Ο Κυνηγός των Ευχών (Κεφάλαιο 7 - Μέρος 2ο)

Όταν λάλησε ο πρώτος κόκορας, ο Γουάφ ήταν ήδη ξύπνιος και έπινε το τσάι του στο τραπέζι του δωματίου. Η Φιντέλμα βρισκόταν στο κρεβάτι που είχε διαλέξει, εκείνο κοντά στο παράθυρο. Ήταν μάλιστα σκεπασμένη με την χοντρή, πορτοκαλιά κουβέρτα. Έτριψε τα μάτια της αναρωτώμενη πώς είχε βρεθεί εκεί. Σηκώθηκε και κάθισε απέναντι από τον μάγο.

«Μήπως θέλεις να σου φέρω κάτι από κάτω πριν ξεκινήσουμε; Λίγο τσάι; Λίγο φίον ίσως;» ρώτησε ευγενικά, παρόλο που γνώριζε πως όλες οι ανθρώπινες τροφές της ήταν περιττές.
«Όχι, ευχαριστώ» αποκρίθηκε η Φιντέλμα.
«Όπως θες. Σε λίγα λεπτά ξεκινάμε»
Η Φιντέλμα τράβηξε τις κουρτίνες και άνοιξε τα ξύλινα παραθυρόφυλλα ώστε να μπει στο δωμάτιο φως. Το Κλέιτε ήταν ακόμα πιο μαγευτικό την μέρα, γεμάτο ζωή. Έβλεπε κανείς τους δρόμους και τα σοκάκια γεμάτα κόσμο και αναταραχή.
Μία παρέα από παιδιά έτρεχαν φωνάζοντας και τσαλαβουτώντας στα νερά με τα κόκκινα παπούτσια τους. Ένα από αυτά γλίστρησε στον παγωμένο δρόμο και έπεσε με την πλάτη, αλλά σηκώθηκε αμέσως, ίσιωσε το καπέλο του και συνέχισε να τρέχει. Πέρασε βολίδα μπροστά από έναν γηραιό κύριο, ο οποίος σήκωσε το μπαστούνι του απειλητικά, φωνάζοντας θυμωμένος. Γυναίκες με καλάθια γεμάτα φρέσκο ζυμωτό ψωμί περπατούσαν κατά ομάδες μιλώντας και γελώντας. Πιο πέρα ένας μαύρος σκύλος πηδούσε παιχνιδιάρικα γύρω από ένα μικρό αγόρι που κρατούσε ένα καλάθι με παστό κρέας. Το αγόρι κόντεψε να χάσει την ισορροπία του και να πέσει, κατάφερε όμως να στερεώσει το καλάθι πάνω στο κεφάλι του. Έβγαλε από την τσέπη του ένα κομμάτι καλαμποκόψωμο, του το πέταξε και αυτός έτρεξε να το φτάσει. Τότε ο μικρός συνέχισε το δρόμο του τρέχοντας, ύστερα μπήκε σε ένα μαγαζί και η Φιντέλμα τον έχασε από τα μάτια της, όταν έκλεισε πίσω του την πόρτα.
«Είσαι έτοιμη;» ακούστηκε η φωνή του Γουάφ πίσω της.
