Faded Memories - "Μύθοι κι αλήθειες" (Διήγημα 3ο)


     Την είδα να βυθίζει τα κοφτερά της δόντια στην απαλή σάρκα του λαιμού τού φίλου μου κι ένα ρίγος διαπέρασε τη ραχοκοκαλιά μου. Τα χέρια της ήταν ελαφρώς τυλιγμένα γύρω από τον άντρα σαν να τον αγκάλιαζε με στοργή. Εκείνος δεν πρόβαλε καμία αντίσταση κι αφέθηκε παραδομένος στα χέρια τού πλάσματος. Με επιδεξιότητα έκοψε το δέρμα και την καρωτίδα του, αφήνοντας το κατακόκκινο αίμα να τρέξει κατά μήκος του στέρνου του. Έπειτα άφησε το σώμα τού άτυχου φίλου μου να σωριαστεί δίπλα της. Τότε για πρώτη φορά τόλμησα να κοιτάξω το πρόσωπό του. Τα μάτια του ήταν ανοιχτά, απαθή και κενά. Το νερό είχε ήδη αποκτήσει ένα ερυθρό χρώμα, λόγω της αιμορραγίας του, αλλά το πλάσμα δε φάνηκε να νοιάζεται ιδιαίτερα.

«Βαρετό» σχολίασε σκουπίζοντας με την παλάμη της το λερωμένο από το αίμα στόμα της με μια επιδέξια κίνηση.
«Νόμιζα ότι οι γοργόνες είναι καλές» σχολίασα με αφέλεια και την είδα να μου χαρίζει ένα ειρωνικό χαμόγελο.
«Όχι του δικού μου είδους» απάντησε περιπαιχτικά και έκανε μια βουτιά τόσο μακριά που σε δευτερόλεπτα έφτασε στο σημείο όπου στεκόμουν στην άκρη της λίμνης. «Το δικό μου είδος είναι πιο τολμηρό στις επιλογές του» μου χαμογέλασε και κάθισε δίπλα μου στη στεριά. Η μακριά ουρά της έλαμπε κάτω από το δυνατό φως του ήλιου, προσδίδοντας στα μωβ λέπια της μια ιριδίζουσα όψη. Τα μυτερά της αυτιά προεξείχαν από τα βρεγμένα της μαλλιά κι οι σταγόνες τού νερού έτρεχαν πάνω στο σώμα της.
«Δεν καταλαβαίνω γιατί τον σκότωσες. Δε σου έκανε τίποτα, απλώς παρατήρησε, όπως κι εγώ, ότι είσαι γοργόνα» είπα κουνώντας το κεφάλι μου, σε μία προσπάθεια να αποτραβήξω το βλέμμα μου από πάνω της. Ήταν προφανές ότι ασκούσε ιδιαίτερη επιρροή πάνω μου και ήμουν σίγουρος ότι αυτό φαινόταν στα μάτια μου.
«Σειρήνα» με διόρθωσε, ρίχνοντας επιδεικτικά τα κυματιστά μαλλιά της πίσω απ’ τον ώμο της. Ήταν τόσο αλαζονική και παράλληλα τόσο προσιτή.
«Οι σειρήνες δεν έχουν ουρά» αναφώνησα μπερδεμένος. «Ούτε μυτερά δόντια. Σκοτώνουν με το τραγούδι τούς περιπλανώμενους άντρες στη θάλασσα. Έχουν πόδια και φτερά».
Το πρόσωπο της σειρήνας παρέμεινε ήρεμο, μέχρι που άρχισε να γελάει δυνατά.
«Αυτά λένε για μας εκεί έξω;» ρώτησε εύθυμα. «Τώρα καταλαβαίνω γιατί όλα μου τα θύματα είναι τόσο ανίδεα».
«Οπότε δεν τραγουδάς;»
«Θα μπορούσα να το προσπαθήσω, αν αυτό σε κάνει να νιώσεις καλύτερα» με κορόιδεψε. Η συγχυσμένη μου όψη την έκανε να αναστενάξει. «Θα προσπαθήσω να σε βγάλω από τη δύσκολη θέση. Τα πράγματα είναι απλά. Οι σειρήνες είμαστε όντως γοργόνες, αλλά μας έχουν καταραστεί για να βρεθούμε σε αυτήν τη μορφή. Το τίμημά μας είναι να σκοτώνουμε αθώους περαστικούς, αν κι εγώ έχω μια προτίμηση στα κακά αγόρια, αν καταλαβαίνεις τι εννοώ» μου έκλεισε το μάτι. «Όσο πιο πολλούς σκοτώνω, τόσο λιγότερη πίεση έχω από την επιβεβλημένη μοίρα μου. Παίρνω τη ζωή κάποιου και την ανταλλάσσω με την ελευθερία μου».
«Εννοείς, ότι σκοτώνεις αθώους ανθρώπους για να πλατσουρίζεις εδώ κι εκεί» την κοίταξα επικριτικά και η γαλήνια έκφρασή της σκοτείνιασε.
«Δε θα το έθετα ακριβώς έτσι» μίλησε μέσα από τα δόντια της κάνοντάς με να ζαρώσω στον εχθρικό της τόνο. «Δεν την επέλεξα εγώ αυτήν τη μοίρα, μου την επέβαλαν» ξαναμπήκε στο νερό και με έναν παφλασμό της ουράς της βρέθηκε μέτρα μακριά μου. Σηκώθηκα απότομα πάνω και προσπάθησα να την ακολουθήσω με τα μάτια μου.
«Τι θα συμβεί, αν σταματήσεις να τους σκοτώνεις;» σχεδόν φώναξα, φοβούμενος ότι δε θα με άκουγε. Ένα καταθλιπτικό συναίσθημα είχε αρχίσει ήδη να με περιβάλει και προσπάθησα με μεγάλη δυσκολία να ακούσω τη σχεδόν ψιθυριστή απάντησή της.
«Θα πεθάνω».

Σέρβου Θεοδώρα