Τον Αύγουστο του 1940 η οικογένεια Ασλάνογλου παραθέριζε στην Αίγινα μαζί με τη Σμαρώ, τον άντρα της και το γιο τους τον Αντώνη. Η μικρή πρωτεξαδέλφη της Κατίνας είχε παντρευτεί πριν περίπου δέκα χρόνια τον Γιακουμή, έναν Μανιάτη που είχε έρθει στον Πειραιά για να δουλέψει και ζούσε στην ομώνυμη συνοικία του, τα Μανιάτικα όπου έμεναν κι οι ίδιοι τώρα μόνιμα. Ήθελε πολύ ένα παιδί η Σμαρώ και να το κάνει γρήγορα όπως η ξαδέλφη της, όμως οι κακουχίες κι οι στερήσεις της προσφυγιάς σε τόσο τρυφερή ηλικία έβλαψαν το αναπαραγωγικό της σύστημα στερώντας της την ικανότητα να δημιουργήσει την μεγάλη φαμίλια που ονειρευόταν. Μετά από πολλές προσευχές, τάματα και δάκρυα, επέτρεψε ο Θεός να νιώσει κι αυτή τη χαρά της μητρότητας με το αγοράκι της, στο οποίο έδωσε το όνομα του αδικοχαμένου της πατριού που τον είχε αγαπήσει σαν βιολογικό πατέρα.
Η Γιασεμή κι ο Φώτης εξακολουθούσαν να μένουν μαζί στην Κοκκινιά. Εκείνος δεν παντρεύτηκε ποτέ, παρέμεινε εργένης όπως επέτασσε άλλωστε και το είδος της ζωής που επέλεξε να ζήσει στη νέα πατρίδα, παρά τις περιστασιακές σχέσεις που είχε με γυναίκες. Δεν ήταν κανένας βαρύς ρεμπέτης και χασικλής ο κυρ-Φώτης, ένιωθε όμως ότι ο γάμος κι η οικογενειακή ζωή δεν του ταίριαζε. Άλλωστε είχε περάσει πια ο καιρός του και νοιαζόταν επίσης την αγαπημένη του αδελφή που δεν ήθελε να την αφήσει μόνη. Με μοναδική συντροφιά το μπουζουκάκι του διασκέδαζε τις μοναχικές του ώρες κι ο τεκές του εξελίχθηκε σε ένα απ’ τα πιο φημισμένα στέκια του Πειραιά.
Τα τέσσερα τέκνα του Μανώλη και της Κατίνας μεγάλωναν και άνθιζαν σαν τα λουλούδια, δίνοντας απέραντη χαρά στους γονείς τους. Ο Στρατής ήταν πλέον δεκατεσσάρων χρονών παλικαράκι που μόλις άρχιζε να χνουδιάζει το πανωχείλι του, ευγενικό, καλόκαρδο, ψηλό και λιγνό, κληρονόμος των μαύρων ματιών της μάνας του όπως προέβλεψε ο Μανώλης μα κατά τα άλλα στο παράστημά του ήταν ανδριάντας του· η Άννα πάλι, δωδεκάχρονο γλυκό μπουμπούκι στην αρχή της εφηβείας του, πρόσχαρη, γελαστή και πιο ώριμη απ’ την ηλικία της, καθρέφτιζε στις ίριδές της το γαλανό του πατέρα της, ενώ όλο το υπόλοιπο λυγερό κορμάκι της υποσχόταν να γίνει μια εικόνα της όμορφης μητέρας της· ύστερα απ’ αυτούς ο εννιάχρονος Σίμος, ήσυχο και λίγο φιλάσθενο καταμελάχρινο αγοράκι που ποτέ δεν προκαλούσε φασαρίες, βρισκόταν στον αντίποδα της επτάχρονης αδελφούλας του της Φώφης, ενός καστανού στρουμπουλού διαβολάκου με συνεχώς διαλυμένες τις πλεξουδίτσες του που αρεσκόταν να πειράζει τους πάντες γύρω της, μα που στα έξυπνα ματάκια της αντιφέγγιζε μια αθώα, ανιδιοτελής αγάπη για τα αδέλφια και τους γονείς της. Τα καμάρωναν οι δυο ενήλικες που τα γέννησαν και τους μάθαιναν διαρκώς να σέβονται και να τιμούν το Θεό, το συνάνθρωπο, την πατρίδα και την προσφυγική καταγωγή τους. «Μην το ξεχνάτε ποτέ παιδιά μου, είστε από μια γενιά που κολύμπησε στο αίμα και την κράτησε ζωντανή η πίστη της» τους έλεγε συχνά ο Μανώλης.
Έτσι λοιπόν οι οικογένειες των δύο εξαδέλφων βρέθηκαν να κάνουν διακοπές μαζί το καλοκαίρι εκείνο στο εξοχικό του Γιακουμή που είχε επιλέξει να το χτίσει στο δημοφιλές τότε γραφικό νησί του Αργοσαρωνικού, μέσα στα πεύκα και το ήρεμο αιγιακό γαλάζιο. Τα πέντε ξαδέλφια απολάμβαναν καθημερινά το μπάνιο τους στη θάλασσα, το μεσημέρι έτρωγαν κάτω απ’ την κληματαριά της αυλής και το βράδυ χαλάρωναν με θέα τον έναστρο ουρανό ή έβγαιναν βόλτα στην παραλία της Χώρας για να απολαύσουν το παγωτό τους κι ένα κρύο ρόφημα, ενίοτε και φαγητό στα υπάρχοντα ταβερνάκια. Οι γονείς συμμερίζονταν τη χαρά των παιδιών τους, τελευταία όμως ήταν προβληματισμένοι και σοβαρές κουβέντες άναβαν όταν τα βλαστάρια τους πήγαιναν για ύπνο. Ανήμερα της Παναγίας τορπιλίστηκε μέσα στο λιμάνι της Τήνου το καταδρομικό “Έλλη”, γεγονός που συγκλόνισε το πανελλήνιο. Τα θραύσματα της τορπίλης που βρέθηκαν απεδείκνυαν περίτρανα ότι ο δράστης ήταν ένα ιταλικό υποβρύχιο, πράγμα που σήμαινε ότι η γειτονική χώρα υπό το φασιστικό καθεστώς του Μουσολίνι μάλλον ετοιμαζόταν για πόλεμο με την Ελλάδα… Ο Στρατής και η Άννα κάτι είχαν αντιληφθεί από μισόλογα κρυφακούγοντας, αλλά ούτε καταλάβαιναν ακριβώς τι συνέβαινε ούτε θέλανε να απαρνηθούν την ανεμελιά τους.
