Κίεβο, Οκτώβριος 1021
Ο ήλιος είχε
δύσεις από ώρες, και πλέον το ασημένιο φεγγάρι δέσποζε στον έναστρο ουρανό. Η
νύχτα ήταν σιωπηλή, ούτε καν ο άνεμος φυσούσε. Έκανε όμως αρκετό κρύο, αφού ο
χειμώνας είχε κάνει την εμφάνισή του στις περιοχές της Ρωσίας. Έτσι η Αναστασία
ήταν ντυμένη με ζεστά, μάλλινα ρούχα καθώς περίμενε μόνη, καθισμένη στο πεζούλι
στο γνωστό, απομονωμένο εκκλησάκι, μετρώντας τα άστρα αυτές τις προχωρημένες
ώρες.
Αφουγκραζόταν
κάθε ήχο, όμως δεν άκουγε τίποτα που να πρόδιδε την επικείμενη άφιξή του.
Μετρούσε τα άστρα λοιπόν, και σκεφτόταν. Η καρδιά της χτυπούσε με φρενήρη ρυθμό
και την είχε λούσει κρύος ιδρώτας, παρά το κρύο. Ήθελε να παγώσει ο χρόνος, να
μην εμφανιστεί ο άντρας που περίμενε κι εκείνη να μεταφερθεί ως δια μαγείας
στην κάμαρή της.
«Αρχόντισσα Αναστασία,
ελπίζω να μην περιμένατε πολύ».
Η γνώριμη
ανδρική φωνή την έβγαλε από τους συλλογισμούς της και την επανέφερε στο παρόν.
Ήταν ο Πολωνός
Πρίγκιπας, που είχε έρθει να τη συναντήσει έπειτα από το μήνυμα που του μετέφερε
η κυρά-Ιουστίνη στα κλεφτά, εκ μέρους της πριγκίπισσας.
«Λοιπόν; Γιατί η
δεσποσύνη ζήτησε να με δει μακριά από επισημότητες και ακολούθους;» είπε με το
οικείο, γοητευτικό χαμόγελο.
Το μόνο βέβαιο
ήταν ότι δεν ήταν ούτε ιδέα, ούτε επιλογή της Αναστασίας εκείνη η μυστική
συνάντηση. Ήταν μονάχα η αναμενόμενη εξέλιξη αυτού που είχε ξεκινήσει μετά την
επιστροφή της Ναντέζντα από το μέτωπο.
Ένα πρωινό μετά
την ενσωμάτωση του Στεφάν και της Ναντέζντα στο συμβούλιο του Μεγάλου Πρίγκιπα,
η τελευταία την κάλεσε στα διαμερίσματά της για να πιουν τσάι. Αυτό φυσικά ήταν
πρόφαση για να βρει την ευκαιρία να της γνωστοποιήσει πως είχε οριστεί η
ημερομηνία των αρραβώνων της με τον Μιέσκο. Αμέσως έπειτα, ο πρίγκιπας θα
αναχωρούσε για την πατρίδα του και ύστερα από λίγους μήνες θα τον ακολουθούσε
και η Αναστασία.
Η νέα
αντιμετώπισε την είδηση ψύχραιμα, μα η καρδιά της έτρεμε. Δεν πίστευε ότι
μπορούσε να περάσει το υπόλοιπο της ζωής της στο πλάι εκείνου του άντρα, μα τι μπορούσε
να κάνει; Ήταν γυναίκα και δεν είχε λόγο στην ζωή της. Όχι, όταν αποφάσιζε για
όλα ο αυταρχικός κηδεμόνας της. Το μόνο που
έλεγχε, ήταν τα συναισθήματα του Μιέσκο απέναντί της και, όπως επεσήμανε η
Ναντέζντα, έπρεπε να φροντίσει να μην παγώσουν στο διάστημα του χωρισμού τους.
Η Αναστασία έπρεπε να καταλάβει κάθε του σκέψη και να τον ακολουθήσει σαν σκιά,
ως την Πολωνία.
