Ο αρχοντογιός κι η προσφυγούλα της Λίνας Δώρου

Μεγάλος θόρυβος έγινε τις μέρες εκείνες της άνοιξης του 1926 στη Νιγρίτα των Σερρών. Ο μοναχογιός μιας χήρας από μεγάλο τζάκι παντρευότανε. Θα μου πείτε, και καλά, τι το τόσο φοβερό μπορεί να είχε ο γάμος ενός αρχοντόπουλου; Μήπως δεν βρήκε νύφη της σειράς του; Αφού μάλιστα η μάνα του η κυρά Ολυμπία ήταν πάντα κέρβερος σε τέτοια θέματα.
Κι όμως, η αγέρωχη έως βλοσυρή Μακεδόνισσα δεν κατάφερε να χαλινώσει την καρδιά του γιου της. Αγαπήθηκε ο νεαρός Αλέξανδρος με μια προσφυγοπούλα, τη Διδώ, που τέσσερα χρόνια πριν κατέφυγε ορφανή στο χωριό τους και δούλευε στα κτήματα για να ζήσει.  Όμορφο ήταν το κορίτσι, μελαχρινό και λυγερό, κι ας έκρυβε το σώμα της σε κουρέλια, κι ας έσκυβε ολημερίς πάνω απ’ τα χώματα. Έτσι την πρωτοείδε ο Αλέξανδρος και θα την είχε προσπεράσει, αν δεν τύχαινε να στρέψει μία στιγμή το βλέμμα της επάνω του.
Αυτό ήτανε. Κι αν βιάστηκε η Διδώ να χαμηλώσει τα μάτια της επειδή ντράπηκε, δίχως να το ξέρει είχε μόλις σαϊτέψει βαθιά τον νιο απέναντί της. Μα κι η δική της η καρδιά τοξεύτηκε, κι αγάλι αγάλι φούντωσε μέσα τους η πυρκαγιά του έρωτα.
Της μίλησε πρώτος εκείνος μια Κυριακή μετά τη λειτουργία. Χλόμιασε ολόκληρη η κοπέλα σαν την ξεμονάχιασε κι έτρεμε σαν το φύλλο την ώρα που κρατώντας απαλά το χέρι της στο δικό του της εξομολογούνταν την αγάπη του. Και μπορεί τότε να δείλιασε και να ’τρεξε μακριά του κλαίγοντας, την επόμενη όμως Κυριακή ήταν η ίδια που τον πλησίασε και του φανέρωσε τον εδικό της πόθο. Το πρώτο τους φιλί, που το ’δωσαν κρυμμένοι σε μια κόγχη της εκκλησιάς, σφράγισε την απόφασή τους να παλέψουν ενάντια σε όλους και σε όλα για να εκπληρωθεί η αγάπη τους.
Σε λιγότερο από έξι μήνες ο Αλέξανδρος ανακοίνωσε στη μάνα του την επιθυμία του να νυμφευτεί τη Διδώ. Μόνο που δεν της ήρθε ταμπλάς της αρχόντισσας στο άκουσμα των λόγων του. Θύμωσε, φώναξε, οργίστηκε, τον φοβέρισε ότι θα τον αποκληρώσει, αλλά εκείνος ήταν κάθετος. «Μάνα, εγώ θα την πάρω θέλεις δε θέλεις» της έκοψε την κουβέντα κι έμεινε έξω φρενών η κυρα-Λυμπίω να σιγοβράζει στο ζουμί της.
