Ο δυνατός κρότος της έξω πόρτας την έκανε να βλεφαρίσει. Πήρε ανόρεχτα τα μάτια της από τον χλωμό γκριζογάλανο ουρανό και κοίταξε πίσω από τον ώμο της. Δεν ήταν η πόρτα του δωματίου της αυτή που είχε προξενήσει τον θόρυβο. Φαντάστηκε πως ο κυνηγός είχε ξυπνήσει και είχε φύγει. Κοίταξε κάτω στον δρόμο της πόλης και επιβεβαιώθηκε. Περπατούσε μόνος στον δρόμο κάτω από τον πύργο, με χαμηλωμένο κεφάλι. Κατευθυνόταν προς την πλατεία με το συντριβάνι. Όταν έφτασε, κάθισε σε ένα από τα μαρμάρινα καθίσματα, στην σκιά ενός ελάτου. Έβγαλε από την τσέπη του το βιβλίο με τις σημειώσεις του και αφοσιώθηκε σε αυτό.
Παρατήρησε τον τρόπο που έπεφταν τα μαλλιά στο πρόσωπό του, κρύβοντας τα μάτια του. Καθώς βυθιζόταν στις σκέψεις του, είδε την συνηθισμένη, σκληρή έκφραση του προσώπου του να αλλάζει. Διάβαζε και έγραφε, χωρίς να σηκώνει το κεφάλι. Σαν να μην τον έβλεπε κανείς. Και καθώς η εργασία του τον απορροφούσε όλο και πιο πολύ, το σκληρό παρουσιαστικό του πήρε να μαλακώνει. Μέχρι και η βαθιά ουλή που τον σημάδευε φαινόταν να ηρεμεί, σαν σύννεφο που διαλυόταν με τις πρώτες ηλιαχτίδες. Πλησίασε το πρόσωπό της στο τζάμι για να δει καλύτερα. Είχε δίκιο. Εκείνη τη στιγμή, ο άντρας που αυτοαποκαλείτο Γκόραν έμοιαζε περισσότερο με άνθρωπο παρά με απρόσωπο κυνηγό.
Σήκωσε το κεφάλι του ανέλπιστα. Το βλέμμα του έμεινε πάνω της, ανέκφραστο και ψυχρό. Η Φιντέλμα πισωπάτησε και απομακρύνθηκε από το παράθυρο. Ύστερα από λίγο πλησίασε και πάλι, αργά αυτή τη φορά. Το μαρμάρινο κάθισμα ήταν άδειο. Ο κυνηγός είχε φύγει.
Πεπεισμένη ότι απλώς διάλεξε άλλο μέρος για να γράψει με την ησυχία του, μακριά από αδιάκριτα βλέμματα, αποφάσισε να περιηγηθεί στους χώρους του πύργου. Βγήκε από το δωμάτιο, προχώρησε στον μακρύ διάδρομο, πέρασε έξω από το μπάνιο και αντίκρυσε δύο κλειστές πόρτες, στο βάθος. Δοκίμασε να ανοίξει την μία από αυτές, αλλά το χερούλι δεν λύγιζε. Στάθηκε μπροστά από την δεύτερη. Έπιασε το χερούλι και αυτό έτριξε κάτω από την ελαφριά πίεση του χεριού της. Η πόρτα γλίστρησε προς τα μέσα αποκαλύπτοντας ένα ακόμη δωμάτιο, παρόμοιο με το δικό της.
Ένα μεγάλο διπλό κρεβάτι με αφράτα μαξιλάρια δέσποζε στο κέντρο. Τα μεγάλα βιτρό παράθυρα άφηναν το φως του θαμπού ήλιου να περνά σκορπίζοντας χρώματα. Ένα μικρό κομοδίνο έστεκε δίπλα του, με τα ράφια του μισάνοιχτα. Υπέθεσε πως αυτό ήταν το δωμάτιο του κυνηγού. Πέρασε το κατώφλι και προχώρησε αργά προς το μικρό ξύλινο έπιπλο. Πάνω του βρισκόταν μία επάργυρη κανάτα γεμάτη ρουμπινένιο υγρό. Την σήκωσε και έφερε το σκεύος κάτω από τη μύτη της. Ήταν φίον, σίγουρα. Το άφησε στη θέση του και άνοιξε το πρώτο συρτάρι.
