Βρήκε τη Ναρήινα καθισμένη κάτω
με το κεφάλι στα χέρια.
«Φύγαμε;» τον ρώτησε σιγανά.
«Όχι τελείως, θέλουμε λίγη ώρα,
μέχρι να βγούμε από τα όρια της Ραδόνια, αλλά κάθε στιγμή που περνάει είμαστε
όλο και πιο ασφαλείς» της απάντησε. «Στο σταθμό αυτό που έγινε ήταν
αντιπερισπασμός για να ξεφύγουμε, έτσι δεν είναι;» τη ρώτησε.
«Ναι» του απάντησε.
«Φαίνεται έχουμε βοήθεια τελικά.
Καλά θα ήταν όμως να γινόταν νωρίτερα. Τελευταία στιγμή τη γλυτώσαμε!» της
είπε. Σήκωσε το κεφάλι και τον κοίταξε με μάτια δακρυσμένα και βλέμμα που
άστραφτε από θυμό.
«Μιλάς για ανθρώπους που αυτή τη
στιγμή θυσιάζουν τη ζωή τους για να το σκάσουμε!»
«Το σέβομαι» της απάντησε όσο
ήρεμα μπορούσε. «Αλλά θυμήσου ότι εσείς, όποιοι κι αν είστε, το επιλέξατε,
εμένα μου το επιβάλανε!» Τον κοίταξε αρκετή ώρα, πριν απαντήσει. Τα λόγια της
τα ένιωσε σαν χαστούκι.
«Δεν είχες το θάρρος να πεις όχι;»
Χρειάστηκε όλη του την ψυχραιμία για μην ουρλιάξει. Προτίμησε να το αφήσει να
περάσει.
«Ποιος είναι μέσα στα κιβώτια;»
τη ρώτησε.
«Κάποιος που ο κυβερνήτης της
Ραδόνια θεωρεί κτήμα του» απάντησε με πίκρα στη φωνή.
«Τι; Άσε τα αινίγματα, δεν έχω
καμιά όρεξη για παιχνίδια» άρχισε να φωνάζει.
«Μόλις φύγουμε από τη Ραδόνια,
έλα να σου δείξω. Και κανόνισε τη στάση στο όριο της Ραδόνια με τη Σιλβέρια.
Έχουμε μια παραλαβή ακόμη. Εδώ είναι το ακριβές σημείο» είπε και του έδωσε ένα
διπλωμένο χαρτί. Ένιωσε οργή να τον κυριεύει και με προσπάθεια κράτησε τα λόγια
του. Δεν ήταν η ώρα να χάσει την αυτοκυριαρχία του. Άλλωστε όσο και να φώναζε
τώρα ήταν αργά, ήταν ήδη χωμένος μέχρι το λαιμό στην υπόθεση. Άρπαξε το χαρτί
και χωρίς να πει κουβέντα βγήκε από την καμπίνα και επέστρεψε στη γέφυρα.
Με ανακούφιση διαπίστωσε ότι
είχαν καλύψει σημαντική απόσταση και δεν υπήρχαν ενδείξεις ότι τους κυνηγούσαν
ούτε μηνύματα από τη Ραδόνια. Ο παλιός του εαυτός άρχισε να σκέφτεται πόσο χρειαζόταν
ακόμη για να έχουν σίγουρο προβάδισμα και τι περιθώριο ασφαλείας είχαν για τη
στάση.
«Καπετάνιε» διέκοψε τις σκέψεις
του ο πλοηγός. «Η πορεία για την Κίρα είναι έτοιμη. Μόλις βγούμε από τα όρια
είμαστε έτοιμοι για το Βαθύ Διάστημα».
«Αλλαγή σχεδίων» είπε βαρύθυμα. «Βάλε
πορεία για αυτό το σημείο και από εκεί το συντομότερο δρόμο για την Κίρα.
Αγνόησε οικονομίες, περιορισμούς, απλά το συντομότερο, είναι διαταγή» τόνισε
την τελευταία λέξη και του έδωσε το χαρτί. Ο πλοηγός το κοίταξε με απορία, αλλά
δεν είπε τίποτα κι επέστρεψε στη θέση του. Συνειδητοποίησε πως η φωνή του ήταν
βραχνή και το πρόσωπό του κατακόκκινο. Με την άκρη του ματιού του είδε την
Κλέισα να βγαίνει από τη γέφυρα, αλλά δεν είχε όρεξη να συζητήσει μαζί της.
Κάθισε στη θέση του και κάρφωσε το βλέμμα του στις ενδείξεις που έδειχναν πόσο
είχαν απομακρυνθεί από τον κίνδυνο.
Η Κλέισα διέσχισε γρήγορα το
διάδρομο. Χτύπησε την πόρτα της καμπίνας της Ναρήινα και χωρίς να περιμένει
απάντηση μπήκε μέσα. Η Ναρήινα την κοίταξε με ελαφρά απορία.
«Δε συστηθήκαμε...» ξεκίνησε να
λέει, αλλά τη σταμάτησε το δυνατό χαστούκι της Κλέισα. Η Ναρήινα δεν αντέδρασε.