«Ακούς εκεί! Ο δικός μου ο γιος, το σπλάχνο μου, να πάρει Τούρκισσα!» γρύλιζε συνέχεια μέσα απ’ τα δόντια της κι αναπαμό δεν είχε. Δεν θα το άφηνε να περάσει έτσι αυτό. Η παστρικιά η ξεβράκωτη δε θα γινόταν νύφη της όσο ζούσε σ’ αυτό τον κόσμο. Ο γιος της αποδείχτηκε ξεροκέφαλος, όμως κι αυτή δεν θα ’μενε με σταυρωμένα χέρια. Κάτι έπρεπε να κάνει, να δράσει γρήγορα ώστε να διαλύσει αυτό το γάμο. Και το πανούργο της μυαλό μηχανεύτηκε ίσως το πιο σκοτεινό κι αποτρόπαιο σχέδιο…
Άφησε τον Αλέξανδρο να πιστεύει ότι υποχώρησε και όταν ήρθε η μέρα, φορώντας με απίστευτη μαστοριά το πιο σατανικό της μειδίαμα μαζί με τα ακριβά φουστάνια της, τον συνόδεψε στην τέλεση του μυστηρίου. Παρατηρούσε συνέχεια τη Διδώ που έλαμπε δίπλα στον αγαπημένο της ντυμένη στα λευκά σαν άγγελος, τόσο αγνή και όμορφη ήτανε, το γιο της να την κοιτά τρυφερά κι ο δαίμονας μέσα της την τσίγκλαγε συνέχεια θεριεύοντας το μίσος της. Μόρφασε ωστόσο χαιρέκακα σκεπτόμενη αυτά που θα συνέβαιναν σε λίγο, αν όλα πήγαιναν όπως τα σχεδίασε. «Αμήν και πότε Παναγία μου» σταυροκοπήθηκε, ενώ ο παπάς έστεφε το ανυποψίαστο ζευγάρι.
Ο γάμος σχόλασε κι όλοι επέστρεψαν στο αρχοντικό για το γλέντι. Η Ολυμπία τρύπωσε στην κουζίνα της και μετά μεγίστης προσοχής έβγαλε από τον κόρφο της ένα τόσο δα μπουκαλάκι. Το κοίταξε ικανοποιημένη και ξεβίδωσε το πώμα χαμογελώντας σαρδόνια. Είχε διατάξει τη μαγείρισσα να χωρίσει δυο μερίδες από το γιορτινό φαγητό, τάχα για να τιμήσει τους νιόπαντρους. Δίχως κανείς να την πάρει είδηση, έσταξε μερικές σταγόνες στο πιάτο που προόριζε για την έρμη τη Διδώ.
«Στο καλό νυφούλα μου» κάγχασε σιωπηλά. «Να κάμεις γλήγορα παρέα στους πεθαμένους…»
Δηλητήριο…
«Μαρ’ συ Λισάβω!» φώναξε στην πιο μικρή της υπηρέτρια. «Τσακίσου που σε θέλω!»
«Ορίστε κυρά» φάνηκε ψαρωμένο μπροστά της το κοριτσάκι, σταυρώνοντας τα χέρια στην ποδιά της.
«Πάρε δω» της έτεινε τα πιάτα. «Αυτά είναι για τους νιόπαντρους. Και πρόσεξε! Το δεξιό να το δώκεις τη νύφη μου. Το καλύτερο διάλεξα για κείνη!»
«Μάλιστα κυρία» αποκρίθηκε η Λισάβω και κατευθύνθηκε προς το τραπέζι. Η Ολυμπία έτριψε μοχθηρά τα χέρια της. Ήθελε να γελάσει και να την ακούσουνε οι πάντες. Σε λίγο η βρομιάρα η πρόσφηγκα θα έπεφτε νεκρή μπροστά της…
Δεν υπολόγισε όμως την αφηρημάδα του δουλικού της, ούτε το Θεό που βλέπει τις άδικες πράξεις και σπεύδει να τις τιμωρήσει όπως Εκείνος μονάχα ξέρει. Νομίζοντας ότι όλα είχαν πάει κατ’ ευχήν, η Ολυμπία κάθισε στο τραπέζι δίπλα τους, κοιτάζοντας συνεχώς εξεταστικά την Διδώ με τρόπο που να μην κινεί τις υποψίες για να δει επιτέλους επάνω της τα συμπτώματα της δηλητηρίασης. Μα καθώς περνούσε η ώρα και δεν έλεγε να πάθει τίποτα η κοπέλα, η πανούργα πεθερά ανησυχούσε.