Κράτησε την αναπνοή της. Ύστερα άπλωσε το χέρι της και πήρε στα χέρια της το περιεχόμενο του συρταριού. Ήταν ένας χάρτης. Ένας ταλαιπωρημένος, χιλιοχρησιμοποιημένος, σκισμένος χάρτης. Τον ξεδίπλωσε με την ανάσα της να κόβεται και τον κοίταξε. Στο πάνω μέρος του έγραφε με μεγάλα γράμματα «Γιουβέρνα». Κάθισε στο κρεβάτι και τον μελέτησε.
Η θάλασσα του Μπι που έβρεχε το Τάλαμ Ούισκε ήταν ζωγραφισμένη με γαλάζια και πράσινα χρώματα. Ήταν φανερό πως τα αλμυρά νερά που τριγύριζαν τη Γιουβέρνα ήταν το καμάρι των κατοίκων της. Πέρασε το δάχτυλό της πάνω από τους ποταμούς και τους δρόμους, ψάχνοντας για την πολυπόθητη πόλη όπου διέμενε ο Κίαν.
«Τόρθαϊ!» ψέλλισε θριαμβευτικά, όταν είδε το όνομα της πόλης με καλλιγραφικά γράμματα και το σύμβολο της σημαίας της, τον γλάρο με την χρυσή κορώνα που είχε δει πολλές φορές να κρατούν οι κάτοικοι το χτεσινό βράδυ, στο γλέντι τους. Ακολούθησε με το δάχτυλό της κάθε πιθανή πορεία, μέχρι να βρει το Κάρικ.
Η καρδιά της σταμάτησε όταν είδε την αγορά του Ντόνα, να αναγράφεται δίπλα από μία πόλη με όνομα Γκίτα. Πάνω από το όνομα του Ντόνα, υπήρχε σημειωμένο ένα μικρό Χ. Αναρίγησε και μόνο στην ιδέα του εαυτού της σε αυτή την μεγάλη αγορά. Ακολούθησε με το δάχτυλό της την πορεία από το Ντόνα στο Κάρικ. Ανακουφισμένη, ανακάλυψε πως πράγματι δεν ήταν τόσο μακριά. Το Κάρικ βρισκόταν βορειοανατολικά του Ντόνα, συνορεύοντας με το Γκίτα.
Φωνές ακούστηκαν έξω από την εξώπορτα. Δίπλωσε τον χάρτη και τον έβαλε στη θέση του, προσέχοντας να αφήσει το συρτάρι μισόκλειστο, όπως το είχε βρει. Βρέθηκε στο δωμάτιό της νυχοπατώντας.
«Εντάξει, Νιλς. Το βράδυ» ακούστηκε η φωνή του κυνηγού και κατόπιν άνοιξε η πόρτα.
«Το βράδυ» απάντησε μία αντρική φωνή.
Ο κυνηγός πέρασε έξω από το δωμάτιο της Φιντέλμα. Κοίταξε μέσα από την ανοιχτή πόρτα, κάπως ανήσυχος. Μόλις το βλέμμα του συνάντησε το δικό της, φάνηκε να ηρεμεί. Έφυγε σιωπηλός.
Η μέρα πέρασε με την Φιντέλμα να κοιτά σκεπτική έξω από το παράθυρο. Παρατηρούσε τον τρόπο που τα σύννεφα άλλαζαν σχήματα, μία κρύβοντας τον ήλιο και μία αφήνοντας λεπτές χαραμάδες από τις οποίες ξέφευγαν χλωμές αχτίνες. Οι δρόμοι ήταν έρημοι, ούτε φωνή δεν ακουγόταν. Το μυαλό της γυρνούσε στον χάρτη που είχε βρει στο συρτάρι. Πόσες ώρες να χώριζαν το Ντόνα από το Κάρικ; Δύο; Τέσσερις; Δέκα;
Το ευνοϊκό θα ήταν οπωσδήποτε να μπορέσει να ξεφύγει πριν φτάσουν στην αγορά του Ντόνα, αλλά δεν ήταν σίγουρη αν θα τα κατάφερνε. Δεν είχε πολλές ευκαιρίες. Θα έπρεπε να βρει την κατάλληλη στιγμή. Έφερε τον χάρτη στο μυαλό της, κομμάτι κομμάτι. Τον είχε αποστηθίσει όση ώρα τον περιεργαζόταν, για να θυμάται κάθε πιθανή διαδρομή όταν θα το χρειαζόταν.
