Ο Κυνηγός των Ευχών (Κεφάλαιο 7 - Μέρος 6ο)


Η νύχτα ανέμιζε το μαύρο της λάβαρο, κατακτώντας την Τόρθαϊ σε λίγες στιγμές. Όταν η μέρα έχασε την μάχη με τη νύχτα, ο Νιλς φάνηκε στην άκρη του δρόμου, συνοδευμένος από μία όμορφη νέα γυναίκα. Ο κυνηγός περίμενε στην τριγωνική πλατεία, με ένα ποτήρι κανελομπύρας στο χέρι.
«Ξάδελφε!» είπε ο Νιλς μόλις έφτασε σε απόσταση ενός μέτρου. «Να σου γνωρίσω την Ντέιλφ»
Ο κυνηγός σηκώθηκε και κοίταξε την γυναίκα με απορία. Ήταν όμορφη, μπορούσε να παραδεχτεί. Ψηλή και λυγερή, με κατάμαυρα μαλλιά πιασμένα σε μια ψηλή κοτσίδα, που έπεφταν πλούσια μέχρι τη μέση της. Τα σκούρα, λαμπερά μάτια της έρχονταν σε αντίθεση με το λευκό του προσώπου της. Έμεινε αποσβωλωμένος, κοιτώντας την με κάποιο θαυμασμό. Για μια στιγμή νόμιζε πως έβλεπε την Ευχή που είχε αιχμαλωτίσει.
«Ξάδελφε;» ρώτησε ο Νιλς ανήσυχος.
Επανήλθε αυτόματα, παίρνοντας το γνώριμο σκληρό ύφος του.
«Νόμιζα πως θα ερχόσουν μόνος» είπε χαμηλόφωνα.
«Μην ανησυχείς. Η Ντέιλφ γνωρίζει την αλήθεια. Είναι πρόσωπο εμπιστοσύνης. Σύντομα θα γίνει γυναίκα μου» είπε και φίλησε το χέρι της. «Ντέιλφ, από εδώ ο αγαπημένος μου ξάδελφος. Οι συστάσεις είναι περιττές»
Ο κυνηγός πάγωσε στη θέση του, όταν η γυναίκα του χαμογέλασε ευγενικά. Ο Νιλς ξερόβηξε υπαινικτικά.
«Χαίρω πολύ, δεσποινίς Ντέιλφ» είπε και φίλησε το χέρι της όπως συνηθιζόταν.
Η Ντέιλφ υποκλίθηκε με χάρη. «Η χαρά είναι δική μου, Όντραν» είπε χαμηλά και συνομωτικά, κάνοντας το αίμα στις φλέβες του να παγώσει στο άκουσμα του ονόματός του. «Εμένα με συγχωρείτε τώρα. Πρέπει να επιστρέψω... Εις το επανειδείν»  Άγγιξε τον ώμο του Νιλς ανάλαφρα και έφυγε.
Οι δυο τους κάθισαν στα μαρμάρινα καθίσματα της πλατείας, ατενίζοντας τον δρόμο στον οποίο βάδιζε η Ντέιλφ.
«Είχες ορκιστεί ότι κανείς δεν ήξερε!» πέταξε ο κυνηγός μόλις η γυναίκα εξαφανίστηκε.
«Η Ντέιλφ είναι η γυναίκα της ζωής μου. Και την εμπιστεύομαι» αποκρίθηκε ο Νιλς.
«Είσαι αλήθεια τόσο χαζός ή απλά προσποιείσαι ότι είσαι;» αντιγύρισε εκείνος απότομα.
Ο Νιλς σιώπησε για λίγο. Γύρισε και τον κοίταξε βλοσυρά. Έπειτα γέλασε δυνατά. Ο κυνηγός τον κοίταξε αγριεμένος, έπειτα κούνησε το κεφάλι του.
