Ελλάδα
Ήταν τέσσερις τα
ξημερώματα και στο σπίτι του Θοδωρή επικρατούσε πανικός. Αναζητούσε απεγνωσμένα
την ταυτότητά του για να μπορέσει να ταξιδέψει. Εγώ από την άλλη άνοιξα την
τηλεόραση για να απασχολήσω το μυαλό μου, όταν έπεσα πάνω σε ένα έκτακτο δελτίο
ειδήσεων.
«Προς έκπληξη όλων,
η τελευταία ανακοίνωση του Προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών είναι η δημιουργία
ενός στρατού μισθοφόρων. Πλήθος πολιτών τρέχουν να καταταγούν, καθώς το
υπέρογκο ποσό της αμοιβής φαντάζει ιδιαιτέρως ελκυστικό. Οι Ευρωπαίοι ηγέτες συγκαλούν
Σύνοδο, καθώς το νέο αυτό τους βρήκε απροετοίμαστους»
έλεγε ο εκφωνητής.
Για μία στιγμή είχα μείνει να κοιτάζω την οθόνη άναυδη. Ο Ορλάντο, που διαισθάνθηκε τον πανικό μου, ήρθε κι έκατσε δίπλα μου.
Για μία στιγμή είχα μείνει να κοιτάζω την οθόνη άναυδη. Ο Ορλάντο, που διαισθάνθηκε τον πανικό μου, ήρθε κι έκατσε δίπλα μου.
«Είσαι καλά;» μου
είπε κι ένα αχνό χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη του που τον έκανε να λάμπει.
«Τα πράγματα δεν
πάνε και πολύ καλά, Ορλάντο... Αυτό με την Αμερική με τρομάζει. Πληρώνει
ανθρώπους για να δημιουργήσουν στρατό... Αλλά γιατί; Δεν ήξερα πως είμαστε τόσο
κοντά στον τρίτο παγκόσμιο πόλεμο» του είπα.
Το ξωτικό με κοίταξε με απορία.
«Συγγνώμη, αν
γίνομαι ενοχλητικός με τις ερωτήσεις μου, αλλά δεν έχω ιδέα για τι πράγμα
μιλάς. Τι είναι η Αμερική;»
Ένα γέλιο μου
ξέφυγε και βάλθηκα να του εξηγήσω όσο πιο απλά μπορούσα.
«Ας πούμε πως
υπάρχουν και στον δικό μας κόσμο βασίλεια όπως ακριβώς υπάρχουν και στον δικό
σου. Σκοπός όμως των βασιλείων εδώ είναι να ζουν ειρηνικά, έχοντας αποδεχτεί
και συμφιλιωθεί με τις μεταξύ τους διαφορές. Οι Η.Π.Α είναι ένα από τα ισχυρότερα
βασίλεια, που όμως έχει ειρήνη με τον κόσμο...ή τουλάχιστον έτσι λέει. Τώρα
πληρώνει ανθρώπους για να τους στρατολογήσει, πράγμα που σημαίνει πως ετοιμάζει
πόλεμο. Αλλά με ποιον και γιατί;» αναρωτήθηκα.
Ο Ορλάντο φάνηκε να
κάνει αγώνα για να κατανοήσει τα λεγόμενά μου.
«Ποιος είναι ο βασιλιάς των Η.Π.Α;»
ρώτησε ο Ορλάντο αθώα.
Ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπό
μου.
«Εμ... Εμείς τον
ονομάζουμε Πρόεδρο και είναι ο Εμίλ Μπρόξτον. Μπορώ να πω πως μου κάνει
εντύπωση για εκείνον να πάρει μια τέτοια απόφαση, καθώς ως σήμερα φημιζόταν για
την ανθρωπιά του. Δεν ξέρω τι έγινε...» Τις σκέψεις μου διέκοψε ο Παναγιώτης
που μας έκανε σήμα να φύγουμε.
