Κυνηγώντας το Στέμμα (Κεφάλαιο 60) - "Επιλογές"

Κίεβο, Οκτώβριος 1021

Ο Στεφάν δεν μπορούσε να πιστέψει ότι ο Ντιμίτρι, ο επιστήθιος φίλος του, είχε έρθει στο Κίεβο. Όταν τον αντίκρισε χίλιες σκέψεις πέρασαν από το μυαλό του σχετικά με την αιτία της αναπάντεχης άφιξης του. Ωστόσο, η ικανοποίηση της περιέργειας του έπρεπε να περιμένει γιατί ο φίλος του ήταν εξαντλημένος˙ είχε διανύσει τα χιλιόμετρα που χώριζαν το Κίεβο από το Νόβγκοροντ σε εξωφρενικά μικρό χρονικό διάστημα, ξεπερνώντας τις αντοχές τόσο τις δικές του, όσο και του  αλόγου του, το οποίο αναγκάστηκε να αλλάξει δυο φορές. Κι όταν ο Στεφάν ρώτησε προς τι η βιασύνη, δεν πήρε απάντηση, μόνο ένα ανεξιχνίαστο βλέμμα. Οπότε, φρόντισε πρώτα να του δοθεί φαγητό,  η ευκαιρία να βγάλει από πάνω του τη βρωμιά του ταξιδιού, να ενημερώσει τον Μεγάλο Πρίγκιπα για την άφιξη του, και  δεν ξαναρώτησε τι συνέβαινε παρά μόνο όταν βρέθηκαν στο διαμέρισμά του.

Τα σκούρα καστανά μάτια, που του ήταν τόσο οικεία, πρόδωσαν αμέσως ότι τα νέα ήταν άσχημα. Ο νους του πήγε αμέσως στο χειρότερο: κάτι τραγικό  είχε συμβεί στη Σόνια ή στον Ιβάν. Ή μήπως ο λαός του Νόβγκοροντ και οι βογιάροι που ποτέ δεν τον αποδέχτηκαν, είχαν εκμεταλλευτεί την απουσία του και είχαν ανατρέψει την εξουσία του; Όμως, αυτό που τελικά ξεστόμισε ο παιδικός του φίλος τον βρήκε τελείως απροετοίμαστο.
«Ο θείος σου ο άρχοντας Μπορισλάβ, είναι θανάσιμα άρρωστος».
Τώρα, τα λόγια εκείνα ηχούσαν ξανά και ξανά στο μυαλό του, παγώνοντας την καρδιά του χειρότερα από τον ψυχρό βόρειο άνεμο που φυσούσε αλύπητα.  
Γιατί ο Στεφάν είχε καταλάβει προτού ο αρθρώσει λέξη ο Ντιμίτρι, ποια θα ήταν η επόμενη πρόταση του. «Η μητέρα σου, καλεί την άμεση επιστροφή σου».
Ο Ντιμίτρι τον ήξερε πολύ καλά, ήξερε ότι η σχέση με το θείο του ήταν περίπλοκη.
Ο Μπορισλάβ ήταν κάτι παρά πάνω από μικρός αδερφός του Ραντοσλάβ. Ήταν φίλος του, ο έμπιστος σύμβουλός του. Τον ακολουθούσε αφοσιωμένα και, καθώς δεν νυμφεύτηκε ποτέ, η οικογένεια του Ραντοσλάβ ήταν η δική του οικογένεια. Μέχρι την στιγμή που η στρατιά του Βλαντιμίρ έφτασε τα τείχη του Νόβγκοροντ. Με τον Ραντοσλάβ κλινήρη, τον Στεφάν τραυματισμένο, εγκατέλειψε τον Ραντομίρ να υπερασπιστεί μόνος την πόλη. Διέφυγε και φρόντισε να σώσει τη δική του ζωή, αδιαφορώντας για τους υπόλοιπους. Μετά τις εκτελέσεις, έμεινε εξαφανισμένος, αφήνοντας τον νεαρό Στεφάν προστάτη όλων. Ο Στεφάν δεν τον συγχώρεσε ποτέ για κείνη την προδοσία. Αυτό όμως, που δεν μπορούσε να ανεχτεί με τίποτα ήταν ότι λίγα χρόνια αργότερα, αφού ο Σβιατοπόλκ ανήλθε στην εξουσία, και ο Στεφάν απέκτησε δύναμη, ο Μπορισλάβ είχε το θράσος να τους ζητήσει στέγη και προστασία. Ο Στεφάν το είχε δεχτεί μόνο για χάρη των παιδιών που θυμόνταν με αγάπη το θείο τους, και δεν είχαν καταλάβει το μέγεθος της προδοσίας του. Η μητέρα του τον είχε συγχωρέσει, έλεγε πως έβλεπε την ειλικρινή του μεταμέλεια. Ο Στεφάν δεν συμμεριζόταν τα αισθήματά τους, κι ούτε επρόκειτο.