Το βράδυ έφτασε με τις σκέψεις να τριβελίζουν το μυαλό της. Η φωνή του κυνηγού έσπασε τη σιωπή σχεδόν απόκοσμα.
«Φεύγω. Θα γυρίσω το πρωί. Κανόνισε να είσαι φρόνιμη όσο θα λείπω» ανακοίνωσε και έφυγε.
Η Φιντέλμα κοίταξε τους δρόμους κάτω από το παράθυρο του πύργου. Γέμιζαν καθώς σκοτείνιαζε ο ουρανός. Τα φαναράκια άναβαν ένα ένα, ο κόσμος έβγαινε από τους πύργους και η Τόρθαϊ σύντομα ζωντάνεψε, γεμίζοντας κίνηση και φωνές.
Ανάμεσα στο πλήθος διέκρινε και τον κυνηγό. Δεν ήταν μόνος. Είχε στη συντροφιά του έναν άντρα γύρω στα τριάντα, με κοντά μαλλιά και γένεια. Ξεχώριζαν μέσα στον κόσμο, καθώς ήταν και οι δύο σκυθρωποί και μιλούσαν χαμηλόφωνα, σε αντίθεση με τους υπόλοιπους οι οποίοι φώναζαν και γλεντούσαν με την ψυχή τους.
Μία γυναίκα πλησίασε τον κυνηγό και τον έπιασε εύθυμα από τα χέρια για να τον βάλει στο χορό. Η Φιντέλμα κόλλησε το πρόσωπό της στο παράθυρο, σχεδόν με ανυπομονησία. Την άφησε να τον βάλει στο χορό, παρόλο που δεν αποχωρίστηκε ούτε για λίγο την σκληρή έκφραση του προσώπου του. Η Φιντέλμα χαμογέλασε. Ωστόσο, προτού περάσουν λίγα δευτερόλεπτα, την άφησε στη διάρκεια μίας δεξιάς στροφής.
Η Φιντέλμα κούνησε το κεφάλι με απογοήτευση. Παρατήρησε την γυναίκα που κοιτούσε μπερδεμένη μέσα στο πλήθος, ψάχνοντας προφανώς για τον καβαλιέρο της. Η Ευχή τον αναζήτησε με το βλέμμα της· σύντομα τον είδε μέσα στο πλήθος, μαζί με τον άντρα που μιλούσε πριν. Απομακρύνονταν από την πλατεία και τους γιορτινούς δρόμους, φεύγοντας μακριά από τον κόσμο, μιλώντας συνομωτικά, αγνοώντας οτιδήποτε συνέβαινε γύρω τους.
Στράφηκε πάλι στη γιορτή, απογοητευμένη. Στήριξε το πρόσωπό της στις παλάμες της. Στο κέντρο της πλατείας, μερικές γυναίκες χόρευαν κρατώντας λινά μαντίλια σε ρόδινα χρώματα. Αναστέναξε, ενθυμούμενη τις όμορφες στιγμές που είχε μοιραστεί με τις αδερφές της στο Άισλιγκ, χορεύοντας και τραγουδώντας αρμονικά.
Κάθισε στο κρεβάτι με το αφράτο μαξιλάρι στην ποδιά της. Έπαιζε με τα χρυσά σχέδια της θήκης του, με το βλέμμα να ονειροβατεί στο κενό. Δύο μικρά χτυπήματα ακούστηκαν στο τζάμι. Γύρισε ξαφνιασμένη. Έτριψε τα μάτια της από την έκπληξη.
«Χάινμα!» αναφώνησε και έτρεξε στο παράθυρο. Άνοιξε προσεκτικά το τζάμι, με το φόβο μήπως το παρατηρήσει κανείς. Για καλή της τύχη, κανείς δεν πρόσεξε την κίνηση μέσα στην φασαρία της γιορτής.