Καθώς κίνηση δεν
υπήρχε στον δρόμο σε σαράντα λεπτά βρεθήκαμε στις πόρτες του αεροδρομίου. Τα
συναισθήματά μας ήταν ανάμεικτα, ενώ ο Ορλάντο, παρά το γεγονός πως είχε
δανειστεί ρούχα του Θοδωρή, τραβούσε όλα τα βλέμματα πάνω του. Τα μακριά
καστανοκόκκινα μαλλιά του δεν μπορούσαν σε καμία περίπτωση να περάσουν
απαρατήρητα. Αρκετές φορές τα κακεντρεχή σχόλια των περαστικών τον έφερναν σε
δύσκολη θέση, ενώ ήταν τρομερά δύσκολο να περάσει τον έλεγχο.
«Παναγιώτη… Θα
χρειαστεί να με μεταμορφώσεις» του είπε το ξωτικό. Για μια στιγμή τον κοιτάξαμε
όλοι με δέος. «Αφού ισχυρίζεστε πως είναι αδύνατον να περάσω τον έλεγχο, τότε
θα αλλάξω μορφή» συνέχισε το ξωτικό.
«Σωστά» φώναξε ο
Θοδωρής. «Εξάλλου κανείς δεν πρόκειται να υποπτευθεί ένα μικρόσωμο σκυλάκι»
είπε κλείνοντας το μάτι στο Ξωτικό. Αμέσως εκείνος και ο Παναγιώτης, έχοντας
βρει μια κάπως απομονωμένη γωνιά, ξεκίνησαν τη διαδικασία.
«Ως ξωτικό δεν
μπορώ να μεταμορφωθώ μόνος μου. Πρέπει κάποιος άλλος να πει τα λόγια. Άκουσέ τα
προσεχτικά και επανέλαβέ τα φωναχτά» του είπε και ο Παναγιώτης προσπάθησε να
απομνημονεύσει ετούτη την παράξενη γλώσσα. Τα μάγια ξεπήδησαν από το έδαφος και τη θέση του Ορλάντο
πήρε ένας μικρός κεραμιδή σκύλος.
Καθώς φτάσαμε στο
σημείο που αφήναμε τη μια και μοναδική βαλίτσα, οι υπεύθυνοι μας είπαν πως ήταν
οι τελευταίες πτήσεις για Λονδίνο λόγω απειλής τρομοκρατικού χτυπήματος στο
μεγαλύτερο αεροδρόμιό του. Εμείς κοιταχτήκαμε μεταξύ μας, ενώ ο Ορλάντο
παρέμενε ήσυχος δίπλα μας ώστε να μην κινήσουμε την οποιαδήποτε υποψία. Με την
καρδιά μας σφιγμένη προχωρήσαμε στην αίθουσα αναχώρησης, ευχόμενοι να μη
βρεθούμε αντιμέτωποι με περαιτέρω εκπλήξεις. Όλοι μας ειδοποιήσαμε με ένα
μήνυμα τους γονείς μας να μην ανησυχούν για μας. Όλοι εκτός από τον Παναγιώτη,
ο οποίος με πικρία μας κοιτούσε τη στιγμή που πληκτρολογούσαμε τα μηνύματα. Το
στενάχωρο βλέμμα του αντάμωσε με εκείνο του ξωτικού, που χωρίς να του πει ούτε
μία λέξη τον παρηγόρησε σιωπηλά.
Η πτήση ήταν
εξαιρετικά καλή ηρεμώντας τον Ορλάντο, ο οποίος δεν είχε σταματήσει λεπτό να
θαυμάζει τα επιτεύγματα της τεχνολογίας μας ακόμη και με τη σκυλίσια μορφή του.
