Faded Memories - "Στρίγκλες" (Διήγημα 1ο)


(Εμπνευσμένο από τις αναφορές του Νικόλαου Γ. Πολίτη στο βιβλίο του «Παραδόσεις»).


Συνέχισε να απολαμβάνει την όψη της γυναίκας που σπάραζε από κάτω της. Τα ουρλιαχτά της έσκιζαν την ατμόσφαιρα με τον ίδιο τρόπο που τα νύχια του
ανθρωπόμορφου τέρατος μπήγονταν στο δέρμα της και την έγδερναν ζωντανή.


Το χτένισμα των μακριών, άσπρων μαλλιών της κρατούσε αρκετές ώρες. Οι άλλες το θεωρούσαν ανώφελο. Σε λίγες ώρες μετά από το αμέτρητο κυνηγητό και την πάλη θα γίνονταν και πάλι κουρελιασμένα και ξεμαλλιασμένα. Εκείνη όμως δεν την ένοιαζε. Της άρεσε να τα φροντίζει και να τα βλέπει να γυαλίζουν στο λιγοστό φως που έμπαινε στη σπηλιά που ζούσε στο Κυπαρισσόβουνο.  Το άσπρο τους χρώμα σε συνδυασμό με το άγριο πρόσωπό της ωθούσε τους περισσότερους κατοίκους των πεδιάδων να θεωρούν ότι ήταν γριά. Κι όμως δεν είχε κλείσει ακόμα τα είκοσί της χρόνια.
Άφησε κάτω τη χρυσή της χτένα, ένα από τα λίγα πράγματα που είχε για να της θυμίζει τη μητέρα της. Δε θα μπορούσαν ποτέ ξανά να είναι μαζί. Η μητέρα της ήταν φυσιολογική. Δεν έτρεχε στους δρόμους κυνηγώντας τους ανθρώπους για να τους ξεσκίσει. Κοιτώντας γύρω της παρατήρησε ότι η γηραιότερη την κοιτούσε με αυστηρό βλέμμα. Είχε πάρει πάλι το νοσταλγικό της ύφος, κάτι που δεν επιτρεπόταν στα μέλη αυτής της ομάδας. Δεν ταίριαζε στη φύση τους. Δε νοσταλγούσαν. Μόνο σκότωναν. Δε χρειάστηκε να της κάνει κάποια περαιτέρω παρατήρηση ή να την προσφωνήσει. Ένα βλέμμα μόνο αρκούσε. Στην κοινότητα όπου ζούσε, τα ονόματα δεν είχαν σημασία, αλλά εκείνη θυμόταν το δικό της από τότε που έμενε ακόμα στο σπίτι της. Πριν την αρπάξουν, επειδή ήταν διαφορετική. Πριν την εγκαταλείψει η ίδια της η οικογένεια. Το όνομα που της είχαν δώσει, ήταν Βιολέτα.
Είχαν αρχίσει να μαζεύονται έξω από τις σπηλιές, καθώς σουρούπωνε. Έφτανε η ώρα να επιτεθούν και πάλι στους κατοίκους του κοντινότερου χωριού. Είχε περάσει τουλάχιστον ένας μήνας από τότε που τους είχαν επισκεφτεί τελευταία φορά. Τις προηγούμενες μέρες είχαν κάνει εξορμήσεις στις πόλεις. Η Βιολέτα ένιωσε τις φλέβες της να πάλλονται, καθώς το ένστικτό της άρχισε να καταλαμβάνει το σώμα της. Δεν μπορούσε να το αποφύγει. Την άλλαζε ολόκληρη. Την έκανε μοχθηρή, χωρίς έλεος. Πέταξε τα μαλλιά της πίσω από τον ώμο της κι αυτά έφτασαν μέχρι τους αστραγάλους της. Ένιωσε τα νύχια της να μεταμορφώνονται σε γαμψές, μυτερές οπλές αρπακτικού ζώου. Σχεδόν φαντάστηκε το αίμα της χθεσινής ημέρας να βάφει τα γαλάζια της μάτια, προκαλώντας μια αντίθεση ανατριχιαστική κι αποκρουστική για τους κοινούς ανθρώπους. Τα δόντια της έγιναν πιο κοφτερά, έτοιμα να ξεσκίσουν τη σκληρότερη σάρκα.
«Έτοιμη, Βιόλα;» άκουσε τη φωνή της Μυρτώς και κούνησε θετικά το κεφάλι της.
Οι φιλίες στην κοινότητά τους δεν απαγορεύονταν, όμως οι περισσότερες επέλεγαν την πιο μοναχική ζωή. Η Μυρτώ είχε την ίδια ηλικία με τη Βιολέτα. Τις είχαν αρπάξει την ίδια μέρα από το χωριό. Είχαν έναν ιδιαίτερο τρόπο επικοινωνίας, που δεν απαιτούσε απαραίτητα την ομιλία. Θα μπορούσε κανείς να πει, ότι ήταν ότι πιο κοντινό θα μπορούσε να έχει σε οικογένεια. Αλλά μισούσε αυτό το χαζό υποκοριστικό και η Μυρτώ το ήξερε. Γύρισε το κεφάλι της για να κοιτάξει τη φίλη της, με τα ίδια μακριά μαλλιά και τα γκριζοκόκκινα μάτια. Η άλλη της χαμογέλασε ειρωνικά και προχώρησαν με αποφασιστικότητα πίσω από τις γηραιές.