«Είσαι αδιόρθωτος!» πέταξε. «Δεν καταλαβαίνεις τη σοβαρότητα της κατάστασης, έτσι;»
«Αντιλαμβάνομαι πλήρως πόσο σοβαρή είναι η κατάσταση. Οφείλεις όμως να παραδεχθείς ότι γίνεσαι υπερβολικός»
«Είναι υπερβολή να θέλει κανείς να παραμείνει ζωντανός λίγα χρόνια ακόμα;»
«Χαλάρωσε, ξάδελφε. Κανείς άλλος δεν ξέρει για σένα. Μόνο η Ντέιλφ»
«Και πώς μπορώ να είμαι σίγουρος ότι η Ντέιλφ θα κρατήσει το στόμα της κλειστό;»
«Με εμπιστεύεσαι;» ρώτησε ξαφνικά ο Νιλς, αλλάζοντας ύφος.
«Είσαι ο μόνος που εμπιστεύομαι και το ξέρεις» απάντησε ο κυνηγός το ίδιο σοβαρά.
«Τότε πίστεψέ με όταν σου λέω ότι όσο εμπιστεύεσαι εμένα, άλλο τόσο μπορείς να εμπιστεύεσαι και την Ντέιλφ»
Ο κυνηγός χαμήλωσε το κεφάλι του βυθισμένος στις σκέψεις. Ο Νιλς κοίταξε τον δρόμο όπου πριν λίγο είχε χαθεί η γυναίκα.
«Είναι υπέροχη…» ακούστηκε η φωνή του. «Καλόκαρδη και δυναμική. Ώρες ώρες δεν πιστεύω πόσο τυχερός είμαι. Είναι σαν άγγελος»
«Έχει κάτι περίεργο, ξέρεις» είπε ο κυνηγός.
«Τι εννοείς;»
«Κάτι πάνω της. Στο βλέμμα της. Στον τρόπο που μιλάει. Σε όλα»
Ο Νιλς σταύρωσε τα χέρια στο στήθος. «Σαν τι;»
«Μοιάζει σε κάποια που ξέρω»
«Ποια; Από την Χάνταπ;»
«Όχι»
«Από το Ντόνα;»
«Όχι»
«Από πού;»
«Από πουθενά» απάντησε σκυθρωπιάζοντας απότομα.
«Αν δεν σε ήξερα τόσο καλά, θα έλεγα ότι είσαι ερωτευμένος, ξάδελφε» είπε ο Νιλς περιπαιχτικά.
Ο κυνηγός τον κεραυνοβόλησε με μια ματιά. «Απλά μοιάζει με κάποια, αυτό είναι όλο»
«Ότι πεις» απάντησε συγκαταβατικά ο Νιλς.
Ο κυνηγός πήγε να πει κάτι, αλλά ένας θόρυβος πίσω του του τράβηξε την προσοχή. Γύρισαν και οι δύο ταυτόχρονα και κοίταξαν πίσω. Στο βάθος του δρόμου που ξεδιπλωνόταν από την είσοδο της Τόρθαϊ, τέσσερις άντρες με ξυρισμένα κεφάλια έρχονταν με βήμα συγχρονισμένο και ταχύ, σέρνοντας κάτι μπροστά τους.
«Ήρθαν!» αναφώνησε ο Νιλς. «Πήγαινε ετοίμασε το κελάρι, πριν βγουν οι κάτοικοι και πλημμυρίσουν τους δρόμους!»
Ο κυνηγός έμεινε να κοιτάει τους φρουρούς, σφίγγοντας την γροθιά του. Τα μάτια του θάμπωσαν, έτρεμε σύγκορμος από την ταραχή, το πρόσωπό του έπαιρνε να κοκκινίζει από θυμό. Ένα χέρι έσφιξε τον ώμο του.
«Πήγαινε. Θα τους προϋπαντήσω εγώ» είπε χαμηλόφωνα και ενθαρρυντικά ο Νιλς.
Ο κυνηγός έτρεξε στο κελάρι και ο ξάδελφος του περίμενε στη θέση του, ώσπου να βρεθούν μπροστά του οι τέσσερις άντρες. Τους απάντησε με ένα νεύμα. Κοίταξε τον άντρα που βρισκόταν γονατισμένος με τα χέρια δεμένα σφιχτά πίσω από την πλάτη. Το πρόσωπό του κοιτούσε το έδαφος.