Ο Ντιμίτρι τα ήξερε όλα αυτά κι ήταν πεπεισμένος πως αν ήθελε ο φίλος του να συμμορφωθεί με την επιθυμία της αρχόντισσας Ντάρια, ήταν ανάγκη για μέτρα δραστικότερα από μια απλή επιστολή. Γι’ αυτό είχε επιμείνει να ταξιδέψει ο ίδιος στην πρωτεύουσα, ώστε να εξασφαλίσει ότι ο Στεφάν θα επέστρεφε εγκαίρως στο Νόβγκοροντ, για να κλείσει τα μάτια του θείου του. Φοβόταν πως χωρίς εκείνον να του θυμίσει τις υποχρεώσεις του, θα έκανε το δικό του.
Έτσι, εξεπλάγη, όταν αντί  για εριστικά σχόλια και διαμαρτυρίες, αντιμετώπισε παγερή σιωπή. Μα, ο Στεφάν δεν είχε την πρόθεση να παρακούσει την προσταγή της μητέρας του, όσο κι αν τον ενοχλούσε που ήθελε να ελέγχει κάθε πτυχή της ζωής του˙ ήταν ένας αφοσιωμένος γιος, ήξερε ποιο ήταν το καθήκον του. Κι εκεί ακριβώς έγκειτο το πρόβλημα: έπρεπε να φύγει από το Κίεβο.
Ο Ντιμίτρι παρερμήνευσε την στάση του κι έσπευσε να τον καθησυχάσει λέγοντάς του πως ο Μεγάλος Πρίγκιπας ασφαλώς θα έδειχνε κατανόηση και θα του έδινε άδεια να αναχωρήσει.
Ναι, ο Μεγάλος Πρίγκιπας ασφαλώς θα έδειχνε κατανόηση. Μα, ο λόγος που τώρα ο Στεφάν βημάτιζε νευρικά στους κήπους του παλατιού, μακριά από αδιάκριτα βλέμματα, παρά το ψύχος της φθινοπωρινής νύχτας δεν ήταν η ανησυχία του για την αντίδραση του Καταραμένου.
Έπαψε τα πέρα δώθε, όταν άκουσε βήματα. Έστρεψε το βλέμμα του προς το κάστρο και την είδε, με το ακριβό φόρεμα, τη γούνινη κάπα και τα χρυσαφένια της μαλλιά καλυμμένα τελείως κάτω από το βαρύ βιολετί πέπλο να  τον πλησιάσει γοργά. Λίγο νωρίτερα, όταν ο Καταραμένος παρέθετε ένα από τα πλούσια συμπόσιά του, ο Στεφάν της σύστησε με κάθε επισημότητα τον Ντιμίτρι Ιγκόρεβιτς, και διακινδύνευσε να της ψιθυρίσει να τον συναντήσει έξω. Η Ναντέζντα περίμενε ένα εύλογο χρονικό διάστημα μετά τη δική του απομάκρυνση από το χώρο του δείπνου, ώστε να μην τους υποπτευθεί κανείς, και τον ακολούθησε. Δεν είχε ιδέα όμως, περί τίνος επρόκειτο.