Φυσικά οι εκφράσεις του αυτές πρόσφεραν άφθονο γέλιο σε όλους μας αλλάζοντας
έστω και για λίγο τη διάθεσή μας. Το αεροδρόμιο του Λονδίνου, το Χίθροου, ήταν
γεμάτο κόσμο που κινούταν νευρικά. Παντού υπήρχαν αστυνομικοί, ενώ ο έλεγχος
είχε τριπλασιαστεί. Ο Ορλάντο έτρεξε στις τουαλέτες με τον Παναγιώτη στο πλευρό
του να ψιθυρίζει το αντιξόρκι που θα του έδινε πίσω την ανθρώπινη μορφή. Άξαφνα
όμως το ξωτικό άρχισε να τρέχει με ταχύτητα, ενώ την ίδια ακριβώς κίνηση
μιμήθηκε και ένας νεαρός απέναντί του. Οι δυο τους βρέθηκαν να έχουν επιτεθεί
σε δύο αγνώστους, ενώ τη στιγμή εκείνη δύο εκρήξεις ακούστηκαν από ένα άλλο
σημείο. Ο κόσμος άρχισε να τρέχει πανικόβλητος, ενώ οι αστυνομικοί είχαν
συλλάβει τρεις άντρες. Ο ένας παραδόθηκε στους αστυνομικούς από τον άγνωστο
νεαρό και εκείνοι τον ευχαριστούσαν ξανά και ξανά καθώς είχε μόλις αποτραπεί
μία ακόμη έκρηξη. Ο άλλος βρισκόταν στα χέρια του Ορλάντο, ο οποίος πίεζε την καρωτίδα
του αγνώστου κόβοντάς του συνεχώς το οξυγόνο. Ο άγνωστος είχε πανικοβληθεί, ενώ
εκείνη τη στιγμή ο Ορλάντο μπήκε μέσα στο μυαλό του διαβάζοντας το παρελθόν
του. Είδε ένα παιδάκι το πολύ τεσσάρων χρονών να στέκεται μονάχο του στη μέση
ενός πεδίου μάχης. Τότε ένας άνδρας, που μάλλον ήταν ο πατέρας του παιδιού, το
άρπαξε από το χέρι και μαζί άρχισαν να τρέχουν για να προφυλαχθούν από τις
βόμβες που έπεφταν βροχή και τους ανελέητους πυροβολισμούς. Τη στιγμή ακριβώς
εκείνη, ένας άλλος άντρας ντυμένος στα χακί πυροβόλησε τρεις φορές τον πατέρα
του παιδιού σκοτώνοντάς τον ακαριαία. Εκείνο άρχισε να κλαίει με λυγμούς, ενώ ο
δολοφόνος του πατέρα του το έσερνε στην κυριολεξία στο χώμα. Κατόπιν άρπαξε το
όπλο του και αφού το κόλλησε στον κρόταφο του μικρού, άρχισε να τον απειλεί ζητώντας
πιθανόν πληροφορίες. Τότε ακριβώς δίπλα τους πέρασε βιαστικά ένα ημιφορτηγό.
Από μέσα πετάχτηκε ένας άλλος άντρας ντυμένος με βρώμικα κουρέλια και καλυμμένο
το πρόσωπό του, ο οποίος πήρε τελικά το αγοράκι μακριά από τον δολοφόνο του
πατέρα του. Το οδήγησε σε μία σπηλιά ενός τεράστιου βουνού όπου του έδωσε
φαγητό και νερό, μα το κυριότερο από όλα παρηγοριά. Το αγοράκι έτρεμε ολόκληρο
και προτίμησε να μείνει νηστικό. Από την ημέρα εκείνη δεν είχε πει ούτε μία
λέξη. Μονάχα ψιθύριζε κάπου κάπου στον ύπνο του «Μπαμπά». Κάπου εκεί το ξωτικό σταμάτησε να διαβάζει το μυαλό του άγνωστου και
αφού τον άρπαξε από το χέρι εξαφανίστηκαν μέσα στο χάος του πλήθους που έτρεχε
ακόμη να σωθεί. Την πορεία τους ανέκοψε ένας νεαρός. Ήταν εκείνος που είχε
επιτεθεί παράλληλα με τον Ορλάντο στον έναν από τους τρομοκράτες.
«Μην κλέβεις τόσο
την παράσταση, πρίγκιπα! Προσπάθησε να είσαι λίγο πιο προσεχτικός με τις
κινήσεις σου. Μην ξεχνάς πως βρίσκεσαι στον κόσμο των θνητών, οι οποίοι διόλου
είναι συνηθισμένοι να αντικρίζουν σωτήρες με μυτερά αφτιά». Ο Ορλάντο τον
κοίταξε παραξενεμένος, ωστόσο η ικανότητά του να διαβάζει τη σκέψη του άλλου,
τον έκανε να δει λίγα στιγμιότυπα από τη ζωή του άγνωστου. «Μην προσπαθείς να
με διαβάσεις, Ορλάντο! Δε θα είναι καθόλου εύκολο, ξέρεις. Ωστόσο θα σου
συστηθώ ο ίδιος. Είμαι ο πέμπτος φύλακας του Άβατου. Το όνομά μου είναι
Βελφεγκόρ».