Είχε αρχίσει ένα απαλό αεράκι, καθώς ο ήλιος αποσυρόταν και τη θέση του σιγά-σιγά έπαιρνε το σκοτάδι. Τα βήματά τους ήταν όπως πάντα άηχα και συγχρονισμένα. Έπειτα έγιναν γρήγορα και ανυπόμονα, μέχρι που άρχισαν να τρέχουν με μανία, εισβάλοντας στους δρόμους του χωριού. Οι χωρικοί τελείωναν ακόμα τις δουλειές τους, όταν ένας από αυτούς αντιλήφθηκε την παρουσία των παραμορφωμένων γυναικών. Έντρομος άρχισε να φωνάζει και να δείχνει προς το μέρος τους με το δάχτυλο.
 «Στρίγκλες!» άρχισε να ουρλιάζει αφηνιασμένος.
Όλοι ο κάτοικοι άρχισαν να τρέχουν έντρομοι μαζεύοντας τα παιδιά από τον δρόμο, προσπαθώντας να προλάβουν να μπουν στα σπίτια τους. Η Βιολέτα γουργούρισε, βλέποντας μια γηραιή που καβαλούσε ένα καλάμι να πέφτει πάνω σε μια γυναίκα. Τα δόντια της μπήχτηκαν στον ώμο της και η ανήμπορη γυναίκα άρχισε να ωρύεται από τον πόνο. Η θέα των δοντιών της γηραιής ήταν μαγική για τη Βιολέτα. Το ξέσκισμα της σάρκας προκαλούσε ηδονή και ευχαρίστηση στις στρίγκλες. Αυτή η έξαψη που προκαλούσε το αίμα των ανθρώπων στον οργανισμό τους, ενίσχυε τις φωνητικές τους χορδές και τις έκανε να στριγκλίζουν ακόμα πιο δυνατά απ’ ότι τους επέτρεπε η φύση. Η γηραιή είχε το πάνω χέρι. Συνέχισε να απολαμβάνει την όψη της γυναίκας που σπάραζε από κάτω της. Τα ουρλιαχτά της έσκιζαν την ατμόσφαιρα, με τον ίδιο τρόπο που τα νύχια του ανθρωπόμορφου τέρατος μπήγονταν στο δέρμα της και την έγδερναν ζωντανή. Όμως είχε έρθει η στιγμή να αναλάβει και η Βιολέτα δράση.
Άρχισε να τρέχει με μανία βγάζοντας φωτιά από το στόμα της, καταφέρνοντας να κάψει δύο ανθρώπους που περνούσαν τρομαγμένοι από δίπλα της. Έβγαλε μια υπόκωφη στριγκλιά και ετοιμάστηκε να ορμήσει σε μια γυναίκα δίπλα της, όταν κάτι έπεσε πάνω της από πίσω. Γύρισε θυμωμένη και βρέθηκε να αντικρίζει ένα μικρό κορίτσι, το οποίο μόλις την είδε έβαλε τα κλάματα. Ένιωσε ένα σφίξιμο στην καρδιά της. Τα γνώριμα χαρακτηριστικά της την ξάφνιασαν. Το κορίτσι πρέπει να ήταν σίγουρα έξι ή επτά ετών. Της έμοιαζε υπερβολικά. Έμοιαζε τόσο στο κορίτσι που συνήθιζε να είναι, πριν μετατραπεί σε τέρας. Το χέρι της απλώθηκε για να πιάσει το πρόσωπο του κοριτσιού, όταν ένιωσε ένα δυνατό σπρώξιμο που την έστειλε στο έδαφος με σφοδρότητα. Το αίμα της έβρασε από θυμό και ούρλιαξε προς τον άνθρωπο που είχε τολμήσει να τη σπρώξει. Του έδειξε τα δόντια της οργισμένη. Θα τον κατασπάραζε για την πράξη του. Θα τον έκανε χίλια δύο κομμάτια.
 «Μπαμπά;» ψιθύρισε τρέμοντας από αναγνώριση και αγωνία.
Ο άντρας την κοίταξε με γουρλωμένα μάτια που σύντομα γέμισαν δάκρυα. Σε κλάσματα δευτερολέπτου ο έντρομος άντρας είχε αρπάξει το μικρό κορίτσι που ακόμα έκλαιγε και είχε αρχίσει να τρέχει μακριά από τη Βιολέτα. Σηκώθηκε κι εκείνη κυνηγώντας τον με οργή και μίσος. Πόνο, γιατί την είχε αφήσει να την πάρουν οι στρίγκλες. Θυμό, γιατί δεν προσπάθησε να βρει μια γιατρειά για το μικρό του κοριτσάκι. Απογοήτευση, γιατί για μια στιγμή ούτε ο ίδιος της ο πατέρας δεν την είχε αναγνωρίσει. Η πόρτα του σπιτιού έκλεισε μπροστά στο πρόσωπό της και κατάφερε από το παράθυρο να δει το πρόσωπο της μητέρας της έντρομο με μάτια κόκκινα από το κλάμα. Ούρλιαξε τόσο δυνατά που πόνεσε και η ίδια και στράφηκε με μανία σε μια χωριάτισσα, ξεσκίζοντας τον λαιμό της και γδέρνοντάς την ολόκληρη. Σήκωσε τα μάτια της και πάλι προς το σπίτι της, με το αίμα να τρέχει ακόμα από το στόμα της. Οι γονείς της την κοιτούσαν ακόμα με τρόμο και έκλεισαν γρήγορα τις κουρτίνες για να μην τη βλέπουν. Την είχαν εγκαταλείψει για μία ακόμα φορά.