Την τελευταία μέρα των διακοπών τους στην Αίγινα, ζήτησαν από έναν πλανόδιο φωτογράφο να τους πάρει μια οικογενειακή φωτογραφία. Στάθηκαν σοβαροί και χαμογελαστοί συνάμα μπροστά στο φακό, ο Μανώλης με τον πρωτογιό και η Κατίνα με την πρωτοκόρη τους στο πλάι τους, ενώ στο κέντρο έβαλαν τα μικρά τους υστερότοκα. Μ’ ένα κλικ το γυάλινο μάτι της μηχανής απαθανάτισε τη στιγμή. Θάλασσα ακύμαντη στο βάθος να πλαισιώνει το ασπρόμαυρο πορτραίτο του αγαπημένου ζευγαριού με τα τέσσερα αγγελούδια τους, εκ των οποίων κανένας δεν ήξερε κι ούτε μπορούσε να φανταστεί καν τι φουρτούνες θα κλυδώνιζαν τη ζωή τους…
Κυριακή 27 Οκτωβρίου, βράδυ. Οι Ασλάνογλου ήταν καλεσμένοι στη γιορτή του κυρ-Νέστορα, ενός Ποντίου απ’ την Τραπεζούντα που είχε καταφέρει τα τελευταία χρόνια να επιτύχει με τη βιομηχανία του, παρέμενε όμως καταδεκτικός κι ανοιχτόκαρδος μ’ όλους τους γειτόνους του στη Νέα Ιωνία. Η σύζυγός του είχε ετοιμάσει την καλύτερη βεγγέρα που μπορούσε για την ονομαστική εορτή του άντρα της και όλοι χόρευαν, τραγουδούσαν, τρωγόπιναν ξένοιαστοι. Ο κυρ-Νέστορας λέξη δεν ήθελε να ακούει για την πολιτική, η οποία τις ημέρες εκείνες βρισκόταν μόνιμα στα χείλη των ανδρών. Απόψε ήταν ώρα χαράς και έπρεπε να ξεχάσουν για λίγο τις σκοτούρες, βάσιμες ή αβάσιμες.
Η οικοδέσποινα έβαλε ένα μεγάλο δίσκο βινυλίου στο γραμμόφωνο και το ανθόσχημο χωνί του πλημμύρισε το σαλόνι της με τις νότες του πασίγνωστου αστικού βαλς των χαμένων πατρίδων, «Μενεξέδες και ζουμπούλια». Οι άρρενες καλεσμένοι πήραν τις ντάμες τους κι άρχιζαν να στροβιλίζονται στο ρυθμό του. Το ίδιο έκανε κι ο Μανώλης με την Κατίνα που έφεγγε ολόκληρη μες στο καλό της φόρεμα και τα ασημικά που στόλιζαν τα αυτιά, τα χέρια και το λαιμό της. Η Άννα τη χάζευε.
«Αχ μανούλα μου είσαι τόσο όμορφη! Μακάρι να σου μοιάσω!» είπε με λαχτάρα. Χαμογέλασαν οι γονείς της.
«Έλα Αννούλα μου να σε χορέψω κι εσένα» πρότεινε τρυφερά ο Μανώλης στην μεγάλη κόρη του που τον κοίταξε σαστισμένη.
«Πήγαινε τζιέρι μου, άντε. Να σε χαρούν τα μάτια μου» της ψιθύρισε ενθαρρυντικά η Κατίνα και το κοριτσάκι έπιασε δειλά το χέρι του πατέρα της ο οποίος σαν να ’τανε ολόκληρη γυναίκα φίλησε το δικό της και αγκάλιασε τη μεσούλα της δείχνοντάς της τα βήματα. Η καρδιά της μητέρας της γέμισε νοσταλγία θωρώντας τους.
«Αχ Παναγιά μου, σαν να βλέπω εμένανε δεκάξι χρονώ, τότε που χόρευα με τον πατερούλη μου στη βεγγέρα των Μπαξεβάνογλου!» στοχάστηκε φωναχτά κι έστρεψε βουρκωμένη το βλέμμα της στον Ύψιστο.
Η μουσική τελείωσε κι οι γύρω τους ξέσπασαν σ’ ένα δυνατό χειροκρότημα προς τον Μανώλη και την Άννα η οποία χάρισε ένα πλατύ φωτεινό χαμόγελο στον πατέρα της. Εκείνος την έσφιξε γερά στα μπράτσα του και της ψιθύρισε συγκινημένος:
«Κορούλα μου γλυκιά, Αννούλα μου! Να μη φύγει ποτέ το γέλιο απ’ τα χειλάκια σου! Σ’ αγαπώ πολύ, καρδιά μου, και δεν θ’ αφήσω κανέναν να σε πικράνει… Τ’ ακούς ζαχαρένια μου; Κανέναν!»
Τραγική ειρωνεία όσον αφορά το τεράστιο ψυχολογικό φορτίο που θα επωμιζόταν τούτο το μικρό κορίτσι…
Τη Δευτέρα το πρωί δεν τους ξύπνησε το παράφωνο λάλημα του πετεινού της κυρα-Μαριορής. Το ρόλο του ξυπνητηριού ετούτη τη φορά έπαιξε ο νεαρός εφημεριδοπώλης που διαλαλούσε σ’ όλη τη γειτονιά:
«Εφημερίδεεες! Η Ιταλία κήρυξε τον πόλεμο στην Ελλάδα! Γενική επιστράτευση! Εφημερίδεεεες!»
Ανοίξανε διάπλατα τα μάτια και τα πορτοπαράθυρα, οι γειτόνισσες πετάχτηκαν έξω ρωτώντας η μία την άλλη αν ήξερε τι συνέβαινε. Ο Μανώλης άρπαξε ένα τεύχος της φυλλάδας που είχε κυλιστεί στο χώμα, διέτρεξε με το βλέμμα του τους πηχυαίους τίτλους κι ύστερα έφερε στο τραπέζι τους το μικρό ραδιόφωνο που αγόρασε ο ίδιος, γνέφοντας στην Κατίνα να πλησιάσει. Περίεργα τα παιδιά μαζεύτηκαν γύρω τους και άκουσαν μετά το χαρακτηριστικό σήμα της φλογέρας τον εκφωνητή να λέει έντονα:
«Εδώ Ραδιοφωνικός Σταθμός Αθηνών… Μεταδίδομεν το πρώτον ανακοινωθέν του Ελληνικού Γενικού Στρατηγείου… Αι ιταλικαί στρατιωτικαί δυνάμεις προσβάλλουν από της 5.30΄ πρωινής της σήμερον τα ημέτερα τμήματα προκαλύψεως της ελληνοαλβανικής μεθορίου… Αι ημέτεραι δυνάμεις αμύνονται του πατρίου εδάφους!»
«Τι σημαίνει αυτό μπαμπά; Αι ημέτεραι δυνάμεις αμύνονται του πατρίου εδάφους;» απόρησε η Άννα.
«Σημαίνει ότι έχουμε πόλεμο, Αννούλα» της εξήγησε ο Μανώλης. «Οι άντρες μας παίρνουν τα όπλα για να υπερασπιστούν την πατρίδα μας!»
«Ποιοι άντρες; Θα πάρουν κι εσένα, μπαμπά, ή το Στρατή;» πετάχτηκε η Φώφη.
«Εμένα ίσως, τζιέρι μου. Το Στρατή μας όχι, είναι παιδί ακόμα…»
«Πάντως εγώ, πατέρα, αν ήμουν στη σωστή ηλικία, θα ’τρεχα να πάω στο μέτωπο» παρενέβη ο Στρατής.
«Το ξέρω, γιόκα μου. Το ξέρω» του απαντά ο Μανώλης και χτυπά το σβέρκο του. Τα μάτια του παίρνουν μια ανεξήγητη λάμψη, καθώς θυμούνται παλιές μάχες κάπου στα βάθη της Τουρκίας που έληξαν άδοξα…
«Είναι γενναίος ο αδερφός σας όπως κι ο πατέρας σας. Ξεύρετε ότι τα ’βανε με τους Τούρκους στη Μικρασία; Κόντεψε να σκοτωθεί κιόλας…» σπάει τη σιωπή η Κατίνα περιβάλλοντας τους ώμους του άντρα της.