«Ένας δαίμονας! Πώς
στην ευχή πήρες ανθρώπινη μορφή; Άσε με να μαντέψω… Η μαγεία των ξωτικών ή
ακόμη καλύτερα του πατέρα μου. Εκείνος σε έστειλε;» ρώτησε το ξωτικό.
Ο δαίμονας
χαμογέλασε.
«Πίστεψε πως θα
χρειαζόσουν βοήθεια κι εγώ του ζήτησα να μου δώσει ένα δικό σου αντικείμενο
προκειμένου να καταφέρω να σε εντοπίσω. Αν κρίνω βέβαια από το σκηνικό που αντίκρισα,
θα χρειαστεί να μάθεις πώς να τραβάς λίγο λιγότερο την προσοχή. Ο έκπτωτος Θεός
βρίσκεται κάπου ανάμεσά μας κι εσύ δε βοηθάς καθόλου με τη στάση σου.
Διακριτικότητα λοιπόν, νεαρέ μου». Καθώς μιλούσαν, ο αιχμάλωτος του Ορλάντο
είχε μείνει να τους κοιτά με το στόμα ανοιχτό. Καθώς χρησιμοποιούσαν τη δική
τους γλώσσα, ο ίδιος δε φαινόταν να κατανοεί τίποτε απολύτως εκτός ίσως από το
γεγονός πως είχε μπλέξει άσχημα. «Τι θα κάνεις με αυτόν εδώ; Παράδωσέ τον,
κάλεσε τους θνητούς φίλους σου και πάμε να φύγουμε».
Ο Ορλάντο ωστόσο
συνέχισε να κοιτά διστακτικά τον νεαρό αιχμάλωτό του, ο οποίος είχε γίνει
μούσκεμα στον ιδρώτα και μουρμουρούσε κάτι σε μία παράξενη γλώσσα.
«Είδα κομμάτια από
τη ζωή του και θα ήθελα να του δώσω μία ευκαιρία να χρησιμοποιήσει τις
ικανότητές του για καλό σκοπό. Από μικρός έμεινε ορφανός. Για την ακρίβεια είδε
τον πατέρα του να σκοτώνεται μπροστά στα μάτια του. Γνώρισε μονάχα τη βία…» εξήγησε.
Ο δαίμονας τον κοίταξε για λίγο δύσπιστα.
«Πολύ καλά. Αυτό προϋποθέτει
πως θα τον προσέχεις όλη την ώρα. Δε θα ήθελα να βρεθούμε μπροστά σε κάποια
άσχημη έκπληξη εξαιτίας των συναισθηματισμών σου. Και τώρα παρ’ τον και βγείτε
έξω, καθώς είναι επικίνδυνο να τον εντοπίσουν. Εγώ θα βρω τους φίλους σου» είπε
και οι δρόμοι τους χώρισαν απότομα.
Ο Μιχάλης στεκόταν
ακίνητος στη μέση του χάους έχοντας σφιχταγκαλιάσει τη βαλίτσα μας, ενώ ο
Παναγιώτης έβριζε ακατάπαυστα για την τύχη του. Εγώ με το Θοδωρή κρατούσαμε την
υπομονή μας, όταν ένας νεαρός μας πλησίασε. Ήταν σχετικά ψηλός με σκούρα
καστανά μαλλιά, όχι πολύ κοντά, και μελί μάτια αρκετά ανοιχτά για να μοιάζουν
σχεδόν κίτρινα. Είχε μία άγρια και παράξενη ομορφιά. «Είστε οι φίλοι του
Ορλάντο, σωστά;» μας ρώτησε.
Ωστόσο κανένας από
μας δεν απάντησε μονομιάς. Τον κοιτάξαμε για λίγη ώρα καχύποπτα, ενώ ο
Παναγιώτης είπε:
«Έχει το ξωτικό
φίλους εδώ; Αυτό είναι αδύνατον».
O νεαρός τον κοίταξε με ένα σαρδόνιο χαμόγελο να σχηματίζεται στο πρόσωπό
του.