Όταν πια στάθηκε δίπλα του, διαισθάνθηκε πως κάτι σοβαρό συνέβαινε. Το έβλεπε στην αφύσικα ευθυτενή στάση, στις σφιγμένες γροθιές, στην πέτρινη έκφραση και το απλανές γκρίζο βλέμμα του. Αμέσως, η ανησυχία τρύπωσε στην καρδιά της και περίμενε ν’ ακούσει τα λόγια του, για να τη διαψεύσει, όπως συνήθως. Αλλά εκείνος σιωπηλός την τράβηξε μακριά από το κάστρο, προς τα πυκνοφυτεμένα δέντρα, τα οποία τους προσέφεραν καταφύγιο από την σφοδρότητα του ανέμου. Και πάλι όμως, ο Στεφάν παρέμενε αμίλητος.
Τελικά αναγκάστηκε εκείνη να σπάσει τη δυσοίωνη σιωπή. «Τι τρέχει; Δεν σου άρεσε το περιβάλλον του παλατιού με το φαγητό, το ποτό, τη θέρμανση  και είπες να βγούμε έξω να  ξεπαγιάσουμε;» Το επικριτικό βλέμμα του, τη σοβάρεψε απότομα. «Να υποθέσω ότι το αποτέλεσμα της συνάντησης με τον Αλεξάντερ δεν ήταν το επιθυμητό;» ρώτησε με την αγωνία διακριτή στη φωνή της.
«Όχι, όλα πήγαν καλά…» πρόφερε εκείνος, σαν να μονολογούσε, χωρίς να την κοιτάζει. «Φύτεψα στο μυαλό του την αμφιβολία για την τυφλή υπακοή μου στον Καταραμένο. Νομίζω ότι αν είχα λίγο παραπάνω χρόνο θα τον έπειθα να μας αποκαλύψει τα πάντα…» Την κάρφωσε με ένα βλέμμα γεμάτο απόγνωση. «Δυστυχώς, αυτό δεν πρόκειται να συμβεί˙ ο χρόνος μου τελείωσε». Βρήκε ξανά την αυτοκυριαρχία του.
«Τι εννοείς;»
«Ο Ντιμίτρι ήρθε για να μου πει ότι ο θείος μου πεθαίνει. Πρέπει να φύγω τα χαράματα, αν θέλω να τον προλάβω ζωντανό.»
Εκείνη στύλωσε τα πράσινα μάτια της πάνω του, χωρίς να δείχνει σημάδια ότι καταλάβαινε τι της έλεγε.
«Νάντια, φεύγω αύριο, με το πρώτο φως», επανέλαβε.
Τότε η αντίδραση ήταν θυελλώδης. «Όχι!» φώναξε και τα μάτια της άστραψαν από οργή. «Δεν πρόκειται! Δεν μπορείς! Δεν μπορείς να φύγεις, όχι χωρίς να ξεμπερδέψουμε με τον Αλεξάντερ πρώτα! Τι θα κάνω αν φύγεις; Είσαι ο μόνος άνθρωπος που μπορώ να εμπιστευτώ σ’ αυτό το καταραμένο κάστρο!»
«Υπερβάλλεις…»
«Υπερβάλλω; Πες μου ένα άτομο, ένα άτομο που θα με βοηθήσει να ανατρέψω τον Καταραμένο, όπως εσύ.»
«Η Αναστασία», αποκρίθηκε, χαμηλώνοντας το βλέμμα. Αν και ήξερε ότι δεν εννοούσε αυτό η Ναντέζντα.  Η κοπέλα μπορεί να είχε καλές προθέσεις και ορθή κρίση, μα δεν ήταν μέλος του συμβουλίου, δεν είχε  την παραμικρή επιρροή στην αυλή˙ δεν μπορούσε να τη βοηθήσει, περισσότερο απ’ όσο ήδη έκανε, κι αυτό δεν ήταν αρκετό.
