόπο να τον πάρουμε από εκεί χωρίς να γίνει αντιληπτό από κανέναν. Αν πράγματι τον είχε κάποιος όλον αυτόν τον καιρό, τότε σίγουρα θα ψάχνει να τον βρει και μόνο αν γυρίσει κοντά σας θα είναι ασφαλής».
«Έχεις καμία πρόταση;»
«Αν μου βρείτε τρόπο να έρθετε να τον πάρετε χωρίς να υποψιαστεί κανείς τίποτα, θα πείσω τον γιατρό να του δώσει εξιτήριο και θα τον πάρω στο σπίτι για όσο χρειαστεί, μέχρι να είσαστε έτοιμη να τον παραλάβετε».
«Και τι θα μου κοστίσει αυτό;».
«Δεν ζητάω ανταλλάγματα. Απλά θέλω να τον πάρετε πίσω».
«Και να κρατήσω, φαντάζομαι, το στόμα μου κλειστό».
«Αντιθέτως, ΠΡΕΠΕΙ να τον βοηθήσετε να βρει τη μνήμη του αλλά όχι πριν γυρίσει. Καταλαβαίνετε το γιατί».
«Να φανταστώ ότι είναι ακόμα κολλημένος μαζί σου;»
«Δυστυχώς είναι πολύ χειρότερα από πριν».
«Δεν μου κάνει εντύπωση. Δώσε μου λίγο χρόνο να δω τι μπορώ να κάνω χωρίς να το πάρει είδηση η αστυνομία και θα σου απαντήσω».
«Όσο χρόνο θέλετε. Εγώ υπόσχομαι να τον φροντίσω μέχρι να έρθει στα χέρια σας».
«Σου έχω εμπιστοσύνη, ξέρω ότι δεν θα τον αφήσεις να πάθει τίποτα».
«Και για άλλα πράγματα μπορείτε να μου έχετε εμπιστοσύνη. Σας έδωσα τον λόγο μου και θα τον κρατήσω. Εγώ το ξεκίνησα και εγώ θα το τελειώσω».
«Με τι κόστος;».
«Δεν προσπαθώ να τη γλυτώσω κυρία Ελεονόρα, όταν έρθει η ώρα είμαι διατεθειμένη να πληρώσω για ό,τι έκανα, όχι όμως πριν σιγουρευτώ ότι δεν κινδυνεύει κανείς άλλος εξαιτίας μου. Ιδίως η οικογένειά σας».
«Σε πιστεύω, ελπίζω να μην με απογοητεύσεις».
«Δεν θα σας απογοητεύσω απλά χρειάζομαι λίγο χρόνο και ο άντρας σας να γυρίσει στη θέση του και να θυμηθεί ΤΑ ΠΑΝΤΑ».
«Θα φροντίσω εγώ γι’ αυτό».

*****


Τα όνειρα του “Άνταμ” μέρα με τη μέρα, ώρα με την ώρα γίνονταν ακόμα πιο βασανιστικά. Πάντα ξεκινούσαν με εκείνον να είναι τελείως γυμνός, ισοπεδωμένος μπρούμυτα στο πάτωμα, με ένα δερμάτινο λουρί με καρφιά στον λαιμό και ένα μυτερό τακούνι να του πιέζει την πλάτη. Έμενε ακίνητος να ακούει εκείνη τη γυναικεία ανατριχιαστική φωνή, που κάθε φορά που ερχόταν στα αυτιά του, τον έκανε να θέλει να κάνει εμετό.

“Ποια είναι τώρα η σκύλα μου, τσουλάκι;” την άκουγε να τον ρωτά και τα μάτια του άρχισαν να τρέχουν ποτάμια.
«Εύα» μουρμούριζε μέσα από τα δόντια του μέσα στον ύπνο του παλεύοντας να βρει μια σανίδα σωτηρίας αλλά αυτή η σανίδα δεν ερχόταν ποτέ.
“Εύα… βοήθησε με…” κλαψούριζε στα όνειρά του και μόλις άκουσε τη φωνή της από κάπου μακριά, αγνοώντας το πνίξιμο που ένιωθε στον λαιμό από το λουρί του, σήκωσε το κεφάλι και κοίταξε προς το μέρος που είχε ακούσει τη φωνή της.
“Είμαι εδώ” την άκουγε να λέει και η καρδιά του κάλπαζε ξανά με ελπίδα.