«Είμαι εδώ, γιατί
έδωσα μία υπόσχεση. Όπως κι εσείς έχουμε μία αποστολή, η οποία είναι πολύ πιο
σκοτεινή από όσο φαντάζει. Το παιχνίδι δεν έχει ξεκινήσει ακόμη. Πρέπει να φύγουμε.
Δεν είστε ασφαλείς εδώ. Είναι πολλά τα μάτια που σας κοιτάζουν καχύποπτα κι
εσείς αδυνατείτε να τα καταλάβετε» τελείωσε κι έπειτα γυρίζοντας άλλη μία φορά
προς το μέρος μας είπε: «Το όνομά μου είναι Βελφεγκόρ».
Ο Μιχάλης έτρεμε
ολόκληρος, ενώ ο Παναγιώτης είχε ένα βλέμμα σκληρό και αποφασισμένο. Ποτέ μου
ως τώρα δεν τον είχα δει έτσι. Ήταν πάντοτε θλιμμένος, ενώ τώρα η περιπέτεια
φαινόταν να του έχει κάνει καλό. Ο Θοδωρής τηλεφωνούσε στους παππούδες του να
έρθουν να μας πάρουν. Έμεναν έξω από το Λονδίνο σε ένα πολύ μικρό χωριό. Από ό,τι
μας είχε πει, λάτρευε την αρχιτεκτονική του καθώς του θύμιζε σκηνές από
παραμύθια. Ο σκοτεινός αλλά παράλληλα γοητευτικός, γοτθικός ρυθμός του
δημιουργούσε μία μυστηριακή ατμόσφαιρα. Για καλή μας τύχη η τρομοκρατική
επίθεση κι ο πανικός που προκάλεσε, χαλάρωσαν για λίγο τον έλεγχο κι έτσι
κανείς δεν έδωσε ιδιαίτερη βάση στον Ορλάντο. Ωστόσο, γινόταν συχνό θέμα
συζήτησης των περαστικών που κάρφωναν άθελά τους το βλέμμα τους στα σχεδόν
τέλεια χαρακτηριστικά του και στα βαθυγάλανα μάτια του.
Έξω από το
αεροδρόμιο μας περίμενε ο Βελφεγκόρ μαζί με τον άγνωστο, ο οποίος μουρμουρούσε
συνέχεια στα αραβικά. Το ξωτικό τον κοίταξε μέσα στα μάτια μερικά δευτερόλεπτα
και έπειτα άρχισε να του απαντά στη γλώσσα του. Όλοι μας είχαμε μείνει να τον
κοιτάζουμε, εκτός φυσικά από τον νεαρό σύμμαχό του που από όσο φαινόταν γνώριζε
καλά τα χαρίσματα και τις ικανότητες της φυλής των ξωτικών. Ο άγνωστος κοίταξε
το ξωτικό με μίσος, πάραυτα μας ακολούθησε σιωπηλός και υποβασταζόμενος από τον
Ορλάντο και τον Βελφεγκόρ. Μία δυνατή κόρνα μας έκανε να τιναχτούμε. Ήταν ο
παππούς του Θοδωρή, ο οποίος μαζί με τη γιαγιά του έμεναν μόνιμα στην Αγγλία.
Κατέβηκε από το αυτοκίνητο και μας χαιρέτησε ιδιαιτέρως πρόσχαρα.
«Πω πω, δεν
περίμενα μια τόσο μεγάλη παρέα. Να δω τώρα που θα βρω χώρο για όλους σας.
Ξέρεις Θοδωρή… Έχουμε φιλοξενούμενη στο σπίτι. Την όχι και τόσο αγαπημένη σου
ξαδέρφη, Σύλια. Ελπίζω να μη σας δημιουργώ πρόβλημα. Έχετε πολλά να μου πείτε» τελείωσε
κι όλοι μας παλέψαμε να στριμωχτούμε στο αυτοκίνητο με το ξωτικό να επιμένει
πως μπορούσε να ανέβει στην οροφή και να κρατήσει άψογη ισορροπία, ώστε να μη
στερήσει κάποιου άλλου τη θέση.
Η διαδρομή ήταν
μεγάλη και το βλέμμα του Ορλάντο είχε καρφωθεί στα καταπράσινα λιβάδια, τα
εντυπωσιακά ψηλά δέντρα και τον υγρό καιρό που χαρακτήριζε τη χώρα. Πιθανότατα
είχε βρει αρκετές ομοιότητες με τον δικό του κόσμο καθώς χαμογελούσε συνέχεια.