«Φέρτε τον στο κελάρι και ύστερα είστε ελεύθεροι να φύγετε» είπε και εκείνοι υπάκουσαν.
Καθόταν με την πλάτη γυρισμένη στην πόρτα, χτυπώντας τις γροθιές του στον τοίχο του κελαριού. Τα βαριά βήματα που ακούστηκαν πίσω του του έφεραν περισσότερη αναστάτωση. Ο βαρύς γδούπος που ακολούθησε τον διαβεβαίωσε ότι οι φρουροί είχαν πετάξει τον δεμένο άντρα στο πάτωμα του κελαριού. Η πόρτα έκλεισε πίσω του αργά και η φωνή του Νιλς αντήχησε στο δειλό ημίφως των δαυλών.
«Είναι εδώ» ανακοίνωσε.
Ο κυνηγός γύρισε και κοίταξε τον ξάδελφό του, με ένα πρωτόγνωρο ίχνος αμφιβολίας στα μάτια. Ύστερα χαμήλωσε το βλέμμα του και κοίταξε τον άντρα που ήταν πεσμένος στα γόνατα, με το κεφάλι του χαμηλωμένο ως το πάτωμα.
«Δείξε μου το πρόσωπό σου!» φώναξε και ο άντρας σήκωσε το κεφάλι του αργά και κουρασμένα.
Μόρφασε όταν αντίκρισε το ρυτιδιασμένο, παραμορφωμένο πρόσωπό του. Η βαθιά αυλακιά κάτω από το δεξί του μάτι τράβηξε την προσοχή του περισσότερο από οτιδήποτε άλλο.
«Πες μου το όνομά σου!» τον διέταξε.
«Σίμπχακ Φέαρ» απάντησε εκείνος αργά και κουρασμένα.
«Χαρά μου που σε βλέπω ξανά, Σίμπχακ!» είπε ο κυνηγός ανακτώντας το ειρωνικό του ύφος.
«Με γνωρίζεις;» ρώτησε ξαφνιασμένος ο άντρας.
«Ω, ναι. Και εσύ με γνωρίζεις. Αλλά πολύ καλύτερα γνωρίζεις τον πατέρα μου. Ή μάλλον… γνώριζες τον πατέρα μου»
«Ποιος ήταν ο πατέρας σου;»
«Τον ξέχασες κιόλας;» φώναξε ο κυνηγός. «Θα περίμενα να θυμάσαι τουλάχιστον το όνομα του άντρα που μαχαίρωσες πισώπλατα, Σίμπχακ!»
«Λυπάμαι… Δεν θυμάμαι. Έχω οδηγήσει πολλές μάχες, δεν γίνεται να ξέρω τα ονόματα όλων όσων χάθηκαν από το χέρι μου! Ξέρεις πώς είναι ο πόλεμος. Σκληρός. Δεν έχουν σημασία οι απώλειες… Μόνο η νίκη»
«Πόλεμος; Πόλεμος! Μα δεν μιλάω για πόλεμο, Σίμπχακ! Αυτός που πρόδωσες δεν ήταν εχθρός, αλλά φίλος σου!»
«Δεν… δεν ξέρω για τι πράγμα μιλάς» απάντησε.
«Τότε ας σου φρεσκάρω λίγο τη μνήμη. Κοίταξέ με. Σου θυμίζω κάποιον;»
Ο άντρας τον κοίταξε μπερδεμένος και αμίλητος.
«Κοίταξέ με καλά! Δεν μπορεί, σίγουρα σου τον θυμίζω! Είμαστε ίδιοι σαν δυο σταγόνες νερό!»
«Όντραν;» ψέλλισε ο Σίμπχακ μπερδεμένος.
«Ώστε θυμάσαι!» σύριξε.
