Φτιάχνω τέσσερις πιατέλες με ποικιλία επιλογών από
μεζεδάκια και βρίσκω, μεγάλα πιάτα, μαχαιροπίρουνα και χαρτοπετσέτες για να
σερβιριστούμε αξιοπρεπώς. Δυστυχώς μέσα σε αυτό το χάος, δεν μπόρεσα να βρω
άλλα σκεύη ή κουτάλες σερβιρίσματος. Παίρνω τις δυο πιατέλες και γυρνάω στο
σαλόνι.
«Κύριε Ντι Κάρλο, δεν έπρεπε να τα κάνετε εσείς
αυτά!» λέω αιφνιδιασμένη με το γεγονός πως είχε φτιάξει μόνος του τους
καναπέδες και το τραπεζάκι για να κάτσουμε να φάμε. Επίσης σοκαρισμένη είμαι με
το πόσο καλοσχηματισμένο σώμα φαίνεται να έχει, παρά την ηλικία του, αφού έχει
βγάλει το σακάκι του και έχει μείνει με το στενό, ακριβό του πουκάμισο, έχοντας
γυρίσει τα μανίκα μέχρι λίγο πιο πάνω από τους αγκώνες.
«Δεν ήταν τίποτα Μπόνι» λέει αυτός και σηκώνεται από
τη θέση του όταν μπαίνω στο σαλόνι. «Έλα να σε βοηθήσω», λέει και παίρνει τις
πιατέλες από τα χέρια μου χαρίζοντας μου ένα ευγενικό χαμόγελο συνοδευόμενο από
το πιο γλυκό του βλέμμα. Όμως, γι’ ακόμα μια φορά, δεν μπορώ να συγκρατήθώ από
το να σκεφτώ πως όσο και να προσπαθεί με τους ευγενικούς του τρόπους και την ιπποτική
συμπεριφορά του να είναι προσιτός και ευχάριστος, κάτι στην αύρα του δεν μου
κάθεται καλά. Υπάρχει κάτι που ψυχραίνει το κλίμα. Οπότε να ‘μαστε πάλι στο σημείο
που αναρωτιέμαι: Να είναι το παγερό χρώμα των ματιών του; Μήπως φταίει το
γεγονός ότι φλερτάρει με την αδερφή μου; Ή φταίει εξ ολοκλήρου η συγγένεια που
έχει με τον Ματ Ντι Κάρλο, τον οποίο δεν έχω και σε μεγάλη υπόληψη;
Και τώρα που θυμήθηκα τον Ματ, αναρωτιέμαι αν μπορώ
να τον ρωτήσω για την επίθεση στο γιο του. Άραγε, να ξέρει ότι είμαι κι εγώ
μάγισσα, όπως αποδείχθηκε ότι είναι ο γιος του-και κατά συνέπεια φαντάζομαι ότι
θα είναι και ο ίδιος; Δεν ξέρω καν αν έχει μιλήσει ανοιχτά με τους Χάλιγουελ για
το θέμα της μαγείας ή αν υποτίθεται ότι κανένας δεν ξέρει τίποτα για τη μαγική
φύση της οικογένειας Ντι Κάρλο.
Αφού τακτοποιώ και τα τελευταία πιάτα και
μαχαιροπίρουνα για το βραδινό μας, αποφασίζω να ψαρέψω λίγο τον κύριο Ντι
Κάρλο, παρόλο που έχει αποδειχθεί ότι δεν έχω αυτό το ταλέντο. Όμως, καλύτερα
να μετανιώνεις για κάτι που έκανες, παρά για κάτι που δεν έκανες, έτσι δε λένε;
«Συγγνώμη, μπορώ να σας ρωτήσω κάτι;» ρωτάω και
προσπαθώ να ακουστώ ντροπαλή και αθώα.