«Ναι» Έκλεισε τις κουρτίνες και οι δυο τους αφήσαν πίσω το πανδοχείο.
Περπάτησαν μέσα από τα στενά σοκάκια αμίλητοι. Ο κόσμος προσπερνούσε τον μάγο με το γαλάζιο πουλί στον ώμο και την μεγάλη ράβδο, τον κοίταζαν, κάποιοι τον καλημέριζαν, και έπειτα συνέχιζαν τις δουλειές τους. Η Φιντέλμα περνούσε αόρατη ανάμεσα από το πλήθος, αφήνοντας τα μάτια της να γεμίσουν χρώματα προτού αφήσουν την πολύχρωμη αυτή πόλη.
Όταν τα σπίτια άρχισαν να αραιώνουν, διέκριναν στο βάθος έναν χωματόδρομο, στον οποίο μάλιστα το χιόνι είχε πάρει να αραιώνει. Καθώς αποχαιρετούσαν το Κλέιτε, ο ουρανός πήρε να ανοίγει και σύντομα έλαμψε πάνω από τους ταξιδιώτες ο χλωμός, δειλός, χειμωνιάτικος ήλιος.
«Βγήκε ο ήλιος. Αυτό είναι καλό σημάδι. Ίσως καταφέρουμε τελικά να φτάσουμε στην Τόρθαϊ απόψε» μίλησε ο μάγος.
Η Φιντέλμα αρκέστηκε σε ένα σιγανό επιφώνημα χαράς. Ο Χάινμα πέταξε από τον ώμο του Γουάφ και φτερούγισε γύρω τους τραγουδώντας.
«Θα μας τρελάνει αυτό το πουλί!» γκρίνιαξε ο μάγος.
Η Φιντέλμα του απάντησε με το γνώριμο, γάργαρο γέλιο της. «Θα το συνηθίσεις κάποια στιγμή»
«Γιατί να το συνηθίσω;»
«Όταν φτάσω στον Κίαν, θα πρέπει κάπου να μείνει. Δεν είναι μαθημένος να ζει μόνος του»
«Εσύ; Δεν μπορείς να τον κρατήσεις;» αντιγύρισε ο μάγος, χωρίς να χάνει στιγμή την ευγένεια της φωνής του.
«Θα το ήθελα, αλλά είναι αδύνατον» αποκρίθηκε εκείνη με μία υποψία απογοήτευσης στη φωνή της.
Ο Γουάφ έριξε μια ματιά στο πουλί που φτερούγιζε σαν τρελό πάνω από τα κεφάλια τους. Πετούσε με έναν ακανόνιστο τρόπο, αλλόκοτο σε σχέση με εκείνον που ακολουθούσαν τα υπόλοιπα πουλιά. Έκανε κύκλους, έπειτα μερικά οχτάρια, ύστερα βουτούσε στο κενό και μετά ανυψωνόταν πάλι στον ουρανό. Το τραγούδι του, ωστόσο, ήταν μελωδικό και παραδεισένιο.
Οι επόμενες ώρες, μέχρι που κατέφτασε το μεσημέρι και ο χειμερινός ήλιος υψώθηκε στον ουρανό, πέρασαν με τον μάγο να μαθαίνει ανθρώπινα τραγούδια στην Ευχή.

