Χρειάζεται μεγαλύτερο κουράγιο να διατηρήσεις την εσωτερική ελευθερία, να συνεχίσεις το εσωτερικό σου ταξίδι σε νέους κόσμους, από το να υπερασπισθείς την εξωτερική σου ελευθερία. Είναι συχνά ευκολότερο να παραστήσεις το μάρτυρα ή, ακόμα, να τρέξεις στη μάχη - Rollo May
Μόλις έφυγε η Μελίνα,ο Ιάσονας έμεινε μόνος στο σαλόνι. Πήγε προς το μίνι μπαρ και έβαλε ένα ποτό, σκεπτόμενος όσα διαδραματίστηκαν πριν... Από το φιλί ως και τον τσακωμό τους. «Γαμώτο!» αναφώνησε με μια κραυγή αγανάκτησης, ρίχνοντας το ποτήρι με όση δύναμη είχε στον τοίχο.
Έπρεπε να ξεκαθαρίσουν την κατάσταση. Πονούσαν και οι δύο... Εκείνος, ήθελε να ξέρει το γιατί! Γιατί έριξε το παιδί του; Τι έκανε λάθος και την οδήγησε να το ρίξει; Ή μήπως δεν ήταν δικό του; Τόσα ερωτήματα, μια μόνο απάντηση. Μια απάντηση που δεν θα ερχόταν σύντομα...
Με γρήγορο βήμα ανέβηκε τις σκάλες. Κατευθυνόταν στο δωμάτιο της, μα στην διαδρομή την είδε να βρίσκεται αναίσθητη στο πάτωμα. «Μελίνα!» έτρεξε κοντά της ανήσυχος. «Μελίνα, μωρό μου, άνοιξε τα μάτια σου...»
Τα χέρια του έπιασαν τον καρπό της για να ελέγξει αν είχε σφυγμό. Την πήρε στην αγκαλιά του και την τοποθέτησε προσεχτικά στο κρεβάτι. «Μελίνα... Μελίνα...» χάιδεψε το πρόσωπο της, όμως εκείνη δεν συνερχόταν. Μην ξέροντας τι να κάνει πήρε τηλέφωνο τον Στέφανο, φίλο του χρόνια και γιατρό στο επάγγελμα. Ευτυχώς τον πέτυχε την ώρα που τελείωνε την βάρδια του. Έκλεισε το τηλέφωνο και κάθισε ξανά κοντά της. Τι έπαθες κορίτσι μου;
Δεν πέρασε πολλή ώρα και ο Στέφανος βρισκόταν ηδη εκεί. Την εξέτασε και, αφού τον βεβαίωσε πως ήταν καλά, έφυγε. Ο Στέφανος τον ενημέρωσε επιπλέον πως θα κοιμόταν για ώρες ακόμα, μιας και ο οργανισμός της ήταν αρκετά αδύναμος και χρειαζόταν ξεκούραση.
Ετοίμασε τα πράγματα που χρειάζονταν για το αυριανό τους ταξίδι και ενημέρωσε τον Πέτρο πως θα ξεκινούσαν νωρίς το πρωί. Είχε τόση ανάγκη να μείνει μαζί της... Έβγαλε τα ρούχα του, μένοντας μόνο με το εσώρουχο, και χώθηκε κάτω από τα παπλώματα. Τύλιξε τα χέρια του γύρω της και την έφερε κοντά του. Η πλάτη της ακούμπησε το στήθος του και τα χέρια του τυλίχτηκαν γύρω από την μέση της.Το είχε ανάγκη... Μετά από τόσο καιρό είχε ανάγκη να την αισθανθεί δίπλα του.
Ήταν σκληρός, το ήξερε. Αλλά μόνο έτσι θα καταλάβαινε η Μελίνα και τον δικό του πόνο. Ήταν σκληρός και με τον εαυτό του, γιατί τα δικά του λάθη την είχαν πληγώσει. Κι αυτό ήταν η χειρότερη τιμωρία... Να την βλέπει δυστυχισμένη και πληγωμένη απο εκείνον. Η μοίρα όμως είναι σκληρή και παίζει παιχνίδια. Δεν μπορούσε τότε να φανταστείς πως, η πραγματική του τιμωρία, εκείνη που θα τα ανατρέψει όλα, δεν είχε έρθει ακόμα...