Το γαλάζιο πουλί πέταξε μέσα στο δωμάτιο, σκορπίζοντας χαρά με την μελωδική φωνή του. Έκλεισε το τζάμι και άπλωσε το χέρι της, μέχρι που ο Χάινμα ήρθε και έκατσε στην παλάμη της.
«Γλυκέ μου Χάινμα!» ψέλλισε. Το πτηνό έτριψε το κεφάλι του στο χέρι της, αναζητώντας χάδια. Εκείνη γέλασε και φίλησε το γαλάζιο του φτέρωμα. «Πώς με βρήκες;»
Ο Χάινμα σήκωσε το ένα του πόδι. Η Φιντέλμα παρατήρησε πως κάτι ήταν δεμένο γύρω του. Ήταν ένα μικρό κιτρινισμένο χαρτί, τυλιγμένο σαν πάπυρος. Το άνοιξε και το διάβασε.
«Είναι από τον Γουάφ!» αναφώνησε.
«Αγαπητό μου κορίτσι, μην ανησυχείς για εμάς. Είμαστε καλά. Αφού έφυγε ο Γκόραν, ο Χάινμα και εγώ βρεθήκαμε και πάλι. Μην φοβάσαι για τίποτα. Θα γυρίσουμε πίσω στον πύργο μου στο Μπλούμπερι, και εκεί θα βρω έναν τρόπο να ξεφύγεις. Θα είμαστε σε επικοινωνία μέσω του Χάινμα. Να προσέχεις» διάβασε δυνατά.
Τα κατάμαυρα λαμπερά μάτια της είχαν βουρκώσει. Γύρισε το χαρτί από την άλλη μεριά και έψαξε για γραφική ύλη. Έτρεξε στο δωμάτιο του κυνηγού, πιστεύοντας ότι εκεί θα έβρισκε σίγουρα. Για καλή της τύχη, είχε αφήσει το μελανοδοχείο με το φτερό του πάνω στο κομοδίνο του. Έγραψε βιαστικά λίγα λόγια, έπειτα το διάβασε φωναχτά.
«Όλα είναι εντάξει, Γουάφ. Θα περιμένω τις οδηγίες σου. Χαίρομαι πολύ που είστε καλά. Εύχομαι να συναντηθούμε σύντομα ξανά»
Ο Χάινμα τραγούδησε τον αγαπημένο του σκοπό, κοιτώντας την από τα επάργυρα κάγκελα του μεγάλου κρεβατιού. Η Φιντέλμα τύλιξε το χαρτί και το πέρασε στο πόδι του. Κατευθύνθηκαν μαζί στο παράθυρο του δωματίου της, άνοιξε προσεκτικά και αθόρυβα το τζάμι, τον αποχαιρέτησε με ένα φιλί για καλή τύχη και έπειτα αυτός πέταξε πάνω από την Τόρθαϊ, που γιόρταζε ανέμελα.
Ιωάννα Τσιάκαλου
***
Ο άντρας με τα κοντά μαλλιά και τα άγρια γένια
παρατηρούσε από μακριά τη βραδινή γιορτή της Τόρθαϊ με τα χέρια σταυρωμένα στο
στήθος. Τα πόδια του ήταν απλωμένα πάνω στο μαρμάρινο κάθισμα της μικρής
τριγωνικής πλατείας.
«Είσαι σίγουρος ότι ήταν εκείνος;» ρώτησε
προβληματισμένος, κοιτώντας τις χορεύτριες με τα ρόδινα πέπλα.
Ο κυνηγός έπιασε το κεφάλι του με τα χέρια του, έφερε πίσω
στο σβέρκο του τα μακριά μαλλιά του κι έπειτα αναστέναξε.
«Απολύτως» είπε με το βλέμμα στο κενό.
«Θέλω να πω, αποκλείεται να ήταν κάποιος που του
έμοιαζε;»
«Σου είπα, Νιλς! Εκείνος ήταν. Κόβω το κεφάλι μου!»