«Όντραν! Μα πώς είναι δυνατόν; Είχαν χαθεί τα ίχνη σου! Όλοι νόμιζαν πως είσαι νεκρός! Παιδί μου!» είπε ο Σίμπχακ μπερδεύοντας τα λόγια του, με δάκρυα στα μάτια.
«Είμαι νεκρός» απάντησε ο κυνηγός γονατίζοντας για να τον κοιτά ευθεία στα μάτια. «Από τη στιγμή που αποφάσισες να προδώσεις τον πατέρα μου, δειλέ!»
Ο Σίμπχακ κούνησε το κεφάλι του δακρύζοντας. «Μην πιστεύεις όσα ακούς, παιδί μου! Τον πατέρα σου τον είχα περισσότερο αδερφό παρά φίλο!»
«Τότε γιατί τον σκότωσες;» φώναξε και τον ταρακούνησε από τους ώμους.
«Δεν τον σκότωσα! Δεν καταλαβαίνεις… Δεν ήμουν εγώ!»
«Συνεχίζεις να λες ψέματα ακόμα και τώρα; Τόσο δειλός είσαι λοιπόν!» απάντησε με περιφρόνηση.
«Όντραν… Άκουσέ με. Άκου με καλά…» είπε ο κοκκινομάλλης άντρας κοιτώντας τον ευθεία στα μάτια. «Δεν ήμουν εγώ εκείνος που σκότωσε τον Ακάιους!»
«Τότε ποιος ήταν;» ρώτησε εξοργισμένος.
«Ο Μπόα!» απάντησε ο Σίμπχακ και ξέσπασε.
«Τι;» είπε ο κυνηγός σαστίζοντας. Ο Νιλς πλησίασε και μίλησε για πρώτη φορά.
«Πώς τολμάς να κατηγορείς τον αδερφό του άρχοντα Μακ Λερ για κάτι τέτοιο;» είπε.
«Τολμώ γιατί είναι η αλήθεια!» φώναξε μέσα από τα αναφιλητά του.
«Αν είναι αλήθεια γιατί έφυγες σαν κυνηγημένος πριν την κηδεία του;»
«Γιατί με απείλησε! Απείλησε την οικογένειά μου! Ακούστε με, παιδιά μου. Ο Μπόα είναι αδίστακτος. Ήμουν μπροστά όταν έγινε το κακό. Οι δυο τους είχαν πάει για ιππασία έξω από τη Χάνταπ. Ωστόσο, κάποιες εκκρεμότητες με ανάγκασαν να πάω να τους βρω. Ήμουν μόλις λίγα μέτρα μακριά, όταν είδα τον Μπόα με τον Ακάιους στην άκρη του γκρεμού, να φωνάζουν και να χτυπιούνται. Θυμάμαι πολύ καλά. Ο Μπόα φώναζε πως το φάινε ήταν δικό του, και πως εκείνος θα εκπλήρωνε την προφητεία»
«Το φάινε;» ρώτησε έκπληκτος ο κυνηγός, ανταλλάσσοντας μια επίμονη ματιά με τον Νιλς.
«Ναι. Δεν ξέρω τι είναι, αλλά αυτό είπε. Το θυμάμαι πολύ καλά. Ο Ακάιους του φώναζε πως ήταν δικό του, γιατί είχε διαλέξει εκείνον. Έπειτα γύρισε την πλάτη του και έφυγε για να πάρει το άλογό του. Τότε ο Μπόα έβγαλε το σπαθί του. Έτρεξα να προλάβω, αλλά δεν τα κατάφερα… Ο Μπόα σκότωσε τον ίδιο του τον αδερφό με το ίδιο ξίφος με το οποίο κάποτε του είχε σώσει την ζωή στη μάχη! Και όλα για αυτά για αυτό το φάινε, που ένας θεός ξέρει τι είναι! Έφυγα το ίδιο βράδυ! Έφυγα και δεν ξαναγύρισα! Ο Μπόα είχε ορκιστεί πως αν άνοιγα το στόμα μου, εγώ και η γυναίκα μου θα χρησιμοποιούσαμε τον οικογενειακό μας τάφο νωρίτερα από ότι θα περιμέναμε!»