«Μα φυσικά καλή μου» λέει και με προτρέπει με ένα
νεύμα του να συνεχίσω, στρέφοντας πάνω μου την προσοχή του. Αυτό με κάνει να
νιώσω λίγο άβολα, το να έχω αυτές τις δυο παγωμένες βελόνες στραμμένες πάνω
μου, αλλά πρέπει να το ξεπεράσω. Και οφείλω να παραδεχτώ πως ο Ματ έχει πολύ
πιο όμορφο χρώμα ματιών από τον πατέρα του.
«Μήπως έχετε κάποια συγγένεια με τον συμμαθητή μου,
τον Ματ Ντι Κάρλο;»
«Είμαι ο πατέρας του» μου απαντά αμέσως με
σοβαρότητα. «Δεν υπάρχουν άλλοι Ντι Κάρλο στην ευρύτερη περιοχή της Σέντραλ
Σίτι, εκτός της οικογενείας μου. Βέβαια, μπορεί να μην το γνωρίζατε εσύ και η
αδερφή σου αυτό, αφού μένετε μόλις δυο χρόνια στην όμορφη πόλη μας. Είμαστε από
τις πιο παλιές, αριστοκρατικές και πλούσιες οικογένειες της περιοχής» λέει με
καμάρι.
«Α, μάλιστα» του απαντώ κι εγώ. Με τις φλυαρίες του
φοβάμαι ότι θα βγούμε εκτός θέματος, οπότε βουρ στο ζουμί. «Είναι καλά ο Ματ;
Ρωτάω γιατί δεν τον είδα στο σχολείο σήμερα» του λέω, ελπίζοντας να μην ξέρει
φυσικά, πως ούτε κι εγώ ήμουν στο
σχολείο σήμερα.
«Είναι λίγο αδιάθετος από την Παρασκευή και δεν τον
άφησε να κατέβει η μητέρα του, δυστυχώς. Η κυρία Ντι Κάρλο είναι λίγο
υπερπροστατευτική με τα αγόρια της βλέπεις», μου λέει με ένα χαμόγελο που δεν
μαρτυρά ίχνος αμηχανίας ή άγχους. Αυτός ο τύπος πρέπει να είναι καλός με τα ψέμματα.
Κακό σημάδι αυτό.
«Α, μάλιστα»,ξαναλέω. «Θα μπορούσαμε να έρθουμε να
τον δούμε; Η φίλη μου η Μίμη είναι λίγο τσιμπημένη μαζί του ξέρετε και θα της
άρεσε να τον δει»
«Η Μίμη; Αναφέρεσαι στην Μίμη Πιτ;» με ρωτάει
καχύποπτα τώρα, έχοντας γείρει προς τα μπρος το σώμα του, με τρόπο που δεν
ακουμπάει πια την πλάτη του στον καναπέ. Την ίδια στιγμή, αναρωτιέμαι αν έχω
κάνει κάποια γκάφα και νιώθω να σχηματίζεται ένας κόμπος στο λαιμό μου από το
άγχος. Φοβάμαι πως αυτός κόμπος θα εμποδίσει τη φωνή μου να βγει προς τα έξω,
όπως τη θέλω να ακουστεί, δηλαδή σταθερή, γλυκιά και άνετη.
«Ναι, γιατί ρωτάτε;» λέω όσο πιο φυσικά μπορώ και
γέρνω κι εγώ εμπρός, προς το τραπεζάκι, για να βάλω λίγο νερό στο ποτήρι μου,
μπας και λυθεί ο κόμπος. Ωπ, ξέχασα την κανάτα με το νερό στην κουζίνα. Αυτό θα
είναι η σωτηρία μου, αν σκουρύνουν τα πράγματα.
