Το γεράκι του Νότου (Κεφάλαιο 5) Laetentur Coeli - Ας αγαλλιάσουν οι ουρανοί

Καρύταινα, καλοκαίρι 1439
Ο Χριστόφορος κοίταξε περήφανα την αντανάκλασή του στο νερό: επιτέλους, μουστάκι! Τα περισσότερο αγόρια, μεγαλύτερα ή ακόμα και συνομήλικα, όχι μόνο είχαν, αλλά το είχαν ξυρίσει ήδη και μερικές φορές. Μόνο εκείνος θα έμενε με τα μικρά, αμούστακος;
Κι όμως, το είχε προσέξει· το σώμα του άλλαζε, άρχιζε να μοιάζει λίγο περισσότερο με των μεγαλύτερων μοναχών. Και εκείνο το πρωί ήταν πια σίγουρος, το μουστάκι πάνω από τα χείλη του ήταν φανερό, όπως και το πιο έντονο χνούδι στις φαβορίτες του. Ήθελε να τρέξει και να πανηγυρίσει μπροστά σε όλους για αυτό το μάτσο αδύναμων, ξανθών τριχών, να δείξει ότι κανείς ποτέ πια δεν θα τον πέρναγε για κορίτσι!
Βέβαια… Όχι ότι είχε καμιά ουσιαστική σημασία. Στο μοναστήρι, ούτως ή άλλως, δεν ήταν δυνατόν να υπήρχε κανένα κορίτσι. Όλοι ήξεραν ότι είναι αγόρι. Αλλά αυτό δεν ήταν αρκετό: ήθελε να φαίνεται άντρας· μια καινούρια ανάγκη και παρόρμηση που τον κατέκλυζε και τον κινητοποιούσε όλο και περισσότερο κάθε μέρα.

Χαμογέλασε πλατιά, λαμπερά, όπως πολύ σπάνια. Αλλά δεν ήταν κανείς εκεί για να τον δει.
Δε θα γύρναγε στο μοναστήρι, φυσικά, μόνο και μόνο γι’ αυτό. Ήταν από τις λιγοστές φορές που είχε την ευκαιρία να βγαίνει έξω, δίπλα στο αγαπημένο του ποταμάκι, χωρίς να τον ενοχλεί κανείς. Κάποιοι, όπως ο Θεόφιλος, είχαν μείνει πίσω να τελειώσουν τις δουλειές που έπρεπε, μαζί με ορισμένους άλλους αδελφούς. Άλλοι πάλι, μια μεγάλη παρέα, είχαν βγει ακόμα παραέξω στην εξοχή, γι’ αυτό που ονόμασαν «εξερεύνηση»: στην πραγματικότητα ήθελαν απλά να αποφύγουν τις δουλειές και να κολυμπήσουν στο ποτάμι.
Ο ηγούμενος απλά έκανε τα στραβά μάτια και τους άφηνε να κάνουν ό,τι θέλουν. Είχε μεγαλώσει αρκετούς τωρινούς μοναχούς και ήξερε ότι η ηλικία της εφηβείας ήταν η πιο δύσκολη για τους νεαρούς. Αν τους περιόριζε σκληρά τώρα, θα προκαλούσε σίγουρα αντίδραση και συνέπειες που δε θα ήταν ευχάριστες για κανέναν. Οι ορμές και οι παρορμήσεις των εφήβων θα γίνονταν εκρηκτικές για ολόκληρο το μοναστήρι αν δεν ξεσπούσαν με κάποιο τρόπο.
Πρωτοστάτης της ομάδας αυτής ήταν φυσικά ο Μιχαήλ, που έδινε νόημα στη ζωή του με το να το παίζει αρχηγός των υπολοίπων, όπως και όταν ήταν παιδάκι. Ήταν πια 16 χρονών και ήταν φανερό ότι ο χαρακτήρας του δεν θα άλλαζε καθόλου προς το καλύτερο. Αντιθέτως, γινόταν όλο και πιο αυταρχικός και απότομος, πιο εγωιστής και βίαιος όταν δεν περνούσε το δικό του. Το ακριβώς αντίθετο από το Φιλήμονα, που φαινόταν να απολαμβάνει την ήσυχη ζωή του μοναστηριού και να αποφεύγει τις εντάσεις.
Τα μυστικά των εξορμήσεων αυτής της ομάδας από εκείνον τα μάθαινε ο Χριστόφορος. Τον είχε ορκίσει, όμως, ο Φιλήμων, να μην πει τίποτα στον παππούλη ή σε κάποιον μεγαλύτερο μοναχό, γιατί σίγουρα θα τους μάλωναν. Δεν έκαναν ακριβώς κάτι κακό: αφού έκαναν μπάνιο στο δροσερό ποτάμι, έβγαιναν και ξαπλώνονταν στις πέτρες για να λιαστούν. Την ώρα εκείνη συζητούσαν τα όνειρα που είχαν για το μέλλον πριν να τους αφήσουν στο μοναστήρι. Μερικοί ήθελαν να γίνουν σιδεράδες, ξυλουργοί, ζωγράφοι. Ένας- δύο, όπως ο Φιλήμων, ήθελαν την Εκκλησία και τα μεγάλα της αξιώματα. Και οι περισσότεροι, όπως φυσικά και ο Μιχαήλ, ονειρεύονταν τα μεγαλεία του στρατού, της εξουσίας και της πολεμικής αρετής. Ο Μιχαήλ μάλιστα το πήγαινε ένα βήμα παραπέρα και έφτιαχνε ολόκληρο το παραμύθι: τι κατορθώματα θα έκανε, πόσο θα τον θαύμαζαν όλοι και τι περιζήτητος θα ήταν στις δέσποινες ολάκερης της αυτοκρατορίας. Κάπου εκεί άρχιζε το «μυστικό» κομμάτι της συζήτησης: ήταν να μην αναφερθούν για πρώτη φορά οι δέσποινες, οι γυναίκες. Απ’ εκεί και έπειτα, η γλώσσα και η φαντασία λύθηκαν: ο καθένας περιέγραφε το κορίτσι των ονείρων το και ύστερα έπλεκε και ολόκληρη την ιστορία της γνωριμίας και της σχέσης τους. Και- πρωτόγνωρα- τους κατέκλυζε μια ζεστή αίσθηση, ένα χτυποκάρδι και μια αναταραχή.