Ο κυνηγός κοίταξε το χρυσό δαχτυλίδι στο μεσαίο του δάχτυλο. Σηκώθηκε αμίλητος και χτύπησε με τη γροθιά του τον τοίχο.
«Όντραν… σου λέω την αλήθεια» μίλησε ξανά ο Σίμπχακ. «Δεν τον σκότωσα εγώ!»
«Εντάξει, Σίμπχακ» απάντησε ο Νιλς για λογαριασμό του. «Όντραν…» είπε και ο ξάδελφος του γύρισε να τον κοιτάξει. Του έτεινε το μικρό του μαχαίρι με την ατσάλινη λαβή. «Νομίζω πως ξέρεις τι πρέπει να γίνει εδώ. Και καλύτερα να το κάνεις εσύ»
Ο Όντραν πήρε το μαχαίρι του ξαδέλφου του και γονάτισε. Κοίταξε τον Σίμπχακ κατά πρόσωπο, το βλέμμα του έμεινε πάνω στην ουλή του, αυτή που χαράκωνε το σημείο κάτω από το δεξί του μάτι. Ύστερα κοίταξε βαθιά, μέσα στα κόκκινα, κλαμμένα του μάτια. Σήκωσε το μαχαίρι του και έκοψε τα σκοινιά που έδεναν τα ματωμένα του χέρια.
«Όντραν…» ψέλλισε ο Σίμπχακ συγκινημένος. Τον αγκάλιασε στοργικά πριν προλάβει να αντιδράσει. «Σε ευχαριστώ για την εμπιστοσύνη σου!»
«Μπορείς να φύγεις, Σιμπχακ» απάντησε ο Όντραν ανέκφραστος. «Αν μου υποσχεθείς ότι η συνάντησή μας θα μείνει ανάμεσά μας»
«Μην ανησυχείς, παιδί μου. Το μυστικό σου θα το πάρω στον τάφο μου» ορκίστηκε ο Σίμπχακ. Σηκώθηκε και έκανε να φύγει, όμως ξαναγύρισε προς εκείνον. «Να προσέχεις, Όντραν. Και προπαντώς, μείνε μακριά από τον Μπόα. Ξέχνα όσα σου είπα, όσο δύσκολο κι αν είναι. Είναι επικίνδυνος» τον συμβούλεψε.
Έγνεψε με το κεφάλι. Ο κοκκινομάλλης άντρας γύρισε να φύγει. Ο Νιλς του άνοιξε την πόρτα, μα πριν πατήσει το πόδι του έξω από το κελάρι, η φωνή του Όντραν τον σταμάτησε.
«Σίμπχακ! Περίμενε. Ευχαριστώ… Για όλα» είπε απλά και έσφιξε τον ώμο του.
Ο Σίμπχακ χαμογέλασε θλιμμένα. «Εύχομαι να άξιζα τις ευχαριστίες σου, παιδί μου. Η αλήθεια όμως είναι ότι δεν τις αξίζω ούτε στο ελάχιστο. Αν ήμουν καλός φίλος και πιστός σύμμαχος, δεν θα είχα υποκύψει στις απειλές αυτού του φιδιού»
«Έκανες ό, τι θεώρησες σωστό» απάντησε ο Νιλς. «Δεν μπορεί να σε κατηγορήσει κανείς επειδή προστάτευσες την οικογένειά σου»
«Όπως και να χει… Δεν περνάει μέρα που να μην εύχομαι να τιμωρηθεί για όσα έκανε» είπε ο Σίμπχακ και αυτή τη φορά έφυγε, αφήνοντας στο κελάρι τα δύο ξαδέλφια.
«Έννοια σου… Και θα τιμωρηθεί» ψιθύρισε ο Όντραν, κοιτώντας το φάινε, το καταραμένο δαχτυλίδι, χάρη στο οποίο ο πατέρας του είχε πεθάνει.