«Η Μίμη έρχεται πολύ συχνά σπίτι μας από την μέρα
του αγώνα και έπειτα, για να δει τον Ματ και να διαβάσουν μαζί. Δεν το ήξερες;»
Τα μάτια του Ντι Κάρλο έχουν γίνει δυο μικρές
παγερές σχισμές, γεμάτες από αμφιβολία και καχυποψία. Πρέπει να αντιδράσω με
ψυχραιμία και λογική. Για ποιο λόγο δε θα ήξερα που βρίσκεται η καλύτερή μου
φίλη τις τελευταίες τρεις μέρες;
«Εμ, όχι, όχι δεν το ήξερα. Μάλλον θα μου το κράτησε
κρυφό γιατί βλέπετε, είμαι κι εγώ ψιλοτσιμπημένη με τον γιο σας και θα ήθελε να
με κρατήσει μακριά». Ωχ, Μπόνι, αλήθεια, αυτό βρήκες να πεις; Από όλες τις
ψεύτικες δικαιολογίες του κόσμου αυτή ήταν η πρώτη σου επιλογή;
Παρά την ηλίθια δικαιολογία μου, το βλέμμα του Ντι
Κάρλο τελικά μαλάκωσε. Αφού εξαφανίστηκε η καχυποψία από τα μάτια του, ήρθε και
την αντικατέστησε για λίγο η έκπληξη και μετά ακολούθησε ένα ύφος...χμ, μάλλον
συμπόνοιας.
«Μπόνι μου, δεν θέλω να σε στεναχωρήσω αλλά καλύτερα
να στρέψεις το ενδιαφέρον σου αλλού. Ο Ματ και η Μίμη έχουν εμφανίσει αμοιβαίο
ενδιαφέρον ο ένας για τον άλλον, πέρα από τις σχολικές δραστηριότητες που
κάνουν μαζί, εννοώ, φυσικά».
Ουφ, τουλάχιστον το πίστεψε!
«Αλλά μην ανησυχείς... Θα κρατήσω μυστικό ότι μου
εκμυστηρεύτηκες για τα κρυφά σου συναισθήματα».
Το καλό που σου θέλω!
«Να ‘μαι κι εγώ», μας ενημερώνει η Νόρα μπαίνοντας
στο σαλόνι και έχοντας τον αέρα της ντίβας. Και πώς να μην τον έχει δηλαδή,
αφού όση ώρα έλειπε όχι μόνο πλύθηκε και άλλαξε ρούχα, αλλά ίσιωσε τα υπέροχα
καστανόξανθα μαλλιά της, βάφτηκε στην πένα, φόρεσε το πιο στενό της τζιν, το
οποίο συνδύασε φυσικά με ένα φαρδύ, λευκό ,αέρινο πουκαμισάκι από πάνω και μια
φαρδιά ζώνη που τονίζει υπέροχα τη λεπτή της μέση και ψεκάστηκε με μισό
μπουκαλάκι channel No5.
«Καλώς ήρθες και πάλι στην παρέα μας, γλυκιά μου»
λέει ο Ντι Κάρλο και σηκώνεται από τη θέση σου σε ένδειξη σεβασμού. «Είναι
έτοιμα όλα για να φάμε».
«Ναι, ο κύριος Ντι Κάρλο με βοήθησε πολύ να
φτιάξουμε λίγο του καναπέδες και να τακτοποιήσουμε τις πιατέλες».
«Μπόνι, αν είναι δυνατόν!» λέει ελαφρώς ενοχλημένη η
αδερφή μου, αλλά ταυτόχρονα έχει πάρει το ναζιάρικο ύφος γατούλας, «γιατί
άφησες τον καλεσμένο μας να κουραστεί;»
«Εγώ;» απαντώ εκνευρισμένη με την κατηγορία της. Λες
και εγώ δεν έχω τρόπους. Μάλλον ξεχνάει ότι αυτή με μεγάλωσε.