Ύστερα, όμως, και κυριότερα, τους ερχόταν το χαστούκι: αυτά τα πράγματα δε θα συνέβαιναν ποτέ. Δεν ήταν καν δυνατό να συμβούν. Η ζωή τους ήταν αποφασισμένη από τους γονείς ή την ορφάνια τους και είχε έναν και μοναδικό τίτλο: καλογερική.
Ο Χριστόφορος άκουγε τις περιγραφές του Φιλήμονα και συμμεριζόταν όλα τα συναισθήματα των υπολοίπων αγοριών· όχι τόσο για τις ωραίες δέσποινες και τις λοιπές συναισθηματικές ιστορίες, αλλά περισσότερο για τα οράματα για τον έξω κόσμο. Ήθελε να δει τον κόσμο και τις ομορφιές του, να καταφέρει πράγματα με τις δικές του δυνάμεις και- γιατί όχι- να σταθεί χάρη στη γενναιότητά του δίπλα στο Δεσπότη ή στον ίδιο τον Αυτοκράτορα.
Τον τσίμπαγε ενοχλητικά η αίσθηση ότι αυτό μάλλον δε θα γινόταν ποτέ, αλλά κάτι δεν άφηνε να τον καταλάβει πλήρως. Ένας ανεπαίσθητος ψίθυρος του έλεγε ότι όλα είναι πιθανά.
Με αυτήν τη σκέψη και- φυσικά το περήφανο μουστάκι του- ανασηκώθηκε και πήρε ένα μακρύ ξύλο από το έδαφος, κρατώντας το σαν ξίφος στη θήκη του. Χαιρέτισε στρατιωτικά έναν αόρατο Δεσπότη απέναντί του και υποκλίθηκε βαθιά προς την κατεύθυνση όπου θα καθόταν η σεμνή, αλλά σίγουρα πανέμορφη κόρη που σίγουρα θα είχε ο Δεσπότης.
Λες και δεχόταν επίθεση, τράβηξε το ξύλο από το αόρατο θηκάρι του και το τέντωσε μπροστά για να ξιφομαχήσει με τον κανένα. Κι όμως, το φανταζόταν: απέναντί του ήταν ο Μιχαήλ. Και έτρεμε μπροστά του και τα είχα χαμένα, δεν μπορούσε να καταφέρει ούτε ένα καλό χτύπημα. Η φανταστική του μάχη τον έκανε να ιδρώσει, να παθιαστεί, να χάσει για λίγο την αίσθηση του γύρω κόσμου.
Θα κατατρόπωνε τον Μιχαήλ μια μέρα. Τον Μιχαήλ και τις αδικίες του.
Μια φωνή και ένα χοντροκομμένο γέλιο τον επανέφεραν απότομα στην πραγματικότητα.
Κοίταξε προς την πάνω πλευρά του ποταμιού και αγχώθηκε: κάποιοι πλησίαζαν από τους δικούς τους. Η μία φωνή μάλιστα ήταν του Μιχαήλ.
Ταραγμένος ότι θα του χαλάσουν την ηρεμία του με την καζούρα τους, έτρεξε γρήγορα κατά το γνωστό του δέντρο και σκαρφάλωσε με σίγουρες, γνώριμες κινήσεις επάνω. Το φουντωμένο καλοκαιρινό φύλλωμα τον έκρυβε καλά ευτυχώς· σιγά- σιγά ψήλωνε και δεν συνειδητοποιούσε το μέγεθός του και ότι δεν χανόταν πια όπως παλιά στις παραδοσιακές του κρυψώνες.

Ο Μιχαήλ φάνηκε πρώτος ανάμεσα από κάτι ξεραμένα θάμνα, να γελάει ακόμα με κάτι που είχε πει πιθανώς ο ίδιος λίγο πριν. Περπατούσε παράλληλα στο ποτάμι, όπου σύντομα φάνηκε να κολυμπά ο Φιλήμων. Είχαν γίνει και οι δυο τους ψηλοί, εμφανίσιμοι νεαροί, τα μαύρα τους μαλλιά να έρχονται σε εντυπωσιακή αντίθεση με το λευκό τους δέρμα, ενώ η άγουρη γενειάδα που μεγάλωνε στα πηγούνια και τα μάγουλά τους τούς έκανε να δείχνουν κάπως πιο ώριμοι σε σύγκριση με την περασμένη χρονιά.
Ο Φιλήμων, χαμογελαστός, προφανώς συμμετέχοντας στα αστεία του διδύμου του, κολυμπούσε με άνετες απλωτές, ακολουθώντας χαλαρά το ρου του ποταμιού.
Ο Μιχαήλ ξεκίνησε πάλι να λέει κάτι, όλο στόμφο και θεατρικότητα, κάνοντας τον Φιλήμονα να χαμογελάσει πλατύτερα, κάτι που ο Χριστόφορος δεν έπιασε, αφού ο παφλασμός του νερού κάλυπτε τους υπόλοιπους ήχους.
Ξαφνικά, το χαμόγελο του Φιλήμονα μετατράπηκε σε μορφασμό πόνου. Ολόκληρη η όψη του χλώμιασε και το σώμα του συσπάστηκε βίαια. Έβγαλε μια πνιχτή κραυγή και προσπάθησε να κρατηθεί στην επιφάνεια του νερού, το σώμα του όμως δεν τον βοηθούσε καθόλου.
Ο Μιχαήλ πάγωσε, με τα χέρια τεντωμένα σε μία αφύσικη, τρομοκρατημένη στάση. Έβλεπε τον αδερφό του να σπαρταράει και δεν έκανε τίποτα.
Ο Χριστόφορος ένιωσε τα πόδια του να κόβονται. Τι στο καλό ήταν αυτό που έπαθε ο Φιλήμων; Και γιατί ο Μιχαήλ δεν έκανε τίποτα;
Η φωνή του σκάλωνε στο λαιμό του από το φόβο του και το άκουσμα της πνιγμένης απελπισίας του Φιλήμονα. Δεν μπορούσε καν να βάλει μια φωνή, να κάνει το Μιχαήλ να συνέλθει.
