«Για να δούμε… Για να δούμε… Ρίζα μανδραγόρα… Άνθη
ασφόδελου… Πούδρα κανέλας… Άνθη λεβάντας… Πιπερόριζα…» μουρμούριζε ο Γουάφ,
ψάχνοντας τα ράφια του.
Τα εκατοντάδες αναμμένα κεριά φώτιζαν το δωμάτιο του
πύργου μέσα στην απύθμενη νύχτα, κάνοντας το ιδρωμένο μέτωπό του να γυαλίζει.
Τα μάγουλά του είχαν ροδίσει και κάθε λίγο και λιγάκι έκανε αέρα με ένα μεγάλο
φτερό.
«Μα πού είναι πια αυτός ο Χάινμα;» είπε καθώς κατέβαζε
ένα δερματόδετο βιβλίο από την τεράστια βιβλιοθήκη του. Ήταν ίσα με μισό μέτρο
και πέντε κιλά βαρύ, ενώ πάνω του έγραφε με μεγάλα γράμματα «Η Βίβλος των Παλαιών Ξορκιών» στην
παλιά γλώσσα της Γιουβέρνα.
Ένα μικρό ράμφισμα στο τζάμι απέσπασε την προσοχή του.
Έκλεισε το βιβλίο δυνατά, βήχοντας καθώς ένα μεγάλο σύννεφο σκόνης απλώθηκε
μπροστά στο πρόσωπό του.
«Επιτέλους!» φώναξε καθώς άνοιγε το παράθυρο. Ο Χάινμα
πέταξε και κάθισε στον ψηλό ξύλινο πάγκο όπου ο Γουάφ κονιορτοποιούσε τα βότανά
του σε ένα μεγάλο γουδί. «Άργησες, τρελόπουλο!» τον μάλωσε.
Ξεδίπλωσε τον μικρό πάπυρο που κουβαλούσε ο Χάινμα στο
πόδι του και το διάβασε γρήγορα. Κατόπιν γύρισε στο πουλί.
«Μπράβο, Χάινμα! Τα κατάφερες καλά» τον επιβράβευσε. «Για
να δούμε τώρα… Πού είχαμε μείνει; Α… ναι. Ρίζα μανδραγόρα, άνθη ασφόδελου,
πούδρα κανέλας, άνθη λεβάντας…» μουρμούριζε καθώς έψαχνε τα βότανά του μέσα σε
μικρά αεροστεγή κουτιά και δοχεία. «Φέρε μου σε παρακαλώ την ρίζα
οστρακοβότανου!» είπε στον Χάινμα. Το πουλί γύρισε με μία πράσινη γλιστερή ρίζα
στο ράμφος του. «Όχι! Όχι κισσόσχοινο! Οστρακοβότανο! Την κόκκινη ρίζα που
μοιάζει με κέλυφος!»
Ο Χάινμα πέταξε και επέστρεψε προτού ο μάγος πει άλλη
λέξη.
«Μπράβο! Αυτό είναι!» αναφώνισε με ενθουσιασμό.
Έβαλε όλα τα βότανα στο γουδί, και άρχισε να τα κοπανάει
με το γουδοχέρι. Έπειτα πήρε την ράβδο του, την χτύπησε στο δάπεδο και αυτό
συνέχισε να χτυπάει μόνο του τα υλικά μέσα στο ξύλινο σκεύος.
Έψαξε προσεκτικά τα χιλιάδες βιβλία της βιβλιοθήκης του,
διαβάζοντας φωναχτά τους τίτλους. «Καιρικά Ξόρκια, Πράσινα Ξόρκια, Ξόρκια της
Γιουβέρνα, Διάσημοι Μάγοι, Κυράδες του Δάσους και άλλες νεράιδες, Μάγοι και
Κυνηγοί, Μαγικά Όντα… Μισό λεπτό… Μάγοι και Κυνηγοί;» είπε και γύρισε στο
βιβλίο που είχε προσπεράσει. «Εδώ είμαστε!» Έτριψε τα χέρια του και τράβηξε το
βιβλίο από την θέση του.
