«Αα!», κατσούφιασα ξανά. «Και είχα αρχίσει ν'
αναρωτιέμαι γιατί έχει αργήσει τόσο να μου χτυπήσει την πόρτα η κατάθλιψη».
Εντούτοις, η κατάθλιψη δεν πρόλαβε ούτε αυτή
την φορά να διαβεί το κατώφλι μου, επειδή την προσπέρασε μια ομάδα παιδιών που
έπεσε καταπάνω μου.
«Γεια, εσύ δεν είσαι η Βάλενταϊν;», με ρώτησε
με απρόσκοπτη φιλικότητα κάποιος από το τσούρμο. «Εγώ είμαι ο Αμπρόουζ και...»
«Η Βάλενταϊν από το Μονρόε, που έριξε την
αδερφή της από τις σκάλες και την ξέκανε;», πήρε τον λόγο ένα ημίγυμνο κορίτσι.
«Σε νιώθω. Εγώ είμαι η Τιντάλ, μεγάλη θαυμάστρια σου. Καλά της έκανες, όχι καλά
της έκανες της αδερφής σου! Εγώ την δική μου την πάτησα με τ' αμάξι, την
παλιοπροδότρα!»
«Μας λείπει ένα άτομο για να παίξουμε Beer-Pong**», εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία ένας τρίτος. «Τι λες,
Βάλενταϊν; Θες να συμπληρώσεις την εξάδα μας; Θες, θες, αφού το βλέπω στο μάτι
σου».
«Στο δεξί ή τ' αριστερό;», σάρκασα άθελά μου.
Έκανα ν' αποτραβηχτώ αλλά με είχαν γραπώσει για τα καλά και με παρέσυραν ως ένα
τραπέζι κατακλυσμένο από δύο τρισδιάστατες πυραμίδες από κόκκινα ποτήρια μπύρας
που είχαν στηθεί αντικριστά η μια στην άλλη, σαν δύο δίδυμοι λόφοι.
Έκανα να τους πω ότι δεν έχω όρεξη για Beer-Pong, ότι δεν μου αρέσουν οι φάτσες τους και ότι θέλω να φύγω, αλλά ήταν
ανένδοτοι. Στο τέλος, αφού κανένα από τα άλλα χαρτιά μου δεν δούλεψε, δοκίμασα
να τους πω την συνταρακτική αλήθεια: «Δεν είμαι δολοφόνος, ρε παιδιά. Φήμες
είναι όλα αυτά που ακούγονται γύρω από το όνομά μου, κακοπροαίρετες φήμες. Δεν
έριξα την αδερφή μου από τις σκάλες, όπως λένε κάποιοι, δεν την τεμάχισα και
πούλησα ως Hot Dog, ούτε την έπνιξα όταν έκανε αφρόλουτρο. Στην
πραγματικότητα δεν πείραξα ποτέ ούτε μια τρίχα απ' τα μαλλιά της. Την αγαπούσα
την αδερφή μου, την λάτρευα, ακόμη την λατρεύω, πάντα θα την λατρεύω!»
Δυστυχώς, οι νέοι μου φίλοι δεν συγκινήθηκαν με ετούτη την εξομολόγηση, και
ακόμα χειρότερα, δεν έχασαν το ενδιαφέρον τους για το πρόσωπό μου. Για να είμαι
ειλικρινής, πόνταρα στο ότι θα ξενέρωναν με την αθωότητά μου, αλλά εκείνοι δεν
μου έκαναν το χατίρι να με εξοστρακίσουν ως άσπρο πρόβατο μες στο μαύρο τους
κοπάδι.
Αντιθέτως, δεν έχασαν χρόνο και χωρίστηκαν σε
ομάδες των τριών, ξεκινώντας το παιχνίδι, βάζοντάς με να παίξω μαζί τους.
Στην αρχή, απλώς έστεκα σιωπηλή σε μια άκρη και
τους παρακολουθούσα μένοντας αμέτοχη, γρήγορα όμως με ψυλλιάστηκαν και έλαβαν
δραστικά μέτρα. Κάθε φορά που οι αντίπαλοι έστελναν ένα μπαλάκι να προσγειωθεί
μες στα κύπελλά μας, οι συμπαίκτες μου με έσπρωχναν μπροστά και με έβαζαν να
αδειάσω το εκάστοτε κύπελλο, πίνοντάς το αλκοόλ στο εσωτερικό του, αποστραγγίζοντάς το.