«Μη τα μελετάς αυτά, γυναίκα, ήταν τραγικά… Τώρα όμως θα κλοτσήσουμε τους μακαρονάδες, να πέσουν στη θάλασσα από την Πίνδο και να γυρίσουν κολυμπώντας στη χώρα τους!» λέει με ένα ορμητικό τόνο που ενδόμυχα τη φοβίζει.
«Μανώλη, κάτσε στ’ αυγά σου» αποπειράται να τον συνετίσει τη νύχτα. «Σώνει και καλά να ντυθείς το χακί; Τέσσερα ανήλικα έχουμε, πως θα τα θρέψω μόνη μου αν… αν τυχόν σκοτωθείς; Αφού μπορείς ν’ απαλλαγείς απ’ τη στράτευση κάμε το, σ’ εκλιπαρώ, σ’ ικετεύω! Δεν θ’ αντέξει άλλα βάσανα πολέμου το κορμί σου…»
Ένας λυγμός ακούγεται μαζί με τη στερνή της λέξη. Ο Μανώλης την παίρνει στην αγκαλιά του για να την ηρεμήσει.
«Έχεις δίκιο γυναίκα. Όσο και να με τσιγκλά έχεις δίκιο. Θα τον πολεμήσουμε αλλιώς τον εχτρό…»
Η ανταπόκριση των νιάτων της Ελλάδας στη γενική επιστράτευση είναι εντυπωσιακή. Βροντοφωνάζοντας «ΟΧΙ!» και «ΑΕΡΑ!» επιβιβάζονται στα τρένα που θα τους πάνε στο μέτωπο. Ο στρατός ενισχυμένος αρχίζει να προελαύνει και στις 22 Νοεμβρίου καταλαμβάνει πρώτη την Κορυτσά. Ολόκληρη η Ελλάδα πανηγυρίζει. Τον πνίγει το φιλότιμο τώρα το Μανώλη, βγάζει φλύκταινες όταν σκέφτεται ότι μένει πίσω ενώ μπορεί να κρατήσει όπλο.
«Γυναίκα, τελείωσε, θα πάω στο μέτωπο. Είμαι ακόμα σαράντα χρονών και δεν ημπορώ να κάθουμαι σπίτι σαν το γερόντι!» δηλώνει με στόμφο στην Κατίνα κι είναι βράχος.
Με δάκρυα στα μάτια τον αποχαιρετά εκείνη στο Σταθμό Λαρίσης. Σκύβει το κεφάλι κι αποδέχεται την επιμονή του. Της δίνει ένα τρυφερό φιλί στο μέτωπο, αγκαλιάζει ύστερα όλα τα παιδιά τους και πηδάει στο βαγόνι χαμογελώντας. Ένεκα της ηλικίας του και της οικογενειακής του κατάστασης τον τοποθετούν σε διοικητικά πόστα και εφεδρικές θέσεις μάχης. Δεν τον νοιάζει ιδιαίτερα που δεν βρίσκεται στην πρώτη γραμμή, αφού έστω κι έτσι νιώθει ότι προσφέρει στον αγώνα της πατρίδας τους.
Η Κατίνα μόνη της πασχίζει να τα βγάλει πέρα. Δελτίο τροφίμων, συσκότιση, βομβαρδισμός, σειρήνες, καταφύγια, γίνονται το καθημερινό τους λεξιλόγιο. Οι πρώτοι νεκροί βάφουν με το αίμα τους τις χιονισμένες βουνοπλαγιές της Πίνδου, οι πρώτοι τραυματίες γεμίζουν τα νοσοκομεία των μεγάλων πόλεων. Ανακουφίζεται και σταυροκοπιέται η νέα γυναίκα όταν δεν ακούει πουθενά ανάμεσά τους το όνομα του άντρα της, λυπάται ωστόσο βλέποντας τις πρώτες μαυροφορούσες στη γειτονιά κι ακούει το θρήνο τους. Έρχεται και το πρώτο γράμμα του Μανώλη. Το ανοίγει με λαχτάρα και το διαβάζει μεγαλόφωνα. Είναι καλά παρά τις δυσκολίες και τους στέλνει τα φιλιά του. Δεν τολμάει όμως να μιλήσει για τα κρυοπαγήματα, τις σφαίρες που πέφτουνε βροχή, την πείνα, τη δίψα και την ψείρα.
Εν τω μεταξύ οι νίκες του ελληνικού στρατού συνεχίζονται ραγδαίες: Άγιοι Σαράντα, Πόγραδετς, Αργυρόκαστρο, Χειμάρρα. Καταλαμβάνουν όλη τη Βόρεια Ήπειρο. Τα σατιρικά και σκωπτικά τραγούδια για τους «μακαρονάδες» δίνουν και παίρνουν. Σύσσωμα τα μετόπισθεν ρίχνονται με τον τρόπο τους στον αγώνα. Μια φορά τη βδομάδα η Κατίνα με την Άννα πάνε στη «Φανέλα του Στρατιώτη» στο κέντρο της Αθήνας και αφήνουν δέματα πλεκτές φανέλες και κάλτσες μαζί με μικρά δωράκια για τους φαντάρους. Το Δωδεκαήμερο περνά χαρμόσυνο, αλλά με την άφιξη της νέας χρονιάς τα πράγματα αρχίζουν να παίρνουν ανάποδη τροπή. Στις 29 Ιανουαρίου 1941 πεθαίνει ο πρωθυπουργός Ιωάννης Μεταξάς και έρχεται στη θέση του ο Αλέξανδρος Κορυζής, τέως πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της Αγροτικής Τραπέζης. Στις 6 Απριλίου ο Χίτλερ επιτίθεται ανοιχτά κατά της Ελλάδας, ενώ έξι μέρες αργότερα αρχίζει η υποχώρηση του στρατού από την ελληνοαλβανική μεθόριο. Ο Κορυζής αυτοκτονεί στις 18 του μήνα και στις 27 Απριλίου, Κυριακή του Θωμά, ανοιξιάτικη, ηλιόλουστη, τα γερμανικά στρατεύματα εισέρχονται στην Αθήνα. Ο Ραδιοφωνικός Σταθμός σιγά. Μετά απ’ την Ανάσταση του Κυρίου, η Ελλάδα φορτώνεται το δικό της σταυρό και προχωρεί στο Γολγοθά…
Ο Μανώλης επέστρεψε κατάκοπος, χλομός, γερασμένος. Τον είδε η Κατίνα στην αυλή τους και έσπευσε με μια κραυγή χαράς να τον προϋπαντήσει. Εκείνος όμως δεν ανταποκρίθηκε στα απανωτά φιλιά της που σκέπαζαν τα θεριεμένα γένια του. Πήρε την όψη της στις παγωμένες παλάμες του κι ένωσε τις ματιές τους. Διέκρινε η Κατίνα τη συννεφιά μέσα στις κόρες του, κατάλαβε. Αγκαλιάστηκαν σφιχτά και κλάψανε, για τα δεινά που τους περίμεναν, για τα χαμένα όνειρα του λαού τους, για το ριζικό της φυλής που μαδούσε ξανά με παράπονο της νίκης το κλωνάρι. Και το βαρύ σκοτάδι της σκλαβιάς πήρε να απλώνει τα ζοφερά του δίχτυα πάνω απ’ την λατρεμένη γη του ήλιου του ηλιάτορα.