«Όχι, μην τη μαλώνεις Νόρα, εγώ επέμενα να βοηθήσω»
επεμβαίνει ο ξανθός ακάλεστος-καλεσμένος μας. «Εγώ φταίω, έχω συνηθίσει να
φροντίζω με όποιον τρόπο μπορώ τις όμορφες γυναίκες γύρω μου. Και αν μου επιτρέπεις
καλή μου, γύρισες μια οπτασία πίσω σε μας. Είναι απίστευτο το πώς ένα ζεστό
μπάνιο μπορεί να αναδείξει τόσο υπέροχα τη φυσική ομορφιά».
«Φυσική;» ρωτάω με ελαφρύ τόνο ειρωνείας, μη
μπορώντας πια να συγκρατηθώ με αυτά που ακούω.
«Μπόνι!» με αποπαίρνει αμέσως η Νόρα και το γέλιο
μου κόβεται μαχαίρι.
«Άφησε την, παιδί είναι» της λέει μαλακά ο Ντι Κάρλο
και γυρνώντας να τον κεραυνοβολήσω με το πιο εξαγριωμένο βλέμμα μου για το
ηλίθιο σχόλιο του, τον βλέπω να με κοιτά με αυτό το κρυστάλλινο βλέμμα του και
ο θυμός μου εξαφανίζεται. Έπειτα, μου κλείνει συνομωτικά το μάτι και δεν μπορώ
παρά να του χαμογελάσω λίγο. Ωχ, μα πώς μου το έκανε αυτό;
«Ναι, έχεις δίκιο» λέει η Νόρα «παιδί είναι. Και
είναι λίγο αργά μάλλον για τη μικρή. Μπόνι, τι θα ‘λεγες να πάρεις το πιάτο σου
πάνω για να φας με την ησυχία σου και να ξεκουραστείς; Εμείς έχουμε να
μιλήσουμε για δουλειές ούτως ή άλλως, και θα βαρεθείς πολύ».
Από το ύφος της, είναι ξεκάθαρο ότι στην
πραγματικότητα δεν υπάρχει ερώτηση. Θέλει να την αφήσω μόνη της με τον κύριο
Ντι Κάρλο.
«Ναι, πολύ καλή ιδέα. Πάω επάνω».
Σηκώνομαι με βαριά καρδιά από τη θέση μου, όχι γιατί
καίγομαι για την παρέα τους, αλλά γιατί είμαι περίεργη να μάθω τι το τόσο
σημαντικό έχει αυτή η υπόθεση του Ντι Κάρλο για να βιάζεται αυτός να τη
συζητήσει με τη Νόρα. Παίρνω ένα πιάτο και αφού το γεμίζω με βαρβάτες ποσότητες
από τα πάντα, είμαι έτοιμη να ανηφορίσω.
«Καλό βράδυ, Μπόνι και καλή ξεκούραση. Χάρηκα που σε
γνώρισα γλυκιά μου» λέει ο κύριος Ντι Κάρλο με φωνή όλο μέλι και σηκώνεται από
τη θέση του για να με χαιρετήσει σαν κύριος.
«Ναι, κι εγώ» του απαντώ από ευγένεια και του
παρατείνω το ελεύθερο από την πιατέλα χέρι μου, για χειραψία. Αυτός, όπως και
πριν, με αποχαιρετά με ένα ιπποτικό χειροφίλημα και ένα βλέμμα ελαφρώς πιο
σκοτεινό και σχετικά απροσδιόριστο. Το ένστικτό μου μου φωνάζει πως κάτι δεν
πάει καλά εδώ και πολύ φοβάμαι ότι ο κύριος Ντι Κάρλο έχει κρυφή ατζέντα για
μένα. Αλλά όχι, όχι, μάλλον τα φαντάζομαι όλα αυτά ή απλά έχω γίνει παρανοϊκή.
Είναι και περασμένη η ώρα, πεινάω σαν λύκος, και μάλιστα όχι σαν φυσιολογικού
μεγέθους λύκος, αλλά τύπου Ανταρόλυκου, σαν αυτούς που εμφανίζονται στο Game of thrones.