Ξεκίνησα, θέλοντας και μη, να εκπροσωπώ την
ομάδα μου, κατ' αυτόν τον τρόπο, νιώθοντας τον δισταγμό και την δυσφορία μου να
πάλλονται σε κάθε κύτταρο του κορμιού μου. Συνέχισα να πίνω για κάθε πόντο που
χάναμε, ωστόσο με κάθε αλκοολούχα γουλιά που κυλούσε στον λαιμό μου τα
προηγούμενα συναισθήματα άρχισαν να παραμερίζονται.
Πολύ σύντομα δεν υπήρχαν πουθενά.
Και το ίδιο συνέβη και στην Αντριάννα
Βάλενταϊν, την επιτηδευμένα καλή, μαλθακή, πειθαρχημένη και νομοταγή κόρη των
βουλευτών από το Μονρόε. Εξαφανίστηκε.
Πλέον το κορίτσι που υπήρχε μέσα μου, που όριζε
τις κινήσεις μου, τα βήματα και τα λόγια μου ήταν κάποιο άλλο, κάποιο που
αντλώντας θάρρος απ' το ποτό είχε αρχίσει να αψηφά εντελώς τις ενδεχόμενες
συνέπειες των πράξεων του. Ένα κορίτσι άγριο και ανεύθυνο και...
απελευθερωμένο.
Μέχρι να τελειώσουν και οι τρεις γύροι του Beer-Pong και η ομάδα μου να στεφθεί νικήτρια... εγώ είχα γίνει λιώμα.
Βασικά, ακόμη λιώμα είμαι.
Κι έτσι, αρχίζω τώρα να κινούμαι προς το μπαρ,
χαχανίζοντας και παραπατώντας. Θέλω απελπισμένα να ξαποστάσω σε μια απ' τις
καρέκλες του μπουφέ και να τσιμπήσω κάτι, οτιδήποτε από τους μεζέδες-αποφάγεια
που έχουν βουτήξει οι τρόφιμοι απ' την Τραπεζαρία του Ντέιβις. Είχα ακούσει ότι
δεν πρέπει να πίνεις με αδειανό στομάχι, επειδή τότε το αλκοόλ σε χτυπάει πιο
δυνατά. Αυτή η πληροφορία αναδύθηκε προ ολίγου μες στο ζαλισμένο μου μυαλό κι
έτσι μόλις φτάνω στο κεντρικό τραπέζι, χώνω το χέρι μου μέσα στο μπολ με τα
τσιπς και στριμώχνω μια χούφτα από αυτά στο στόμα μου. Τα καταπίνω αμάσητα,
νιώθοντας σαν ζαβολιάρικο παιδάκι.
Είναι γελοίο και παιδαριώδες, και σίγουρα
κανείς δεν νοιάζεται για το τι κάνω στα πατατάκια, εγώ όμως νιώθω σαν μικρή
επαναστάτρια τρώγοντάς τα. Διότι, παράλληλα, φαντάζομαι ότι οι γονείς μου
βρίσκονται κάπου εδώ γύρω, φαντάζομαι ότι με ατενίζουν αφ' υψηλού με τα ψυχρά,
επικριτικά τους μάτια. Φαντάζομαι την αηδία και την απογοήτευση να ζωγραφίζεται
στα τσιτωμένα απ' το Botox πρόσωπά τους, καθώς μου λένε ότι αυτός δεν είναι τρόπος να δειπνεί μια
δεσποινίδα, και ειδικά μια Βάλενταϊν, και τέλος τους φαντάζομαι να μου λένε ότι
τους ντροπιάζω με την συμπεριφορά μου, ότι είμαι ο όνειδος της οικογένειας μας,
και ότι τελικά το να με κλείσουν στο Ίδρυμα, μακριά απ' τα φλας της
δημοσιότητας είναι η καλύτερη απόφαση που πήραν ποτέ τους.
Κρατάω όλες αυτές τις σκέψεις στο νου μου, τις
κρατάω γερά.
Και συνεχίζω να αντεκδικούμαι τους γονείς μου,
ένα πατατάκι την φορά.
Τρώω, μασουλάω, καταπίνω και τους καταριέμαι
σαν κάποιο κακιωμένο, αδηφάγο γουρουνάκι.
Τρώω, μασουλάω, καταπίνω και καταριέμαι.