«Ghrian ardú suas go dtí an spéir,
Agus chase ar shiúl an gheimhridh fuar»

Τραγουδούσε ο Γουάφ στην παλιά γλώσσα της Γιουβέρνα, και μετέφραζε κατόπιν στην Φιντέλμα:

«Ήλιε, ανυψώσου στον ουρανό,
Και διώξε μακριά τον κρύο χειμώνα»

Η Φιντέλμα μάθαινε τα λόγια σαν νερό, και συνόδευε τον Γουάφ στο παλιό αυτό, μελωδικό τραγούδι.
«Αυτό είναι τραγούδι του χειμώνα. Το τραγουδούσαν οι παλιοί στον θεό Ήλιο, για να τον εξευμενίσουν όταν ο χειμώνας έπεφτε βαρύς και το χιόνι και το χαλάζι έφερναν καταστροφές» εξήγησε ο Γουάφ και η Φιντέλμα τον άκουγε με αφοσίωση. «Φορούσαν μάλιστα μακριούς χρυσούς, ημιδιάφανους μανδύες και έβγαιναν στο χιόνι ανά ομάδες. Γονάτιζαν στο έδαφος και έστρεφαν τα χέρια προς την ανατολή. Τότε τραγουδούσε ο πιο ηλικιωμένος και οι νεότεροι σιγόνταραν το τραγούδι του. Δεν σταματούσαν μέχρι να φανεί η πρώτη δειλή ηλιαχτίδα»
«Τι όμορφο!» ψέλλισε η Φιντέλμα. «Πες μου κι άλλα!»
«Πέρα από το τραγούδι του χειμώνα, υπήρχε και το τραγούδι της βροχής, αυτό της νύχτας και εκείνο της αγάπης»
«Υπήρχε τραγούδι της αγάπης;» ενθουσιάστηκε η Φιντέλμα.
«Ναι. Κάθε τόπος έχει το δικό του τραγούδι αγάπης»
Η Φιντέλμα τον ικέτευσε σιωπηλή δένοντας τα χέρια κάτω από το σαγόνι της, όπως ζητούσαν χάρες τα μικρά παιδιά από τους γονείς τους.
«Κάτσε να θυμηθώ πώς πάει… Έχουν περάσει πια και τόσα χρόνια!» είπε ο μάγος κοιτώντας τις λακούβες που άφηναν στο μισολιωμένο χιόνι τα παπούτσια του. «Α, ναι» είπε έπειτα από λίγο.

«Cholbeageitiltchundom.
A dhéanamh ar mo mian leo teacht fíor.
Is mian liom a aisling de mo ghrá anocht.
Toisc go bhfuil sé an-bhfad ar shiúl
Agus tá mo chroí lán de pian»

«Δηλαδή:»

«Μικρό περιστέρι, πέτα κοντά μου.
Κάνε την ευχή μου να βγει αληθινή.
Θέλω να ονειρευτώ την αγάπη μου απόψε.
Επειδή είναι πολύ μακριά
Και η καρδιά μου γεμάτη πόνο»