“Δεν μπορεί να σε σώσει, κανείς δεν μπορεί να σε σώσει…” άκουγε την ανατριχιαστική φωνή της γυναίκας που μισούσε με όλη του την ψυχή και η απελπισία του μεγάλωνε περισσότερο.
“Εύα…” έλεγε παρακλητικά, ικετεύοντάς τη με την ματιά του να τον σώσει από τον δαίμονα που του έκαιγε τη σάρκα και το μυαλό.
“Δεν μπορώ να σε σώσω αν δεν θελήσεις πρώτα εσύ να σωθείς…” άκουγε την Εύα να του λέει και το κλάμα του γινόταν ακόμα πιο έντονο.
«Βοήθησέ με» την ικέτευε και στο όνειρο και στην πραγματικότητα αλλά εκείνη δεν τον πλησίαζε.
Καθώς την έβλεπε να στέκει εκεί ο “Άνταμ” έκανε την υπέρβαση και κλείνοντας τα μάτια έβαλε όλη τη δύναμη της ψυχής του προσπαθώντας να σηκωθεί όρθιος. Τα χέρια της μάγισσας τον έγδερναν, το λουρί του τον έπνιγε, το μυτερό της τακούνι τον πίεζε προς τα κάτω αλλά εκείνος δεν τα παρατούσε. “Έπρεπε να την φτάσει, να πάει κοντά της, μόνο εκείνη μπορούσε να τον λυτρώσει, μόνο εκείνη…” Έλεγε μέσα του με πείσμα ξανά και ξανά, μέχρι που ένιωσε το χέρι της πάνω στο πρόσωπό του και αυτόματα άνοιξε τα μάτια. Τα είχε καταφέρει, δεν ήξερε πώς αλλά το είχε κάνει και εκείνη του χαμογελούσε με τόση υπερηφάνεια, που τον έκανε να πιστεύει ότι υπήρχε ακόμα ελπίδα και για εκείνον.
“Μην με αφήσεις…” την παρακάλεσε και καθώς του χαμογέλασε, πιάνοντας τον από τους ώμους, τον γύρισε από την άλλη.
“Η θέση σου είναι μαζί της…” την άκουσε να του ψιθυρίζει στο αυτί και βλέποντας τη γυναίκα του ντυμένη στα λευκά να του χαμογελά και να του κάνει νόημα με τα χέρια να πάει κοντά της, ο “Άνταμ” άρχισε να κουνάει το κεφάλι του αρνητικά…

«Όχι… όχι… όχι» ούρλιαζε μέσα από τον ύπνο του τόσο δυνατά που έκανε όλον τον θάλαμο να αναταραχτεί.
«Όχιιιιι» ούρλιαξε ξανά, ενώ πάλεψε με όλες του τις δυνάμεις να σπάσει τα δεσμά του που κρατούσαν τα χέρια και τα πόδια του ακινητοποιημένα και μόλις ένιωσε ένα ζεστό χέρι να αγγίζει το μέτωπό του, αυτόματα άνοιξε τα μάτια.
«Σς, σς, σς…» προσπάθησε η Εύα να τον καθησυχάσει αλλά εκείνος δεν μπορούσε να καταλάβει αν έβλεπε ακόμα όνειρο ή αν ήταν η πραγματικότητα.
«Εύα» σπάραξε με τα μάτια του να πλημμυρίζουνε με δάκρυα. «Μην με αφήνεις» την ικέτεψε και τα χέρια της τυλίχτηκαν γύρω από το κεφάλι του και την πλάτη προτρέποντάς τον να ακουμπήσει πάνω στο στήθος της.
«Είμαι εδώ…» τον διαβεβαίωσε. «Δεν θα σε αφήσω» του υποσχέθηκε και εκείνος άρχισε να κλαίει απαρηγόρητος με το σώμα του να τραντάζεται από τον βήχα ανάμεικτο με τα αναφιλητά του.
Νιώθοντας τα χέρια του να απελευθερώνονται, πρώτα το ένα και μετά το άλλο, ο “Άνταμ” τα τύλιξε γύρω από τη λεπτή της μέση και την έφερε κοντά του.
«Μην με αφήσεις» την ικέτεψε για άλλη μια φορά και εκείνη κάνοντας ένα απαλό μασάζ στο κεφάλι, άρχισε να του σιγομουρμουρίζει έναν γλυκό σκοπό που δεν είχε ακούσει ξανά.