Τρώω, μασουλάω, καταπίν... πνίγομαι!
Ω, να πάρει, κάτι έχει κολλήσει στο λαιμό μου
και πνίγομαι!
Χωρίς καμία λογική, χωρίς καμία συναίσθηση
πιάνω τον λαιμό μου και αρχίζω να βήχω δυνατά, ηχηρά θέλοντας να επιστήσω την
προσοχή κάποιου, πασχίζοντας να καλέσω για βοήθεια. Εντούτοις, οι τρόφιμοι που
με περιτριγυρίζουν δεν σκοτίζονται ιδιαίτερα, λες και το να πέφτει κάποια
τύπισσα γονατιστή μπροστά σου, κατακόκκινη και ιδρωμένη σαν ηρωίδα αρχαίας
τραγωδίας, κοιτάζοντάς σε με μάτια γουρλωμένα και χρησιμοποιώντας ρόγχους αντί
για λέξεις... δεν αποτελεί λόγο ανησυχίας.
Κοιτάξτε με, ανάθεμά σας! Κοιτάξτε με, βρε
όρθια βόδια! Πεθαίνω! Κάντε κάτι!
Σαν από μηχανής Θεός, ένα ζευγάρι χέρια
τυλίγεται απότομα γύρω απ' τη μέση μου και με σφίγγει σηκώνοντάς με. Η κίνηση
είναι τόσο απότομη, τόσο ξαφνική που η τροφή που έχει φράξει την αναπνευστική
μου οδό, πετάγεται έξω απ' το στόμα μου.
Ο Κάι με γυρίζει προς το μέρος του
πανικόβλητος, ενώ εξακολουθεί να με συγκρατεί για να μην σωριαστώ κατάχαμα, και
τα χλωμά πράσινα μάτια του οργώνουν το πρόσωπό μου φρενιασμένα. Δεν ξέρω ποιες
σκέψεις περνούν απ' το μυαλό του, μα δείχνει τρομοκρατημένος.
Αρχίζει να με ταρακουνάει, φωνάζοντας το όνομά
μου. «Αντριάννα; Αντριάννα; Είσαι καλά; Τι συμβαίνει; Τι; Τι είναι; Πνίγηκες;»
Το ταρακούνημα είναι μια πολύ κακή ιδέα από
μέρους του, με εμποδίζει να σταθώ στα πόδια μου και κάνει το κεφάλι μου να
βουίζει σαν κυψέλη με μέλισσες. Δεν φαίνεται να συνειδητοποιεί πως έτσι
επιδεινώνει την κατάστασή μου, επειδή συνεχίζει να μου φωνάζει και να με
ταρακουνάει όλο και πιο δυνατά, όλο και πιο επίμονα.
Προσπαθώ να του δείξω πως με ενοχλεί, τον πιάνω
από τα μπράτσα και γαντζώνομαι επάνω του, ρουφώντας λαίμαργα τον αέρα ανάμεσά
μας. «Κ-Κάι!», κατορθώνω να πω ύστερα από κάμποσες βεβιασμένες ανάσες. «Πάψε...
να με... κουνάς... μου προκ-προκαλείς... ναυτία».
Επιτέλους ο Κάι λαμβάνει το μήνυμα.
Παίρνει τα χέρια του από πάνω μου και κάνοντας
ένα βήμα προς τα πίσω, μου παραχωρεί λίγα, απαραίτητα, ζωτικά εκατοστά
προσωπικού χώρου για ν' ανασάνω.
Τον κοιτάζω με ευγνωμοσύνη.
Μετά, αρχίζω να εισπνέω από τη μύτη μου,
προσπαθώντας να ξαναδώσω στην ανάσα μου ρυθμό, να κατευνάσω τους ξέφρενους
χτύπους της καρδιάς μου, να διώξω την ανησυχία απ' το σώμα μου.
Ήρεμα, ήρεμα, σκέφτομαι καθησυχαστικά, αυτό ήταν, μια κρίση, πάει όμως, τώρα,
τελείωσε. Σώθηκα. Ο Κάι μ' έσωσε την τελευταία στιγμή, πράγματι το έκανε!
Κι έπειτα, ακολουθεί η λυτρωτική
συνειδητοποίηση του ότι δεν θα πεθάνω απόψε, η οποία σε συνδυασμό με τα λίτρα μπύρας που
έχω καταναλώσει με γεμίζει με μια παράλογη αισιοδοξία. Ναι, δεν θα πεθάνω απόψε, και σίγουρα όχι
δολοφονημένη από ένα δόλιο πατατάκι που μου στραβοκάθισε.