Ήταν πιο ελαφρύ από το προηγούμενο, με λευκό ανάγλυφο
εξώφυλλο. Στην μπροστινή μεριά του είχε ζωγραφισμένη μία Ευχή, ενώ στο πίσω
μέρος του εξώφυλλου έναν κυνηγό που την στόχευε με ένα βέλος. Άνοιξε το βιβλίο
και άρχισε να διαβάζει σιωπηλός. Ο Χάινμα χτυπούσε τα φτερά του από την αγωνία.
«Σώπα, Χάινμα!» τον διέταξε ο Γουάφ και το πουλί
συμμορφώθηκε, μαζεύοντας τα φτερά του. Κοίταξε ανήσυχος έξω από το παράθυρο.
«Βρήκα ένα ξόρκι… Ίσως δουλέψει… Μπορεί όμως να μας πάρει μέρες μέχρι να το
ολοκληρώσουμε. Γι’ αυτό πρέπει να βιαστούμε…»
Ο Χάινμα τιτίβισε έναν σκοπό που έμοιαζε ενθαρρυντικός,
και βρέθηκε με ένα τίναγμα των φτερών του στο τραπέζι κονιοποίησης των βοτάνων.
Ο Γουάφ διέταξε το γουδοχέρι να σταματήσει. Αυτό έπεσε άψυχα στο εσωτερικό του
σκεύους. Τα βότανα ήταν έτοιμα.
Μεταφέρθηκε στο λιγότερο φωτεινό μέρος του δωματίου, όπου
βρισκόταν μερικά δρύινα ντουλάπια. Άνοιξε τα πάνω φύλλα και κοίταξε στο
εσωτερικό τους. Άρπαξε ένα μικρό σακούλι με μαύρο χρώμα και γύρισε πίσω στο
τραπέζι του. Έριξε την κόκκινη σκόνη που βρισκόταν στο εσωτερικό του μέσα στο
γουδί, ύστερα κατευθύνθηκε πάλι πίσω στα ντουλάπια. Πήρε ένα γυάλινο μπουκάλι
με μακρύ λαιμό, τράβηξε τον φελλό, το μύρισε και ύστερα έτρεξε στο τραπέζι.
Έχυσε δεκατρείς σταγόνες από το μπουκάλι στο γουδί. Το περιεχόμενο άρχισε να
αφρίζει, να βγάζει καπνούς. Μία μικρή έκρηξη σημειώθηκε κατόπιν, και ο Γουάφ
κοίταξε ικανοποιημένος το μαγικό μείγμα. Ήταν ροδοκόκινο στο χρώμα και ρευστό,
σαν πηχτό κρασί.
«Υπέροχα. Τώρα θα πρέπει να το βγάλουμε στο σεληνόφως, να
φορτίσει τρία μερόνυχτα»
Άδειασε το πηχτό υγρό σε μία ασημένια κύλικα, και έπειτα
βγήκε από το δωμάτιο με τον Χάινμα να πετάει στο πλευρό του. Στερέωσε την
κύλικα στο χιονισμένο έδαφος και στράφηκε στον ουρανό.
Όταν ξημέρωσε η τέταρτη μέρα, ο Χάινμα τιτίβισε χαρμόσυνα
και ο Γουάφ άνοιξε τα μάτια του. Κατέβηκε και τους έξι ορόφους του πύργου του
τρέχοντας σαν γεμάτος ενέργεια έφηβος, και δεν σταμάτησε μέχρι που αντίκρισε
την κύλικα, έξω από την πόρτα του. Ήταν ακέραιη, ενώ το χιόνι δεν την είχε
αγγίξει καθόλου, καθώς την κρατούσαν προστατευμένη τα μάγια που έδεναν το σπίτι
του.