Με το μυαλό του να μουδιάζει, το σώμα του να παραλύει και τα μάτια του να κλείνουν, δεν άργησε η στιγμή που τελικά παραδόθηκε ξανά σε έναν γλυκό ύπνο. Δεν θυμόταν πότε ήταν η τελευταία φορά που κοιμήθηκε τόσο γαλήνια, χωρίς όνειρα, αλλά μόλις άνοιξε τα μάτια, όλη η απελπισία που ένιωθε πριν, γύρισε σε μεγαλύτερο βαθμό.
Σηκώνοντας το κεφάλι, μόλις συνειδητοποίησε ότι εκείνη ήταν ακόμα εκεί και τον κρατούσε στην αγκαλιά της, πήρε μια βαθιά ανάσα. Είχε κρατήσει τον λόγο της, δεν τον είχε αφήσει. Ήταν εδώ, ξαπλωμένη δίπλα του, με τα μάτια κλειστά να ταξιδεύει μέσα στα δικά της όνειρα ενώ το λεπτό της κορμάκι ήταν τόσο κοντά… Απλώνοντας το χέρι του διστακτικά, πάλεψε με τα θέλω και τα πρέπει αλλά έχανε την μάχη. Είχε τόσο ανάγκη να την αγγίξει, να επιβεβαιώσει ότι είναι πράγματι εδώ, που δεν μπορούσε να σταματήσει τον εαυτό του. Καθώς το χέρι του ακούμπησε απαλά πάνω στον λαιμό της και ένιωσε τον ήρεμο παλμό της καρδιάς της, η δική του καρδιά εκτοξεύτηκε στα ύψη. Το μυαλό του, λες και το έκανε επίτηδες, άρχισε να περιπλανιέται σε τόσο απαγορευμένα μονοπάτια που δεν κατάφερε το σώμα του να μείνει αμέτοχο…

Με τα μάτια της φαντασίας του ταξίδευε σε ένα ζεστό δωμάτιο πλημμυρισμένο με αναμμένα κεριά και μια τεράστια μπανιέρα, γεμάτη με καυτό ευωδιαστό νερό. Εκείνος, απολαμβάνοντας ένα τεράστιο πούρο με ένα ποτήρι από το πιο ακριβό ουίσκι μέσα στο αχνιστό νερό, κοίταζε το σωματάκι της να στέκεται μπροστά του με τα χέρια της πίσω από την πλάτη της και ανατρίχιαζε ολόκληρος. Τα καστανά της κυματιστά μαλλιά τελείως λυτά, αγκάλιαζαν τους ώμους και το μικρό της στήθος. Το μεταξωτό κιμονό που τόνιζε τέλεια το λεπτό της μικροσκοπικό κορμί έκανε τα χέρια του να μυρμηγκιάζουν. Ήθελε να το βγάλει από πάνω της, να δει κάτω από την επιφάνειά του, να δει αυτό που τόσο καιρό έπλαθε με τη φαντασία του αλλά εκείνη ήταν τόσο μακριά του ακόμα. Το ζεστό, σοκολατένιο της βλέμμα καρφωμένο επάνω του, δεν πρόδιδε καμία της σκέψη και αυτό τον εκνεύριζε ακόμα πιο πολύ.
«Έλα πιο κοντά» Ήταν διαταγή, όχι παράκληση, παρόλα αυτά εκείνη -με δύο ασταθή βήματα- υπάκουσε.
Το αριστερό του χέρι τώρα μπορούσε να τη φτάσει και εκείνος δεν έχασε την ευκαιρία που ζητούσε. Απλώνοντας το μπροστά, με τα ακροδάχτυλά του παραμέρισε το ύφασμα και άφησε το ένα της στήθος εκτεθειμένο. Η ανατριχιασμένη της ρώγα τον προκαλούσε και αυτό τον εξόργιζε. Ήθελε το δικό του κορμί να διατάζει το δικό της, όχι το αντίθετο.
«Βγάλ’ το από πάνω σου» διέταξε και πάλι εννοώντας φυσικά το κιμονό και εκείνη με τρεμάμενα χέρια υπάκουσε ξανά.
Μόλις το ύφασμα, αγγίζοντας την απαλά, κατέληξε στο πάτωμα, εκείνη σαν να την είχε διατάξει, έβαλε πάλι τα χέρια πίσω από την πλάτη της και έμεινε ακίνητη. Το χέρι του δεν μπορούσε να μείνει αμέτοχο μπροστά σε αυτό το δώρο.