Οι Γερμανοί άρπαζαν ό, τι υλικό αγαθό εδύνατο να χρησιμεύσει στο στρατό τους. Άρχισαν να γίνονται αισθητές οι ελλείψεις στην πρωτεύουσα. Ο βαρύς χειμώνας που ακολούθησε έφερε μαζί του και τη μεγάλη πείνα, η οποία θέρισε μέσα σε λίγους μήνες δεκάδες ανθρώπινες ψυχές. Απότοκό της οι μαυραγορίτες, που εκμεταλλεύονταν στυγνά τη δυστυχία του κοσμάκη προς ίδιον όφελος, κρύβοντας τρόφιμα και πουλώντας σε εξωφρενικές τιμές όσα καθιστούσαν εμφανή.
Ο Στρατής, η Άννα και η Φώφη, παρά το ότι είχαν αρχίσει να αδυνατίζουν, βαστούσαν καλύτερα από το μικρό Σίμο που αρρώσταινε συνέχεια. Κάθε τρεις και λίγο το αδελφάκι τους βρισκότανε στο κρεβάτι. Έτρεμε η Κατίνα για την υγεία των παιδιών της, μα πάνω απ’ όλα έτρεμε για τούτο το βλαστάρι της που ήταν εκ φύσεως ασθενικό. Υπήρχαν μέρες που δεν είχε μια μπουκιά ψωμί να τους δώσει να ξεγελάσουν την πείνα τους. Σιγόκλαιγε πικρά τότε κι ο Μανώλης προσπαθούσε να τη μερώσει, λέγοντάς της ότι μόνο η προσευχή θα τους βοηθούσε να αντέξουν το φοβερό αυτό μαρτύριο της πείνας, που ήταν χειρότερο κι απ’ την κάθε μάχη. Προσεύχονταν λοιπόν το ανδρόγυνο, προσεύχονταν και ήλπιζαν.
Κείνες τις μέρες του Φλεβάρη το 1942, μια πιο ισχυρή από τις προηγούμενες αρρώστια είχε ρίξει γερά στο στρώμα τον μικρό Σίμο. Το αγοράκι ανέπνεε βαριά, καιγόταν στον πυρετό κι έλιωνε διαρκώς σαν το κερί, με αποτέλεσμα οι γονείς και τα αδέλφια του να καρδιοχτυπούν συνεχώς για τη ζωή του. Η δεκατετράχρονη Άννα ανέλαβε οικειοθελώς τη φροντίδα του για να ξεκουράσει λίγο την αποκαμωμένη Κατίνα. Ήταν βράδυ και το νεαρό κορίτσι ξαγρυπνούσε δίπλα στον αδελφό της διαβάζοντας στο ισχνό φως της λάμπας τον “Καιρό του Βουλγαροκτόνου” της Πηνελόπης Δέλτα, που είχε δώσει τέλος στη ζωή της με δηλητήριο όταν οι Γερμανοί μπήκαν στην Αθήνα. Τα βιβλία πάντα τη συνάρπαζαν, την ταξίδευαν σε κόσμους μαγικούς, σε εποχές αλλοτινές, και το μυαλό της ζωντάνευε μέσα απ’ τις πυκνογραμμένες αράδες τις εικόνες κάνοντάς την να νιώθει ότι συμμετείχε κι η ίδια στην διήγηση…
Πολύ ήσυχος της φάνηκε ξαφνικά ο Σίμος, σαν να μην ανέπνεε καθόλου. Υπό άλλες συνθήκες θα υπέθετε ότι κοιμόταν, όμως τώρα μια απαίσια υποψία σύρθηκε στην καρδιά της. Τινάχτηκε απάνω και τον πλησίασε αγγίζοντας το λαιμό του. Κι αυτό που αντιλήφθηκε της πάγωσε το αίμα.
«Μαμά!» ούρλιαξε τρέχοντας στην κάμαρα των γονιών της. «Μπαμπά, ξυπνήστε! Ο Σίμος μας!»
Στη στιγμή πετάχτηκαν εκείνοι από το στρώμα τους. «Τι έγινε κορίτσι μου; Τι έπαθε ο αδερφός σου;» τη ρώτησε η Κατίνα πιάνοντας με αγωνία τους ώμους της.
«Μαμά… ο Σίμος μας…»
«Τι παιδί μου;»
«Πέθανε!» ξεστόμισε το φρικτό νέο η Άννα και ξέσπασε σε κλάματα. Τα γόνατα της Κατίνας λύθηκαν.
«Όχι Χριστέ μου! Όχι!» σκλήρισε τραβώντας τα μαλλιά της και σαν σίφουνας όρμησε στο κορμάκι του μικρού της γιου που άρχιζε να κρυώνει. Του έτριψε τα ποδαράκια, τα χεράκια του, φύσηξε μες στο στόμα του αρνούμενη το θάνατο, προσπαθώντας να εκμαιεύσει ζωή απ’ τα ξυλιασμένα μέλη του.
«Σιμωνάκι μου, παιδάκι μου… Γύρνα πίσω τζιέρι μου, άνοιξε τα ματάκια σου και δες τη μανούλα που σου μιλάει… Όχι, γιόκα μου, μη φεύγεις, δεν ήρχε ακόμα η ώρα σου…»
Μόλις το παραμιλητό της κόπασε, τα σπλάχνα της πήραν να ξεσκίζουν σαν νύχια ατσάλινα δυνατοί λυγμοί. Μια έσκυβε το κεφάλι της στο άψυχο στέρνο του παιδιού της καταβρέχοντάς το και μια το σήκωνε ψηλά για να διαμαρτυρηθεί στον Δημιουργό:
«Γιατί Θεέ μου, γιατί; Γιατί το παιδί μου, γιατί το σπλάχνο μου; Τι σ’ έκαμα Θεέ μου και με τιμωρείς τόσο σκληρά; Τι σ’ έκαμα, μου λες; Τι σ’ έκαμα…»
Ο Μανώλης και τα υπόλοιπα παιδιά μαζεύτηκαν γύρω τους συντετριμμένοι ολοκληρώνοντας το θλιβερό σύμπλεγμα. Εκείνος γονάτισε δίπλα στη γυναίκα του κι έσμιξαν τον πόνο τους, ενώ η Φώφη κούρνιασε κλαίγοντας στις αγκαλιές τους. Ο Στρατής ανακάτωνε τα μαλλιά του αδελφού του και σκούπιζε τα μάτια του στο μπράτσο του με πείσμα. Και ανάμεσά τους πιο τραγική φιγούρα φάνταζε τούτη την ώρα η Αννούλα, που γερμένη στο πάτωμα έτυπτε τα άγουρα στηθάκια της και μεμφόταν τον εαυτό της για το θάνατο του Σίμου:
«Εγώ φταίω, αδερφούλη μου, εγώ φταίω… Αν σ’ είχα προσέξει λίγο παραπάνω, αν δεν ξεχνιόμουνα διαβάζοντας το καταραμένο το βιβλίο, δεν θα ’χες φύγει! Θα ’σουν εδώ μαζί μας, θα γινόσουνα καλά! Συγχώρα με αδερφούλη μου, συγχώρα με Σιμάκο μου…»
Βούλιαξε η καρδιά της Κατίνας ακούγοντας τους οδυρμούς της κόρης της. «Κοριτσάκι μου, μη λες τέτοια λόγια» της μίλησε βραχνά κλείνοντάς την προστατευτικά στην αγκαλιά της και φιλώντας της τα μάγουλα. «Δε φταις εσύ τζιέρι μου… Ο Θεός τον πήρε κοντά του τον αδερφό σου και τον έκαμε άγγελο, γιατί δεν ήθελε να τον αφήσει να ταλαιπωριέται στη γη με την αρρώστια του…» Μ’ αυτά τα λόγια προσπαθούσε η Κατίνα να δώσει απαντοχή και στη δικιά της ψυχή που ταλανιζόταν.