«Πανέμορφο…» ψιθύρισε η Φιντέλμα με τα μάτια της να ταξιδεύουν στον ορίζοντα.
«Είναι το τραγούδι που έλεγαν οι γυναίκες όταν οι αγαπημένοι τους λείπαν στον πόλεμο και δεν είχαν νέα τους. Πριν εκατοντάδες χρόνια, όταν ο πόλεμος με το βασίλειο του Σκαθ θέριζε την Γιουβέρνα, εκείνα τα ματωμένα, γεμάτα αγωνία βράδια, μπορούσες να ακούσεις χιλιάδες συγχρονισμένες, γυναικείες φωνές να τραγουδούν αυτά τα λόγια στα παραθύρια τους.
Οι στρατιώτες, από την άλλη μεριά της θάλασσας του Μπι, άκουγαν τις φωνές των αγαπημένων τους και τις συνόδευαν στο τραγούδι. Έτσι οι νύχτες γέμιζαν τραγούδια, σαν να επρόκειτο για κάποια μεγάλη γιορτή, και όχι για πόλεμο. Και έτσι περνούσαν τα χρόνια, μέχρι να ανταμώσουν ξανά οι στρατιώτες με τις αγαπημένες τους»
«Υπέροχη ιστορία… Σαν παραμύθι» απάντησε η Φιντέλμα, μόλις ο Γουάφ τελείωσε την εξιστόρηση.
«Δεν είναι παραμύθι»
«Πώς το ξέρεις; Είπες ότι συνέβη εκατοντάδες χρόνια πριν. Κανονικά τότε δεν είχες καν γεννηθεί»
«Αν ήμουν σαν και τον Κίαν ή τον Γκόραν, μπορεί»
«Θες να πεις ότι…»
«Ήμουν είκοσι χρονών» απάντησε ο μάγος.
«Είκοσι χρονών;» ξεφώνισε η Φιντέλμα. «Δηλαδή..»
«Ο πόλεμος κράτησε δέκα χρόνια. Όταν γυρίσαμε από το Σκαθ, ήμουν ήδη τριάντα. Η Γκλόρια με περίμενε στο λιμάνι, και μόλις είδε τα καράβια να καταφτάνουν, με φώναξε με όλη την δύναμη της καρδιάς της. Βγήκα στο κατάστρωμα. Όταν την είδα, κόντεψα να χάσω τις αισθήσεις μου. Τόσο πολύ χάρηκα που την είδα. Ο χρόνος δεν είχε περάσει από δίπλα της. Ήταν ίδια, όπως ακριβώς την είχα αφήσει. Με σγουρά, ατίθασα, κόκκινα μαλλιά, και φορούσε το ίδιο πράσινο φόρεμα, όπως την νύχτα που την αποχαιρέτισα. Ήταν σαν να είχαν περάσει μόλις δέκα λεπτά, αντί για δέκα ολόκληρα χρόνια»
Σταμάτησε και καθάρισε το λαιμό του. Τα μάτια του είχαν βουρκώσει. Η Φιντέλμα άγγιξε ανάλαφρα τον ώμο του, με την καρδιά της να σφίγγεται στην όψη του φίλου της που δάκρυζε.
«Είμαι καλά, Φιντέλμα μου. Είμαι καλά» την καθησύχασε. «Περιμένω υπομονετικά την στιγμή που θα ξαναβρεθούμε» είπε και χαμογέλασε κοιτώντας τον ορίζοντα. «Τότε ούτε καν ο πόλεμος δεν θα μας ξαναχωρίσει»
Η Φιντέλμα του ανταπέδωσε το χαμόγελο. Έσφιξε το χέρι του και εκείνος έσφιξε το δικό της. Κοίταξε το χλωμό πρόσωπό του, σαν να προσπαθούσε να διαλευκάνει κάποιο αίνιγμα.
«Αν ήσουν είκοσι χρονών όταν έγινε ο πόλεμος με το Σκαθ, τώρα θα πρέπει να είσαι πάνω από εκατόν είκοσι!» παρατήρησε.
«Διακόσια τριάντα δύο» απάντησε ο μάγος πιάνοντας το μεγάλο, τριγωνικό καπέλο του καθώς φύσηξε δυνατός αέρας.
«Θα πρέπει να έχεις δει πολλά!» φώναξε η Φιντέλμα για να ακουστεί μέσα στην αναταραχή του αέρα, σφίγγοντας το πέπλο της γύρω από τους ώμους της.
«Πάρα πολλά. Και εσύ το ίδιο»