«Λες να μην έβαλα αρκετό στο μέρος της; Λες να ’πρεπε να ρίξω κι άλλο; Μπας και δεν επήρα το σωστό;» αναρωτιόταν κι όλο κοιτούσε το υποψήφιο θύμα της. Κι αμέσως παρέλυσε, βλέποντας το γιο της να κιτρινίζει και να διπλώνεται στα δύο.
«Αλέξανδρε;» έκανε τρομαγμένη η Διδώ. Εκείνος δεν μπορούσε να πει λέξη, πνιγότανε.
«Αλέξανδρε! Αγάπη μου τι έπαθες; Μίλα μου!»
Δάκρυα έτρεχαν ήδη από τα μάτια της σαστισμένης κόρης, που δεν μπορούσε να αντιληφθεί τι κακό συνέβαινε ξαφνικά στον άντρα της, ενώ η πεθερά της ένιωσε να ζαλίζεται, να χάνει τον κόσμο.
«Μαρή Λισάβω! Στη νύφη σ’ είπα το φαρμακωμένο!» ούρλιαξε αλλοπαρμένη.
Όταν κατάλαβε τι ξεστόμισε, ήταν πλέον αργά. Σκέπασε το στόμα της σαν να γινόταν να πάρει πίσω την κουβέντα, μα η Διδώ την κοίταξε εμβρόντητη όπως και όλοι οι καλεσμένοι της. Ο γιος της σφάδαζε στο πάτωμα καθώς το δηλητήριο χυνότανε ολόβαθα στα σπλάχνα του.
«Γιόκα μου! Παλικάρι μου!» τσίριξε η αρχόντισσα τραβώντας τα μαλλιά της και γονάτισε στο πλάι του. Εκείνος την ατένισε σκληρά μες στον πόνο του, αμίλητος.
«Γιατί μάνα; Γιατί; Τι την ήθελες τέτοια αμαρτία; Τι σου ’φταιγε η γυναίκα μου και πήγες να τη φαρμακώσεις;» είπε στο τέλος ξέπνοος. Βουβάθηκε η Ολυμπία, το βάρος της ντροπής έπεσε ξάφνου ασήκωτο στους ώμους της.
«Κι αντί για αυτήνε, θα χάσεις το γιο σου, για να ’ναι πιο βαρύ το κρίμα!» κατέληξε το παλικάρι κι έκλεισαν τα μάτια του για πάντα.
«ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΕΕ!!!» σπάραξε η Διδώ και το κλάμα της συνέθλιψε την πετρωμένη έως τότε καρδιά της Ολυμπίας. Δεν μπορούσε πλέον να κάνει τίποτα, οι ραδιουργίες της γύρισαν και την κλώτσησαν. Η χαρά χαλάστηκε, μα όχι προς όφελός της όπως τόσο απατηλά πίστευε ότι θα γινόταν αυτός ο χαλασμός…
«Πάρε κι εμένα αγάπη μου» ψέλλισε η άτυχη κοπέλα κι αρπάζοντας στη χούφτα της το πιο κοντινό μαχαίρι χαράκωσε μεμιάς τις φλέβες της. Βρύση ανέβλυσε το αίμα, βάφοντας κόκκινο το νυφικό της αντί για το σεντόνι του κρεβατιού που θα περίμενε μάταια να δεχτεί την πρώτη ένωση των δύο ερωτευμένων και με μια κραυγή πόνου σωριάστηκε πάνω στο κορμί του αγαπημένου της, αιμορραγώντας μέχρι που η πνοή της έσβησε.

Η Ολυμπία έπεσε τώρα ολοφυρόμενη πάνω στα πτώματα των παιδιών της και θρηνούσε ακατάπαυστα, ζητώντας τους να τη συγχωρέσουν. Τίποτα και κανένας όμως δεν μπορούσε να της παράσχει τη συγχώρεση. Μόνη της θα απέμενε πια στον κόσμο, δίχως γιο, δίχως κόρη, χωρίς εγγόνια, χωρίς καμιά χαρά, δίχως κανένα πλάι της: η κακούργα πεθερά που τυφλωμένη από το μίσος έστειλε στον τάφο μαζί δύο αθώους…

Λίνα Δώρου