«Με κοροϊδεύεις;»
«Ξέρω ότι βρίσκεσαι σε δύσκολη θέση αλλά…»
«Αλλά δεν θέλω να φύγεις!» ούρλιαξε η Ναντέζντα, χωρίς να σκεφτεί. Μα, σαν είδε τον προβληματισμό στο βλέμμα του και συνειδητοποίησε τι είχε ακριβώς πει, βιάστηκε αμέσως να προσθέσει: «Δεν θα μπορέσω να χειριστώ τον Αλεξάντερ, χωρίς εσένα».
«Να πάρει η οργή! Δεν μπορώ να μείνω, δεν το καταλαβαίνεις; Ο Μπορισλάβ είναι ετοιμοθάνατος, και η αρχόντισσα μητέρα μου ζήτησε να επιστρέψω το συντομότερο δυνατόν. Δεν έχω επιλογή!»
Ήταν ό,τι χειρότερο μπορούσε να πει.
Σε μια στιγμή η Ναντέζντα κοκάλωσε, κι ένιωσε να την κατακλύζει μια πύρινη οργή. Πόσες φορές θα έπρεπε να αντιμετωπίσει εκείνη τη διαολεμένη οικογένεια; Πόσες φορές θα τον άκουγε να την παραγκωνίζει με την πρώτη ευκαιρία για χάρη τους; «Αμ, πες έτσι!» τον χλεύασε. «Λέω κι εγώ, τόση πρεμούρα για τον Μπορισλάβ; Από πού κι ως πού; Πες ότι είναι διαταγή της μανούλας, να καταλάβω».
«Δεν μου αρέσει ο τόνος σου.»
Εκείνη τον αγνόησε. Απεναντίας ξέσπασε με όλο το μένος της. «Δεν το πιστεύω, διάολε! Δεν το πιστεύω ότι το κάνεις πάλι! Τόσα λόγια, τόσα ψέματα κι εγώ η ηλίθια σε πίστεψα!»
«Δεν σου είπα ποτέ ψέματα!» διαμαρτυρήθηκε ο Στεφάν.
«Α ναι; Δηλαδή όταν έλεγες πέφτεις. πέφτω, αυτό εννοούσες; Ότι θα με παρατήσεις ολομόναχη στο στόμα του λύκου;»
Τι έλεγε; Έστρεφε τα λόγια του εναντίον του; Θυμόταν ότι όταν της είπε εκείνα τα λόγια, εκείνη του είχε απαγορεύσει το δικαίωμα να την υπερασπίζεται εξαιτίας της ανεκδιήγητης περηφάνιας της; Τώρα έκανε εκείνη την αδικαιολόγητη και παράλογη σκηνή για να του πει τι; Ότι τελικά ήθελε τη βοήθειά του;
«Μόνη σου ήρθες και χώθηκες στο στόμα του λύκου, δεν ήμουν πλάι σου τότε. Τώρα γιατί ξαφνικά ταράζεσαι;» της είπε περιφρονητικά.
«Αυτό έχεις να πεις;»
«Ναι, αυτό! Γιατί αν αναγκαστώ να απολογηθώ σε σένα άλλη μία φορά για τις πράξεις και τις επιλογές μου, στο ορκίζομαι θα τρελαθώ! Δεν μπορείς να το κάνεις αυτό! Δεν μπορείς να με αγνοείς παντελώς, να αγνοείς τα λόγια, τις επιθυμίες μου και να απαιτείς τα πάντα!»
«Το μόνο που απαιτώ είναι να κρατήσεις το λόγο σου!»
«Θέλεις να σε υποστηρίζω, να σε καλύπτω, να σε συμβουλεύω, αλλά να κρατώ το στόμα κλειστό. Αν τολμήσω να διαφωνήσω στο παραμικρό, αν σου ζητήσω να μιλήσουμε με ειλικρίνεια, δίχως υπεκφυγές, αν σκεφτώ για μια φορά τον εαυτό μου, αντί για τις γελοίες, ανυπόφορες ιδιοτροπίες και απαιτήσεις σου, είμαι αναγκασμένος να υποστώ το μένος της τρομερής Ναντέζντα Βλαντιμίροβα. Όπως τώρα!»