Εκτός και αν ο ίδιος δεν ήθελε να συνέλθει.
Παρακινημένος από ένα αόρατο χέρι, ο Χριστόφορος πετάχτηκε ξαφνικά από τη θέση του και άρχισε να κατεβαίνει προς τα κάτω, με όση βιασύνη του επέτρεπε η κρυψώνα του. Έπρεπε να κάνει κάτι!
Κι όμως, αυτό που ακολούθησε τον έκανε να παγώσει πιότερο.
Ο Μιχαήλ ξεκόλλησε από τη θέση του επιτέλους. Κοίταξε μία φορά γύρω του βιαστικά και ύστερα κοίταξε τον αδερφό του που πάλευε να κρατηθεί στην επιφάνεια και τη ζωή.
Κάποια κρίση ή κάποιο καρδιακό επεισόδιο τον είχε χτυπήσει μέσα στο νερό και τον παρέλυε όλο και περισσότερο.
Άπλωσε το χέρι του ο Μιχαήλ, λες και ήταν έτοιμος να τραβήξει επιτέλους τον Φιλήμονα έξω. Ο Φιλήμων τον κοίταξε στα μάτια με ελπίδα, παρόλο που η ανάσα του κοβόταν όλο και πιο πολύ από το νερό που τον έπνιγε.
Μια ελπίδα που αμέσως τσακίστηκε και χάθηκε. Τα χέρια του Μιχαήλ δεν κράτησαν τα χέρια του διδύμου του· αντίθετα, έπιασαν το κεφάλι του και το βούλιαξαν βαθύτερα στο νερό.
Τα μάτια του Χριστόφορου άνοιξαν διάπλατα με φρίκη. Δεν μπορούσε, δεν ήταν δυνατόν αυτό που έβλεπε μπροστά του! Η αποφασιστικότητα του εξανεμίστηκε σε δευτερόλεπτα και ένας ύπουλος τρόμος τον κατέλαβε, τον ακινητοποίησε.
Ο Φιλήμων πάλευε να ξεφύγει από το μοιραίο κράτημα του αδερφού του, αλλά ήταν μάταιο. Η κρίση που τον διαπερνούσε ακόμα, τον έκανε πηλό στα χέρια του αδερφού του και στο νερό, που σιγά- σιγά τον καταδίκαζε.
Ο Μιχαήλ έκανε μια πιο βίαιη κίνηση, πιέζοντας το κεφάλι του Φιλήμονα βαθύτερα στο νερό, πολεμώντας κάθε αντίστασή του.
Τα χέρια σπαρτάρησαν μερικά δευτερόλεπτα ακόμα. Και ύστερα σιωπή. Το απόλυτο τίποτα. Λαχανιασμένος, ο Μιχαήλ βγήκε γρήγορα από το νερό και στάθηκε σκυμμένος, ακουμπώντας τα χέρια του στα γόνατά του.
Η καρδιά του Χριστόφορου βροντοχτυπούσε στα στήθη, σχεδόν μέσα στο κεφάλι του. Με τρεμάμενες, σπασμωδικές κινήσεις ανέβηκε πάλι στη θέση του και ζάρωσε σε μια γωνιά, αγκαλιάζοντας τα γόνατά του. Το ένστικτό του τού έλεγε να κάνει απόλυτη ησυχία, να ξεχάσει και ο ίδιος ότι βρισκόταν εκεί.
Είχε παρακολουθήσει τον Φιλήμονα να πεθαίνει. Και όχι απλά να πεθαίνει: να σκοτώνεται από τον ίδιο του τον αδερφό. Το μυαλό του δεν μπορούσε να χωρέσει το μέγεθος της φρίκης που είχε εκτυλιχθεί λίγα λεπτά πριν μπροστά του. Και ο φόβος που τον έκανε να τρέμει ένα και μόνο πράγμα τον πρόσταζε: να κρυφτεί, να μη βγάλει λέξη, να παγώσει μέχρι να τελειώσουν όλα. Απέναντί του, μπρος στο ρυάκι, στεκόταν ένας δολοφόνος. Ικανός να σκοτώσει ξανά. Όποιον τολμούσε να απειλήσει τη διατήρηση του μυστικού του.
Ο Μιχαήλ ανασηκώθηκε τελικά και πήρε μια βαθιά ανάσα. Ύστερα στράφηκε προς την κατεύθυνση από την οποία είχε έρθει με τον Φιλήμονα λίγο πριν και έκανε μερικά αβέβαια βήματα κατακείθε. Έβαλε τα χέρια μπροστά από το στόμα του και άρχισε τις σπαρακτικές φωνές.
«Βοήθεια! Στέφανε, Γρηγόρη! Βοήθεια! Ο Φιλήμων πνίγηκε!» έσκουζε από τα βάθη των πνευμονιών του, λες και στα αλήθεια θρηνούσε για τον χαμένο του αδερφό.
Χάθηκε για λίγο, τρέχοντας και συνεχίζοντας τις φωνές, στα θάμνα, μέχρι να ξαναγυρίσει μαζί με την υπόλοιπη, ταραγμένη πλέον συντροφιά. Το άψυχο σώμα του Φιλήμονα, μπρούμυτα, θα είχε παρασυρθεί από το νερό αν δεν είχε πιαστεί στις πέτρες στην δεξιά όχθη του ρυακιού. Ακίνητο αν δε λικνιζόταν πέρα- δώθε από τη ροή του νερού, θα έμοιαζε μαρμαρωμένο, παγωμένο στο χρόνο, λες και ούτε ο Φιλήμων ο ίδιος δεν είχε προλάβει να συνειδητοποιήσει τι ακριβώς του είχε συμβεί πριν να αφήσει την τελευταία του πνοή.
Η παρέα των νεαρών μαζεύτηκε μουδιασμένη, τρομαγμένη, γύρω από το νεκρό. Κάποιος, διστακτικά, δειλά, άρχισε να κλαίει. Σιγά- σιγά τον μιμήθηκαν και άλλοι, ενώ ένας από τους πιο ψύχραιμους, ο Στέφανος, έβαλε να τρέχει πίσω, κατά το μοναστήρι.