Τα μάτια μου είχαν καρφωθεί σε εκείνο το χαμόγελο και δίχως να το καταλάβω,
έπιασα τον εαυτό μου να χαμογελά μαζί του.
Το σπίτι των
παππούδων του Θοδωρή ήταν μία αρκετά μεγάλη μονοκατοικία, με μία πέτρινη μάντρα
να την περικλείει. Η τεράστια σιδερένια της πόρτα άνοιξε και το αυτοκίνητο
πέρασε μέσα. Σε λίγα λεπτά εμφανίστηκε και η γιαγιά του, η οποία φώναζε το
όνομα του εγγονού της ξανά και ξανά. Φαινόταν συγκινημένη που τον έβλεπε μετά
από τόσο καιρό. Κατεβήκαμε κατάκοποι και φοβισμένοι. Τα μάτια της γιαγιάς του
καρφώθηκαν στον Ορλάντο και τον Βελφεγκόρ.
«Μα είστε τόσο
όμορφοι! Τέτοια ομορφιά σπάνια συναντάς» αναφώνησε και τη στιγμή εκείνη
εμφανίστηκε μία κοπέλα στο κατώφλι.
Κοιτούσε τον
Ορλάντο επίμονα χαρίζοντάς του πότε πότε ένα χαμόγελο. Ήταν ψηλή και όμορφη με
μακριά ξανθά μαλλιά κι αλαβάστρινη επιδερμίδα, η οποία έκρυβε λίγες, μικρές,
παιχνιδιάρικες φακίδες κοντά στη μύτη. Η καρδιά μου σφίχτηκε. Δεν ήξερα γιατί.
Ήταν ένα πρωτόγνωρο συναίσθημα για μένα, καθώς ποτέ άλλοτε δεν είχα δώσει βάση
στον συναισθηματικό μου κόσμο.
«Γεια σου, Θοδωρή» είπε η κοπέλα αγκαλιάζοντας
κάπως τυπικά τον ξάδερφό της.
«Γεια και σε σένα, Σύλια»
απάντησε απρόθυμα εκείνος.
«Αντροπαρέα μαζευτήκατε, βλέπω! Δεν
τη λυπάστε την κοπέλα;» είπε δείχνοντας εμένα. «Νομίζω οι δυο μας θα τα πάμε
περίφημα. Θα έχεις σίγουρα ανάγκη από μία γυναικεία παρουσία, σωστά;» είπε
εκείνη και με χτύπησε φιλικά στην πλάτη.
Εγώ χαμογέλασα αμήχανα
μην έχοντας διάθεση για περαιτέρω κουβέντες μαζί της. Στο μυαλό μου είχε
καρφωθεί η εικόνα του προσώπου της που χαμογελούσε κοιτάζοντας το ξωτικό.
Το σπίτι μέσα ήταν
ζεστό και η ατμόσφαιρα φιλόξενη. Ο άγνωστος καθόταν παράμερα μονάχος του,
έχοντας σταυρώσει τα χέρια του και κοιτάζοντας έξω τα καταρρακτώδη νερά της
βροχής να πέφτουν κάνοντας θόρυβο, καθώς χτυπούσαν στη στέγη. Ο παππούς του
Θοδωρή το πρόσεξε αυτό και τον πλησίασε ήρεμα προσφέροντάς του ένα φλιτζάνι
τσάι.
«Δε μιλάει ελληνικά,
παππού» ακούστηκε η φωνή του Θοδωρή.
Τη στιγμή εκείνη ο
άγνωστος σηκώθηκε απότομα και βγήκε έξω στη βροχή τρέχοντας. Ο Ορλάντο και ο
Παναγιώτης τον ακολούθησαν. Τον βρήκαν να στέκεται καταμεσής της αυλής,
κρατώντας το κεφάλι του σαν σε απόγνωση.
«Δεν
καταλαβαίνετε!» τους φώναξε στα αγγλικά. «Θα με σκοτώσουν, όταν με βρουν.
