Ο Κυνηγός των Ευχών (Κεφάλαιο 7 - Μέρος 7ο)

 «Μοιάζεις πολύ σε εμάς!» ψέλλισε η Φιντέλμα με δάκρυα στα μάτια.
«Τι συμβαίνει;» διέκοψε ο Νιλς.
«Είσαι μία από εμάς;» ρώτησε η Φιντέλμα. «Είσαι Ευχή;»
Η Ντέιλφ πλησίασε περισσότερο. Την κοίταξε στα μάτια, χάιδεψε τα μαλλιά της και έπειτα την αγκάλιασε.

«Θα μου πει κάποιος επιτέλους τι συμβαίνει;» ρώτησε ο Νιλς, βλέποντας την Ντέιλφ να αγκαλιάζει τον αέρα.
Ο Όντραν είχε μείνει άφωνος και σαστισμένος, παρακολουθώντας την εξέλιξη χωρίς να είναι σίγουρος για το τι έπρεπε να πει ή να κάνει.
«Ξάφελφε!» παραπονέθηκε ο Νιλς και τον κοίταξε παρακλητικά.
«Νιλς…» ψιθύρισε ο Όντραν. «Νομίζω ότι η Ντέιλφ πρέπει να μας δώσει η ίδια μια εξήγηση» είπε τελικά και κοίταξε την αγαπημένη του ξαδέλφου του με απορία.
Η Ντέιλφ άφησε την αγκαλιά της Φιντέλμα και στράφηκε στον Νιλς. Τα μάτια της ήταν βουρκωμένα, τα χείλη της έτρεμαν στον ίδιο ρυθμό με τα χέρια της.
«Αγάπη μου…» είπε και ο Νιλς πλησίασε και την αγκάλιασε. Έκλαψε σιωπηλά στον ώμο του, ενώ εκείνος χάιδευε τα μαλλιά της. «Συγνώμη…»
«Γιατί;» είπε ο Νιλς και την τράβηξε από την αγκαλιά του για να την κοιτάξει στα μάτια.
«Γιατί σου το κράτησα μυστικό. Ενώ εσύ δεν έχεις μυστικά από μένα…»
«Τι μου κράτησες μυστικό;» ρώτησε φανερά ανήσυχος.
«Κύριε!» τους διέκοψε μια δυνατή αντρική φωνή.
Ο Νιλς ανοιγόκλεισε τα μάτια του και στράφηκε προς την μεριά της φωνής.
«Τι συμβαίνει, Πρίομ;» ρώτησε.
«Ο Μπόα…» είπε προσπαθώντας να αναπνεύσει.
Ο Όντραν έτρεξε δίπλα του με το αίμα να σφυροκοπά στους κροτάφους του.
«Μίλα!» τον διέταξε.
«Είναι στην Τόρθαϊ!» αναφώνησε. «Και δεν είναι μόνος!»
Οι δύο άντρες αντάλλαξαν μια ανήσυχη ματιά. Ο Όντραν έπιασε το μικρό του ξίφος, για να σιγουρευτεί ότι είναι στην θήκη του. Ο Νιλς κούνησε το κεφάλι του αποτρεπτικά.
«Όχι!» φώναξε και βρέθηκε δίπλα του.
«Νιλς… Ο αγαπημένος μας θείος έρχεται στην πόλη και δεν θα βγούμε να τον καλωσορίσουμε κατάλληλα;» ρώτησε ο Όντραν με την γνωστή ειρωνική χροιά του.
«Όχι! Πρέπει να το αφήσεις. Άφησέ τον. Δεν μπορείς να τον νικήσεις»
«Τι σε κάνει να το πιστεύεις αυτό;»
«Το γεγονός ότι είναι δυνατότερος από σένα! Και πιο έμπειρος στη μάχη!»
«Λοιπόν, αυτό θα το διαπιστώσουμε ευθύς αμέσως!» απάντησε αποφασιστικά και έφυγε.
Ο Νιλς έτρεξε πίσω του και τον έπιασε από το μπράτσο. «Αυτό είναι αυτοκτονία, ξάδελφε! Δε σκέφτεσαι λογικά!» του φώναξε για να τον εκλογικεύσει.