«Επαναλαμβάνω
αυτά που πρέπει να κάνεις. Θα του ζητήσεις να συναντηθείτε την παραμονή των
αρραβώνων σας σ’ ένα απομακρυσμένο μέρος. Θα δώσεις την παράσταση της ζωής σου
και θα τον πείσεις για τη σφοδρότητα του έρωτά σου. Απαιτώ από εσένα την
ωριμότητα να φερθείς όπως αρμόζει στη θέση σου, ως μια πριγκίπισσα της Ρωσίας
και όχι σύμφωνα με τα κελεύσματα της καρδιάς σου. Είσαι ικανή να το κάνεις
αυτό;»
Αυτά τα λόγια
αναλογιζόταν τώρα η Αναστασία, καθώς σηκώθηκε να πλησιάσει το νέο άντρα. Είχε
δώσει μια υπόσχεση στην αδερφή της και δεν έπρεπε να αθετήσει το λόγο της.
«Ποτέ δε
βρεθήκαμε μόνοι. Κι έπρεπε να είμαστε οι δυο μας για να μπορέσω να σας πω αυτά
που θέλω…» ξεκίνησε διστακτικά. Δεν έβρισκε όμως τα σωστά λόγια, για να συνεχίσει.
Τελικά το ζεστό, γεμάτο προσμονή βλέμμα του της έδωσε το απαραίτητο θάρρος.
«Πρίγκιπα Μιέσκο,
ξέρω ότι εδώ και καιρό έχετε κάνει γνωστά τα αισθήματά σας και επιθυμείτε να
μάθετε τα δικά μου… Ίσως πάλι να σας φαίνεται άτοπο, δεδομένου ότι η ένωσή μας
είναι προδιαγεγραμμένη…»
«Όμορφη
Αναστασία, ούτε στιγμή μην το σκεφτείτε αυτό. Με ενδιαφέρει κάθε σκέψη που
περνά από το μυαλό σας.»
Εκείνη κατέβασε
το βλέμμα συνεσταλμένα. Έπρεπε να παριστάνει την αθώα. Το πρόβλημα ήταν πως
ήταν στ’ αλήθεια αθώα και όλη αυτή η κατάσταση της φαινόταν βουνό. Ευχήθηκε με
όλη της την καρδιά να ήταν η αδερφή της στη θέση της. Θα ήξερε πώς να παίξει με
την καρδιά του. Όμως, δεν ήταν η Ναντέζντα εκεί, η Αναστασία ήταν.
«Εγώ… Δεν ξέρω
τι να σας πω. Ξέρω μόνο πως, όσο χαίρομαι που θα επισημοποιηθεί ο αρραβώνας
μας, και θα είστε πια δικός μου κι εγώ δική σας, άλλο τόσο με θλίβει η είδηση
της επικείμενης αναχώρησής σας». Τον κοίταξε κατάματα και του χαμογέλασε
πλατιά. «Σας αρκεί αυτό;»
Ένα πονηρό χαμόγελο
χαράχτηκε στο πρόσωπο του νέου. «Δεν μπορείτε να γίνετε πιο συγκεκριμένη;»
Η Αναστασία
ένιωσε τα μάγουλα της να φλογίζονται στο άκουσμα της πρόκλησής του. είχε έρθει
η στιγμή να φανεί τολμηρή και να κάνει την κίνησή της. Τον πλησίασε με αργά,
διστακτικά βήματα μέχρι που στάθηκε απέναντί του σε απόσταση αναπνοής. Έσκυψε
και ψιθύρισε στο αυτί του σαγηνευτικά: «Νομίζω ότι σας ερωτεύομαι, γοητευτικέ
μου Πρίγκιπα».
Ήταν τόσο κοντά
του, που ο Μιέσκο είχε μεθύσει τελείως από το άρωμα του κορμιού της. Και η
καυτή της ανάσα δίπλα στο αυτί του ήταν τόσο ερεθιστική που δεν τον έκανε να
σκέφτεται παρά το κορμί της στην αγκαλιά του. Δεν μπόρεσε να αντισταθεί στην
παρόρμηση του και την αγκάλιασε. Την κόλλησε πάνω του και φίλησε τα γλυκά της
χείλη, με όλο το πάθος που έκαιγε την ψυχή του. Η Αναστασία, ορμηνεμένη από τη
Ναντέζντα, αντιστάθηκε στο ένστικτό της να τον χαστουκίσει και να τον φτύσει
καταπρόσωπο αλλά με το ένα της χέρι χάιδεψε την πλάτη του και το άλλο το έχωσε
μέσα στα πλούσια ξανθά μαλλιά του, ένδειξη ότι συναινούσε στην επαφή και δεν
ήταν αδιάφορη απέναντί του.