Απερίγραπτη αναστάτωση επικράτησε την επόμενη ώρα, με σχεδόν ολόκληρο το πλήρωμα του μοναστηριού να έχει συγκεντρωθεί στο ρυάκι. Οι πιο θαρραλέοι έβγαλαν έξω επιτέλους το σώμα του Φιλήμονα, για να το μεταφέρουν μέσα σε ένα λευκό ύφασμα στη μονή και ο ηγούμενος προσπαθούσε να καταλάβει τι ακριβώς συνέβη, ρωτώντας επανειλημμένα το Μιχαήλ, που έκλαιγε και απάνταγε με μισόλογα. Μην μπορώντας να βγάλει άκρη και όντας ταραγμένος και ο ίδιος, έστειλε απλά έναν έμπιστό του στο κοντινό χωριό για να μηνύσουν σε κάποιον αγγελιαφόρο να κατέβει γρήγορα στη Μονεμβασιά για να ειδοποιήσει τον πατέρα Αγαλιανό.
Έπρεπε να τακτοποιήσει άμεσα την ταφή του νεαρού και ύστερα να ψάξει πια για απαντήσεις.
Απαντήσεις, που μόνο ο κρυφός δολοφόνος και ο τρομοκρατημένος Χριστόφορος είχαν και που- ο καθένας για τους δικούς του λόγους- ήθελαν να κρατήσουν μέσα τους.


--


1 μήνας αργότερα


Ο Χριστόφορος και ο Θεόφιλος καθόντουσαν πλάτη με πλάτη στο περιβόλι της μονής και λιάζονταν κάτω από τον πρωινό ήλιο. Ήταν πια Σεπτέμβρης και η αφόρητη ζέστη είχε αρχίσει επιτέλους να υποχωρεί.
Παρά την αυγουστιάτικη ζέστη, μετά τον ξαφνικό θάνατο του Φιλήμονα, οι περισσότεροι είχαν αποφύγει να κολυμπήσουν στο ποτάμι, κάνοντας απαίσιους συνειρμούς κάθε φορά που πλησίαζαν το νερό. Πρώτος και καλύτερος ο Μιχαήλ, ο οποίος δε σταματούσε να παραπονιέται ότι βλέπει εφιάλτες, ότι δεν αντέχει να βρίσκεται άλλο στο μοναστήρι χωρίς τον αδερφό του και ότι σύντομα θα τον ακολουθούσε αν δεν τον έπαιρνε ο πατέρας του από εκεί.
Ο άρχοντας Αγαλιανός, πατέρας ενός ακόμα μεγαλύτερου γιου και δύο κοριτσιών, είχε φτάσει δύο μέρες μετά το θάνατο του Φιλήμονα στη μονή. Είχε κάνει εντύπωση στον Χριστόφορο και το Θεόφιλο η ψυχραιμία του. Ο άνθρωπος φαινόταν, βέβαια, ότι είχε περάσει ψυχική οδύνη, αλλά η στάση του, ατσαλένια και ψυχρή, δεν άφηνε κανένα παράθυρο ανοιχτό, κανένα περιθώριο για να δει ο οποιοσδήποτε ούτε το παραμικρό σημάδι του αληθινού του πόνου. Είχε συζητήσει για ώρες με τον Μιχαήλ και από ό,τι είχε ακουστεί μετά, είχε συμφωνήσει να επιστρέψει για να τον επισκεφθεί και να δει σε τι κατάσταση θα βρίσκεται ένα μήνα αργότερα. Ακόμα δεν είχε φανεί, αλλά τα παράπονα του Μιχαήλ θα τον έφερναν σίγουρα σύντομα στην Καρύταινα.
Η αλήθεια βασάνιζε τον Χριστόφορο όλον αυτόν το μήνα. Πολλές φορές όταν διάβαζε με τον αδελφό Γρηγόριο ήταν έτοιμος να ανοίξει το στόμα του και να τα πει όλα. Κάτι, όμως, τον κράταγε πίσω. Και αυτό ήταν ο φόβος. Όσο ο Μιχαήλ ήταν εκεί, ο Χριστόφορος φοβόταν. Και δεν μπορούσε να ξέρει αν ο παππούλης θα τον πίστευε. Αν θα τον πίστευε κανείς γενικότερα: όλοι ήξεραν την κόντρα και την αμοιβαία αντιπάθεια μεταξύ των δύο εφήβων. Μπορεί να έλεγαν ότι τα έβγαζε από το μυαλό του, απλά για να εκδικηθεί τον «αντίπαλό» του. Κι όμως, εκείνος δε θα έκανε ποτέ κάτι τέτοιο. Τότε, αν ο Μιχαήλ- που ήξερε πολύ καλά τι είχε συμβεί- καταλάβαινε ότι και κάποιος άλλος ξέρει, μήπως δε θα γύρναγε να κάνει το ίδιο και σε εκείνον;
Ξεροκατάπιε. Ένιωθε γελοίος, ταπεινωμένος. Αλλά ο φόβος τον παρέλυε και δεν μπορούσε να το πολεμήσει. Τίποτα δεν θα έφερνε πίσω ούτως ή άλλως τον Φιλήμονα.
«Μουγκάθηκες;» τον σκούντησε ο Θεόφιλος με τον αγκώνα του. «Δεν έχεις βγάλει μιλιά»
«Και τι θες να πω δηλαδή;» αναστέναξε ο ξανθός έφηβος, τρίβοντας τους κροτάφους του.
«Εσύ πάντα κάτι βρίσκεις να πεις»
«Υπάρχουν και μερικές στιγμές που δεν υπάρχει τίποτα να πεις, Θεόφιλε.,»
«Καταλαβαίνω. Σ’ έχει πειράξει πολύ το θέμα του Φιλήμονα. Όλους μας πείραξε»
Ο Χριστόφορος έσκυψε το κεφάλι και δεν απάντησε.