«Δεν μπορώ να τον αφήσω ατιμώρητο!» αντιγύρισε.
Ο Νιλς τον κοίταξε σιωπηλός. Έπειτα μίλησε αποφασιστικά.
«Αν είναι να πάρεις εκδίκηση, θα γίνει σωστά. Και θα σε βοηθήσω και εγώ»
«Το εννοείς;» ρώτησε ο Όντραν.
Ο Νιλς απάντησε με ένα νεύμα. «Άφησέ τον όμως τώρα. Δεν θα σε αναγνωρίσει, δεν ξέρει ποιος είσαι. Φύγε και μέχρι να γυρίσεις από το Ντόνα, θα έχω προετοιμάσει την φρουρά»
«Δεν θα φύγω. Θέλω να τον παρατηρήσω. Να δω πώς σκέφτεται, να ξέρω τις κινήσεις του. Τους συμμάχους του, τους υποτελείς του. Δεν μπορείς να νικήσεις τον εχθρό σου, αν δεν τον ξέρεις καλά»
«Όπως θες. Αρκεί να προσέχεις» Ο Νιλς κοίταξε την Ντέιλφ, που μιλούσε αυτή τη φορά στον αέρα. «Ξέρω ότι δεν είναι της παρούσης, αλλά τι τρέχει με την Ντέιλφ, ξάδελφε; Ανησυχώ τόσο πολύ… Κάτι δεν πάει καλά. Κάτι μου κρύβει»
«Δεν ξέρω. Αλλά φαίνεται πως η αγαπημένη σου έχει ένα ιδιαίτερο χάρισμα, Νιλς»
«Τι είδους χάρισμα;»
«Φαίνεται πως βλέπει τις Ευχές» απάντησε και τον κοίταξε κατά πρόσωπο.
«Τις Ευχές;»
«Και πιθανώς οποιοδήποτε άλλο μαγικό πλάσμα»
«Αυτό είναι αδύνατον!» αρνήθηκε ο Νιλς. «Θα το ήξερα!» διαμαρτυρήθηκε.
«Να λοιπόν που δεν το ξέρεις. Γιατί αυτή τη στιγμή, ξάδελφε, η γυναίκα σου μιλάει με την Ευχή που έχω αιχμαλωτίσει»
Ο Νιλς κοίταξε την Ντέιλφ δύσπιστος. «Η Ευχή; Είναι εκεί; Μιλάει μαζί της;»
«Ναι, Νιλς. Καλά θα κάνεις να μιλήσεις με την καλή σου, γιατί δεν νομίζω πως αυτό είναι το μόνο μυστικό που φυλάει από σένα»
«Τι εννοείς;»
«Ρώτα την ίδια. Και τώρα με συγχωρείς, αλλά φαίνεται πως ο καλός μας θείος μπαίνει στην πλατεία» είπε κοιτώντας την παρέα των αντρών που κατέφτανε στην μεγάλη κυκλική πλατεία, με όλο του το μίσος.
«Ήρεμα, Όντι» ψιθύρισε ο Νιλς στο αυτί του. Του έσφιξε τον ώμο και πήγε να προϋπαντήσει τον Μπόα.
«Καλωσόρισες, θείε!» είπε και του έσφιξε το χέρι.
«Νιλς!» απάντησε ο Μπόα χαμογελώντας. Το λείο, γυμνό κρανίο του γυάλισε στον ήλιο. Άνοιξε τα χέρια του και έσφιξε τον ανιψιό του στην αγκαλιά του.
Ο Όντραν έσφιξε τις γροθιές του, νιώθοντας το στομάχι του να ανακατεύεται στο θέαμα. Γύρισε την πλάτη του και κατευθύνθηκε προς την Ευχή και την καινούρια της φίλη.
«Αλλαγή σχεδίων» είπε. «Φαίνεται πως θα μείνουμε λίγες μέρες ακόμα»
«Χαρά μας!» είπε με ειλικρίνεια η Ντέιλφ. Ύστερα έπιασε τα χέρια της Φιντέλμα χαμογελώντας.