Το επόμενο πρωί, όσο και να μην ήθελε να την αφήσει από την αγκαλιά του, έπρεπε να σηκωθεί. Έφτιαξε στα γρήγορα έναν καφέ και ενημέρωσε τον Πέτρο πως σε είκοσι λεπτά θα περνούσε να τον πάρει. Πήγε πάλι στο δωμάτιο και έμεινε για λίγα λεπτά να την παρατηρεί. Τα χείλη της ήταν μισάνοιχτα και τα μάτια της ερμητικά κλειστά. Το στήθος της ανεβοκατεβαινε αργά και σταθερά, ενώ κοφτές και σιγανές ανάσες έβγαιναν απο τα χείλη της. Ντύθηκε στα γρήγορα, φορώντας ενα κολλητό μαύρο παντελόνι και μια σκούρα γκρί μπλούζα.
Πήρε τα πράγματα τους και τα κατέβασε στο αυτοκίνητο. Ύστερα ανέβηκε ξανά και, με πολύ προσοχή για να μην την ξυπνήσει, της φόρεσε ένα τζιν και μια απλή μπλούζα. Εξίσου αθόρυβα και προσεχτικά την πήρε στην αγκαλιά του. Την έβαλε στα πίσω καθίσματα και, αφού άναψε την μηχανή και βεβαιώθηκε πως όλα ήταν έτοιμα, ξεκίνησαν για το σπίτι του Πέτρου. Εκείνος τους περίμενε ηδη κάτω κρατώντας την βαλίτσα του.
«Καλημέρα» είπε μπαίνοντας στο αυτοκίνητο. «Δεν την ξύπνησες;» αναρωτήθηκε βλέποντας την να κοιμάται στο πίσω κάθισμα.
«Όχι. Χρειάζεται ξεκούραση. Λιποθύμησε το βράδυ..» απάντησε ο Ιάσονας με την σειρά του.
Τα μάτια του ήταν ακόμα κόκκινα. Ζήτημα να είχε κοιμηθεί έστω και μία ώρα. Την είχε δίπλα του, μέσα στην αγκαλιά του, και του ήταν αδύνατον να κοιμηθεί. Πέρα από το ότι ανησύχησε, ήθελε να μείνει ξύπνιος και να την κοιτάζει. Κάθε βράδυ αυτό έκανε, όμως τώρα ήταν διαφορετικά. Τώρα την είχε στην αγκαλιά του κι ένιωθε πλήρης! Δεν ήθελε να χάσει την ευκαιρία... Από εδώ και στο εξής, θα έκανε τα πάντα για να την κερδίσει πίσω..
«Τι; Τι έγινε Ιάσονα; Γιατί δεν είπες τίποτα;» αναφώνησε έκπληκτος ο Πέτρος! Πότε στο καλό έγινε; Πριν φύγω ήταν καλά... σκεφτόταν ταυτόχρονα.
«Τι να πω ρε Πέτρο; Έχω τρελαθεί με αυτή την κατάσταση. Της μίλησα άσχημα κι εκείνη με χτύπησε. Μετά, όταν πήγε πάνω, την έπιασε μάλλον κρίση και λιποθύμησε. Ο Στέφανος μου είπε πως χρειάζεται ξεκούραση.» αποκρίθηκε εκείνος
«Ιάσονα, δεν είναι ώρα για αυτά... Ας φτάσουμε με το καλό και τα συζητάμε.»
Ήθελε να του πει όσα σκεφτόταν... Ήθελε να του πει πως κάτι κακό είχε συμβεί στην Μελίνα, αλλά προτίμησε να σιωπήσει. Δεν ήθελε να ξεκινήσει μια τέτοια συζήτηση ενώ ήταν παρούσα και η Μελίνα, έστω και κοιμισμένη. Όλα στην ωρα τους... Ήταν πλεον αποφασισμένος!
Η υπόλοιπη διαδρομή συνεχίστηκε χωρίς να μιλάνε. Ο Ιάσονας δεν σταματούσε να την κοιτά από το παράθυρο για να την ελέγχει, ενώ η Μελίνα φαινόταν να κοιμάται ήρεμη. Η ένεση που της είχε χορηγήσει το προηγούμενο βράδυ ο Στέφανος την βοήθησε, για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό, να κοιμηθεί ήρεμη.