Θα ζήσω.
Θα επιβιώσω.
Και θα νικήσω όλους όσοι με θέλουν νεκρή, είτε
αυτοί είναι υποχθόνιες, ψιλοκομμένες, τηγανιτές πατάτες τίγκα στα συντηρητικά,
είτε είναι τρομεροί, επικίνδυνοι δαίμονες υποταγμένοι στον Σατανά.
Θα τα καταφέρω.
Μπορώ να τα καταφέρω, σωστά;
«Πνίγηκες;», ο Κάι έχει κολλήσει, και δεν λέει
να πάρει μπρος με τίποτα.
Εγώ, ίσως και να 'χω ελπίδες, αλλά ετούτος εδώ
ο μπουμπούνας, πώς θα τα καταφέρει εάν δεν αντιλαμβάνεται ούτε τα αυτονόητα;
«Όχι», αποκρίνομαι ξεψυχισμένα αλλά με κάμποσο
κυνισμό, «Αναβιώνω την σκηνή θανάτου του βασιλιά Τζόφρυ από το Game Of Thrones. Ξέρεις εκείνη την αξέχαστη στιγμή όταν το μπασμένο πνίγηκε με δηλητήριο
στο γαμήλιο γλέντι του».
Ο Κάι δεν φαίνεται πεπεισμένος με την εξήγησή
μου. «Σί-σίγουρα;», επιμένει. «Γιατί έμοιαζες λες και όντως πνιγόσουν».
Ναι, ε; Κάτι μας είπες τώρα...
Τον παραμερίζω, πηγαίνοντας πάλι προς τον
μπουφέ, αναζητώντας κάτι για να μαλακώσω το γδαρμένο μου λαιμό. «Ε, λοιπόν»,
ξεφυσάω. «Είμαι ένα ακόμη σπαταλημένο υποκριτικό ταλέντο οσκαρικών
προδιαγραφών. Τι να κάνουμε;».
Ξαφνικά το μάτι μου πέφτει επάνω σε μια
ραγισμένη κούπα, πλημμυρισμένη έως επάνω με νερό. Είναι αυτό ακριβώς που
χρειάζομαι. Την σηκώνω, κολλάω τα χείλη μου επάνω της και πίνω μια μεγάλη,
διψασμένη γουλιά. Και κάπου εκεί γίνεται πλήρως αντιληπτό πως αυτό που πίνω δεν
είναι νερό, είναι σωστό οινόπνευμα.
«Μπιάχ!» Τραβάω την κούπα από μπροστά μου με
μια ξινισμένη έκφραση σαν να δοκίμασα μόλις μια φέτα λεμόνι. «Μπιάχ, μπιάχ,
μπιάχ!»
«Τι;», απορεί ο Κάι γελώντας. Σκύβει και πίνει
με προσοχή από την κούπα στα χέρια μου, τινάζεται ελαφρά από την οξύτητα του
ποτού και όταν σηκώνεται ξανά και με αντικρίζει το γέλιο του γίνεται πιο
δυνατό, πιο βραχνό. Πηγαίο.
«Μην το πιείς αυτό το πράμα», με συμβουλεύει
κεφάτα. «Δεν είναι για 'σένα».
«Α, μπα;», λέω και τα φρύδια μου παίρνουν την
ανιούσα. «Έτσι νομίζεις;»
Προφανώς, ο Κάι το λέει για να με προστατεύσει
από ένα φοβερό, μελλοντικό hangover, αλλά εγώ μέσα στον παραλογισμό της μέθης μου,
το εκλαμβάνω εσκεμμένα ως πρόκληση.
Νομίζεις ότι δεν μπορώ να πιώ ένα ποτηράκι
παραπάνω;
Νομίζεις ότι θα με χτυπήσει επειδή είμαι μικρή
και άμαθη;
Χα!
«Απλά δες με», αντιγυρίζω προκλητικά. Υψώνω την
κούπα και πίνω άλλη μια γενναία γουλιά που σχεδόν την αδειάζει. Αφήνω το υγρό
να κυλήσει στον λαιμό μου, ενώ αισθάνομαι σαν να καταπίνω υγρή φωτιά.
Σβετλιν
Σβετλιν