Η Φιντέλμα της χαμογέλασε και εκείνη. Ύστερα κοίταξε τον Όντραν ασάλευτη.
«Ο Μπόα και η παρέα του αποφάσισαν να πάνε πρώτα να εξερευνήσουν τους θησαυρούς της πόλης. Μετά θα έρθουν όλοι μαζί στον πύργο. Θα μείνουν μία μέρα μονάχα. Φαίνεται πως βιάζονται» ενημέρωσε ο Νιλς, μόλις έφτασε δίπλα τους.
«Ώστε θα μοιραστούμε την φιλοξενία σου» αποκρίθηκε σκυθρωπός ο Όντραν.
«Σκέφτηκα πως θα είναι ένας καλός τρόπος να μαζέψεις τις πληροφορίες σου»
«Σωστά σκέφτηκες, ξάδελφε»
«Πάμε» είπε στρεφόμενος στη Φιντέλμα, που τον κοιτούσε διστακτικά.
«Μπορώ να πάω μία βόλτα; Δεν αντέχω άλλο κλεισμένη μέσα στους τοίχους» είπε η Ευχή.
«Θέλω να της δείξω τα όμορφα μέρη της Τόρθαϊ» μίλησε η Ντέιλφ.
«Ντέιλφ… Νομίζω πως έχουμε να κάνουμε μια σοβαρή συζήτηση πρώτα» είπε ο Νιλς.
«Ναι. Βεβαίως. Αλλά κοίτα τι ωραία μέρα, αγάπη μου. Μπορούμε να συζητήσουμε στην εξοχή»
Ο Νιλς κοίταξε τον Όντραν. Εκείνος στράφηκε στην Φιντέλμα.
«Ξέρεις ότι δεν μπορώ να απομακρυνθώ» του θύμισε εκείνη.
Ο Όντραν το σκέφτηκε λίγο. Κοίταξε μία τη Φιντέλμα, μία την Ντέιλφ και μία τον Νιλς.
«Εντάξει» είπε σκυθρωπά και η Ντέιλφ χτύπησε τα χέρια της ενθουσιασμένη. Έπιασε την Φιντέλμα αγκαζέ και άρχισε να μιλά ακατάπαυστα.
«Μπορείς να πεις στην αρραβωνιαστικιά σου να είναι περισσότερο διακριτική; Ο κόσμος θα αρχίσει να υποψιάζεται!» μίλησε εκνευρισμένος ο Όντραν.
Ο Νιλς έφυγε μπροστά και ψιθύρισε κάτι στο αυτί της Ντέιλφ. Εκείνη έγνεψε καταφατικά και σιώπησε. Περάσανε κάτω από τις αψίδες της πόλης, μέσα από στενά σοκάκια, είδανε τον μοναδικό ναό της Τόρθαϊ με τα μπλε κεραμίδια και βρέθηκαν στο άλσος. Τίποτα δεν θύμιζε τον βαρύ χειμώνα που επικρατούσε πριν μέρες.
Κάθισαν στο βρεγμένο γρασίδι, όπου ο Όντραν απορροφήθηκε από τις σκέψεις του. Ο Νιλς κάθισε δίπλα του παρατηρώντας την Ντέιλφ με αδιευκρίνιστο ύφος. Εκείνη μιλούσε με την Φιντέλμα, αλλά εκείνος φυσικά δεν μπορούσε να την δει.
«Τι λένε τόσην ώρα;» ρώτησε ο Νιλς χωρίς να παίρνει τα μάτια του από πάνω της.
«Δεν ξέρω» απάντησε αδιάφορα ο Όντραν.
Ο Νιλς σηκώθηκε και πήγε δίπλα τους. «Συγνώμη που διακόπτω, αλλά θέλω να μιλήσουμε» είπε.
«Θα σας αφήσω μόνους» ανακοίνωσε η Φιντέλμα στην Ντέιλφ και έφυγε διακριτικά.
«Κάθισε δίπλα μου, Νιλς» είπε εκείνη. «Λυπάμαι που το έμαθες έτσι, αγάπη μου. Περίμενα την κατάλληλη στιγμή. Όπως πιθανώς έχεις καταλάβει, είμαι διαφορετική»
«Πάντα το ήξερα ότι είσαι διαφορετική» απάντησε εκείνος ξαφνιάζοντάς την.