Χωρίς προβλήματα και με μικρές ολιγόλεπτες στάσεις έφτασαν στο Ναύπλιο. Η Μελίνα σιγά σιγά άρχισε να ξυπνά. Πετάρισε τα βλέφαρα της μέχρι να συνηθίσει και ανασηκώθηκε καλύτερα στο κάθισμα.
«Καλημέρα, κορίτσι μου!» αναφώνησε χαρούμενος ο Πέτρος.
«Τι έγινε; Πού... Πού είμαστε;»τον ρώτησε κοιτάζοντας έξω απο το παράθυρο. «Φτάσαμε στο Ναύπλιο. Ο Ιάσονας έχει σταματήσει να πάρει γλυκά για το σπίτι...» της έδειξε το μαγαζί ενω την κοιτούσε. Φαινόταν κουρασμένη, σκέφτηκε.
«Πόσες ώρες κοιμόμουν; Γιατί δεν με ξυπνήσατε;» ρώτησε μπερδεμένη.
«Χρειαζόσουν ξεκούραση. Δεν θυμάσαι τι έγινε το βράδυ;»
Τον κοίταζε τώρα παραξενεμένη... Σιγά σιγά άρχισαν να έρχονται στο μυαλό της μνήμες απο την χτεσινή βραδιά. Το φιλί, ο τσακωμός με τον Ιάσονα και η κρίση...
«Λιποθύμησες, Μελίνα..» την ενημέρωσε κοιτώντας την μέσα στα μάτια σαν να της ζητούσε να του μιλήσει. Μίλα κορίτσι μου... Μίλα μου! «Τι έγινε κορίτσι μου; Τι έχει συμβεί;» συνέχισε. Ήθελε να μάθει, ήταν χρόνια φίλη του. Βλέποντας την κάθε μέρα να χάνει την ζωντάνια της, τον ίδιο της τον εαυτό πονούσε μαζί της. «Μίλησε μου μικρή...» γύρισε προς το μέρος της και έπιασε το χέρι της. Είμαι δίπλα σου. Μπορείς να με εμπιστευτείς... Δεν χρειάστηκε να πει περισσότερα, τα μάτια του της έλεγαν όλα όσα σκεφτόταν.
«Πέτρο, πονάω...» χαμήλωσε το βλέμμα της. Ντρεπόταν, ένιωθε βρώμικη. Ακόμα κι αν είχαν περάσει δυο χρόνια, δεν μπορούσε να ξεπεράσει εκείνη την νύχτα... Η αδυναμία και η δειλία της την έφεραν σε αυτή την κατάσταση. Μπορεί ακόμα να νιώσει τα χέρια του στο σώμα της, τα χτυπήματα του... Τον πόνο που της προξένησε όταν... «Πέτρο με...» Ήθελε να το πει, είχε ανάγκη να το ξεστομισει... Έπρεπε, αλλά δεν είχε έρθει ακόμα η ώρα. Εκείνη την στιγμή είδε τον Ιάσονα να πλησιάζει φορτωμένος με μια μεγάλη τσάντα. Σταμάτησε και κουλουριάστηκε πίσω στην θέση της.
Ο Ιάσονας μπήκε ξανά στο αμάξι και αμέσως το βλέμμα του έπεσε πανω της. Στα μάτια του μπορούσες να διακρίνεις την ανησυχία του ξεκάθαρα...
«Πώς είσαι;» την ρώτησε.
Εκείνη ένιωσε ντροπή, μετά τα χθεσινή βραδιά και τον τσακωμό τους. Χαμήλωσε το βλέμμα της και, χωρίς να τον κοιτάζει, είπε μόνο ένα ξερό καλά και γύρισε ξανά το βλέμμα της στο παράθυρο. Αυτός ξεφύσησε απογοητευμένος και, χωρίς να πει τίποτα, ξεκίνησε το αμάξι ξανά με προορισμό το σπίτι της αδερφής της.
Οι μέρες τους στο Ναύπλιο προορίζονταν να είναι ένα είδος απόδρασης και για τους δύο. Μακριά από τα προβλήματα. Μακριά απ’ όλα. Μόνο η Μελίνα και ο Ιάσονας...