Γύρισε και την κοίταξε. «Εντάξει... Χτύπα με λοιπόν” της είπε. «Αν αυτό λύσει
το πρόβλημά σου, χτύπα με». Η Κλέισα ξαφνιάστηκε αλλά δε δίστασε. Της κατάφερε
ένα χαστούκι ακόμα και μια δυνατή γροθιά στην κοιλιά που έκανε τη Ναρήινα να
σωριαστεί κάτω διπλωμένη από τους πόνους. Τότε μόνο της μίλησε με οργή.
«Ήταν καλός άνθρωπος! Δεν ξέρω
ποια είσαι και ποιοι κρύβονται από πίσω, αλλά τον έχετε κάνει ράκος και έχετε
καταστρέψει αυτό το πλήρωμα!» Η Ναρήινα σηκώθηκε αργά.
«Τελειώσαμε με τη βία; Αν ναι,
μπορείς να φύγεις» της είπε.
«Δεν πρόκειται να φύγω, αν δεν
πάρω απαντήσεις και σου ορκίζομαι δε θα διστάσω να σε χτυπήσω πολύ πιο άσχημα!»
την απείλησε η Κλέισα. Με έκπληξη διαπίστωσε ότι η Ναρήινα άρχισε να γελάει. Ο
θυμός της φούντωσε πάλι. «Γιατί γελάς; Σκάσε, γιατί θα σου κάνω κακό στ’
αλήθεια!» της φώναξε.
Η ξαφνική κίνηση της Ναρήινα
έπιασε την Κλέισα απροετοίμαστη. Πριν το καταλάβει, την είχε ακινητοποιήσει. Πάλεψε,
αλλά η λαβή της άλλης ήταν ατσαλένια και με τρόμο ένιωσε την άκρη μιας λεπίδας
να πιέζει τον λαιμό της. Η φωνή τής Ναρήινα ήταν ψυχρή.
«Γελάω, γιατί σκέφτομαι πόσο
ανίδεη είσαι. Πόσες φορές έχεις παίξει με τη φωτιά και δεν έχεις καεί; Για να
σε ακούσω τώρα να ζητάς συγγνώμη και να παρακαλάς για τη ζωούλα σου».
Η Κλέισα μίλησε με δυσκολία.
«Σκότωσε εμένα, αλλά άσε το σκάφος
μας ήσυχο».
«Καλύτερα δε θα ήταν να δουλέψεις
μαζί μου και να τους παρατήσεις;» είπε ειρωνικά η Ναρήινα.
«Αυτό ποτέ! Είναι... Είμαστε οικογένεια.
Δε θα τους προδώσω. Σκότωσέ με, έλα! Δε θα σε αφήσουν έτσι, μην ανησυχείς!» Η
Κλέισα έσφιξε το σώμα της καθώς ετοιμάστηκε για κάθε ενδεχόμενο. Η Ναρήινα όμως
απλά την άφησε. Η Κλέισα την κοίταξε με απορία.
«Είσαι οξύθυμη, αγενής, ανίδεη, πεισματάρα,
αλλά έχεις μια αξιοσημείωτη πίστη και ηθική μέσα σου. Μ’ αρέσεις!» είπε η
Ναρήινα σχεδόν εύθυμα.
«Είσαι τρελή;» ρώτησε με απόγνωση
η Κλέισα. «Θες να μας καταστρέψεις όλους;»
«Ηρέμησε» της είπε η Ναρήινα. «Σε
λίγο θα τα καταλάβεις όλα, αν πάνε καλά τα πράγματα. Μπορεί να ακούγεται
περίεργο τώρα, αλλά κάνουμε κάτι καλό εδώ. Κάτι ηθικό, κόντρα στην τυραννία.
Δώσε μου χρόνο κι αν δεν είναι έτσι, θα σε αφήσω μέχρι και να με σκοτώσεις». Η
Κλέισα δεν ήξερε τι να υποθέσει. Μάλλον με έκπληξη έπιασε τον εαυτό της να
κουνάει καταφατικά το κεφάλι. «Ωραία» είπε η Ναρήινα. «Πάμε από την αρχή. Είμαι
η Ναρήινα, αλλά αυτό το ξέρεις ήδη, είσαι η Κλέισα, το θυμάμαι σωστά από τον
έλεγχο που μας έκαναν;»
«Ναι, σωστά» είπε η Κλέισα ακόμα
σαστισμένη.
«Ωραία, θα χρειαστώ τη βοήθεια
σου κάποια στιγμή, εντάξει;»
«Εντάξει, πρέπει να γυρίσω στη
γέφυρα τώρα» είπε η Κλέισα. Καθώς έβγαινε τη σταμάτησε η Ναρήινα.
«Και, Κλέισα, κάποια στιγμή πρέπει
να του πεις τι αισθάνεσαι γι’ αυτόν. Δεν κάνεις καλό σε κανέναν σας έτσι».
«Μα, εγώ... Πώς;» απόρησε η
Κλέισα.
«Ναι, είναι τόσο φανερό, καλή
μου. Απλά το μυαλό του τρέχει αλλού και δεν μπορεί να δει κάποια πράγματα.
Πήγαινε τώρα».
Η πόρτα έκλεισε και η Κλέισα κατευθύνθηκε στη
γέφυρα, χωρίς να έχει συνέλθει τελείως ακόμα.
Μιχάλης Κοτσαρίνης