«Ώστε για τον εαυτό σου φεύγεις; Όχι για να ικανοποιήσεις την οικογένειά σου με την ατελείωτη σειρά με ανάγκες και αιτήματα;»
«Μην πιάνεις στο στόμα σου την οικογένειά μου, γιατί θα με δεις όπως δεν με έχεις ξαναδεί!»
«Γιατί; Είναι ψέμα ότι πάντοτε όταν προκύπτει η ανάγκη να ιεραρχήσεις τις προτεραιότητες σου, η οικογένειά σου μπαίνει πρώτη; Πάνω από μένα;»
«Μα, φυσικά και η οικογένεια μου, είναι πάνω από σένα. Είναι η οικογένειά μου! Μας συνδέουν δεσμοί αίματος! Εσύ τι μου είσαι; Τι μας ενώνει; Σου εξήγησα πώς αισθάνομαι για σένα κι έκανες πως δεν άκουσες! Δεν είσαι η ηγεμόνας μου, δεν είσαι η μνηστή μου, δεν είσαι καν η ερωμένη μου! Οπότε, γιατί να δείξω σε σένα μεγαλύτερη αφοσίωση απ’ όση στη γυναίκα που με γέννησε;» 
«Δηλαδή τι μου λες; Ότι επειδή με πήδηξες μόνο δυο φορές δεν έχω καμία αξία, ενώ αν το είχαμε κάνει περισσότερες θ’ αψηφούσες τη μητέρα σου, τώρα;»
«Γίνεσαι χυδαία!»
«Αυτό σε πείραξε;»
«Ως, εδώ! Τέρμα η συζήτηση. Τέρμα. Δεν έχεις κανένα δικαίωμα να κρίνεις, ούτε να ελέγχεις τη ζωή μου. Εγώ σε ενημέρωσα και εκεί τελειώνουν οι υποχρεώσεις μου απέναντί σου. Τώρα θα πάω να ενημερώσω και τον ηγεμόνα μου, του οποίου η άδεια είναι η μόνη που μου χρειάζεται για να αναχωρήσω. Αντίο, Ναντέζντα».
«Στεφάν, δεν τελειώσαμε!» ξεφώνισε.
«Κι όμως τελειώσαμε».
Κι εκείνα τα λόγια ήχησαν τόσο οριστικά που η Ναντέζντα καρφώθηκε στη θέση της. Και δεν είπε λέξη.
Θα φύγει αύριο… Και μου το λέει έτσι, σαν τετελεσμένο γεγονός! Χωρίς ένα καλό λόγο, χωρίς να μου δώσει κουράγιο, τη διαβεβαίωση ότι θα επιστρέψει το συντομότερο δυνατόν. Όχι, ότι του έδωσα την ευκαιρία˙ αμέσως ξεκίνησα τον καβγά.
Δεν έπρεπε να φερθώ έτσι. Ήμουν υπερβολική. Δεν θα έπρεπε να με ενδιαφέρει καθόλου, πόσο μάλλον να οργιστώ μαζί του. Είναι κάτι ανάμεσα στον Στεφάν και την οικογένειά του. Όπως είπε πολύ καθαρά, δεν έχω το δικαίωμα να εκφέρω καμία άποψη. Το ζήτημα δεν με αφορά. Και δεν πρέπει να ξεχνώ ότι εγώ η ίδια φρόντισα να τηρούμε τις αποστάσεις μεταξύ μας.
Δεν μπορώ να πιστέψω ότι του είπα ότι δεν θέλω να φύγει! Δεν θέλω! Λες και η δική μου επιθυμία θα είχε την παραμικρή βαρύτητα για εκείνον.
Δεν το εννοούσα.  Το είπα πάνω στα νεύρα μου. Ήταν λόγια δίχως νόημα. Εγώ μόνο να τον διώχνω μακριά μου ξέρω, δεν τον θέλω κοντά μου. Αν ήταν  πράγματι  έτσι, θα του το έλεγα καθαρά, αντί να προσβάλλω κι εκείνον και τη μητέρα του…
Τώρα τίποτα από αυτά δεν έχει σημασία. Τελειώσαμε.