Καλύτερα να με είχατε αφήσει να πεθάνω. Αυτή ήταν η αποστολή μου. Να ανατιναχθώ
και μαζί μου να παρασύρω και όσους πιο πολλούς μπορώ. Τουλάχιστον έτσι θα
πέθαινα ακαριαία. Τώρα θα πρέπει να υποστώ δημόσιο λιθοβολισμό λόγω εσχάτης
προδοσίας, μέχρι να λυγίσω και να πεθάνω από τα τραύματά μου!» τσίριξε
κοιτάζοντάς μας με μίσος. Ο Παναγιώτης είχε κοκαλώσει ενώ το ξωτικό ήρεμα του
απάντησε:
«Κανείς δεν
πρόκειται να σε πειράξει».
Ο άγνωστος τον
κοίταξε.
«Και τι ξέρεις εσύ,
ε; Ένας κοκκινομάλλης δυτικός είσαι που μια ζωή την πέρασε στα λούσα. Δεν έχεις
δει ποτέ σου αυτές τις εικόνες… Που σε στοιχειώνουν τις νύχτες... Που σε κάνουν
να αναρωτιέσαι ποια ακριβώς είναι τα ανθρώπινα όριά σου. Τι είδους προστασία
μπορείς εσύ να μου προσφέρεις; Καμιά απολύτως» σταμάτησε ασθμαίνοντας.
Τότε τα μάτια του
ξωτικού άρχισαν να λάμπουν έντονα. Με μία κίνηση του χεριού του αποκάλυψε τα
τριγωνικά αφτιά του και του είπε με φωνή βαθιά αλλαγμένη.
«Σου έδωσα δεύτερη ευκαιρία στη ζωή
βλέποντας μέσα στην ψυχή σου τον πόνο που κουβαλάς. Μην την πετάξεις αυτήν την
ευκαιρία. Χρησιμοποίησε τα όσα γνωρίζεις για καλό σκοπό, αν πραγματικά θέλεις
να αλλάξεις τη μοίρα σου. Αλλιώς να ξέρεις σε σκοτώνω ακαριαία εγώ ο ίδιος,
καθώς έχω δει πολύ καθαρά τα εγκλήματα που έχεις διαπράξει» τελείωσε και η όψη
του επανήλθε.
Ο νεαρός
τρομοκρατήθηκε και καμπουριάζοντας ελαφρώς παρέμεινε σιωπηλός. Τα τρεμάμενα
χέρια του σκούπισαν άτσαλα τα μουσκεμένα του μάτια. Κατόπιν το ξωτικό
κατευθύνθηκε προς το σπίτι, ενώ ο Παναγιώτης έμεινε λίγο ακόμη μαζί του. Παρά
το γεγονός πως λίγες ώρες νωρίτερα αυτός ο άγνωστος ήταν έτοιμος να ανατινάξει
το αεροδρόμιο, τώρα έμοιαζε πιο πολύ με έναν φοβισμένο και ταλαιπωρημένο
άνθρωπο, άξιο λύπησης.
«Πώς σε λένε;» τον
ρώτησε ο Παναγιώτης διστακτικά.
Ο νεαρός ύψωσε το βλέμμα του δειλά
και έπειτα του απάντησε:
«Κάτα με λένε και είμαι Αφγανός».
Ο Παναγιώτης τον τράβηξε για λίγο στο
υπόστεγο και συνέχισε:
«Πού έμενες;»
Ο Κάτα τον κοίταξε
με δισταγμό. Τώρα έτρεμε ολόκληρος από την υγρασία και τον φόβο.
«Γιατί θες να
μάθεις για μένα; Κανείς δεν το χει κάνει ως τώρα. Γιατί ενδιαφέρεστε όλοι σας
τόσο πολύ; Ποιοι είστε;»
«Από τη στιγμή που
θα συνεργαστούμε, είναι καλό να γνωρίζουμε ποιον έχουμε απέναντί μας» του είπε
ο Παναγιώτης.
Ο Κάτα σχημάτισε
για λίγο ένα στραβό χαμόγελο στα χείλη του. Παρά την καταγωγή του δεν ήταν τόσο
μελαμψός. Είχε μεγάλα και σαρκώδη χείλη και μάτια στο χρώμα του κάρβουνου.