***

Η Φιντέλμα παρακολουθούσε την γιορτή όπως κάθε νύχτα, με το σαγόνι νωχελικά ακουμπισμένο στις παλάμες. Η έξω πόρτα άνοιξε και βήματα ακούστηκαν στον διάδρομο. Σταμάτησαν έξω από το δωμάτιό της. Ακολούθησαν δύο χτυπήματα, αλλά δεν απάντησε. Η πόρτα άνοιξε και ο επισκέπτης περίμενε κάτω από την αψίδα.
«Είσαι η Φιντέλμα;» ακούστηκε μια αντρική φωνή που δεν έμοιαζε καθόλου σε εκείνη του κυνηγού.
Γύρισε απότομα και κοίταξε τον άγνωστο που βρισκόταν στην πόρτα της. Δεν μίλησε.
«Είσαι η Φιντέλμα;» ρώτησε ξανά.
«Με… Με βλέπεις;» ρώτησε ξαφνιασμένη εκείνη.
«Είσαι η Φιντέλμα;» επανέλαβε εκείνος.
«Ναι» απάντησε διστακτικά.
«Είμαι ο Πρίομ. Με στέλνει ο Γουάφ»
Η Φιντέλμα τον κοίταξε δύσπιστα στην αρχή, ύστερα όμως έτρεξε δίπλα του και τον τράβηξε από το χέρι.
«Ο Γουάφ! Πέρνα μέσα, Πρίομ!» ψιθύρισε χαρούμενη και έκλεισε την πόρτα.
«Μου είπε να σου δώσω αυτό» είπε ο άντρας και έβγαλε από την τσέπη του ένα μικρό χτένι στολισμένο με επάργυρα φύλλα κισσού. Το άφησε στο ανοιχτό της χέρι και εκείνη το περιεργάστηκε.
«Είναι όμορφο» παραδέχτηκε. «Σε τι χρησιμεύει;»
«Με αυτό χτενίζεις τα μαλλιά σου. Ή και τα στολίζεις αν θες»
«Δεν καταλαβαίνω. Γιατί να μου στείλει ένα χτενάκι; Πώς θα με βοηθήσει αυτό να βρω τον Κίαν;»
«Θα το φορέσεις στα μαλλιά σου την κατάλληλη στιγμή, λέγοντας το ξόρκι. Αυτό θα σε κάνει αόρατη για λίγες ώρες, όχι μόνο στα μάτια του κυνηγού, αλλά και του λιντόιρ»
«Εντάξει!» απάντησε. «Και ποιο είναι το ξόρκι;»
Ο Πρίομ έβγαλε από την τσέπη του μία μικρή περγαμηνή και της την έδωσε. Την άνοιξε και τη διάβασε από μέσα της.
«Τι σημαίνει αυτό;»
«Η αποστολή μου εδώ τελείωσε. Πρέπει να φύγω» μονολόγησε ο Πρίομ. Η Φιντέλμα τον κοίταξε παραξενεμένη.
«Είσαι καλά;» ρώτησε καθώς την κοιτούσε με πλήρη απάθεια.
«Αντίο» είπε απλά και έφυγε.
«Αντίο. Και ευχαριστώ!» φώναξε η Φιντέλμα πριν κλείσει την έξω πόρτα.
Κατέβηκε τα σκαλιά και βρέθηκε δίπλα στους συναδέλφους του, που κάθονταν στην κεντρική πλατεία, παρατηρώντας τη γιορτή αποσβολωμένοι.
«Πού ήσουν;» τον ρώτησε ο Τολ.
Ο Πρίομ τον κοίταξε με βλέμμα θολό, μπερδεμένο. «Δεν ξέρω» απάντησε και κάθισε δίπλα τους. Οι τέσσερις τους κοιτούσαν αμίλητοι την κίνηση της πολύβουης και πολύχρωμης γιορτής για ώρα.
«Έχετε κι εσείς την αίσθηση ότι ξεχνάμε κάτι;» ρώτησε αργότερα, συγχυσμένος.