Καθώς το σήκωσε ψηλά, ο “Άνταμ” πρόσεξε το χρυσό δαχτυλίδι με το μονόγραμμα του “Γ” να διακοσμεί το μικρό δάχτυλο του αριστερού του χεριού και για λίγο έμεινε να σκέφτεται αν αυτό που έβλεπε τώρα μέσα από τα μάτια του μυαλού του ήταν αποκύημα της φαντασίας του ή κάτι που είχε ζήσει πραγματικά. Δεν ήξερε αλλά δεν πρόλαβε και να το σκεφτεί περισσότερο. Νιώθοντας κάτω από τα ακροδάχτυλα του τη λεπτή, βελούδινη επιδερμίδα της, πήρε μια βαθιά ανάσα και προσπάθησε με κόπο να καταπνίξει το βογκητό που απειλούσε να ξεγλιστρήσει μέσα από τα χείλια του, ενώ κρατώντας τα μάτια του κλειστά άφησε το μυαλό του να συνεχίσει ελεύθερα το ταξίδι του, ελπίζοντας να του αποκαλύψει όλα όσα του κρατούσε κρυφά όλο αυτόν τον καιρό.
«Η προσωποποίηση της τελειότητας» μουρμούρισε εκστασιασμένος ενώ ένιωθε την επιδερμίδα της να ανατριχιάζει κάτω από απαλό του άγγιγμα.
Κοιτάζοντας την ξανά μέσα στα μάτια, εκείνη του ανταπέδωσε το βλέμμα όπως πριν. Χωρίς να προδίδει καμία της σκέψη.
«Έλα πιο κοντά» η φωνή του ζεστή, ελκυστική, αλλά ακόμα πιο απειλητική από πριν. Εκείνη το έκανε αδιαμαρτύρητα.
«Μπορώ να μυρίσω τον φόβο σου σε κάθε κύτταρο του κορμιού σου» της δήλωσε με ευχαρίστηση, ενώ το χέρι του συνέχιζε να την αγγίζει ανατριχιαστικά απαλά από τον αστράγαλο της μέχρι την λεπτή της μέση.
«Ξέρεις πόσο μεθυστικό είναι αυτό;» τη ρώτησε και μόλις την κοίταξε στα μάτια περιμένοντας μια απάντηση, εκείνη για πρώτη φορά έμοιαζε να είχε να πει τόσα πολλά όμως τα χείλια της παρέμεναν ερμητικά κλειστά.
Τα μάτια του δεν άφηναν στιγμή τα δικά της αλλά εκείνη δεν αντιδρούσε, λες και το έκανε επίτηδες για να τον προκαλέσει περισσότερο. Το περίεργο ήταν ότι αντί αυτό να τον ξενερώνει, μέσα του ένιωθε την επιθυμία του να δυναμώνει αν είναι δυνατόν ακόμα πιο πολύ. 
«Μπες μέσα» διέταξε και πάλι και εκείνη παίρνοντας μια τρεμάμενη ανάσα υπάκουσε επιφυλακτικά.
Μόλις κάθισε πάνω στα πόδια του και τα γόνατα της ακούμπησαν στους γοφούς του, εκείνη έβαλε ξανά τα χέρια πίσω από την πλάτη και έμεινε ακίνητη. Το ίδιο έκανε και εκείνος. Κοιτώντας την κατάματα συνέχιζε να καπνίζει το πούρο του χωρίς να την αγγίζει καθόλου. Μόνο την κοιτούσε… Κοιτούσε τα μάτια της, προσπαθούσε να διεισδύσει στην ψυχή της αλλά ο τοίχος που είχε υψώσει ανάμεσά τους ήταν τόσο χοντρός που δεν μπορούσε να τον σπάσει με τίποτα.
«Λοιπόν, Εύα…» εξέφρασε το όνομα της σαν να ήταν κάτι ιερό. «Το σώμα σου είναι το ίδιο αγνό όσο και αυτό το τόσο αθώο προσωπάκι σου;» ρώτησε ενώ με τη ματιά του απαιτούσε μια απάντηση.
«Όχι» η απάντηση της άμεση, ειλικρινής και μονολεκτική.
«Όχι τι;» τη ρώτησε υπενθυμίζοντας της ότι είχε παραλείψει κάτι.
«Όχι, κύριε, δεν είναι» απάντησε αμέσως εκείνη και ο κύριος Γουέρλες έμεινε ξανά να την κοιτά, σκεπτόμενος τα λόγια της ενώ κάπνιζε χωρίς βιασύνη το πούρο του.
«Άλλες πληροφορίες έχω εγώ» της εκμυστηρεύτηκε.