«Δεν υπάρχουν και πολλά να δεις στο Ντεζιντέριο» απάντησε και χαλάρωσε, καθώς ο άνεμος είχε πάψει να σφυρά μανιασμένα. «Όλα είναι ανθισμένα και όμορφα, όλα μυρίζουν υπέροχα, και τον περισσότερο καιρό οι Ευχές χορεύουν κυκλικά και τραγουδούν, μέχρι να έρθει η μεγάλη ώρα που κάποιος άνθρωπος κάνει την ευχή του, και έτσι κάποια από εμάς αποχωρεί»
«Φαίνεται πως φτάνουμε στην Τόρθαϊ!» είπε ο μάγος μετά από λίγα λεπτά σιωπής.
Η Φιντέλμα θαύμασε την πόλη που ανοιγόταν στην πεδιάδα μπροστά τους, λίγα μίλια μακριά. Οι ψηλοί πύργοι της, σε γαλάζιες αποχρώσεις, τελείωναν σε καμπυλωτές, στριφογυριστές μύτες που θύμιζαν κλειστά κοχύλια. Όλη η πόλη ήταν ντυμένη στα μπλε, θυμίζοντας πλουμιστό θαλασσινό βυθό.
«Μοιάζει σαν να είναι κάτω από τη θάλασσα, έτσι;» ρώτησε ο Γουάφ.
«Αυτό ακριβώς σκεφτόμουν» αποκρίθηκε η Φιντέλμα.
«Οι κάτοικοι της Τόρθαϊ είναι στην ουσία άποικοι από το Τάλαμ Ούισκε. Αγαπούσαν τόσο τη θάλασσά τους, που αποφάσισαν να φτιάξουν την πόλη έτσι ώστε να τους τη θυμίζει, ακόμα και αν απέχουν μέρες μακριά της»
Η Φιντέλμα άφησε το βλέμμα της να πλανηθεί πάνω από την γαλάζια πόλη με τους κοχυλωτούς πυργίσκους της, με μία λάμψη ονειροπόλησης στα μάτια. Πήγε κάτι να πει αλλά δεν πρόλαβε. Ο ισχυρός αέρας που σηκώθηκε, τράβηξε το πέπλο της με τέτοια φόρα, που αν δεν έτρεχε να το προφτάσει, αυτό θα ταξίδευε στις αγκαλιές του ένας θεός ξέρει για πόσα μίλια. Όταν κατάφερε να το τυλίξει γύρω από τους ώμους της και να σκεπάσει τα μισά της μαλλιά όπως συνήθως, η κοφτή φωνή του Γουάφ την ανάγκασε να κοιτάξει πίσω από τον ώμο της.
Υπήρχε κάτι το διαφορετικό πάνω του, αλλά δεν μπορούσε να προσδιορίσει τι ακριβώς. Φαινόταν κάπως ανήσυχος, το πρόσωπό του είχε συσπαστεί γεμίζοντας ρυτίδες. Το δέρμα του είχε χλωμιάσει ακόμα περισσότερο από πριν. Έμοιαζε σχεδόν παγωμένος.
«Τι συνέβη; Δεν αισθάνεσαι καλά;» ρώτησε πηγαίνοντας κοντά του.
Ο Γουάφ γύρισε τους βολβούς των ματιών του κάτω από το μαύρο γείσο του καπέλου του. Μία δεξιά, μία αριστερά. Μουρμούρισε κάτι μέσα από τα δόντια του, κούνησε το κεφάλι του και έπειτα η Φιντέλμα παρατήρησε το ελαφρύ τρέμουλο στο χέρι του.
«Γουάφ…» ψέλλισε και ακούμπησε στοργικά τον ώμο του.
Ο μάγος απάντησε κάτι, η Φιντέλμα όμως δεν μπόρεσε να τον ακούσει, καθώς ο ισχυρός άνεμος φύσηξε και πάλι, αυτή τη φορά παρασέρνοντας στον δρόμο του πεθαμένα κλαδιά και λασπωμένο χιόνι. Κάλυψε τα μάτια της φωνάζοντας.
«Γουάφ, δεν μπορώ να σε ακούσω!» είπε δυνατά, καθώς ο μάγος έμοιαζε να χάνει τελείως τον έλεγχο, έτσι όπως φώναζε μέσα από τα τρελά γυρίσματα του αέρα, γυρνώντας γύρω από τον εαυτό του.
«Ο Χάινμα! Δεν βλέπω τον Χάινμα!» φώναξε άσκοπα η Φιντέλμα. Ο μάγος φυσικά δεν μπορούσε να ακούσει. Το λασπωμένο χιόνι είχε διαλυθεί στον αέρα δημιουργώντας ένα παχύ, βρώμικο στρώμα ομίχλης, ενώ τα εναπομείναντα φύλλα των αειθαλών δέντρων χόρευαν γύρω τους. Ένα λεπτό κλαδί πέρασε ξυστά από δίπλα της και έγδαρε το μπράτσο της, αλλά ήταν το λιγότερο για το οποίο ανησυχούσε.