«Είναι έτοιμο, Χάινμα!» ψέλλισε συγκινημένος. Πήρε την
κύλικα στα χέρια του και ανέβηκε στο δωμάτιο του πύργου όπου έκανε τα μαγικά
του. Την τοποθέτησε στο ψηλό τραπέζι κονιοποίησης και έπειτα άρχισε να ψάχνει
για κάτι, κάνοντας τον τόπο άνω κάτω. Αναποδογύρισε δοχεία, μπέρδεψε βότανα και
ρίζες μεταξύ τους, ανακάτεψε συρτάρια και ντουλάπια, μέχρι που βρήκε ένα μικρό
χτένι με επάργυρα φύλλα κισσού στην κορυφή του.
«Αυτό μάλιστα!» είπε και κατευθύνθηκε στην κύλικα. Έριξε
το χτένι μέσα στο ροδοκόκκινο υγρό, και το άφησε να βυθιστεί καθώς έλεγε τις
μαγικές ρίμες του, μία στην παλαιά γλώσσα της Γιουβέρνα, και μία στην σύγχρονη:
«Ordaímse duit a dhéanamh do úinéir dofheicthe!Tá tú dofheicthe do na
súile an namhaid! Σε διατάζω να κάνεις τον ιδιοκτήτη σου αόρατο! Θα είσαι αόρατο στα μάτια
του εχθρού!»
Αφού επανέλαβε τα λόγια δεκαοχτώ φορές, εννιά στην παλιά
γλώσσα και εννιά στην καινούρια, έβγαλε το χτενάκι από το γουδί και το άφησε
στο τραπέζι να στεγνώσει. Έπειτα έξυσε σκεπτικός το κεφάλι του.
«Δεν μπορώ να ρισκάρω ξανά να σε στείλω στο στόμα του
λύκου, Χάινμα! Θα πρέπει να υπάρχει άλλος τρόπος… Αν σε πιάσουν, θα πάει
χαμένος ο κόπος μας!» είπε ανήσυχος.
Πήγε στο παράθυρο και άνοιξε το τζάμι. Ο κρύος αέρας
εισέβαλλε και πάγωσε το πρόσωπό του, αλλά εκείνος δεν φάνηκε να το
καταλαβαίνει. Στένεψε τα μάτια του ανήσυχα. Στο βάθος διακρινόταν τέσσερεις
μορφές. Έμεινε στη θέση του κοιτώντας στον ορίζοντα, ανησυχώντας όλο και
περισσότερο καθώς οι φιγούρες μεγάλωναν ολοένα, όσο πλησίαζαν στο Μπλούμπερι.
Όταν πια έφτασαν στον δρόμο που οδηγούσε στο πανδοχείο, οι φιγούρες φάνηκαν
καθαρά. Ήταν τέσσερεις άντρες, ντυμένοι ελαφριά, με λινά μαύρα υφάσματα. Είχαν
όλοι ξυρισμένα κεφάλια και αγριωπές εκφράσεις, ενώ ξεπερνούσαν σε ύψος τα δύο
μέτρα.
«Δεν έχω καλό προαίσθημα γι΄αυτό, Χάινμα. Έλα!» είπε και
άφησαν μαζί τον προστατευμένο πύργο.
Κρύφτηκαν πίσω από μία συστάδα αειθαλλών θάμνων, τα
γνωστά κοραλλόθαμνα, με τους μικρούς, στρόγγυλους καρπούς με γεύση που θύμιζε
άγουρο κεράσι. Οι μορφές διαγράφονταν ολοκάθαρα από εκεί. Τους χώριζαν λιγότερο
από πέντε μέτρα. Ο Γουάφ παρατήρησε τον τρόπο που βάδιζαν αγέρωχοι και
αμίλητοι, όλοι ίδιοι μεταξύ τους.