«Το ξέρω… κύριε» του απάντησε εκείνη τονίζοντας το “κύριε” λίγο περισσότερο από όσο θα έπρεπε.
«Μου είπαν ψέματα;» την ρώτησε σοβαρός.
«Όχι… κύριε» απάντησε αμέσως εκείνη.
«Μήπως μου λες ψέματα εσύ;» συνέχισε εκείνος.
«Όχι… κύριε» του απάντησε και πάλι ευθέως, χωρίς δισταγμό.
«Τότε ποια είναι η αλήθεια» θέλησε να μάθει με πραγματική περιέργεια.
«Όταν έμαθα πόσο πολύ επιθυμούσατε την παρθενιά μου, φρόντισα να την ξεφορτωθώ» του είπε με απόλυτη ειλικρίνεια και πάλεψε πολύ σκληρά να μείνει απαθής στα λόγια της.
«Και ξεφορτώθηκες την παρθενιά σου από όλες σου τις τρύπες;» τη ρώτησε με ενδιαφέρον. Η ερώτησή του την αιφνιδίασε.
«Περιμένω μια άμεση και ειλικρινή απάντηση, κυρία Κύλιαν, και μην τολμήσετε να μου πείτε ψέματα γιατί θα το ανακαλύψω και τότε θα σας κάνω να το μετανιώσετε» της είπε αυστηρά και εκείνη, με την ανάσα της να βγαίνει από μέσα της γρήγορα και τρεμάμενα, πριν απαντήσει, κατάπιε σπασμωδικά.
«Όχι…» παραδέχτηκε με φωνή που ίσα έβγαινε από μέσα της αποφεύγοντας τη ματιά του.
«Όταν μου μιλάς θα με κοιτάς στα μάτια…» απαίτησε ανεβάζοντας τον τόνο της φωνής του και μόλις εκείνη το έκανε, συνέχισε ακόμα πιο αυστηρά. «Όχι τι;» απαίτησε να του πει.
«Όχι… κύριε, δεν το σκέφτηκα» απάντησε ειλικρινά ενώ πάλευε πολύ σκληρά να καταπιεί τα δάκρυα της.
«Πραγματικά φαντάστηκες ότι το ενδιαφέρον μου για σένα θα σταματούσε μόλις μάθαινα ότι έχεις απαλλαγεί από την παρθενιά σου;» ρώτησε ρητορικά χλευάζοντας τον πόνο που ένιωθε μέσα της από την ήττα που μόλις είχε φάει.
«Λυπάμαι, αγαπητή μου, αλλά δεν είμαι παιδεραστής και ξέρεις πολύ καλά ότι είναι πολύ σπάνιο στις μέρες μας να βρεις μια ενήλικη και διαθέσιμη παρθένα. Φυσικά θα ήταν ευχάριστη έκπληξη για μένα να την είχες κρατήσει, αλλά όχι, δεν πρόκειται να με σταματήσει από το να πάρω αυτό που θέλω» της δήλωσε και η ανάσα της Εύας έγινε ακόμα πιο κοφτή και πιο γρήγορη.
Είχε τρομοκρατηθεί, το έβλεπε στο βλέμμα της, το εξέφραζε κάθε πόρος του κορμιού της αλλά παρέμενε εκεί να τον κοιτά με όση ψυχραιμία της είχε απομείνει, χωρίς να στάζει ούτε ένα δάκρυ.
«Επίσης, δεν είμαι ούτε βιαστής…» συνέχισε με έμφαση. «Οπότε αν θεωρείς ακόμα τον εαυτό σου διαθέσιμο, τότε θα πρέπει να μου παραδώσεις το κορμί σου με την πλήρη συγκατάθεσή σου» την ενημέρωσε και εκείνη έμεινε να τον κοιτάει χωρίς να ανταποκρίνεται.
«Είσαστε διατεθειμένη να μου παραδώσετε το κορμί σας άνευ όρων, κυρία Κύλιαν;» τη ρώτησε με ανέκφραστο ύφος και εκείνη παίρνοντας μια τρεμάμενη βαθιά ανάσα κατένευσε.
«Δεν άκουσα κάτι» της είπε αυστηρά.
«Μάλιστα, κύριε» απάντησε εκείνη αμέσως ενώ στο βλέμμα της μπορούσε να δει ότι μέσα της έλπιζε να βρει έναν τρόπο να φύγει τρέχοντας από εδώ μέσα.