Εκνευρίστηκα μαζί του δίχως λόγο. Το επικείμενο ταξίδι και η αφοσίωση του στην οικογένειά του με αφήνουν παγερά αδιάφορη. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να αποζητώ την παρουσία του˙ όπως είπε κι ο ίδιος, ξεκίνησα αυτή την ιστορία μόνη μου. Η βοήθεια του είναι σίγουρα πολύτιμη –δεν το αρνούμαι– αλλά μπορώ αναμφίβολα να ζήσω και χωρίς αυτή. Ανέκαθεν βασιζόμουν στις δικές μου δυνάμεις.
Εκτός αυτού θα γυρίσει, σωστά; Δεν είπε ότι θα πάει να μείνει στο Νόβγκοροντ για το υπόλοιπο της ζωής του, μόνο για να αποχαιρετήσει τον Μπορισλάβ. Άλλωστε ο Καταραμένος δεν πρόκειται να τον αφήσει να λείψει για πολύ καιρό.
Οπότε, αλήθεια, το μόνο που μου μένει να κάνω είναι να αποδεχτώ την απουσία του.  Είναι για το καλύτερο. Αν δεν είμαι αναγκασμένη να τον βλέπω, θα πάψω να τον σκέφτομαι και να παλεύω με τις αναμνήσεις που μου χάρισε. Τώρα που θα λείπει θα μπορέσω να τον βγάλω τελείως από το μυαλό μου.
Ναι, είναι καλό που θα φύγει.
***
Οι ώρες ως την αυγή κύλησαν γρήγορα, χωρίς ο Στεφάν να μπορεί να τις σταματήσει αν και το ζητούσε απεγνωσμένα. Ούτε εκείνος ήθελε να αφήσει τη Ναντέζντα μόνη στο Κίεβο, παρόλο που δεν μπόρεσε να της το δείξει. Ανησυχούσε για την ασφάλεια της στη διάρκεια της απουσίας του. Ήξερε καλά πόσο πεισματάρα και απερίσκεπτη ήταν, φοβόταν μήπως έκανε κάτι παράτολμο. Κι αμφέβαλε ότι η νεαρή Αναστασία θα μπορούσε να την προφυλάξει από τον ριψοκίνδυνο εαυτό της˙ ο ίδιος με τα βίας τα κατάφερνε.
Η νύχτα πέρασε με ανούσιες ασχολίες. Συνειδητοποίησε με αγανάκτηση πως  ο Καταραμένος περνούσε μία από τις τετριμμένες κρίσεις δυσπιστίας του, κι έβλεπε παντού φαντάσματα. Αναγκάστηκε να τον πείσει για την αλήθεια της οικογενειακής του τραγωδίας, αξιοποιώντας όλη του τη μαεστρία και τη διπλωματικότητα. Αφού απέσπασε την πολυπόθητη άδεια, μάζεψε τα λιγοστά του υπάρχοντα, μελαγχολικός.
Είχε όμως και σημαντικά πράγματα να κάνει όπως το να αποχαιρετήσει την αρχόντισσα Αναστασία, για την οποία είχε αρχίσει να τρέφει μεγάλη συμπάθεια. Τη συνάντησε στο κελάρι, όπως κάθε βράδυ. Εκείνος είχε μείνει πιστός στο νυχτερινό ραντεβού, αντίθετα με τη Ναντέζντα. Της θύμισε να προσέχει τον εαυτό της και την αδερφή της, –όσο ήταν δυνατό– να  μη διστάσει να του γράψει αν κάτι σοβαρό συνέβαινε, τη διαβεβαίωσε πως θα επέστρεφε το συντομότερο. Όταν όμως δεν μπόρεσε να εξηγήσει την απουσία της Ναντέζντα, εκείνη τον ρώτησε γιατί τον απέφευγε. Απάντηση δεν πήρε.  Η κοπέλα μάντεψε λοιπόν ότι η θυγατέρα της Ρογκνέντα είχε δυσαρεστηθεί με την αναποδιά στα σχέδια τους,  και θα είχε αντιδράσει με τη συνήθη εκρηκτικότητά της.