Η λιτή κηδεία του μικρού έγινε την επόμενη κιόλας μέρα. Οι γείτονες μάταια αποπειρώνταν να βρουν ένα λόγο παρηγοριάς για να απαλύνει τον πόνο των χαροκαμένων γονιών και των ζωντανών παιδιών τους. Τα δεκαέξι χρόνια του Στρατή επαναστατούσαν μπρος στα τεκταινόμενα. Γιατί ο αδελφός του, πριν καν γίνει έντεκα, να κατεβεί στον τάφο; Γιατί να πεθαίνουν συνέχεια γύρω του οι συνάνθρωποί του, επειδή οι παχύδερμοι Ναζί ετσιθελικά τυραννούσαν τη χώρα του; Κάτι έπρεπε να κάνει, δεν γινόταν να μένει άπραγος…
«Μανώλη, να πουλήσουμε ό, τι πολύτιμο έχουμε μήπως καταφέρουμε να πάρουμε κάνα φαγώσιμο παραπάνω για τα παιδιά, κάνα τενεκέ λάδι έστω. Δε βαστώ να τα θωρώ να λιώνουν» είπε η Κατίνα κάποια στιγμή στον άντρα της. «Τα δαχτυλίδια, τα βραχιόλια μου… Ακόμα και τις βέρες μας»
«Κατίνα μου συμφωνώ μαζί σου, να τα πουλήσουμε τα χρυσαφικά και τ’ ασήμια, τι μας χρειάζουνται άλλωστε; Μα και τις βέρες μας καλή μου; Το σύμβολο του γάμου μας;»
«Δε χρειάζουμαι χαλκά εγώ, Μανώλη μου, για να ξεύρω ότι είμαι γυναίκα σου» αντέλεξε βουρκωμένη. «Ό, τι κάμω θα το κάμω για τα παιδιά μας, για να μη χάσουμε κι άλλο τους όπως χάσαμε το Σίμο μας…»
Σκέπασε τη δεξιά παλάμη του άντρα της με τη δική της δεξιά, όπου ακόμα στέκονταν ανύποπτα τα αντικείμενα της μέλλουσας θυσίας. Μ’ ένα βλέμμα συμφώνησε κι εκείνος. Τα πράγματα, ακόμη και τα πιο ακριβά και πολύτιμα, ξαναφτιάχνονται, οι άνθρωποι όμως ποτέ. Και για τους ίδιους τα παιδιά τους ήταν το πολυτιμότερο χρυσάφι του κόσμου όλου που έπρεπε πάση θυσία να διαφυλάξουν ακέραιο.
Αλλά ας γυρίσουμε πάλι στο Στρατή και την επιθυμία του να αντιδράσει στα φοβερά που έβλεπε να συμβαίνουν γύρω του. Η ευκαιρία λοιπόν του δόθηκε κάποιους μήνες αργότερα. Έμαθε ότι δύο παλικάρια απ’ τη γειτονιά λίγο μεγαλύτερα που τα γνώριζε χρόνια, ο Αλέξανδρος και ο Παύλος, είχαν φτιάξει μια μυστική αντιστασιακή ομάδα και συναντιόντουσαν τις νύχτες παρά την απαγόρευση της κυκλοφορίας σ’ ένα έρημο υπόγειο που το μετέτρεψαν σε αρχηγείο τους. Τους προσέγγισε λοιπόν και τους ρώτησε με τρόπο αν θα μπορούσε κι αυτός να ενταχθεί στην ομάδα. Δεν χρειάστηκαν πολλά πολλά οι δύο άλλοι νέοι για να δεχτούν το Στρατή στον κύκλο τους. Ήξεραν πολύ καλά τι σόι παιδί ήταν, πόσο ντόμπρος, μαχητικός και έτοιμος να υπερασπιστεί αξίες και ιδανικά κι έτσι τον μύησαν γρήγορα στην Αντίσταση. Ο Στρατής αποδείχθηκε εξαιρετικά ενεργό μέλος και παρά το φόβο που τους διέτρεχε όλους μήπως βρεθεί κανένας δωσίλογος και τους καταδώσει ήταν πάντα συνεπής στις κρυφές συναντήσεις τους στο υπόγειο, εκτός αν κάτι έκτακτο του δημιουργούσε κώλυμα. Παρακολουθούσαν στο ραδιόφωνο τις ειδήσεις απ’ την εξόριστη κυβέρνηση του Καΐρου, συνέτασσαν προκηρύξεις, κάποτε εξαιρετικά ριψοκίνδυνοι έκλεβαν στα κρυφά προμήθειες από κάποια αποθήκη μαυραγορίτη για να τα μοιράσουν στους πεινασμένους γείτονες και συμμετείχαν με το δικό τους τρόπο στην προσπάθεια καταπτόησης του εχθρού.