Όταν
αναγκάστηκαν να διακόψουν το φιλί, για να πάρουν ανάσα, ο Μιέσκο την ρώτησε με
αγωνία, «Ώστε, στ’ αλήθεια θέλεις να γίνεις γυναίκα μου;»
Εκείνη γέλασε
πνιχτά και τον κοίταξε με θέρμη. «Ακόμα αμφιβάλλεις, αγαπημένε μου;»
Ο Μιέσκο ένιωσε
κύριος του κόσμου. Η γυναίκα που κυνηγούσε ήταν πια δική του.
Την άρπαξε και
την φίλησε ξανά λαίμαργά. Την κόλλησε πάνω στον κορμό ενός πεύκου και δεν έπαυε
να τη γεμίζει φιλιά στο πρόσωπο, τους ώμους, τον λαιμό. Κι επειδή ήταν ένας
άντρας που δεν ήξερε να συγκρατείται, ανέβασε το φόρεμά της και γράπωσε τους
τορνευτούς μηρούς της, ενώ το άλλο το χέρι του χέρι στάθηκε πάνω στο γεμάτο
στήθος της. Η Αναστασία τον ένιωθε να έχει σκληρύνει και την έπιανε σύγκρυο.
Σύμφωνα όμως, με τη Ναντέζντα, έπρεπε να συνεχίσει, λίγο ακόμα. δεν αντιστάθηκε
λοιπόν στο άγγιγμά του, αλλά ανταποκρίθηκε με πάθος. Τα χέρια της ταξίδεψαν στο
σώμα του και το κορμί της κόλλησε πάνω στο δικό του. Πήρε θάρρος και ανάγκασε
τον εαυτό της να τον αγγίξει ανάμεσα στα πόδια του. Ένιωσε το φύλο του ορθωμένο
και σκληρό και τόλμησε να το χαιδέψει. Ο Μιέσκο έβγαλε ένα βογκητό και δάγκωσε
το λαιμό της. Ανέβασε περισσότερο το φουστάνι της, το χέρι του έφτασε μέχρι το
στομάχι της. Και την στιγμή που η Αναστασία ένιωσε πως ήταν έτοιμος να της
κατεβάσει το εσώρουχο και να την πάρει στα όρθια, πάνω στο δέντρο, τον έσπρωξε
με δύναμη μακριά.
«Αυτό που θέλετε
θα γίνει, άρχοντά μου. Όμως, μετά το γάμο. Δεν φαντάζομαι να πιστέψατε ότι
μπορούσατε να με ατιμάσετε με τέτοιο τρόπο!» φώναξε θυμωμένα κι ετοιμάστηκε να
φύγει.
Ο Μιέσκο όμως,
την πρόλαβε. «Αναστασία, περίμενε!» είπε και την άρπαξε από το χέρι. Εκείνη τον
κοίταξε με βλέμμα παγωμένο αλλά κοντοστάθηκε.
«Συγγνώμη,
παραφέρθηκα. Αλλά νόμιζα…»
«Ότι ήμουν
έτοιμη να σας δοθώ προτού ενωθούμε με τα ιερά δεσμά του γάμου; Αυτά κάνουν οι
ανήθικες γυναίκες, όχι μια πριγκίπισσα της Ρωσίας!»
«Έχεις δίκιο
αγαπημένη. Θα με συγχωρέσεις και θα θεωρήσεις αιτία της παραφοράς μου τα μάτια
που πλάνεψαν;» είπε μελιστάλακτα και υποκλίθηκε μπροστά της φιλώντας της το
χέρι.
Η Αναστασία
επέτρεψε στον εαυτό της ένα κρυφό, αυτάρεσκο χαμόγελο. Τον είχε εκεί που ήθελε.
Δεν πίστεψε ότι μπορούσε να το κάνει!
«Εντάξει. Θα σε
συγχωρέσω. Ελπίζω να με δεις στα όνειρά σου, γιατί εγώ σίγουρα θα σε δω στα
δικά μου.»