Ένα ταξίδι που έμελλε να αποτελέσει σταθμό για την μετέπειτα κοινή τους πορεία. Ένα ταξίδι που θα ανατρέψει τις ισορροπίες και θα αλλάξει τα πάντα...
Αναστασία Αλεξίου
Μόλις έφυγε η Μελίνα,ο Ιάσονας έμεινε μόνος στο σαλόνι. Πήγε προς το μίνι μπαρ και έβαλε ένα ποτό, σκεπτόμενος όσα διαδραματίστηκαν πριν... Από το φιλί ως και τον τσακωμό τους. «Γαμώτο!» αναφώνησε με μια κραυγή αγανάκτησης, ρίχνοντας το ποτήρι με όση δύναμη είχε στον τοίχο.
Έπρεπε να ξεκαθαρίσουν την κατάσταση. Πονούσαν και οι δύο... Εκείνος, ήθελε να ξέρει το γιατί! Γιατί έριξε το παιδί του; Τι έκανε λάθος και την οδήγησε να το ρίξει; Ή μήπως δεν ήταν δικό του; Τόσα ερωτήματα, μια μόνο απάντηση. Μια απάντηση που δεν θα ερχόταν σύντομα...
Με γρήγορο βήμα ανέβηκε τις σκάλες. Κατευθυνόταν στο δωμάτιο της, μα στην διαδρομή την είδε να βρίσκεται αναίσθητη στο πάτωμα. «Μελίνα!» έτρεξε κοντά της ανήσυχος. «Μελίνα, μωρό μου, άνοιξε τα μάτια σου...»
Τα χέρια του έπιασαν τον καρπό της για να ελέγξει αν είχε σφυγμό. Την πήρε στην αγκαλιά του και την τοποθέτησε προσεχτικά στο κρεβάτι. «Μελίνα... Μελίνα...» χάιδεψε το πρόσωπο της, όμως εκείνη δεν συνερχόταν. Μην ξέροντας τι να κάνει πήρε τηλέφωνο τον Στέφανο, φίλο του χρόνια και γιατρό στο επάγγελμα. Ευτυχώς τον πέτυχε την ώρα που τελείωνε την βάρδια του. Έκλεισε το τηλέφωνο και κάθισε ξανά κοντά της. Τι έπαθες κορίτσι μου;
Δεν πέρασε πολλή ώρα και ο Στέφανος βρισκόταν ηδη εκεί. Την εξέτασε και, αφού τον βεβαίωσε πως ήταν καλά, έφυγε. Ο Στέφανος τον ενημέρωσε επιπλέον πως θα κοιμόταν για ώρες ακόμα, μιας και ο οργανισμός της ήταν αρκετά αδύναμος και χρειαζόταν ξεκούραση.
Ετοίμασε τα πράγματα που χρειάζονταν για το αυριανό τους ταξίδι και ενημέρωσε τον Πέτρο πως θα ξεκινούσαν νωρίς το πρωί. Είχε τόση ανάγκη να μείνει μαζί της... Έβγαλε τα ρούχα του, μένοντας μόνο με το εσώρουχο, και χώθηκε κάτω από τα παπλώματα. Τύλιξε τα χέρια του γύρω της και την έφερε κοντά του. Η πλάτη της ακούμπησε το στήθος του και τα χέρια του τυλίχτηκαν γύρω από την μέση της.Το είχε ανάγκη... Μετά από τόσο καιρό είχε ανάγκη να την αισθανθεί δίπλα του.
Ήταν σκληρός, το ήξερε. Αλλά μόνο έτσι θα καταλάβαινε η Μελίνα και τον δικό του πόνο. Ήταν σκληρός και με τον εαυτό του, γιατί τα δικά του λάθη την είχαν πληγώσει. Κι αυτό ήταν η χειρότερη τιμωρία... Να την βλέπει δυστυχισμένη και πληγωμένη απο εκείνον. Η μοίρα όμως είναι σκληρή και παίζει παιχνίδια. Δεν μπορούσε τότε να φανταστείς πως, η πραγματική του τιμωρία, εκείνη που θα τα ανατρέψει όλα, δεν είχε έρθει ακόμα...