«Το ήξερες;»
«Φυσικά. Είσαι διαφορετική από κάθε άλλη γυναίκα που έχω γνωρίσει. Έχεις καρδιά αγγέλου και δύναμη πολεμιστή. Δεν έχω συναντήσει ποτέ καμία σαν εσένα»
Η Ντέιλφ χαμογέλασε και χάιδεψε το πρόσωπό του τρυφερά. «Δεν εννοούσα αυτό. Εννοώ πως έχω χάρισμα, αγάπη μου»
«Ναι, αυτό μου είπε και ο Όντραν. Αλλά δεν καταλαβαίνω… Δεν μπορώ να καταλάβω. Πώς; Εσύ…;»
«Απλά βλέπω περισσότερα από τους υπόλοιπους ανθρώπους, Νιλς. Δεν είναι κάτι που πρέπει να φοβάσαι. Έτσι γεννήθηκα»
«Εσύ; Δεν φοβάσαι;»
«Ποτέ»
«Και πώς…;»
«Κάπου εδώ πρέπει να σου αποκαλύψω και το δεύτερο μυστικό»
«Δεύτερο μυστικό;»
«Η μητέρα μου ήταν Ευχή, Νιλς»
Την κοίταξε γεμάτος αμφιβολίες. «Τι μου λες;»
«Και ο πατέρας μου μάγος»
«Δεν είναι δυνατόν!»
«Είναι. Ρώτα τον Όντραν, εκείνος ίσως ξέρει»
Ο Νιλς κοίταξε τον ξάδελφό του απορημένος. «Δηλαδή αυτό τι σε κάνει εσένα; Ευχή; Ή μάγισσα; Ή τίποτα από τα δύο;»
«Και τα δύο»
Ο Νιλς ανοιγόκλεισε τα μάτια του μπερδεμένος. «Γιατί δεν μου είπες τίποτα;»
«Φοβήθηκα… Δεν ήξερα πώς θα το έπαιρνες. Κατάλαβέ με, αγάπη μου»
Έκρυψε το πρόσωπό του στα χέρια του. Αναστέναξε βαθιά.
«Πες μου ότι δεν άλλαξες γνώμη για μένα… Πες μου πως δεν με φοβάσαι!» είπε εκείνη και χάιδεψε τα μαλλιά του.
«Να σε φοβηθώ; Όχι…»
«Πως δεν με μισείς για τα ψέματά μου… Για αυτό που είμαι…»
«Σε αγαπώ με όλη μου την καρδιά, Ντέιλφ. Αυτό δεν πρόκειται να αλλάξει ποτέ»
Η Φιντέλμα παρατηρούσε τον Νιλς και την Ντέιλφ από την απέναντι μεριά του άλσους. Όταν τους είδε να αγκαλιάζονται τρυφερά, χαμογέλασε με δάκρυα στα μάτια.
«Είναι από τα ομορφότερα πράγματα που έχω δει, από τη στιγμή που ήρθα στον κόσμο σας» είπε, γνωρίζοντας πως ο Όντραν την άκουγε, λίγα βήματα πίσω. «Δεν μπορούσα να φανταστώ ποτέ πως υπάρχει τέτοια αγάπη»
Ύστερα γύρισε προς το μέρος του και κάθισε δίπλα του. «Λοιπόν, ποιο είναι το δικό σου μυστικό;» ρώτησε.
Ο Όντραν απέφυγε να την κοιτάξει. «Δεν έχω μυστικά. Και αν είχα, τι σε κάνει να νομίζεις πως θα τα μοιραζόμουν μαζί σου;» πέταξε απότομα.
«Τίποτα» απάντησε απρόσμενα εκείνη. «Είπα να προσπαθήσω»
«Τι σε νοιάζει έτσι κι αλλιώς;» ρώτησε και την κοίταξε κατάματα. «Είμαι εχθρός σου»
Η Φιντέλμα γύρισε μπροστά, κοιτώντας το αγκαλιασμένο ζευγάρι. Δεν απάντησε τίποτε.