Κλείνω την πόρτα στο δωμάτιό μου και έρχομαι σε
επαφή με μια αίσθηση που είχα καιρό να ζήσω: την ηρεμία της απόλυτης ησυχίας.
Και είναι μια αίσθηση τόσο μα τόσο καλοδεχούμενη για το σώμα και το μυαλό μου
αυτή τη στιγμή.
Αποφασίζω σε ένα μόλις δευτερόλεπτο να μην κάνω
τίποτα απολύτως για να συγυρίσω το βυθισμένο στο χάος, από την αναζήτηση του
μενταγιόν, δωμάτιό μου και αφού κάθομαι αναπαυτικά στο κρεβατάκι μου στρώνοντας
όπως όπως το σεντόνι φέρνω την πιατέλα μπροστά μου και αρχίζω να
μασαμπουκώνομαι σαν να μην υπάρχει αύριο.
Παρά τη γευστική ηδονή που ζει η στοματική μου
κοιλότητα και το όργιο ικανοποίησης που λαμβάνει χώρο στο στομάχι μου, δεν
μπορώ να αποτρέψω το μυαλό μου από το να χαθεί στις δικές του σκέψεις. Τι θα
γίνει τώρα με τη Νόρα; Όντως θα με πάρει με το έτσι θέλω από δω, που είναι
πλέον το σπίτι μου, η ζωή μου ολόκληρη για να κρυφτούμε στον Καναδά; Και αυτό
τι σημαίνει για μένα και τον Τάι; Πώς θα ζήσω χωρίς να βλέπω τα γλυκά καστανά
του μάτια; Θα συνεχίσει να είναι ο Καθοδηγητής μου; Και ο Κα; Τι θα γίνει με το
μυστήριο της ζωής μου που λέγεται Κα Τέρνερ και φαίνεται να μην μπορώ να του
αντισταθώ;
Πέρα όμως από τα εφηβικά δράματα που με απασχολούν,
γυροφέρνουν και άλλες ανησυχητικές σκέψεις στο μυαλό μου... Όπως, γιατί η Μίμη
πηγαίνει τόσο συχνά στην έπαυλη Ντι Κάρλο για να δει τον Ματ και το κυριότερο,
πώς κατάφερε να τουμπάρει τον Ίβο Ντι Κάρλο και να φτάσει μέχρι το υιο του; Ο
Τάι είπε πως ο Ματ είναι κλειδαμπαρωμένος σπίτι του και ο πατέρας του δεν τον
αφήνει να έχει καμία επαφή με τον έξω κόσμο. Και ο κύριος Ντι Κάρλο δεν
φαίνεται για τύπος που μπορεί να ξεγελαστεί εύκολα. Μήπως η Μίμη χρησιμοποίησε
τη δύναμή της για να λυγίσει τη θέληση του και να φτάσει στον Ματ; Ναι, αυτό θα
μπορούσε να ισχύει μιας και η Μίμη είναι όντως ερωτευμένη με τον καζανόβα και
φαντάζομαι θα έκανε τα πάντα για να τον δει μετά την επίθεση που δέχτηκε.
Βέβαια αυτό μπορεί να είναι χρήσιμο για όλους μας.
Μπορεί η Μίμη να έμαθε τι δυνάμεις έχει ο Ματ και να μας δώσει πληροφορίες για
την επίθεση από την Μαρί. Ναι, ναι αυτό θα ήταν πολύ καλό για τα σχέδια μας.