«Η γενέτειρά μου
ήταν η Καμπούλ. Ωστόσο, όπως γνωρίζεις, φαντάζομαι δεν έμεινε σχεδόν τίποτε
πια. Γκρίζα, καταθλιπτικά κτίρια, τα μισά ερείπια και οικογένειες να ψάχνουν
στα σκουπίδια υπό το άγρυπνο βλέμμα των ελεύθερων σκοπευτών. Μία λάθος κίνηση
και πληρώνεται με τη ζωή σου. Από μικρό παιδί η ζωή μού φέρθηκε πολύ σκληρά.
Είδα τον πατέρα μου να σφαγιάζεται μπροστά στα μάτια μου από τους δυτικούς κι
εξευγενισμένους στρατιώτες. Τον πυροβόλησαν τρεις φορές για να βεβαιωθούν πως
ήταν νεκρός. Επέμεναν πως ήταν συνεργάτης των τρομοκρατών. Τι να έκανα; Τι θα
μπορούσα να κάνω; Η μητέρα και η αδερφή μου ήταν σπίτι. Εγώ δε γύρισα ποτέ όμως
εκείνη τη μέρα, καθώς οι στρατιώτες με άρπαξαν και άρχισαν να με σέρνουν στο
χώμα. Δεν προέβαλα σχεδόν καμία αντίσταση, καθώς ο κόσμος μου είχε καταρρεύσει.
Με απείλησαν με όπλο. Εμένα που ήμουν πέντε χρονών. Τη στιγμή εκείνη σχεδόν από
το πουθενά εμφανίστηκε ένα φορτηγό. Ο οδηγός και ο συνοδηγός είχαν καλυμμένα τα
πρόσωπά τους. Έκοψαν τον δρόμο στους στρατιώτες και με πήραν μέσα από τα χέρια
τους αιφνιδιάζοντάς τους. Πυροβολισμοί ακούγονταν για αρκετή ώρα ωστόσο δε
γύρισα ποτέ μου το κεφάλι να κοιτάξω πίσω. Το άφησα να κρέμεται σχεδόν
αναίσθητο, ενώ οι σωτήρες μου με καθησύχαζαν. Μου πρόσφεραν κάτι να φάω καθώς
εδώ και δύο μήνες, η μητέρα μου πήγαινε στις αγορές και ψώνιζε μονάχα κάτι
σάπια λαχανικά. Έτσι το φαί τους μου φάνηκε πολυτέλεια. Έκανα να μιλήσω ένα
χρόνο. Έπειτα με μόρφωσαν και μου έμαθαν να τους εκτιμώ, να τους σέβομαι και
πάνω από όλα να τους υπακούω ότι και να γινόταν. Μου έδιναν αυτοσχέδιους
εκρηκτικούς μηχανισμούς και μου μάθαιναν πώς να τρέχω και να τους πετώ, ώστε να
μη χάσω ποτέ τον στόχο μου. Αυτή τη στιγμή τους έχω προδώσει και θα το
ανακαλύψουν. Ξέρουν πως ποτέ δεν ανατινάχτηκα και θα με αναζητήσουν. Γι’ αυτό
αφήστε με να φύγω».
Ο Παναγιώτης είχε
μείνει να τον ακούει με απόλυτη προσήλωση. Η μαύρη του ζωή τού θύμισε σε κάποια
σημεία τη δική του. Όταν οι ενήλικες με το έτσι θέλω κόβουν το νήμα της
αθωότητας της παιδικής ψυχής. Ωστόσο οι δυο τους είχαν ακόμη ένα κοινό. Τους
είχε δοθεί μία δεύτερη ευκαιρία μέσα από την αποστολή που μόλις είχαν αναλάβει.
Έπρεπε λοιπόν με κάθε τρόπο να τον πείσει πως η ζωή του είχε πραγματική αξία και
τη χρωστούσε στον ίδιο του τον εαυτό. Σε κανέναν άλλο.
«Πρέπει λίγο να σε
περιποιηθούμε. Κάτι μου λέει πως δεν έχεις χάσει τελείως την ανθρωπιά σου» του
χαμογέλασε ο Παναγιώτης, ενώ ο Κάτα συνέχισε να έχει το βλέμμα του κολλημένο
στη γη.
Ιφιγένεια Μπακογιάννη