Ένα χέρι άρπαξε το ματωμένο της μπράτσο· εκείνη αναφώνισε τρομαγμένη. Το χέρι σφίχτηκε γύρω από το δέρμα της, προκαλώντας της πόνο.
«Γουάφ;» φώναξε στα τυφλά.
«Φιντέλμα…» ξεπρόβαλλε μέσα από την ομίχλη το χλωμό του πρόσωπο.
«Τι συμβαίνει;»
«Πρέπει να φύγουμε! Τώρα!» φώναξε ο μάγος με όλη την δύναμη των πνευμόνων του. «Να κρυφτούμε!»
«Τι… τι συμβαίνει;»
«Τρέξε!» φώναξε ο Γουάφ, αλλά εκείνη έμεινε παγωμένη στη θέση της.
Καθώς η ομίχλη από λάσπη και χιόνι άρχισε να διαλύεται, ο αέρας δυνάμωσε, φέρνοντας κύματα δυνατότερα και από εκείνα της θάλασσας του Μπι στις μεγάλες της φουρτούνες. Τα κύματα του ανέμου, σαν παλίρροια, χτυπούσαν και γυρνούσαν πάλι πίσω, έπειτα έρχονταν ξανά προς το μέρος τους, με περισσότερη φόρα.
Η Φιντέλμα έσφιξε πάνω της το πέπλο της τρομαγμένη. Το τρεμάμενο χέρι του Γουάφ τυλίχτηκε πάλι γύρω από το μπράτσο της και την τράβηξε με δύναμη. Άρχισαν να τρέχουν σαν τρελοί, μέσα από τα πέπλα της αλλόκοτης ομίχλης. Πίσω τους ακουγόταν θόρυβος και ταραχή, γύρω τους σκόρπιζαν κλαδιά και φύλλα και χιόνι και λάσπη. Έτρεχαν σχεδόν στα τυφλά, ακολουθώντας την πορεία του δρόμου όπως αυτή είχε χαραχτεί στο μυαλό τους προτού ξεσπάσει η δυνατή ανεμοθύελλα.
Ένιωθε την καρδιά της να χτυπά σαν τρελή. Το χέρι του Γουάφ σφίχτηκε γύρω από το δικό της σαν αλυσίδα. Πίσω τους ακούστηκαν δυνατοί βόμβοι, σαν να πετούσε κατά πάνω τους κάποιο σμήνος γιγαντιαίων μελισσών. Ο βόμβος βοούσε και έσβηνε, όπως ακριβώς και τα παλιρροϊκά κύματα του ανέμου.
Η ορατότητα είχε αρχίσει να επανέρχεται, η ομίχλη διαλυόταν ολοένα και πιο γρήγορα. Η Φιντέλμα κοίταξε πίσω από την πλάτη της.
«Γουάφ!» ξεφώνισε μάταια, με τα μάτια διάπλατα ανοιγμένα από τον τρόμο.
«Συνέχισε να τρέχεις! Και κοίτα μπροστά!» φώναξε δίπλα της ο μάγος.
Το λιντόιρ, ο μεγάλος δράκος που άκουγε στο όνομα Νατχάιρ, ο τρομερός υπηρέτης του κυνηγού της, πετούσε στο βάθος, ανοιγοκλείνοντας τα μαυριδερά φτερά του απειλητικά, δημιουργώντας μεγάλα κύματα αέρα. Τα χρυσά, φιδίσια μάτια του ήταν προσηλωμένα στα θηράματά του, με την δίψα του για την υπακοή στις διαταγές του αφέντη του να λάμπει στις κόρες τους.
Στην ράχη του, ο αφέντης του κρατούσε τα γκέμια κατευθύνοντας την πορεία του πλάσματος με ευκολία και σιγουριά, σαν να οδηγούσε κάποιο μικρό, αθώο πουλάρι.
«Μόλις σου πω, θέλω να τρέξεις!» φώναξε ο Γουάφ. «Να τρέξεις με όση δύναμη σου απομένει!»
«Τι σχεδιάζεις;» ρώτησε η Φιντέλμα δυνατά. Ο μάγος της έριξε μία γρήγορη ματιά, αποφεύγοντας να απαντήσει. «Όχι! Ξέχνα το, δεν σε αφήνω πίσω!» φώναξε μόλις κατάλαβε ποιο ήταν το σχέδιό του, αλλά εκείνος ήταν ανένδοτος.

«Τρέξε!» φώναξε και άφησε το χέρι της.

Ιωάννα Τσιάκαλου