Ένα βράδυ το καλοκαίρι του 1943 εμφανίστηκε ντροπαλή στο κρησφύγετό τους μια γλυκιά ξανθή δεκαεπτάχρονη κοπέλα και ο Παύλος τους ενημέρωσε χαμογελώντας ότι μόλις απέκτησαν νέο μέλος. Ήταν η μικρότερη αδελφή του, η Λιάνα, συμφοιτήτρια παλιά του Στρατή στο ενιαίο δημοτικό σχολείο. Ξαφνιάστηκε ευχάριστα όταν τον είδε ανάμεσά τους και του έδωσε πρόθυμα το χέρι σαν να τον γνώριζε πρώτη φορά. Της ανταπέδωσε τη χειραψία ο Στρατής, μα κάτι σαν ηλεκτρικό ρεύμα διαπέρασε την καρδιά του μόλις το δέρμα του ήρθε σε επαφή με το δικό της. Προσπάθησε να φανεί ψύχραιμος και να μην εκδηλώσει την αναστάτωσή του μπροστά της, ωστόσο η αντάρα που σηκώθηκε μέσα του δεν έλεγε να κατασιγάσει. Τη Λιάνα τη θυμόταν μικρό κοριτσάκι και τώρα είχε γίνει σχεδόν γυναίκα. Ήταν πολύ καλοί φίλοι οι δυο τους. Από την πρώτη μέρα που εξάχρονα παιδάκια κάθισαν στα θρανία και ο Στρατής πρώτος συστήθηκε στη Λιάνα κάνοντάς την να αισθανθεί πιο άνετα, εκείνη ήταν η μοναδική κολλητή του μεταξύ όλων των άλλων αγοριών φίλων του. Τη θαύμαζε για τη δυναμικότητά της, για το πάθος με το οποίο υπερασπιζόταν τα δίκια της χωρίς να φοβάται να τσακωθεί με συμμαθητές ή συμμαθήτριες εάν το έκρινε αναγκαίο. Μετά τα δώδεκά τους χωρίστηκαν, καθώς εκείνη πήγε σε Γυμνάσιο Θηλέων στην Αθήνα κι εκείνος σε Αρρένων. Και τώρα που την ξανάβλεπε αλλαγμένη έτσι απρόσμενα μπροστά του και έμαθε ότι θα ήταν συναγωνίστριά τους, κάτι πρωτόγνωρο σκίρτησε μέσα του, που έμοιαζε με θαυμασμό αλλά ήταν στην πραγματικότητα κάτι πολύ βαθύτερο και ωραιότερο. Ήταν αυτό το ξύπνημα που νιώθουν μέσα τους οι νεανικές υπάρξεις και τις οδηγεί στην πηγή της ζωής, τον έρωτα, κι αυτό ακριβώς θέριεψε στην αγνή καρδιά του νεαρού εφήβου: ένα αίσθημα δυνατό, αληθινό, που έμελλε δυστυχώς να μείνει ανεκπλήρωτο…
Σε κανέναν δεν είχε πει τίποτα ο Στρατής για την ένταξή του στην Αντίσταση, τηρώντας απαρέγκλιτα τον όρκο σιωπής που πήρε. Μόνο στην Άννα είχε εκμυστηρευτεί το μυστικό του και την όρκισε ύστερα με τον ίδιο τρόπο. Ο Μανώλης κι η Κατίνα δεν είχαν ιδέα ότι ο γιος τους ήταν “μπλεγμένος” όπως συνήθιζαν πολλοί να λένε. Για αυτό όταν εκείνο το φθινοπωρινό απόβραδο χτύπησαν την πόρτα τους δυο Γερμανοί στρατιώτες συνοδευμένοι από έναν ταγματασφαλίτη, μούδιασαν ολόκληροι. Το αγόρι εν τω μεταξύ με την έγκαιρη παρέμβαση της αδελφής του είχε προλάβει να κρυφτεί στην αποθήκη. Οι Γερμανοί με το ψυχρό τους βλέμμα εξερεύνησαν το χώρο έχοντας πάντα το χέρι ακουμπισμένο στην κάννη των όπλων τους, ενώ ο Έλληνας ταγματασφαλίτης απευθύνθηκε στους γονείς που παρακολουθούσαν αμίλητοι, πετρωμένοι:
«Μένει εδώ ένας νεαρός ονόματι Ευστράτιος Ασλάνογλου; Μιλήστε, αν δε θέλετε το κακό σας!»
Η Κατίνα ύψωσε το κεφάλι και του απάντησε σταθερά, διαισθανόμενη τον κίνδυνο.
«Κάποιο λάθος κάνετε, κύριε. Δεν το γνωρίζουμε καν αυτό το όνομα»
Συναίνεσαν όλοι σιωπηλά στο θεμιτό της ψέμα που σκοπό είχε να προστατέψει το παιδί της, κοιτώντας τον στα μάτια για να φανεί αλήθεια. Οι δυο ένοπλοι ναζιστές αφού πρόλαβαν να εξετάσουν συνοπτικά το σπίτι, με ένα νεύμα του γερμανοτσολιά κινήθηκαν προς την έξοδο, ενώ ο ένας τους έριξε ξεδιάντροπο βλέμμα στην Άννα. Η Κατίνα περιέβαλλε σφιχτά το σβέρκο της αθώας κόρης της και της απέστρεψε ελαφρά το πρόσωπο, να μην αντικρίζει τη βρομιά του. Ύστερα οι τρεις άνδρες αποχώρησαν, αφήνοντας πίσω τους μια ζοφερή παγωνιά.
Ο Στρατής, σαν άκουσε και κατάλαβε ότι οι εχθροί του έφυγαν, βγήκε απ’ την κρυψώνα του και ήρθε μες στο σπίτι. Η μάνα του τον πλησίασε γεμάτη αγωνία, φόβο και χιλιάδες ερωτηματικά.
«Παιδάκι μου τι έκαμες; Γιατί σε γύρευαν αυτοί οι σκύλοι; Μήπως σκότωσες κανέναν από δαύτους;»
«Όχι, μάνα, δε σκότωσα κανέναν» μίλησε ο γιος της.
«Τότε γιατί; Τι έγινε; Πες μου γιόκα μου, πάω να πεθάνω απ’ το φόβο μου!»
Εισέπνευσε βαθιά ο Στρατής μετρώντας τους γονείς και τις αδελφές του με τα μάτια, ύστερα μεμιάς το ξεστόμισε.
«Είμαι στην Αντίσταση»
Τα μαυράδια της Κατίνας άνοιξαν διάπλατα, έγιναν δυο σκοτεινοί ουρανοί. «Παιδί μου τι λες; Πες μου ότι με γελούν τ’ αυτιά μου… Το τζιέρι μου μπλεγμένο στην Αντίσταση;»
«Ναι μάνα. Κι αν θες να ξέρεις, δεν είναι καθόλου μπλέξιμο. Βοηθάμε την πατρίδα…»
«Γιατί όμως αγόρι μου να μπεις σε τέτοιο πράμα; Δεν ξέρεις ότι είναι επικίνδυνο; Άμα σε πιάσουν και σε στείλουν φυλακή τι θα κάμουμε;» μπήκε στη μέση ο Μανώλης.
«Το έκαμα για το Σίμο μας, πατέρα, για τα κορίτσια μας, για σένα και τη μάνα, για τη χώρα μας ολόκληρη. Δεν αντέχω να βλέπω τους άλλους να υποφέρουν! Κι έπρεπε κάπως να τον πολεμήσω τον εχθρό… Αγωνιζόμαστε πατέρα, παλεύουμε για να λευτερωθεί η Ελλάδα μας! Για να μην ξαναπεθάνει κανείς από την πείνα, για να δούμε κάποτε τη σημαία μας να κυματίζει και πάλι στην Ακρόπολη…»
Σιωπή επικράτησε μεταξύ των δύο αντρών. «Είσαι γενναίος αγόρι μου» αποφάνθηκε ο Μανώλης έπειτα και πλησίασε το γιο του πιάνοντας τους ώμους του. «Τέτοια παιδιά θέλει η πατρίδα! Μπράβο σου γιε μου, χίλιες φορές μπράβο!»
«Μανούλα… Εγώ το ήξερα» παραδέχτηκε δειλά η Άννα στη μητέρα της. «Μα ο Στρατής μας μ’ είχε ορκίσει να μην πω τίποτα»
«Κι έτσι έπρεπε κοπέλα μου» έκανε συγκαταβατικά η Κατίνα μ’ ένα αμυδρό μειδίαμα χαϊδεύοντας απαλά το μάγουλο του παλικαριού της. «Είναι βαρύ το μυστικό του και άμα το μάθει κανείς, μπορεί να πλερώσει με την ίδια του τη ζωή… Τώρα όμως που το ξεύρουμε κι εμείς, θα το κρατήσουμε μέσα μας βαθιά, σ’ το υπόσχομαι γιαβρί μου»
«Μανούλα μου, είσαι μια ηρωίδα!» αναφώνησε ευγνώμων ο Στρατής και αγκάλιασε τρυφερά το λυγερό κορμί της γυναίκας που τον γέννησε.