Το επόμενο πρωί, όσο και να μην ήθελε να την αφήσει από την αγκαλιά του, έπρεπε να σηκωθεί. Έφτιαξε στα γρήγορα έναν καφέ και ενημέρωσε τον Πέτρο πως σε είκοσι λεπτά θα περνούσε να τον πάρει. Πήγε πάλι στο δωμάτιο και έμεινε για λίγα λεπτά να την παρατηρεί. Τα χείλη της ήταν μισάνοιχτα και τα μάτια της ερμητικά κλειστά. Το στήθος της ανεβοκατεβαινε αργά και σταθερά, ενώ κοφτές και σιγανές ανάσες έβγαιναν απο τα χείλη της. Ντύθηκε στα γρήγορα, φορώντας ενα κολλητό μαύρο παντελόνι και μια σκούρα γκρί μπλούζα.
Πήρε τα πράγματα τους και τα κατέβασε στο αυτοκίνητο. Ύστερα ανέβηκε ξανά και, με πολύ προσοχή για να μην την ξυπνήσει, της φόρεσε ένα τζιν και μια απλή μπλούζα. Εξίσου αθόρυβα και προσεχτικά την πήρε στην αγκαλιά του. Την έβαλε στα πίσω καθίσματα και, αφού άναψε την μηχανή και βεβαιώθηκε πως όλα ήταν έτοιμα, ξεκίνησαν για το σπίτι του Πέτρου. Εκείνος τους περίμενε ηδη κάτω κρατώντας την βαλίτσα του.
«Καλημέρα» είπε μπαίνοντας στο αυτοκίνητο. «Δεν την ξύπνησες;» αναρωτήθηκε βλέποντας την να κοιμάται στο πίσω κάθισμα.
«Όχι. Χρειάζεται ξεκούραση. Λιποθύμησε το βράδυ..» απάντησε ο Ιάσονας με την σειρά του.
Τα μάτια του ήταν ακόμα κόκκινα. Ζήτημα να είχε κοιμηθεί έστω και μία ώρα. Την είχε δίπλα του, μέσα στην αγκαλιά του, και του ήταν αδύνατον να κοιμηθεί. Πέρα από το ότι ανησύχησε, ήθελε να μείνει ξύπνιος και να την κοιτάζει. Κάθε βράδυ αυτό έκανε, όμως τώρα ήταν διαφορετικά. Τώρα την είχε στην αγκαλιά του κι ένιωθε πλήρης! Δεν ήθελε να χάσει την ευκαιρία... Από εδώ και στο εξής, θα έκανε τα πάντα για να την κερδίσει πίσω..
«Τι; Τι έγινε Ιάσονα; Γιατί δεν είπες τίποτα;» αναφώνησε έκπληκτος ο Πέτρος! Πότε στο καλό έγινε; Πριν φύγω ήταν καλά... σκεφτόταν ταυτόχρονα.
«Τι να πω ρε Πέτρο; Έχω τρελαθεί με αυτή την κατάσταση. Της μίλησα άσχημα κι εκείνη με χτύπησε. Μετά, όταν πήγε πάνω, την έπιασε μάλλον κρίση και λιποθύμησε. Ο Στέφανος μου είπε πως χρειάζεται ξεκούραση.» αποκρίθηκε εκείνος
«Ιάσονα, δεν είναι ώρα για αυτά... Ας φτάσουμε με το καλό και τα συζητάμε.»
Ήθελε να του πει όσα σκεφτόταν... Ήθελε να του πει πως κάτι κακό είχε συμβεί στην Μελίνα, αλλά προτίμησε να σιωπήσει. Δεν ήθελε να ξεκινήσει μια τέτοια συζήτηση ενώ ήταν παρούσα και η Μελίνα, έστω και κοιμισμένη. Όλα στην ωρα τους... Ήταν πλεον αποφασισμένος!
Η υπόλοιπη διαδρομή συνεχίστηκε χωρίς να μιλάνε. Ο Ιάσονας δεν σταματούσε να την κοιτά από το παράθυρο για να την ελέγχει, ενώ η Μελίνα φαινόταν να κοιμάται ήρεμη. Η ένεση που της είχε χορηγήσει το προηγούμενο βράδυ ο Στέφανος την βοήθησε, για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό, να κοιμηθεί ήρεμη.