«Πολύ παράξενο, Χάινμα. Κάτι δεν μου αρέσει σε αυτούς
τους τύπους» ψιθύρισε. «Ιδέα!» ψέλλισε ενθουσιασμένος, βλέποντας τους καρπούς
των κοραλλόθαμνων. Έκοψε ένα κλαδί γεμάτο φρούτα. «Fírinne!» μουρμούρισε. Οι πορτοκαλί καρποί πήραν ένα μαύρο
χρώμα για ένα μόλις δευτερόλεπτο, έπειτα γύρισαν στο φυσικό τους. «Πάντα
φαίνεται χρήσιμο ένα ξόρκι της αλήθειας» συμπλήρωσε.
Βγήκε από την κρυψώνα του και πλησίασε τους τέσσερεις
άντρες. Βάδισε δίπλα τους, αλλά εκείνοι δεν του έδωσαν την παραμικρή σημασία.
Συνέχισαν το δρόμο τους αμίλητοι, κοιτώντας πάντα μπροστά.
«Καλημέρα!» είπε ευγενικά. Ο ένας από αυτούς γύρισε και
τον κοίταξε. Αρκέστηκε σε ένα σιωπηλό νεύμα. Μετά στράφηκε μπροστά και συνέχισε
το δρόμο του. «Καλωσήρθατε στο Μπλούμπερι!» συνέχισε ακάθεκτος. «Με συγχωρείτε
που σας ενοχλώ, αλλά έχω πολύ καιρό να δω επισκέπτες! Είναι τόσο μοναχικά εδώ
πάνω! Είμαι ο Γουάφ, ο μάγος του Μπλούμπερι αν έχετε ακουστά»
Σταμάτησαν και οι τέσσερεις απότομα και τον κοίταξαν.
Ύστερα αντάλλαξαν μερικές ματιές μεταξύ τους.
«Είσαι ο Γουάφ;» ρώτησε ο ένας από αυτούς.
«Ολόκληρος»
Εκείνος που είχε μιλήσει σήκωσε το ένα του φρύδι. Ύστερα
χαμογέλασε πλατιά και άπλωσε το χέρι του.
«Χαίρομαι που σε γνωρίζω. Είμαι ο Πρίομ. Από εδώ οι φίλοι
και συνάδελφοί μου, ο Ταφ, ο Γουόρ και ο Τολ. Ερχόμαστε από την Τόρθαϊ. Είμαστε
στη φρουρά του άρχοντα Νιλς, και ψάχνουμε κάποιο πολύ επικίνδυνο πρόσωπο. Θα
είχατε την καλοσύνη να απαντήσετε σε κάποιες ερωτήσεις;»
«Βεβαίως» απάντησε ο Γουάφ, ύστερα από λίγα δευτερόλεπτα
αμηχανίας. «Χαρά μου να βοηθήσω τον Καομνόιρ της Τόρθαϊ. Ελάτε, σας παρακαλώ.
Από εδώ. Θα χαρώ να σας φιλοξενήσω στον πύργο μου. Δεν είναι πολύ μακριά»
Οι τέσσερεις άντρες κοιτάχτηκαν μεταξύ τους. Ύστερα ο
Πρίομ μίλησε πάλι.
«Ευχαριστούμε, Γουάφ»
Οι πέντε τους κατευθύνθηκαν προς τον πύργο, ενώ ο Χάινμα
έμεινε έξυπνα κρυμένος πίσω από τους κοραλλόθαμνους.
«Έχω ακούσει πολλά για τον κύριο Νιλς» είπε ο Γουάφ
σερβίροντας τσάι σε πέντε πορσελάνινα φλιτζάνια.
«Είναι χαρισματικός άνθρωπος» ακούστηκε ο Πρίομ πίσω από
την πλάτη του.
«Παρακαλώ, καθίστε στο σαλόνι. Επιστρέφω ευθύς αμέσως με
σπάνιο τσάι της ερήμου!»