«Έχω γιο ήρωα, για αυτό» του χαμογέλασε περήφανα εκείνη.
Όσο προχωρούσε ο καιρός, τόσο η πλάστιγγα έγερνε προς το μέρος των Συμμάχων. Ο ελληνικός λαός άρχισε πλέον να ελπίζει ότι η σωτηρία του πλησίαζε. Στις 6 Ιουνίου 1944, ημερομηνία που έμεινε γνωστή ως D-Day, ξεκινά η απόβαση των συμμαχικών στρατιωτικών δυνάμεων στη Νορμανδία. Την ίδια μέρα όμως, στη Νέα Ιωνία της Αττικής παίχτηκε ένα δράμα.
Από νωρίς οι τέσσερις νέοι, ενθουσιασμένοι και με την εξέλιξη αυτή στην Ευρώπη, είχαν συγκεντρωθεί στο αρχηγείο τους. Συζητούσαν με έξαψη για την υπεροχή των Συμμάχων, για τη λευτεριά που δε θα αργούσε φαίνεται να απλώσει τα φτερά της πάνω απ’ την πατρίδα τους, όταν ξαφνικά άκουσαν χτύπημα στην πόρτα. Οι κουβέντες έπαψαν μεμιάς. Ο χτύπος επαναλήφθηκε και τούτη τη φορά έμοιαζε με το συνθηματικό τους. Ο Παύλος κινήθηκε διστακτικά προς την πόρτα.
«Σαν δικοί μας μοιάζουν… Να τους ανοίξουμε;» αποτάθηκε στους φίλους του.
«Κοίτα Παύλο να δεις ποιοι είναι» τον συγκράτησε ο Στρατής. «Μη μας πιάσουν σαν τα ποντίκια στη φάκα»
Ο Παύλος ξεσκέπασε το ματάκι και κοίταξε μια στιγμή μέσα του. «Αμάν, Γερμαναράδες!» ψέλλισε ύστερα κατάχλομος και η έκφρασή του μεταδόθηκε αστραπιαία στους υπόλοιπους.
«Τι κάνουμε τώρα;» αναρωτήθηκε φοβισμένη η Λιάνα.
Τα χτυπήματα στην πόρτα γίνονταν όλο και πιο δυνατά, ενώ οι νεαροί αγωνιστές έσπευδαν να κρύψουν τα σύνεργά τους. Οι Γερμανοί παραβίασαν την πόρτα και όρμησαν στο υπόγειο με τα όπλα τους προτεταμένα κάνοντάς το λαμπόγυαλα. «Ράους» διέταξαν «ράους!» Ο Παύλος έκανε να αντισταθεί. Μια σφαίρα κατάστηθα και έπεφτε νεκρός, πρώτη θυσία της παρέας στο βωμό της λευτεριάς. Η Λιάνα κοκκάλωσε.
«Παύλο! Παύλο!» φώναζε ενώ οι εχθροί την έσερναν έξω δεμένη πισθάγκωνα μαζί με τον Στρατή και τον Αλέξανδρο για να τους ρίξουν στην καρότσα του καμιονιού που θα τους πήγαινε στην Κομαντατούρ. Ένας γκιόνης κελάηδησε πονεμένα, καλώντας κι αυτός το όνομα του νεκρού αδελφού του…
Μάταια περίμεναν όλη νύχτα το Στρατή οι γονείς του κι η Άννα ζωσμένοι από παντού τα φίδια. Τα κακά νέα έφτασαν τελικά το πρωί διά στόματος της Βιργινίας, της χηρεμένης μάνας του Αλέξανδρου, που χύθηκε στη ρούγα σκούζοντας:
«Κατίνα! Ε μωρή Κατίνα! Ώχου, τι κακό μας ήβρε!»
«Τι γίνηκε μωρή Βίργω, τι έπαθες πουρνό πουρνό;»
«Εμείς τι πάθαμε να λες κυρά μου… Πιάσαν τον Αλεξαντρή μου ψες το βράδυ, μαζί με το γιο σου το Στρατή και τη Λιάνα της Φρόσως! Τον αδερφό της τον Παύλο τονε βάρεσαν αμέσως… Ανάθεμά τους τα σκυλιά, τους παλιοφασίστες! Ωχ τι τα ’βρε τα παιδάκια μααας!»
Δεν άντεξε η Κατίνα τούτη τη φορά στο άκουσμα των θλιβερών μαντάτων. Λιποθύμησε στα χέρια του άντρα της, ο οποίος μόλις πρόλαβε να την κρατήσει απ’ τις μασχάλες. Και μόλις συνήλθε πήρε να αλυχτά σαν πληγωμένο σκυλί.
«Το παιδί μου!!! Ο κανακάρης μου! Ο ήλιος μου, το φως μου! Τον χάνω κι αυτόν! Γιατί Θε μου, γιατί; Γιατί μ’ αφήνεις να ζω και δε με παίρνεις; Τόσο άδικος είσαι πια; Γιατί, γιατί, γιατίιιι;»
Στην Κομαντατούρ, οι Γερμανοί έγδυσαν ένα-ένα τα τρία ζωντανά παιδιά και τα μαστίγωσαν για να τα κάνουν να ομολογήσουν, εκείνα όμως τάφος. Σαν είδαν κι απόειδαν ότι δεν άνοιγαν το στόμα τους, τους φόρτωσαν ξανά και τους έστειλαν πρώτα στις φυλακές Αβέρωφ κι ύστερα στου Χαϊδαρίου, όπου υπέμειναν φρικτά βασανιστήρια. Ο Αλέξανδρος τρελάθηκε κι αυτοκτόνησε. Τον βρήκαν ένα πρωί κρεμασμένο ο Στρατής με τη Λιάνα στα κάγκελα του κελιού τους.
Κόντευε να τελειώσει ο Αύγουστος και οι δύο εναπομείναντες της συντροφιάς έκλειναν πάνω από ένα μήνα κλεισμένοι στο Χαϊδάρι. Εκείνη τη μέρα ο δεσμοφύλακας μαζί με δύο ακολούθους του μπήκε στο κελί τους και με σπρωξιές κι απειλές ανάγκασε τη Λιάνα να τους ακολουθήσει. Το απελπισμένο βλέμμα που έριξε στο Στρατή η κοπέλα ήταν αρκετό για να του προφητέψει όσα τυχόν θα συνέβαιναν, μαχαιρώνοντας την καρδιά του. Εξαντλημένος ακούμπησε την πλάτη του στον σκληρό γκρίζο τοίχο και έκλεισε τα μάτια, μη θέλοντας καν να φανταστεί σε τι μαρτύρια μπορεί να την υπέβαλλαν.
Επί ώρες τα ανηλεή κτήνη του Βορρά βίαζαν και ξυλοκοπούσαν άγρια την νεαρή αγωνίστρια. Μόλις κόρεσαν πια τις ορέξεις τους για ελληνική σάρκα και αίμα, την έφεραν πίσω αγνώριστη σέρνοντας το καθημαγμένο, ημιθανές κορμί της στους διαδρόμους της φυλακής και το πέταξαν με κλοτσιές στο κρύο πάτωμα του ασφυκτικού κελιού. Έμεινε ακίνητη πάνω του, σχεδόν αναίσθητη, κι αν δεν ήταν η αδύναμη πνοή στα χείλη της θα την νόμιζες για πτώμα.