«Βλέπω τον Μιχαήλ και αναρωτιέμαι τι σόι αδερφός είναι. Λες και τα κάνει ψέματα όλα αυτά, υπερβολές. Εγώ όταν έχασα τον πατέρα μου ήμουν μικρός, αλλά σαν έχασα τη μάνα το θυμάμαι. Και δεν μπορούσα να βρω ησυχία για πολύ καιρό, μέχρι που με έφερε ο θείος μου εδώ. Εδώ μόνο κατάφερα να ησυχάσω. Εκείνος όλο για τον εαυτό τον παραπονιέται» συνέχισε ο Θεόφιλος, μαδώντας ένα ξεραμένο αγριόχορτο με τα δάχτυλά του.
Ο ξανθούλης στράφηκε απότομα προς τον φίλο του τον αδερφικό. Ήταν έτοιμος να του τα πει όλα.
«Σάμπως έτσι δεν ήταν πάντα ο Μιχαήλ;» είπε σταθερά, αλλά κάπως πνιχτά.
«Αυτό να μού πεις» ανασήκωσε τους ώμους ο μελαχρινός Θεόφιλος και πέταξε ό,τι είχε απομείνει από το αγριόχορτο πέρα.
«Θεόφιλε…» ξεκίνησε ο Χριστόφορος νευρικά.
Ο Θεόφιλος τον κοίταξε ερωτηματικά.
«Τι έπαθες;»
«Θέλω να σου πω κάτι» έμπλεξε τα δάχτυλα ο Χριστόφορος, νιώθοντας την πίεση μέσα του αφόρητη.
«Και γιατί κομπιάζεις έτσι;» συνοφρυώθηκε ο Θεόφιλος. «Δεν τα λες όλα σ’ εμένα;»
«Ν- Ναι…» συνέχισε σχεδόν λαχανιασμένα.
Κοίταξε κατά την είσοδο της μονής. Κάποιοι μοναχοί έβγαλαν μερικούς σάκους δίπλα στην πόρτα και ξαναμπήκαν μέσα. Αμέσως μετά φάνηκε ο Μιχαήλ. Ούτε που γύρισε κατά το μέρος τους.
Ο φόβος τον έπιασε από τον λαιμό. Τώρα δεν ήξερε κανείς ότι ήξερε. Αν το έλεγε, όμως στον Θεόφιλο, αυτομάτως θα γίνονταν δύο που γνωρίζουν. Και έτσι θα κινδύνευε και ο καλύτερός του φίλος πια.
«Θα μού πεις επιτέλους;» γκρίνιαξε ο Θεόφιλος και τον έσπρωξε.
Τρεχάτος εμφανίστηκε ο Στέφανος, που- μόλις τους είδε- έβαλε να τους σιμώνει. Ο Χριστόφορος ανέπνευσε με ανακούφιση. Προς το παρόν την είχε γλιτώσει.
«Τι κάμετε εδώ πάνω, μες στον ήλιο;» τους ρώτησε χαμογελαστός, με τη γνωστή του απεριόριστη ενέργεια και κινητικότητα.
«Λιαζόμαστε, μας έλειψε» του έδειξε ο Θεόφιλος τη θέση δίπλα του.
«Να σου πω, δίκιο έχετε» ανασήκωσε τους ώμους ο ηλιοκαμένος νεαρός και θρονιάστηκε απέναντι από τους δύο έφηβους.
«Έχεις κανένα νέο και τρέχεις έτσι;» σήκωσε το ένα φρύδι ο Χριστόφορος, περνώντας το χέρι του από το ξυρισμένο του πια μουστάκι.
«Τούτος πάντα τρέχει» γέλασε ο Θεόφιλος.
«Αυτό είναι αλήθεια.» γέλασε και ο Στέφανος. «Κι όμως, έχω και νέα.»
«Δηλαδή;»
«Ο Μιχαήλ φεύγει»
«Φεύγει;» ρώτησαν ξαφνιασμένα και οι δύο φίλοι ταυτόχρονα.
«Ακριβώς αυτή την αντίδραση είχα κι εγώ. Μήνυσαν, όμως, από προχθές στον πατέρα του να έρθει να τον πάρει, λέει. Δεν αντέχει άλλο να είναι στο μοναστήρι. Όλα του θυμίζουν, λέει, τον Φιλήμονα και δεν μπορεί να ησυχάσει με τίποτα. Ο παππούλης τον λυπήθηκε. Να σας πω την αλήθεια, είναι λογικό. Κι εγώ έτσι θα ένιωθα αν είχα αδερφό και τον έβλεπα να πεθαίνει μπρος μου. Ίσως είναι καλύτερα να είναι κοντά στον πατέρα του και στα υπόλοιπα αδέρφια του» έπιασε και ο Στέφανος ένα ξερόχορτο κι άρχισε να το μασουλάει.
Οι δύο φίλοι κοιτάχτηκαν. Ο Θεόφιλος είχε το ύφος κάποιου που δεν εκπλήσσεται με τα νέα, ο Χριστόφορος είχε ένα παράξενο βλέμμα, επιφυλακτικό, αμυντικό.
Στην πραγματικότητα σκεφτόταν. Σκεφτόταν ότι τα πράγματα έμπαιναν από μόνα τους τελικά στη θέση που τους έπρεπε.


--


Κωνσταντινούπολη, Οκτώβριος 1439


Ο ήλιος έριχνε ασθενικές τις ακτίνες του στους αυτοκρατορικούς κήπους, εκείνο το συννεφιασμένο απομεσήμερο. Ο Κωνσταντίνος περπατούσε με τα χέρια δεμένα πίσω από την πλάτη, κάτω από τις συστάδες των δέντρων, και το κεφάλι σκυφτό.
Το μυαλό του δεν είχε σταματήσει να γυρνάει σε δεκάδες πράγματα ταυτόχρονα. Τους Οθωμανούς, που σχεδόν μπορούσε να νιώσει την ανάσα τους, τα αδέρφια του, τον Φραντζή και το Νοταρά με τις ατελείωτες ίντριγκές τους, τα όσα συνέβαιναν στη Φλωρεντία με τον Ιωάννη, την Άννα.