Από την άλλη, αναρωτιέμαι τι μπορεί να ξέρει ο
μπαμπάς του Ματ για όλα αυτά. Δεν φαίνεται να ξέρει ότι εγώ και η Νόρα είμαστε
μάγισσες και επιπλέον δεν γνωρίζει πως εμείς ξέρουμε για την δαιμονική επίθεση
που έγινε στον Ματ. Δεν γίνεται όμως να μην ξέρει και για τους Χάλιγουελ,
γίνεται; Λογικά αυτοί θα πήγαν τον Ματ στην έπαυλη του και θα τον παρέδωσαν
στους γονείς του. Μήπως έπρεπε να του μιλήσω ξεκάθαρα και χωρίς περιστροφές;
Αυτό θα ήταν μια λογική κίνηση νομίζω, αλλά για κάποιο λόγο η παρουσία του δεν
μου εμπνέει εμπιστοσύνη. Αυτό το παγερό, κρυστάλλινο μπλε των ματιών του ενώ
είναι τόσο όμορφο, φαίνεται να με απωθεί, να με αποτρέπει από το να νιώσω
οικεία μαζί του, παρόλο που ο άνθρωπος το προσπάθησε. Γιατί όμως;
Από τις ενοχλητικά μπερδεμένες σκέψεις μου και τις
αναπάντητες απορίες του μυαλού μου με διακόπτει η εισβολή της Νόρα στο δωμάτιο
μου. Η είσοδός της ήταν τόσο απότομη που με έκανε να τιναχτώ αμέσως από τη θέση
μου.
«ΝΟΡΑ! Έχεις ξεχάσει πώς πρέπει να χτυπάς;»
Το ύφος της είναι σοβαρό και προβληματισμένο,
γεγονός που διώχνει αμέσως τα νεύρα μου και κάνω δυο βήματα να την πλησιάσω. «Νόρα,
είσαι καλά; Συμβαίνει κάτι;»
«Είσαι τυχερή» μου λέει και μόλις που μπορώ να
ξεχωρίσω τις χρυσές πιτσίλες στην ίριδα των ματιών της από τη συννεφιά που έχει
πέσει πάνω τους. «Δεν θα φύγουμε από τη Σέντραλ Σίτι. Τακτοποίησε το δωμάτιό
σου και ετοιμάσου για σχολείο αύριο».
Αφού μου πετάει τη βόμβα, η Νόρα κάνει στροφή εκατόν
ογδόντα μοιρών για να φύγει.
«Έι, έι, πού νομίζεις ότι πας; Μου χρωστάς μια
εξήγηση» της λέω και το βήμα της σταματά μερικά εκατοστά έξω από την πόρτα του
δωματίου μου. «Όχι ότι έχω πρόβλημα με μια τέτοια απόφαση, αλλά πώς έγινε αυτή
η ξαφνική μεταστροφή στα σχέδιά σου;»
«Αν σου πω ότι αποφάσισα να λάβω υπόψη μου τα ‘θέλω’
σου θα με πιστέψεις;» μου απαντά μελωδικά και γυρνάει να με κοιτάξει και πάλι.
«Όχι» της απαντάω αβίαστα και περιμένω επεξηγήσεις
σταυρώνοντας τα χέρια μου μπροστά στο στήθος.
«Το περίμενα» είναι το σχόλιό της και το πρόσωπό της
στολίζει ένα μικρό αινιγματικό χαμόγελο. «Είναι ο Ντι Κάρλο».
«Ωχ, όχι, όχι Νόρα, όχι σε παρακαλώ μη μου πεις ότι
τα έμπλεξες με τον παντρεμένο;»
«Μα τι λες; Και βέβαια όχι!», λέει η Νόρα
προσβεβλημένη και η φωνή της ανεβαίνει εκνευριστικά αρκετές οκτάβες. «Απλά δεν
μπορώ να αφήσω στη μέση τις δουλειές μου μαζί του. Είναι πολλά τα λεφτά Μπόνι.
Πολλά. Με αυτά τα λεφτά θα κάνουμε πολύ καλή αποταμίευση και δεν θα χρειάζεται
να ανησυχούμε για τα δίδαχτρα της σχολής σου, όταν θα ‘ρθει η ώρα».
«Ω, κατάλαβα».
Και με αυτή την πληροφορία, η ζωή μου γύρισε στην
πρότερη πορεία της.
Foni Nats
Foni Nats