
Τέντωσα τα χέρια μου για να πιαστώ από κάπου. Οποιαδήποτε σανίδα σωτηρίας ήταν αποδεκτή, ώστε να βρω ξανά το φως και την ελευθερία μου. Το βήμα μου γινόταν όλο και πιο θαρραλέο, μέχρι που σκόνταψα πάνω σε κάτι καταλήγοντας στο έδαφος. Τα χέρια μου γδάρθηκαν πάνω στη σκληρή επιφάνεια και ξαφνικά ένιωσα το σώμα μου βαρύ και κουρασμένο. Ψηλαφίζοντας το κρύο έδαφος προσπάθησα να βρω το εμπόδιο που είχε σταθεί στον δρόμο μου, όμως δε βρήκα τίποτα. Κάλυψα όση περισσότερη επιφάνεια μπορούσα ενοχλημένη από την απουσία της όρασής μου, αλλά ήταν λες και είχα σκοντάψει σε κάτι άυλο.
Ένιωσα την καρδιά μου να χτυπάει δυνατά στη σκέψη
του τι μπορεί να συνέβαινε. Στάθηκα πάλι με κόπο στα πόδια μου και συνέχισα την
προσπάθειά μου. Μάταια προχώρησα προς το απόλυτο κενό, απελπισμένη και
καταβεβλημένη, καθώς είχα πλέον καταλάβει ότι δεν υπήρχε διέξοδος. Έκλεισα τα
μάτια μου κι ας γνώριζα ότι θα συναντούσα το ίδιο σκοτάδι που με περιέβαλε και
προηγουμένως. Ένας λυγμός ξέφυγε από τα χείλη μου και τύλιξα τα χέρια μου γύρω
από το παγωμένο μου σώμα. Το σκότος μύριζε δυστυχία και απογοήτευση. Ήταν
ανατριχιαστικό και δυσοίωνο σαν το σύρσιμο ενός μεταλλικού κουταλιού στα δόντια.
Σαν την απελπισμένη μου ψυχή. Σαν την ψυχρή ανάσα που ένιωσα πίσω από τον δεξιό
μου ώμο.