Η Άννα. Η ταλαίπωρη, μικρή Άννα. Όλον τον καιρό που αντικαθιστούσε τον Ιωάννη, ήταν η πιο γλυκιά και περιποιητική συντροφιά που θα μπορούσε να έχει κοντά του. Τον αγαπούσε, του το έλεγε συνέχεια άλλωστε. Κι εκείνος, μετά από μια ατελείωτη περίοδο μοναξιάς, ένιωθε να αγαπάει ξανά. Ένα μεγάλο «αλλά» τον βάραινε, όμως, κάθε μέρα και περισσότερο.
Ο Φραντζής τον έσπρωχνε να ξαναπαντρευτεί, του υπενθύμιζε συνέχεια την επιτακτική ανάγκη να αποκτήσει παιδί. Ο Ιωάννης ήταν άτεκνος και αυτό μάλλον δεν θα άλλαζε πλέον. Αν ο Κωνσταντίνος ήθελε να «κλειδώσει» το θρόνο, έπρεπε να αποκτήσει αρσενικό παιδί σύντομα. Ο Θεόδωρος είχε παιδιά. Το μόνο που του έλειπε για να πλησιάσει το θρόνο ήταν η εύνοια του Ιωάννη, την οποία όμως ήξερε ότι δεν επρόκειτο να αποκτήσει. Ο Κωνσταντίνος είχε κερδίσει με την αξία του την εκτίμηση του αυτοκράτορα αδερφού του.
Και γιατί να μην παντρευόταν την Άννα, λοιπόν; Νύφη καλή, έξυπνη και σεμνή, θα έκλεινε φέτος τα 20 χρόνια της. Θα μπορούσε να γεννήσει γερά, υγιή παιδιά και- πιθανώς- σύντομα. Ο Νοταράς ανήκε στον πολύ στενό κύκλο της αυτοκρατορικής οικογένειας, έχαιρε της εκτίμησης του Ιωάννη και του Κωνσταντίνου του ίδιου· η ένωση αυτή θα είχε τις ευλογίες των πάντων και δεν θα σήκωνε καμία αντίρρηση.
Το μυαλό του πήγε στον Φραντζή. Ο Φραντζής δε θα δεχόταν ποτέ κάτι τέτοιο· αντίθετα, θα το πολεμούσε με όλες του τις δυνάμεις. Ήξερε πως, αν ο Νοταράς γινόταν πεθερός του διαδόχου, θα έχανε τα πάντα στο παιχνίδι της εύνοιας και της επιρροής. Στο κάτω- κάτω, όμως, τι τον ένοιαζε τον Κωνσταντίνο αυτό; Ο ίδιος τους ήξερε πολύ καλά και τους δύο και δεν θα επηρεαζόταν περισσότερο ή λιγότερο από κανέναν υπό το πρίσμα του γάμου.
Σταμάτησε απότομα να περπατά και κοίταξε το θολό ουρανό. Η υγρασία της Πόλης έκανε την ατμόσφαιρα αποπνικτική.
Ήξερε τι τον προβλημάτιζε στην πραγματικότητα. Δεν είχε σχέση με την αντιπάθεια του Φραντζή προς το Νοταρά. Όλα ξεκινούσαν από τα πιστεύω του Νοταρά. Και την ανθενωτική του επιμονή.
Πώς θα παντρευόταν ο αδερφός του αυτοκράτορα, ο πιθανός διάδοχός του, την κόρη ενός ανθενωτικού;
Η καρδιά του σκίρτησε πονεμένα. Δεν ήθελε να δίνει ψεύτικες ελπίδες στην Άννα, αλλά δεν μπορούσε να περάσει μέρα χωρίς εκείνη συντροφιά. Πώς να έβρισκε το κουράγιο να την απομακρύνει;
Νύφη μάλλον είχε βρεθεί… Ο Φραντζής είχε κάνει, μυστικά και από τον ίδιο στην αρχή, κάποιες πρώτες επαφές με τον Ντορίνο Γκαττιλούζι, τον πειρατή που είχε καταλάβει τη Λέσβο και ήταν τώρα αυθέντης της. Είχε μια όμορφη κόρη, την Κατερίνα, την οποία φυσικά και θα έκανε τα πάντα για να επιτύχει να παντρέψει με τον αδερφό του αυτοκράτορα.
Ο Κωνσταντίνος δεν ήξερε τι να κάνει. Η καρδιά του και το μυαλό του είχαν μπει σε έναν ατελείωτο καβγά εδώ και πολύ καιρό.
Έκατσε σε ένα μαρμάρινο παγκάκι που το έπιανε ο λίγος ήλιος και κρατήθηκε με τα χέρια του από τις άκρες του.
Ταυτόχρονα, τον ανησυχούσε η σιωπή από τη Φλωρεντία. Ο Ιωάννης είχε πολύ καιρό να του γράψει. Την τελευταία φορά, εν μέσω διαπραγματεύσεων, του είχε πει ότι τα πράγματα ήταν δύσκολα. Ο πάπας, όπως ήταν αναμενόμενο, δεν έκανε βήμα πίσω. Οι Βυζαντινοί πάλι είχαν αρχίσει να τρώνε ο ένας τις σάρκες του άλλου: δεν μπορούσαν να συμφωνήσουν πουθενά μεταξύ τους και προέβαιναν σε όλο και πιο δραστικές κινήσεις για να δείξουν τη δυσαρέσκειά τους. Ο Ιωάννης θα πατούσε υποχρεωτικά πόδι. Εκείνος αποφάσιζε, ούτως ή άλλως. Το ποια θα ήταν η κατάληξη ήταν ακόμα άγνωστο στο παλάτι. Δεν είχαν τίποτε νεότερο.
Ζωές είχαν χαθεί αυτά τα τρία και πλέον χρόνια στη Δύση. Άνθρωποι μορφωμένοι, όλοι οι σοφοί και θεοσεβούμενοι της αυτοκρατορίας, είχαν ακολουθήσει τον Ιωάννη για να τον υποστηρίξουν, να τον συμβουλεύσουν ή να τον νουθετήσουν, κατά τις δικές τους απόψεις. Κι όμως, μερικοί από αυτούς δεν θα ξαναέβλεπαν την Πόλη ποτέ. Ο Κωνσταντίνος έβλεπε τις θυσίες που γίνονταν και τρόμαζε. Και ήξερε ότι αυτές δεν ήταν ακόμα ούτε οι μισές από αυτές που τους περίμεναν.