«Άλλωστε σε λίγο καιρό θα βρίσκεσαι στο Ντόνα. Και εκεί θα χωρίσουν οι δρόμοι μας μια για πάντα. Θα σε αγοράσει κάποιος μάγος χωρίς συνείδηση, για να σε χρησιμοποιήσει στους σκοτεινούς σκοπούς του»
Σοβάρεψε απότομα. Γύρισε και τον κοίταξε ευθεία μέσα στα παγωμένα του μάτια. Δεν μίλησε καθόλου. Εκείνος δεν πήρε τα μάτια του από πάνω της. Ψυχρά και σκοτεινά, όπως πάντα, απύθμενα σαν τη θάλασσα του Μπι.
«Αυτή είναι η πραγματικότητα. Κοίτα να τη συνειδητοποιήσεις και να σταματήσεις να παίζεις παιχνίδια. Δεν είμαστε εκδρομή. Είμαι κυνηγός, και είσαι το θήραμα» είπε σκληρά. Ύστερα σταμάτησε και το βλέμμα του γλίστρησε στα στιλπνά μαλλιά της.
Η Φιντέλμα βούρκωσε, αλλά δεν πήρε το βλέμμα της από το δικό του. Όταν τα παγωμένα μάτια του κοίταξαν ξανά τα δικά της, κάτι είχε αλλάξει. Η έκφρασή της μαλάκωσε. Τα μάτια του ήταν σκληρά και παγωμένα, αλλά στο βάθος τους γυάλιζε μια αλλιώτικη λάμψη. Έκανε πίσω, παραξενεμένη. Ήταν η πρώτη φορά που έβλεπε τόσο βαθιά μέσα στα μάτια του.
«Solas sa dorchadas!» ψέλλισε με τρεμάμενα χείλη. Ύστερα σηκώθηκε και έφυγε χωρίς να κοιτάξει πίσω.
«Τι;» ρώτησε ο Όντραν. «Τι ήταν αυτό;» είπε δυνατά, αλλά εκείνη δεν απάντησε.
Η Φιντέλμα προσπέρασε το ζευγάρι και κάθισε στις ρίζες ενός πεύκου, κοιτώντας σκεπτική το έδαφος. Το βλέμμα του κυνηγού έπεφτε πάνω της, έντονα, γεμάτο μυστήριο και περιέργεια.
Ο Νιλς και η Ντέιλφ κάθισαν δίπλα του, μα εκείνος δεν μπορούσε να πάρει το βλέμμα του από την Ευχή.
«Η Ντέιλφ μου τα είπε όλα, ξάδεφλε» είπε ο Νιλς και φίλησε το χέρι της. «Τώρα δεν υπάρχουν πια μυστικά»
«Επομένως ξέρεις πως η καλή σου έχει άμεση σχέση με τις Ευχές»
«Πώς το ξέρεις;» ρώτησε ο Νιλς.
«Θυμάσαι που σου είπα ότι μοιάζει πολύ σε κάποια που ξέρω;» ρώτησε στρέφοντας το κεφάλι του προς το μέρος του.
«Ναι»
Ο Όντραν έριξε μια σύντομη ματιά προς το μέρος της Φιντέλμα, η οποία καθόταν μόνη της με τις σκέψεις της στη σκιά του πεύκου.
«Η Φιντέλμα…» εξήγησε η Ντέιλφ.
Ο Νιλς κοίταξε προς το μέρος όπου κοίταγε ο ξάδελφος του, κάνοντας μια προσπάθεια να δει. Φυσικά, η προσπάθειά του απέτυχε.
«Δεν είσαι Ευχή, γιατί το δαχτυλίδι δεν σε αναγνώρισε» στράφηκε ο Όντραν στην Ντέιλφ.
«Είμαι μισή Ευχή, μισή μάγισσα» παραδέχτηκε εκείνη.
«Τότε γιατί δεν σε αναγνώρισε το δαχτυλίδι;»
«Γιατί με προστατεύουν τα μάγια που έκανε ο πατέρας μου πριν πεθάνει»
Ύστερα από λίγες στιγμές στη σιωπή, ο κυνηγός γύρισε ξανά στην Ντέιλφ.