Ο άντρας ονόματι Νιλς έβγαλε από την τσέπη του ένα μικρό
μαχαίρι με ατσάλινη λαβή και δερμάτινη θήκη. Το περιεργάστηκε, έπειτα έπαιξε
μαζί του σκεπτικός, πετώντας το χαμηλά στον αέρα και πιάνοντάς το επιδέξια από
τη λαβή.
«Ίσως θα έπρεπε να σταματήσεις…» είπε.
«Να σταματήσω;» του επιτέθηκε ο κυνηγός. «Το κυνήγι είναι
το μόνο που ξέρω να κάνω από τότε που ήμουν δεκαέξι. Είναι ο μόνος τρόπος που
ξέρω να επιβιώνω»
«Ναι αλλά δεν μπορείς να διαφωνήσεις πως αυτό το
δαχτυλίδι σου έχει φέρει περισσότερα προβλήματα από οτιδήποτε άλλο» αποκρίθηκε
αφηρημένος ο Νιλς, πετώντας τώρα το μαχαίρι του πιο ψηλά.
«Το ξέρω. Μα είναι ό, τι μου έχει απομείνει από εκείνον»
είπε ο κυνηγός σκεπτικός. «Και σταμάτα να παίζεις με αυτό το πράγμα!» ξεφώνισε
κατόπιν.
Ο Νιλς έβαλε ταπεινωμένος το μαχαίρι του στην τσέπη του
σηκώνοντας τα χέρια ψηλά.
«Εντάξει… Μην ταράζεσαι. Έτσι συγκεντρώνομαι κάτω από
πίεση» απολογήθηκε.
«Δεν θα σταματήσω» συνέχισε ο κυνηγός. «Δεν μπορώ. Σε
λίγες μέρες θα βρίσκομαι στην αγορά του Ντόνα. Θα έχω καλές απολαβές. Δεν μπορώ
να χάσω τέτοια ευκαιρία!»
«Τουλάχιστον υποσχέσου μου ότι θα είναι η τελευταία φορά»
Κοίταξε τον Νιλς για πρώτη φορά, όση ώρα συζητούσαν.
Φάνηκε να σκέφτεται για λίγο την πρότασή του. Ύστερα γύρισε και πάλι μπροστά.
«Πού τον είδες;» ρώτησε ο Νιλς, όταν είδε πως δεν έπαιρνε
απάντηση.
«Στο Σιούλ, λίγο έξω από την Χάνταπ» απάντησε σκυθρωπός.
«Είσαι σίγουρος ότι δεν σε αναγνώρισε;»
«Ναι. Πώς θα μπορούσε, άλλωστε; Έχουν περάσει δεκατέσσερα
χρόνια. Ήμουν παιδί τότε»
«Όντραν…» ψιθύρισε ο Νιλς.
Ο κυνηγός τον αγριοκοίταξε. «Τι σου έχω πει για τα
ονόματα;» ρώτησε οργισμένος.
«Συγνώμη…» αποκρίθηκε εκείνος. «Γκόραν…» διόρθωσε, «σε
παρακαλώ, πήγαινε στην αγορά του Ντόνα, άφησε την Ευχή και γύρνα στην Τόρθαϊ.
Μην γυρίσεις ξανά πίσω στη Χάνταπ. Μείνε εδώ. Θα ψάξουμε να βρούμε κάποιον μάγο
που να μπορούμε να εμπιστευτούμε, να κάνει κάποιο ξόρκι αλλαγής εμφάνισης ή
κάτι τέτοιο…»
«Δεν θα περάσω την υπόλοιπη ζωή μου κρυμένος πίσω από μία
πλαστή ταυτότητα, ξάδελφε!» τον διέκοψε. Ύστερα κοίταξε το μεγάλο χρυσό
δαχτυλίδι που κοσμούσε το μεσαίο του δάχτυλο· το στριφογύρισε με το χέρι του.
«Όταν με βρει –αν με βρει- θα θελήσει να το πάρει πίσω. Και εγώ δεν είμαι
πρόθυμος να του το δώσω εκουσίως. Ανήκει σε εμένα τώρα!» είπε κτητικά.
«Και έχει περισσότερη αξία ένα παλιό δαχτυλίδι από την
ζωή σου;» αντιγύρισε ο Νιλς.