Τον Ιωάννη λυπόταν, αγωνιούσε για την υγεία και το κουράγιο του.
Μακάρι να είχε νεότερά του σύντομα.
Ομιλίες και γέλια πίσω του τον έκαναν να στραφεί στο μονοπάτι από το οποίο είχε και εκείνος έρθει. Η Άννα και η ξαδέρφη του, η Ευδοκία, φάνηκαν, πιασμένες αγκαζέ, να περπατούν αμέριμνες και να σιγογελούν.
Ο Κωνσταντίνος χαμογέλασε μηχανικά σαν τις είδε έτσι, μαζί.
Ξαφνιασμένες, σταμάτησαν απότομα σαν τον είδαν.
«Άρχοντά μου, δεν σε πήραμε είδηση» χαμογέλασε η Ευδοκία και υποκλίθηκε, ενώ η Άννα βιάστηκε να την μιμηθεί, κοιτώντας με νόημα στα μάτια τον αγαπημένο της.
«Δεν πειράζει, δε χάσατε και τίποτε» της απάντησε κάπως μελαγχολικά ο Κωνσταντίνος και σηκώθηκε αμέσως. «Τι κάνετε, δέσποινές μου; Περίπατο;» τις ρώτησε και τους έδειξε το υπόλοιπο του μαρμάρινου καθίσματός του, πριν να ξανακαθίσει.
«Είπαμε να εκμεταλλευθούμε τον ελάχιστο ήλιο» απάντησε ήσυχα η Άννα και έσπευσε να κάτσει δίπλα του.
«Έχει μία υγρασία… Το κάτι άλλο σήμερα! Νόμιζα ότι θα πάθω ασφυξία μέσα στο δωμάτιό μου!» κούνησε τα χέρια της νευρικά η Ευδοκία, με το συνηθισμένο της, ζωηρό τρόπο.
«Δεν είναι και εδώ έξω πολύ καλύτερα πάντως» αναστέναξε ο Κωνσταντίνος, κάνοντας αέρα με το χέρι του μπροστά από το πρόσωπό του.
«Πράγματι» σκούπισε το ιδρωμένο της μέτωπο με την αναστροφή της παλάμης της η Άννα.
«Αχ!» χτύπησε με δάχτυλό της το μέτωπό της η Ευδοκία. «Τι ανόητη που είμαι! Έπρεπε να είχα πάρει το ριπίδιό μου από την κάμαρά μου. Θα έκανα λίγο αέρα τώρα… Αα, αυτή η υγρασία μού πήρε το μυαλό»
«Έλα, Ευδοκία, υπομονή» χαμογέλασε αχνά ο Κωνσταντίνος.
«Όχι, όχι, δεν μπορώ, άρχοντά μου, θα σκάσω» ξεφύσησε η νεαρή γυναίκα και ανασηκώθηκε. «Επιτρέψτε μου να πάγω ένα λεπτό να το πάρω. Άννα, δε σε πειράζει να μείνεις λίγο με τον αυθέντη;»
«Καθόλου» ανασήκωσε τους ώμους η Άννα Νοταρά και ακούμπησε διακριτικά το χέρι του Κωνσταντίνου.
Η Ευδοκία εξαφανίστηκε αμέσως, τρέχοντας σχεδόν κατά το παλάτι. Οι δυο αγαπημένοι έμειναν σιωπηλοί για λίγο.
«Γιατί δε μιλάς, κύριέ μου;» ψιθύρισε η Άννα και ακούμπησε το κομψό της κεφάλι στον ώμο του.
Ο Κωνσταντίνος άνοιξε δυο χείλη τρεμάμενα, μα δεν μπόρεσε να πει αυτό που ήθελε.
«Ζεσταίνομαι, αυτό είν’ όλο» της απάντησε τελικά και την χάιδεψε στοργικά στην πλάτη.
«Ξέρεις, σκεφτόμουν να πω τίποτε για σένα και μένα στον πατέρα» είπε η Άννα χαμογελώντας και τον κοίταξε στα μάτια. «Αλλά ύστερα σκέφτηκα ότι θα ήταν καλύτερα να μιλήσεις εσύ και μόνο μαζί του. Οι άντρες είναι για να τα συζητούν αυτά»
Οι ενοχές βάρυναν απότομα τον άντρα. Καθάρισε το λαιμό του και την κοίταξε και εκείνος.
«Δεν μπορώ να μιλήσω στον πατέρα σου, Άννα. Τουλάχιστον όχι μέχρι να γυρίσει ο Ιωάννης και να ακούσω τις αποφάσεις του»
Η Άννα αμέσως μαγκώθηκε. Έχασε το χρώμα της και έσκυψε το κεφάλι για να μην δει ο Κωνσταντίνος την αδυναμία της. Ήταν αθώα και κλεισμένη στον κόσμο του παλατιού. Σίγουρα, όμως, δεν ήταν ανόητη. Ήξερε, τουλάχιστον υποσυνείδητα, ότι υπήρχαν εμπόδια μεταξύ τους. Απλά, μάλλον, δεν ήθελε να τα βλέπει. Η απάντηση αυτή, όμως, του Κωνσταντίνου τώρα της άνοιξε τα μάτια. Η αναφορά στον Ιωάννη δεν ήταν τυχαία. Ήξερε τις θέσεις του πατέρα της και τη διαφωνία του με τον αυτοκράτορα, αλλά και τον ίδιο τον Κωνσταντίνο.
Της ήρθε να βάλει τα κλάματα, να φωνάξει. Τώρα το έβλεπε. Η ξεροκεφαλιά του πατέρα της την είχε καταδικάσει σε αιώνια δυστυχία.
«Με συγχωρείς. Έχεις δίκιο» αρκέστηκε να πει και έσφιξε πιότερο το μπράτσο του Κωνσταντίνου στα χέρια της, προσπαθώντας να συγκρατήσει τα δάκρυά της.