Ο Πρίομ έφυγε και κάθισε μαζί με τους υπόλοιπους στις
μονές εβένινες πολυθρόνες, κοιτώντας το δωμάτιο του πύργου με θαυμασμό, ίσως
και δέος. Από τα κάδρα σε σχήμα φιδιού και το μεγάλο ρολόι σε μορφή βατράχου
που κόαζε μετρώντας τα δευτερόλεπτα, μέχρι τα μαγεμένα κοχύλια που τραγουδούσαν
με τις φωνές των σειρήνων και τις κουρτίνες που θρόιζαν ανεμίζοντας χωρίς ίχνος
αέρα, όλα στο δωμάτιο έμοιαζαν απόκοσμα στα μάτια τους.
Ο Γουάφ έβγαλε από την τσέπη του το κλαδί του
κορραλόθαμνου, το οποίο είχε μαγέψει με το παλιό ξόρκι αλήθειας. Έριξε από έναν
καρπό στο κάθε φλιτζάνι, εκτός βέβαια από το δικό του. Πήρε τον δίσκο και
σέρβιρε τους καλεσμένους του.
«Σας ακούω, κύριοι» είπε όταν βολεύτηκε στην πολυθρόνα
του.
«Ιδιαίτερη γεύση…» παρατήρησε ο Πρίομ όταν δοκίμασε μια
γουλιά από το τσάι. «Κάπως… στυφή»
«Αφήνει αρκετά έντονη αίσθηση, όπως παρατηρήσατε. Το
διάσημο χαρμάνι της ερήμου… Μου το φέρνει ένας συγκεκριμένος έμπορος πέρα από
τη θάλασσα του Μπι»
«Λοιπόν… Μας πιέζει ο χρόνος. Ας μπούμε στο ψητό, Γουάφ»
είπε ο Πρίομ.
«Όπως επιθυμείτε» είπε εκείνος, κοιτώντας ανήσυχα τα
φλιτζάνια των συναδέλφων του Πρίομ, που έμεναν ανέγγιχτα. «Δοκιμάστε όμως λίγο
από το τσάι μου. Θα σας κρατήσει ζεστούς μια κρύα μέρα σαν κι αυτή»
«Το πρόσωπο που ψάχνουμε ονομάζεται Σίμπχακ» μίλησε ο
Τολ, κατεβάζοντας μια γερή γουλιά από το τσάι. «Σίμπχακ Φέαρ»
«Τον έχετε ακουστά;» ρώτησε ο Ταφ παίρνοντας και εκείνος
το τσάι του.
«Σίμπχακ; Σίμπχακ…» αποκρίθηκε ο Γουάφ ατενίζοντας το
ταβάνι. «Όχι. Δεν νομίζω πως μου λέει κάτι το όνομα. Μπορείτε να μου τον
περιγράψετε; Μπορεί να τον ξέρω εξ όψεως»
«Έχουμε χρόνια να τον δούμε. Αν υποθέσουμε όμως ότι δεν
έχει αλλάξει στην όψη, φαντάσου τον ψηλό, μυώδη, με κόκκινα μαλλιά και γένεια.
Έχει μια χαρακτηριστική ουλή κάτω από το δεξί του μάτι»
«Δεν θυμάμαι κανέναν με αυτήν την περιγραφή… Αλλά,
συγχωρέστε με, είμαι και διακοσίων τριάντα δύο χρονών. Μπορεί και να τον ξέρω,
αλλά να μην τον θυμάμαι αυτή τη στιγμή. Πείτε μου κι άλλα, ίσως ξυπνήσει η
μνήμη μου»
«Ήταν στην φρουρά του άρχοντα της Χάνταπ, του Ακάιους.
Υποψιαζόμαστε ότι ευθύνεται για τον θάνατό του» μίλησε ο Γουόρ.
«Τι μου λέτε; Πόσα χρόνια έχει που πέθανε ο άτυχος
Καομνόιρ; Θαρρώ πάνω από δεκαπέντε»
«Δεκατέσσερα» τον διόρθωσε ο Πρίομ.