Οι στρίγκλες άρχισαν να ανηφορίζουν με ευθυμία πάλι προς το βουνό. Η καταστροφή που είχαν καταφέρει ήταν ανείπωτη και οι χωρικοί θα τη θυμόντουσαν για καιρό. Η Βιολέτα περπατούσε αμίλητη με μάτια θολά. Η άγρια φύση της είχε ηρεμήσει μετά το ξέσκισμα της γυναίκας και πλέον δεν είχε την ανάγκη να ουρλιάξει. Η Μυρτώ βρέθηκε να περπατάει δίπλα της και πριν μπουν στη σπηλιά, την τράβηξε προς τα πίσω. Την κοίταξε έντονα στα μάτια, που πλέον είχαν χάσει την ερυθρή επίστρωσή τους, και πήρε μια προβληματισμένη έκφραση.
«Είδα τι έγινε εκεί κάτω» παρατήρησε χωρίς όμως να πάρει απάντηση. «Ήταν αδερφή σου;» ρώτησε απαλά και η Βιολέτα σήκωσε απλά τους ώμους. «Είναι… σαν κι εμάς;» συνέχισε απτόητη, κάνοντας τη φίλη της να ξεφυσήσει.
«Νομίζω ότι έχει το χάρισμα» απάντησε χρησιμοποιώντας τον όρο που έδιναν οι γηραιές στη μεταμόρφωσή τους, παρόλο που η ίδια δε θεωρούσε σε καμία περίπτωση αυτόν τον όρο αληθή. «Αλλά ακόμα κι αν δεν το είχε…» άφησε τη φράση της μετέωρη και μπήκε στη σπηλιά χωρίς περαιτέρω εξηγήσεις. Η φίλη της είχε καταλάβει τι είχε συμβεί. Πριν τη σπρώξει ο πατέρας της στην άκρη, η μύτη του νυχιού της είχε καταφέρει να γρατζουνίσει το ευαίσθητο μάγουλο της αδερφής της. Αν λοιπόν η ίδια ήταν τυχερή και το μικρό κορίτσι άτυχο, είχε ήδη πάρει την εκδίκησή της. Σύντομα, η μικρή της αδερφή θα ήταν στο πλάι της και οι γονείς της θα έχαναν και τη δεύτερή τους κόρη.


Σέρβου Θεοδώρα