Και με αυτά τα
λόγια τον αποχαιρέτησε. Ήθελε να πάει να κοιμηθεί επιτέλους. Το είχε κερδίσει.
* * *
Η είσοδος της
αρχόντισσας Βλαντιμίροβα και του άρχοντα Ραντοσλάβιτς στο συμβούλιο του Μεγάλου
Πρίγκιπα είχε προκαλέσει μεγάλη αίσθηση. Ήταν πια καταφανές το ποιοι επηρέαζαν
περισσότερο τον μεγαλειότατο, ποιων η κρίση είχε τη μεγαλύτερη βαρύτητα για
κείνον. Κι αυτό κακοφάνηκε σε όλους τους υψηλά ιστάμενους βογιάρους, που
ανταγωνίζονταν για την εύνοια του Καταραμένου. Ακόμα και σ’ εκείνους που είχαν
ορκιστεί πίστη και αφοσίωση στην πρασινομάτα πριγκίπισσα.
Έτσι η Ναντέζντα
με αρωγό τον Στεφάν είχε καταπιαστεί με το να διασφαλίσει την υποστήριξη τους.
Χρησιμοποίησε τις νέες αρμοδιότητές, επηρεάζοντας τον Καταραμένο υπέρ των
βογιάρων που ήθελε να έχει με το μέρος της. Έτσι οι εντάσεις σταδιακά
εκτονώθηκαν, και όλοι βγήκαν κερδισμένοι. Παράλληλα, με διακριτικότητα,
φρόντισε οι άνθρωποι που θα μπορούσαν να σταθούν εμπόδιο στα σχέδια της, οι
άνθρωποι πραγματικά πιστοί στον Σβιατοπόλκ και τη Μίρα, να απομακρυνθούν από το
πεδίο. Μα πάνω απ’ όλα μεριμνούσε να βρίσκεται διαρκώς κοντά στον Σβιατοπόλκ, να
αποδεικνύει έμπρακτα την αφοσίωσή της και να συμμετέχει στη λήψη κρίσιμων
αποφάσεων για τη χώρα.
Δεν υπήρχε
χρόνος για ανάπαυση για την πριγκίπισσα Ναντέζντα. Το μόνο θετικό ήταν με όλες
αυτές τις ασχολίες δεν είχε καιρό να σκέφτεται τον Στεφάν και την αμηχανία που
αισθανόταν μετά την τελευταία συζήτηση που είχαν κάνει για τη μεταξύ τους
σχέση. Είχαν πει πως ήταν απλά συνεργάτες. Τότε λοιπόν, γιατί εκείνη
εξακολουθούσε να έχει ταχυπαλμία όταν βρισκόταν πολύ κοντά του;
Ήταν η παραμονή
των αρραβώνων της Αναστασίας. Η ώρα του δείπνου είχε περάσει από ώρα κι εκείνη
με τον Στεφάν παρουσίαζαν το τελικό κείμενο της συνθήκης με την Πολωνία όπως θα
την υπέγραφαν την επομένη πριν την τελετή.
«Καλώς, καλώς.
Είμαι βέβαιος πως θα τα έχετε κανονίσει όλα, ως την τελευταία λεπτομέρεια. Ας
πάμε όλοι για ύπνο».
Ο Στεφάν και η
Ναντέζντα δεν αμφισβήτησαν την απόφασή του, παρά σηκώθηκαν και υποκλίθηκαν με
ευγένεια. Είχαν φτάσει στην πόρτα, όταν τους σταμάτησε η φωνή του. «Ξέχασα να
σας πω, είχα μια ενδιαφέρουσα αλληλογραφία, σήμερα».
«Από ποιον,
μεγαλειότατε;» ρώτησε ο Στεφάν.
«Από τον
Αλεξάντερ Μπόροβιτς, τον ανιψιό του άρχοντα Μιστισλάβ. Είναι στο Κίεβο και
ζήτησε ακρόαση. Του απάντησα καταφατικά, έρχεται αύριο. Θα παραστεί και στους
αρραβώνες».
Μην ουρλιάξεις. Μην επιτρέψεις στον εαυτό σου να
ουρλιάξει. Φέρσου φυσιολογικά.
Γιατί; Γιατί τώρα και αυτό;