«Γνωρίζεις την γλώσσα των Ευχών;»
«Φυσικά»
«Εξήγησέ μου τι σημαίνει μια φράση…»
«Ναι. Σε ακούω»
«Solas sa dorchadas… Ή κάπως έτσι» είπε ο Όντραν μετά από σκέψη.
«Πού το άκουσες αυτό;» ρώτησε εκείνη με μεγάλο ενδιαφέρον.
«Ας πούμε ότι η καινούρια σου φίλη αρέσκεται στο να δημιουργεί μυστήριο»
Η Ντέιλφ έριξε μια ματιά στην Φιντέλμα, η οποία τώρα απολάμβανε τον χλωμό ήλιο στο δέρμα της.
«Είναι μια φράση που σπάνια χρησιμοποιούν οι Ευχές, σε… πολύ ιδιαίτερες περιπτώσεις. Σημαίνει ‘φως μέσα στο σκοτάδι’».
Ο Όντραν κοίταξε ξανά την Φιντέλμα. Χαμογελούσε ευδιάθετη, απολαμβάνοντας την αίσθηση του ήλιου στο σώμα της. Αφηνόταν με ελπίδα και χαρά στο άγγιγμά του, λες και είχε ξεχάσει ποια ήταν η μοίρα της. Σαν να ήταν ακόμη ελεύθερη.
«Μεσημέριασε… Καλύτερα να γυρίσουμε. Ο Μπόα και οι άντρες του θα επιστρέψουν στον πύργο σε λίγο» διέκοψε ο Νιλς.
«Πάμε» συμφώνησε ο Όντραν και σηκώθηκε. «Πες σε παρακαλώ στην φίλη σου να ακολουθήσει» αποκρίθηκε στην Ντέιλφ.
«Όταν σε ρώτησα αρχικά αν ήθελες να έρθεις μαζί μου στο άλσος με τα πεύκα, γιατί θα είχαμε πολλά να πούμε, μου απάντησες ότι δεν μπορείς να απομακρυνθείς» μίλησε η Ντέιλφ συνομωτικά στον δρόμο του γυρισμού. «Τι εννοούσες;»
Εκείνη κοίταξε τον κυνηγό που περπατούσε μπροστά τους, μιλώντας με τον Νιλς. «Δεν είναι η κατάλληλη ώρα να σου εξηγήσω…» απάντησε. «Ίσως κάποια άλλη στιγμή»
Στην είσοδο του πύργου, η Ντέιλφ χαιρέτισε την Φιντέλμα με μια ζεστή αγκαλιά.
«Πρέπει να γυρίσω σπίτι, στους θείους μου. Θα χαρώ πολύ αν έρθεις κάποια στιγμή πριν φύγετε, να τους γνωρίσεις! Θα τρελαθούν από την χαρά τους!» είπε θερμά.
«Θα δούμε…» είπε απλά η Φιντέλμα, μόνο που η φωνή της ήταν ακόμα πιο αβέβαιη από την απάντησή της.
Έτσι οι δυο τους αποχωρίστηκαν με μισή καρδιά. Ανέβηκε στο δωμάτιό της, ενώ ο Όντραν έμεινε με τον ξάδελφό του στον πρώτο όροφο του πύργου, αναμένοντας τον Μπόα.
Ξάπλωσε στο κρεβάτι της με το χτένι της σφιχτά μέσα στις παλάμες. Το έφερε στα μάτια της και παρατήρησε κάθε του λεπτομέρεια. Τα καμπυλωτά φύλλα με τις αιχμηρές μύτες, τα ασημένια του στολίσματα, τα αγκαθωτά δόντια του. Στο μυαλό της τριγυρνούσαν δύο σκέψεις, εκ διαμέτρου αντίθετες. Από την μία η αποστολή της, ο άνθρωπός της, η απόδρασή της, και από την άλλη η μικρή λάμψη στα σκοτεινά βάθη των ματιών του κυνηγού. Το «solas sa dorchadas».

Ιωάννα Τσιάκαλου