Ο Στρατής σύρθηκε κοντά της. Με χέρια παγωμένα, τρεμάμενα, ανασήκωσε τον κορμό της. «Λιάνα…» ψιθύρισε σκουπίζοντας με το εσωτερικό της παλάμης του τα αίματα στο πρόσωπό της κι εκείνη βάφτηκε κόκκινη. Η κοπέλα άνοιξε τα ματόκλαδά της ανασαίνοντας με κόπο. Έπιασε το χέρι του και τον πρόσταξε με ζέση:
«Στρατή, το νου σου! Ο, τι και να σου κάνουν μη μιλήσεις! Κράτα το στόμα σου κλειστό! Τ’ ακούς; Μην τους αποκαλύψεις τίποτα!»
Η στερνή της λέξη πήρε μαζί και την πνοή της. Έκλινε τον αυχένα και βυθίστηκε στον αιώνιο ύπνο. Τα καταπιεσμένα συναισθήματα του Στρατή, που έβαλε τον αγώνα για την πατρίδα πάνω από τον έρωτα, ξεχείλισαν τώρα βλέποντας τη Λιάνα νεκρή στην αγκαλιά του. Για μία μόνο και τελευταία φορά, έφερε τα ξεραμένα χείλη του στα δικά της που είχαν ξεσκιστεί και ματώσει χαρίζοντάς της ως κτέρισμα στο θάνατο αυτό που δεν μπόρεσε ποτέ να της δώσει στη ζωή, ένα φιλί στο στόμα, ποτισμένο με όλη τη φλόγα της καρδιάς του την οποία του είχαν ανάψει τα λαμπερά της μάτια…
«Καλό ταξίδι αγάπη μου» πρόφερε μες στο σιγαλό του θρήνο. «Πάρε μαζί σου το φιλί μου αυτό το μυστικό να σε συντροφεύει εκεί που πας. Σ’ αγάπησα πολύ, να ξέρεις… Και θα σ’ αγαπώ για πάντα, ακόμα κι αν δεν ένιωσες ποτέ κι εσύ το ίδιο…»
Σύντομα ήρθε η σειρά του Στρατή να μαρτυρήσει, μια χαραυγή ολόδροση, την οποία έκρινε σωστή από παλιά ο άνθρωπος για να σκοτώνει τον συνάνθρωπο, ώστε να καλύπτονται ευκολότερα στο ημίφως τα ίχνη του εγκλήματος. Πενήντα κρατούμενοι των φυλακών Χαϊδαρίου, ανάμεσά τους η πολύτεκνη ηρωίδα μάνα Λέλα Καραγιάννη και η αλύγιστη έφηβη Ηρώ Κωνσταντοπούλου, όλοι μέλη της Εθνικής Αντίστασης, οδηγήθηκαν εκείνο το ξημέρωμα στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής και στήθηκαν μπρος στο εκτελεστικό απόσπασμα. Πριν οι σφαίρες γαζώσουν το κορμί του, το παλικάρι βροντοφώναξε μαζί με πολλούς άλλους μελλοθάνατους: «Βαράτε λοιπόν κακούργοι! Βαράτε! Ζήτω η Ελλάδα! Ζήτω η ελευθερία!»
Ήταν 5 Σεπτεμβρίου 1944. Και την ώρα που ο φωτεινός θεός ίππευε το πύρινο άρμα του για να αρχίσει το ταξίδι του στον ουράνιο θόλο, ο πρωτότοκος δεκαοκτάχρονος ήλιος του Μανώλη και της Κατίνας έδυε, για να ανατείλει ολόλαμπρος ο ήλιος της λευτεριάς…
Στις 12 Οκτωβρίου, η Αθήνα πανηγύριζε την απελευθέρωσή της. Τέσσερα χρόνια σκλαβιάς είχαν φτάσει πια στο τέλος τους. Αγκαλιάζονταν και φιλιούνταν δακρυσμένοι οι άνθρωποι, χόρευαν στους δρόμους. Κάθε χέρι και κάθε σπιτικό ένα ομοίωμα της γαλανόλευκης, που κυμάτιζε ξανά περήφανη πάνω στον ιερό βράχο της Ακρόπολης σμίγοντας με το καθάριο χρώμα του αττικού ουρανού, όπως οραματίστηκε ο Στρατής, όπως το πόθησαν δεκάδες νέα παιδιά που έχυσαν το αίμα τους για να πραγματοποιηθεί αυτό το όνειρο…
«Ελάτε δω κορίτσια μου, έλα κι εσύ Μανώλη μου. Να φάμε λίγο χαλβά για να γιορτάσουμε τη νίκη μας. Σιμιγδαλένιο, λαδερό, όπως τον έκανε η νενέ μου η Φωτεινή στην παλιά πατρίδα. Κι ας με συγχωρέσει ο γιόκας μου από κει ψηλά που έφτιαξα γλυκό στο πένθος του… Είναι μέρα χαράς σήμερα» είπε το απόγευμα στις δύο κόρες και τον άντρα της η μαυροφορεμένη Κατίνα φέρνοντας στο κέντρο του τραπεζιού τη στρογγυλή πιατέλα με το μοσχομυριστό καλούδι κι έκανε το σταυρό της.
Μοιράστηκαν το χαλβά και για λίγη ώρα το μόνο που ακουγόταν ήταν ο ήχος του κουταλιού στα κεραμικά πιατάκια. Μόλις απόφαγε η Άννα σηκώθηκε, έσιαξε την ποδιά της και πήγε στο μέσα δωμάτιο, για να επιστρέψει σε λίγο με την κορνίζα που πλαισίωνε τη φωτογραφία τους στην Αίγινα. Η Κατίνα βούρκωσε.
«Που το θυμήθηκες αυτό παιδί μου;» ρώτησε την μεγάλη κόρη της ενώ την τοποθετούσε στο κέντρο του τραπεζιού.
«Έπρεπε μανούλα… Έστω κι έτσι, να νιώθουμε πως είναι εδώ μαζί μας ο Στρατής κι ο Σίμος μας» δικαιολόγησε την πράξη της η δεκαεξάχρονη πια Άννα κι η εντεκάχρονη Φώφη της χαμογέλασε πικρά με το παιδικό ακόμα στοματάκι της. Πόσο διέφερε, αλήθεια, η παρούσα σύναξη από αυτήν της φωτογραφίας…
«Κοριτσάκια μου, θέλω να μ’ ακούσετε λίγο» απευθύνθηκε η Κατίνα στις δυο τους αφότου τήρησαν όλοι μαζί ενός λεπτού σιγή. «Ό, τι και να ’γινε, όσο κι αν μας εδοκίμασε ο Θεός κι η μοίρα, μη χάνετε το θάρρος σας. Ζήστε για σας, για τ’ αδέρφια σας… Βλέπετε έξω τι έμορφος, τι καθαρός που ’ναι ο ουρανός; Μια νύχτα βαθιά και σκοτεινή ήταν ο πόλεμος κι η Κατοχή, μα τώρα δείτε, ο ήλιος λάμπει ξανά από πάνω μας! Και θα συνεχίσει να λάμπει για πολλά χρόνια ακόμα, παιδιά μου. Αρκεί να τον βαστάτε πάντα στην καρδιά σας και να ’χετε πείσμα πως τίποτα και κανείς δεν πρέπει να τον σβήσει…»
Λίνα Δώρου