Ούτε που γύρισε το βλέμμα του πάνω του. Εξακολουθούσε να
είναι πλήρως αποροφημένος από το χρυσό δαχτυλίδι.
«Ξέρω ότι είναι σημαντικό για σένα, αλλά δεν σου ανήκει.
Σε κανέναν δεν ανήκει»
«Κάνεις λάθος. Ήταν του πατέρα μου, έτσι όταν εκείνος
πέθανε, αυτόματα έγινε δικό μου. Κανείς άλλος δεν πρέπει να το έχει»
«Και πώς κατέληξε ο πατέρας σου, Γκόραν;»
Ο κυνηγός έσφιξε την γροθιά του πάνω στο γόνατό του,
έτριξε τα δόντια του.
«Δεν έχεις δικαίωμα να…»
«Έχω κάθε δικαίωμα! Έχουμε το ίδιο αίμα. Και δεν θα αφήσω
το αίμα μου να χαθεί άδικα εξαιτίας μίας χαζής βεντέτας!» είπε ο Νιλς, με φωνή
σταθερή και σοβαρή.
«Θα με βοηθήσεις, ναι ή όχι;» ρώτησε ψυχρά ο κυνηγός.
«Ναι» απάντησε εκείνος χωρίς να το σκεφτεί. «Μόνο με έναν
όρο. Μόλις πουλήσεις το πλάσμα στο Ντόνα, θα πετάξεις το δαχτυλίδι»
«Αυτό είναι εξωφρενικό!» ξεφώνισε.
«Είναι ο όρος μου»
Ο κυνηγός κοίταξε τον ξάδελφο του ευθεία, μέσα στα μάτια,
σαν να μπορούσε να τα διαπεράσει με το βλέμμα. Ζάρωσε τα φρύδια σκεπτικός,
έπειτα χαμογέλασε ψυχρά, άχρωμα.
«Εντάξει. Όπως θες» απάντησε τελικά.
«Πήρες την σωστή απάντηση, ξάδελφε» είπε ο Νιλς και τον
χτύπησε φιλικά στον ώμο.
«Λοιπόν;» ρώτησε ο κυνηγός κατόπιν. «Πότε θα ξεκινήσεις;»
«Μόλις ξημερώσει. Θα στείλω τέσσερεις άντρες να χτενίσουν
τη Γιουβέρνα»
«Και μόλις τον βρουν;»
«Θα τον φέρουν εδώ δεμένο και ανίσχυρο, ποτισμένο με
ισχυρό υπνωτικό αέριο. Μετά θα είναι στη διάθεσή σου, να τον ρωτήσεις ότι
θέλεις»
«Φανταστικά» απάντησε ικανοποιημένος.
«Τι θα κάνεις μαζί του; Ξέρεις… Όταν μάθεις όσα θες»
«Αυτό θα το αποφασίσω στο τέλος. Αν οι απαντήσεις είναι
αυτές που θέλω να ακούσω, τότε θα τον αφήσω να φύγει. Αν όχι…»
Ο Νιλς ξεροκατάπιε στο άκουσμα των τελευταίων λέξεων. Ο
κυνηγός σηκώθηκε, έριξε μια ματιά στην τριγωνική μαρμάρινη πλατεία, οσμίστηκε
τον κρύο αέρα κι έπειτα γύρισε στον ξάδελφο του. Εκείνος είχε σηκωθεί και τον
κοιτούσε γεμάτος αμφιβολίες.
«Ελπίζω να μην κρατήσει πολύ το ψάξιμο. Μην ξεχνάς ότι ο
αγαπημένος μας θείος ψάχνει το κειμήλιό του…» είπε σχεδόν συρίζοντας.
Ο Νιλς κούνησε το κεφάλι του. «Θα βρίσκεται εδώ προτού
πεις κύμινο. Όπως ακριβώς τα κανονίσαμε. Οι άντρες μου δεν έχουν αποτύχει ούτε
μία φορά στις αποστολές που τους αναθέτω»
«Ωραία.
Το κυνήγι ξεκινάει, λοιπόν»Ιωάννα Τσιάκαλου