«Τότε απόδειξέ το» της ζήτησε εκείνος και παίρνοντας άλλη μια ανάσα για να μαζέψει λίγο από το κουράγιο που της είχε απομείνει, τον κοίταξε στα μάτια πιο αποφασισμένη.
«Τι θα θέλατε να κάνω για σας» του έδωσε την άδεια να κάνει αυτό που ήθελε.
«Έλα πιο κοντά μου και βάλ’ τον βαθιά μέσα σου» τη διέταξε και μασώντας τα χείλια της ήρθε πιο κοντά του αλλά δεν έκανε καμία άλλη κίνηση.
«Πού;» ρώτησε πριν ανασηκώσει το κορμί της και ο κύριος Γουέρλες άφησε ένα ειρωνικό γελάκι να του ξεφύγει.
«Ξέρεις ότι προτιμώ την τρύπα που δεν έχουν γευτεί άλλοι, οπότε η ερώτηση σου ήταν μάλλον περιττή» της είπε με καυστικό τόνο αλλά μόλις την είδε να περιεργάζεται για λίγο την κατάσταση πριν εκτελέσει την εντολή του άλλαξε τελείως ύφος και συνέχισε πιο ήρεμα.
«Πάρε όσο χρόνο θες, δεν βιάζομαι. Μπορείς να με αγγίξεις αν σε διευκολύνει αυτό, αλλά μόλις βολευτείς επάνω μου και σιγουρευτείς ότι τον έχεις όλο μέσα σου τότε θέλω να μείνεις ακίνητη και να βάλεις ξανά τα χέρια σου πίσω από την πλάτη» την καθοδήγησε και εκείνη παίρνοντας άλλη μια βαθιά ανάσα για να πάρει δύναμη, έκανε ό,τι της ζήτησε.
Απολάμβανε κάθε μικρή αλλαγή στις εκφράσεις της, γευόταν στο έπακρο κάθε άγγιγμα της αλλά όσο και να ήθελε να την αγγίξει, δεν το έκανε. Κρατώντας τα χέρια του πεισματικά μακριά της, παρακολουθούσε τον αγώνα της τελείως απαθής, ενώ μέσα του υπέφερε ακριβώς όσο υπέφερε και η ίδια αλλά για τελείως διαφορετικούς λόγους. 
«Είναι άβολα;» ρώτησε μόλις έμεινε και πάλι ακίνητη και εκείνη ξεροκαταπίνοντας τον κοίταξε σταθερά στα μάτια.
«Μάλιστα, κύριε» παραδέχτηκε ενώ εξέφραζε το πόσο υπέφερε μέσα της.
«Υποφέρεις αρκετά;» τη ρώτησε κυνικά και εκείνη έμεινε να τον κοιτά, χωρίς να ξέρει πώς να απαντήσει σε αυτό. Δεν τον ένοιαζε, άλλωστε δεν ζητούσε απάντηση στο ερώτημά του.
«Φυσικά και υποφέρεις…» απάντησε για εκείνη. «Και θα συνεχίσεις να υποφέρεις μέχρι να νιώσεις στο πετσί σου όλα όσα υπέφερα εγώ εξαιτίας σου τα δύο τελευταία χρόνια αλλά στο τέλος…» τόνισε ενώ πλησίαζε το πρόσωπό του απειλητικά προς το δικό της. «Στο τέλος όχι μόνο θα σου αρέσει αλλά θα με ικετεύεις για περισσότερα…» της είπε και πιάνοντας της το σαγόνι με δύναμη για να την κρατάει ακίνητη, συνέχισε με πιο σκληρό τόνο.
«Και όταν το κάνεις, όταν σιγουρευτώ ότι πράγματι θες περισσότερα, τότε όχι μόνο θα σου χαρίσω όλο το χρέος σου αλλά θα βεβαιωθώ ότι θα εξαφανιστείς μια για πάντα και από την εταιρία μου αλλά και από την ίδια μου τη ζωή» της δήλωσε και σπρώχνοντας την προς τα πίσω άφησε την πλάτη του να ακουμπήσει στο πλαίσιο της μπανιέρας ενώ συνέχιζε.
«Τώρα πάρε δρόμο από εδώ και μην τολμήσεις να με ενοχλήσεις ξανά όταν κάνω μπάνιο. Αυτή είναι η μοναδική στιγμή της ημέρας που την απολαμβάνω μόνος μου και δεν τη μοιράζομαι με κανένα τσουλάκι».

Χρυσάνθη Καλαφάτη