Χωρίς προβλήματα και με μικρές ολιγόλεπτες στάσεις έφτασαν στο Ναύπλιο. Η Μελίνα σιγά σιγά άρχισε να ξυπνά. Πετάρισε τα βλέφαρα της μέχρι να συνηθίσει και ανασηκώθηκε καλύτερα στο κάθισμα.
«Καλημέρα, κορίτσι μου!» αναφώνησε χαρούμενος ο Πέτρος.
«Τι έγινε; Πού... Πού είμαστε;»τον ρώτησε κοιτάζοντας έξω απο το παράθυρο. «Φτάσαμε στο Ναύπλιο. Ο Ιάσονας έχει σταματήσει να πάρει γλυκά για το σπίτι...» της έδειξε το μαγαζί ενω την κοιτούσε. Φαινόταν κουρασμένη, σκέφτηκε.
«Πόσες ώρες κοιμόμουν; Γιατί δεν με ξυπνήσατε;» ρώτησε μπερδεμένη.
«Χρειαζόσουν ξεκούραση. Δεν θυμάσαι τι έγινε το βράδυ;»
Τον κοίταζε τώρα παραξενεμένη... Σιγά σιγά άρχισαν να έρχονται στο μυαλό της μνήμες απο την χτεσινή βραδιά. Το φιλί, ο τσακωμός με τον Ιάσονα και η κρίση...
«Λιποθύμησες, Μελίνα..» την ενημέρωσε κοιτώντας την μέσα στα μάτια σαν να της ζητούσε να του μιλήσει. Μίλα κορίτσι μου... Μίλα μου! «Τι έγινε κορίτσι μου; Τι έχει συμβεί;» συνέχισε. Ήθελε να μάθει, ήταν χρόνια φίλη του. Βλέποντας την κάθε μέρα να χάνει την ζωντάνια της, τον ίδιο της τον εαυτό πονούσε μαζί της. «Μίλησε μου μικρή...» γύρισε προς το μέρος της και έπιασε το χέρι της. Είμαι δίπλα σου. Μπορείς να με εμπιστευτείς... Δεν χρειάστηκε να πει περισσότερα, τα μάτια του της έλεγαν όλα όσα σκεφτόταν.
«Πέτρο, πονάω...» χαμήλωσε το βλέμμα της. Ντρεπόταν, ένιωθε βρώμικη. Ακόμα κι αν είχαν περάσει δυο χρόνια, δεν μπορούσε να ξεπεράσει εκείνη την νύχτα... Η αδυναμία και η δειλία της την έφεραν σε αυτή την κατάσταση. Μπορεί ακόμα να νιώσει τα χέρια του στο σώμα της, τα χτυπήματα του... Τον πόνο που της προξένησε όταν... «Πέτρο με...» Ήθελε να το πει, είχε ανάγκη να το ξεστομισει... Έπρεπε, αλλά δεν είχε έρθει ακόμα η ώρα. Εκείνη την στιγμή είδε τον Ιάσονα να πλησιάζει φορτωμένος με μια μεγάλη τσάντα. Σταμάτησε και κουλουριάστηκε πίσω στην θέση της.
Ο Ιάσονας μπήκε ξανά στο αμάξι και αμέσως το βλέμμα του έπεσε πανω της. Στα μάτια του μπορούσες να διακρίνεις την ανησυχία του ξεκάθαρα...
«Πώς είσαι;» την ρώτησε.
Εκείνη ένιωσε ντροπή, μετά τα χθεσινή βραδιά και τον τσακωμό τους. Χαμήλωσε το βλέμμα της και, χωρίς να τον κοιτάζει, είπε μόνο ένα ξερό καλά και γύρισε ξανά το βλέμμα της στο παράθυρο. Αυτός ξεφύσησε απογοητευμένος και, χωρίς να πει τίποτα, ξεκίνησε το αμάξι ξανά με προορισμό το σπίτι της αδερφής της.
Οι μέρες τους στο Ναύπλιο προορίζονταν να είναι ένα είδος απόδρασης και για τους δύο. Μακριά από τα προβλήματα. Μακριά απ’ όλα. Μόνο η Μελίνα και ο Ιάσονας...
Ένα ταξίδι που έμελλε να αποτελέσει σταθμό για την μετέπειτα κοινή τους πορεία. Ένα ταξίδι που θα ανατρέψει τις ισορροπίες και θα αλλάξει τα πάντα...
Αναστασία Αλεξίου