Οι υπόλοιποι τρεις έγνεψαν καταφατικά. Ύστερα ήπιαν την κανελομπύρα τους αμίλητοι, μέχρι που ξημέρωσε και πήγαν για ύπνο.
Η Φιντέλμα κρατούσε το χτένι στα χέρια της σαν φυλαχτό. Είχε ξημερώσει· είχαν περάσει ώρες από την αλλόκοτη επίσκεψη του βοηθού του Γουάφ, και εκείνη απλά κοιτούσε το χτένι σαν να ήταν το σημαντικότερο απόκτημα του κόσμου.
Η έξω πόρτα άνοιξε και ο κυνηγός διέσχισε το διάδρομο με βαριά βήματα. Χτύπησε την πόρτα της και μπήκε μετά από λίγο χωρίς να περιμένει απάντηση.
«Αύριο κιόλας φεύγουμε» ανακοίνωσε και κατευθύνθηκε στο δωμάτιό του.
Οι κάτοικοι της Τόρθαϊ επέστρεφαν στα σπίτια τους καθώς ξημέρωνε, και η Φιντέλμα έβλεπε μελαγχολικά τους δρόμους να αδειάζουν. Οι μουσικές σταματούσαν, οι χορεύτριες τύλιγαν τα πέπλα τους γύρω από τη μέση τους και έφευγαν, οι ακροβάτες μάζευαν τις κορίνες τους, έσβηναν τις φωτιές τους και ξέβαφαν τα χρώματα από τα πρόσωπά τους. Σε λίγες ώρες ο ήλιος ξεπρόβαλε δειλά στον απέπλωτο γαλάζιο ουρανό.
Έσφιξε το χτένι στα χέρια της, περιμένοντας την στιγμή. Δεν άργησε να έρθει. Ο κυνηγός φάνηκε στο κατώφλι. Την κοίταξε ανέκφραστος. Εκείνη περπάτησε κατά μήκος του δωματίου, ρίχνοντας μια ματιά στα απομεινάρια της μικρής περγαμηνής με το ξόρκι, το οποίο είχε φροντίσει να αποστηθίσει πριν την κάψει στο κερί την προηγούμενη νύχτα.
Στην εξώθυρα του πύργου, ο Νιλς περίμενε τον ξάδελφο του, με την Ντέιλφ στην αγκαλιά του. Ο Όντραν τους έριξε μια ματιά και ύστερα κοίταξε πίσω από την πλάτη του. Η Φιντέλμα ερχόταν πίσω του, σιωπηλή.
«Θα χαιρόμασταν αν καθόσουν να πάρουμε μαζί πρωινό» μίλησε η Ντέιλφ.
«Πρέπει να φύγω αμέσως» απάντησε ο Όντραν.
Η Ντέιλφ πήγε να πει κάτι, εκείνη τη στιγμή όμως πάγωσε. Το βλέμμα της πλανήθηκε κάπου πίσω του. Το λευκό της πρόσωπο άσπρισε ακόμα πιο πολύ. Τα σκούρα μάτια της θάμπωσαν, τα χέρια της απέκτησαν ένα ελαφρύ τρέμουλο.
«Νιλς…» είπε και η φωνή της έσπασε. «Τι συμβαίνει εδώ;»
Η Φιντέλμα παραμέρισε τον κυνηγό και βρέθηκε μπροστά του. Κοίταξε την γυναίκα με περισσότερη προσοχή. Την παρατήρησε από την κορυφή των πλούσιων, μαύρων βοστρύχων της, μέχρι τις πτυχές του κόκκινου φορέματος της, που περιέλουζε τους αστραγάλους της.
«Με βλέπεις!» ψέλλισε.

Ο κυνηγός βρέθηκε δίπλα της εν ριπή οφθαλμού. Κοίταξε μία την Ντέιλφ, μία την Φιντέλμα. Σάστισε μπροστά σε αυτό που συνέβη μετά.

Ιωάννα Τσιάκαλου