Ο Κωνσταντίνος ένιωθε την καρδιά του να χτυπά σαν τρελή. Ήταν θυμωμένος, στενοχωρημένος και μουδιασμένος με την ταραχή που προκάλεσε στην Άννα. Γιατί της το έκανε αυτό; Γιατί της το έκανε αυτό από την αρχή;
Μα, γιατί την αγαπούσε και δεν άντεχε μακριά της.
«Σώπασε, σε παρακαλώ. Μη μου ζητάς συγγνώμη» της ψιθύρισε και την έσφιξε κοντά του με το χέρι του, φιλώντας της το μέτωπο.
«Αυθέντη! Πρίγκιπά μου!» ακούστηκε μια λαχανιασμένη φωνή από τους θάμνους, να τους πλησιάζει.
Μηχανικά, κοφτά, το ζευγάρι απομακρύνθηκε. Η τρομακτική σκέψη ότι αυτή ήταν η τελευταία φορά που βρίσκονταν έτσι, μαζί, έπνιξε τον Κωνσταντίνο, αλλά και την Άννα. Αλλά δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα.
Λαχανιασμένος και αναψοκοκκινισμένος φάνηκε στο μονοπάτι ο Γεώργιος Φραντζής. Σταμάτησε για να πάρει μία ανάσα και ύστερα συνέχισε να τρέχει προς το ζευγάρι, ανεμίζοντας ένα πάκο περγαμηνές στα χέρια του. Τα ίσια, καστανόξανθα μαλλιά του, που είχαν αρχίσει να γεμίζουν γκρίζες τρίχες, ανέμιζαν ξέφρενα πίσω του, συμβάλλοντας σημαντικά στην αλλοπρόσαλλη εμφάνισή του εκείνη τη στιγμή.
«Σιγά, Γεώργιε, θα μπαφιάσεις!» κούνησε τα χέρια κατευναστικά ο Κωνσταντίνος και συνοφρυώθηκε.
«Σχώρα με, κύριέ μου, αλλά έχω νέα!» υποκλίθηκε με δουλοπρέπεια τελικά μπροστά στον αυθέντη του, αγνοώντας επιδεικτικά την Άννα.
«Τι νέα, επιτέλους, που σε έκαναν να τρέχεις έτσι;»
«Ο μεγαλειότατος αδερφός σου επιστρέφει, κύριέ μου! Σε μία εβδομάδα η Ρωμαϊκή αποστολή αναχωρεί από τη Φλωρεντία! Ήρθε αγγελιαφόρος του αυτοκράτορα!» απάντησε όλο χαρά ο Φραντζής, χαμογελώντας πλατιά.
Το αδύνατο πρόσωπό του έλαμπε με πρωτόγνωρο ενθουσιασμό.
Ο Κωνσταντίνος χαμογέλασε χαρούμενα αμέσως. Ο Ιωάννης ήταν καλά και επιτέλους επέστρεφε!
Το μάτι του έπεσε στις περγαμηνές στα χέρια του Φραντζή. Για να επέστρεφε, οι αποφάσεις, οριστικές, είχαν παρθεί.
«Αυτά είναι εξαιρετικά νέα. Τι άλλο κρατάς, Γεώργιε;»
«Αυτές είναι οι αποφάσεις της Συνόδου, κύριέ μου, υπογεγραμμένες από τον αυτοκράτορα και τον πατριάρχη. Ας αγαλλιάσουν οι ουρανοί!» έδωσε τις περγαμηνές στον Κωνσταντίνο και έκανε το σταυρό του θεατρικά, κοιτώντας τον ουρανό.
Τα μάτια του Κωνσταντίνου σάρωσαν βιαστικά το κείμενο. Ένιωθε την Άννα να κοιτά και εκείνη με αγωνία, μία εκείνον, μία τις περγαμηνές.
«Laetentur Coeli!» ήταν το πρώτο που διάβαζε κανείς στο κείμενο.
Οι ουρανοί μπορούσαν να αγαλλιάσουν. Οι εκκλησίες είχαν ενωθεί. Το Άγιο Πνεύμα εκπορευόταν και εκ του Υιού. Ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως θα υπαγόταν στον πάπα της Ρώμης, ο οποίος ήταν η μία και μοναδική, απόλυτη κεφαλή του χριστιανισμού.
Σε αντάλλαγμα ο πάπας θα έστελνε δυο πολεμικές τριήρεις και 300 στρατιώτες για την άμυνα της Πόλης.
Η υποταγή τους είχε πουληθεί και- δυστυχώς- πολύ φθηνά.
Ο Ιωάννης καλούσε τον Κωνσταντίνο, τους αυλικούς και ύστερα το λαό της αυτοκρατορίας να αποδεχθούν και να καλωσορίσουν την Ένωση. Ήταν η απόφασή του. Και η απόφασή του ήταν νόμος.
Ο Κωνσταντίνος σηκώθηκε μουδιασμένος και με θολά μάτια. Καθάρισε για άλλη μία φορά το λαιμό του και ίσιωσε το ανάστημά του.
«Να βγει ανακοίνωση στο παλάτι και να ξεχυθούν οι κήρυκες στους δρόμους της Πόλης. Να σταλούν κήρυκες και στις επαρχίες. Διακηρύξτε το: ας αγαλλιάσουν οι ουρανοί. Η Ένωση πραγματοποιήθηκε! Οι δύο Εκκλησίες άφησαν πίσω τους το σχίσμα και έγιναν πάλι μία! Ο πάπας αγκάλιασε την Ένωση και υποσχέθηκε να συμβάλλει στην άμυνα της Βασιλεύουσας. Ας αγαλλιάσουν οι ουρανοί…» ξεκίνησε με στόμφο για να ολοκληρώσει με το κεφάλι σκυφτό και τη φωνή τραχιά ο Κωνσταντίνος, με τον Φραντζή να αναρωτιέται αν απευθυνόταν σε εκείνον ή αν περισσότερο μονολογούσε.

Στην πραγματικότητα, μόνο την καταιγίδα που ερχόταν μπορούσε να σκεφτεί ο Κωνσταντίνος.


Vittoria Mantegna