«Και τι θα κάνετε μόλις τον βρείτε;»
«Θα τον πάμε στον άρχοντα»
Τα μάτια του Πρίομ είχαν πάρει να κοκκινίζουν, το ίδιο
και τα αυτιά του. Το κεφάλι του άρχισε να βαραίνει, όπως φάνηκε από τον τρόπο
που το κρατούσε με τα χέρια του. Ένας ένας, όλοι οι άντρες της φρουράς του
άρχοντα Νιλς άρχισαν να κρατάνε τα κεφάλια τους και να τρίβουν τα μάτια τους.
Το ξόρκι αλήθειας είχε αρχίσει να επιδρά.
«Τι δουλειά έχει ο άρχοντας της Τόρθαϊ με τον άντρα που
υποψιάζεστε πως σκότωσε εκείνον της Χάνταπ;» ρώτησε ο Γουάφ αμέσως μόλις
κατάλαβε πως το ξόρκι είχε κάνει τη δουλειά του.
«Είναι ο ανιψιός του Ακάιους» απάντησε χωρίς ενδοιασμούς
ο Πρίομ.
«Και γιατί θυμήθηκε μετά από δεκατέσσερα χρόνια να
κυνηγήσει τον δολοφόνο του θείου του;»
«Δεν το θυμήθηκε αυτός. Ο ξάδελφός του, Όντραν Μακ Λερ,
εκείνος τον ικέτευσε να τον βρει. Έτσι ο άρχοντας έστειλε εμάς προς αναζήτησή
του»
«Ο γιος του άρχοντα; Ο Όντραν; Δεν είχε εξαφανιστεί πριν
δεκατέσσερα χρόνια, μετά την κηδεία του πατέρα του;»
«Όχι. Ζει ακόμα, απλά με άλλο όνομα»
«Και με ποιο όνομα κυκλοφορεί;»
«Γκόραν. Γκόραν Κρόσμπον»
Ο Γουάφ πετάχτηκε από τη θέση του λες και τον είχε
κάποιος σουβλίσει με πυρρωμένο σίδερο.
«Είσαι σίγουρος;» ρώτησε με μάτια έτοιμα να πεταχτούν από
τις κόγχες τους.
«Απολύτως» απάντησε ο Πρίομ.
«Και πού βρίσκεται τώρα ο γιος του άρχοντα Μακ Λερ;»
«Στην Τόρθαϊ, στον πύργο του ξαδέλφου του»
Ο Γουάφ κοίταξε τον άντρα κάτασπρος σαν πανί. «Μα τα
χίλια ξόρκια!» είπε και κατέβασε το τσάι του με μια γουλιά. «Ο κυνηγός είναι ο
γιος του άρχοντα Μακ Λερ! Αυτό και αν είναι απίστευτο!»
«Τι είχε μέσα αυτό το τσάι;» ρώτησε ο Πρίομ βήχοντας και
τρίβοντας τα μάτια του.
«Ένα παλιό και πανίσχυρο ξόρκι της αλήθειας! Αλλά ευτυχώς
για όλους μας, δεν θα θυμάστε τίποτα από αυτά σε λίγο! Κύριοι, η βοήθειά σας
ήτανε πολύτιμη! Σας ευχαριστώ. Σε πέντε λεπτά μπορείτε να φύγετε. Αλλά πριν
φύγετε…» είπε και χάθηκε από τα μάτια τους.
Ανέβηκε στο δωμάτιο όπου εκτελούσε τα ξόρκια του και
βρήκε το χτένι με τα ασημένια φύλλα κισσού, το οποίο είχε μαγέψει για τη
Φιντέλμα. Βρέθηκε στο σαλόνι όπου οι τέσσερεις φρουροί κάθονταν ζαλισμένοι και
μπερδεμένοι, κοιτώντας γύρω τους σαν χαμένοι.
«Πρίομ…» είπε και κάθισε δίπλα του. «Έχω μια ακόμα
αποστολή για σένα»
Ιωάννα Τσιάκαλου
Ιωάννα Τσιάκαλου