«Ω, μην ανησυχείς! Ό,τι κι αν είπε, θα ‘ταν εν βρασμώ ψυχής. Δεν έχεις μάθει πόσο ευέξαπτη είναι και πόσο αναίσθητη μπορεί να φανεί;» είπε η Αναστασία, χαρίζοντας του ένα ενθαρρυντικό χαμόγελο.
Ο Στεφάν πολύ θα ήθελε να την πιστέψει. Όμως ήξερε ότι τα προβλήματα του με τη Ναντέζντα είχαν πολύ βαθιές ρίζες, κι ήταν πολύ περίπλοκα για να τα αντιληφθεί το κορίτσι.
Κατέληξε στην κάμαρά του, σιωπηλός σαν λίμνη, να μετρά τα λεπτά μέχρι το χάραμα, σαν τον κατηγορούμενο που περιμένει την ετυμηγορία του δικαστηρίου. Ο Ντιμίτρι που τον παρακολουθούσε, δεν τόλμησε να τον ρωτήσει τι τον βασάνιζε. Όταν οι χρυσές αχτίδες του ήλιου διαπέρασαν το πηχτό σκοτάδι, είπε με ύφος ηττημένο στον Ντιμίτρι πως ήρθε η ώρα να φύγουν.
Έπνιξε τον αναστεναγμό, που ξέσκιζε τα σωθικά του, μα δεν μπόρεσε να ξεπεράσει το ότι θα έφευγε, κι εκείνη δεν θα τον κατευόδωνε, δε θα του ευχόταν καλό ταξίδι. Δεν ήξερε πόσο καιρό θα έκανε να την ξαναδεί και τον σκότωνε που τα τελευταία λόγια που τον άκουσε να λέει ήταν τελειώσαμε.
Ήθελε να τη δει, ήθελε να της ζητήσει συγγνώμη για τα άσχημα λόγια που της είπε, να απολογηθεί άλλη μια φορά που θα έφευγε, ακόμα κι αν ήξερε πως δεν έφταιγε. Μα, έπρεπε να περιφρουρήσει όση αξιοπρέπεια του είχε απομείνει˙ αρκετά είχε τρέξει από πίσω της.
Το γεγονός ήταν πως δεν ήθελε να φύγει.

Ούτε η Ναντέζντα κοιμήθηκε εκείνη τη νύχτα. Έμεινε ξάγρυπνη, καθισμένη στο περβάζι του παραθύρου, μετρώντας τ’ άστρα όπως πολύ της άρεσε να κάνει όταν ήταν παιδί, περιμένοντας την αυγή να ροδοχαράξει, να τον δει να φεύγει.
Δεν ήξερε γιατί έμπαινε στον κόπο. Δεν είχε κανένα νόημα.
Ενδόμυχα, είχε την ελπίδα πως θα ερχόταν να την αποχαιρετήσει, ή έστω να τη ρωτήσει γιατί δεν κατέβηκε στο κελάρι. Δεν μπορεί ο Στεφάν να ήθελε να μείνουν τσακωμένοι. Μα οι ώρες πέρασαν κι έφυγαν κι εκείνος δε φάνηκε.  
Δεν της έμενε τίποτα λοιπόν πέρα από το να αναμασά τα λόγια του.
Η οικογένεια μου είναι πάνω από σένα.
Τελειώσαμε.
Εσύ τι μου είσαι;
Στ’ αλήθεια  ποια ήταν η σχέση της με τον Στεφάν; Ήταν κάτι περισσότερο από εχθροί, κάτι λιγότερο από φίλοι. Το μόνο που τους ένωνε το κοινό συμφέρον, η ανατροπή του Καταραμένου. Η λέξη πού έψαχνε –η μόνη που ταίριαζε– ήταν σύμμαχοι.
Δηλαδή τίποτα. Μπορούσε να την ξεγράψει, να την παραγκωνίσει, οποιαδήποτε στιγμή. Κι εκείνη το ίδιο.
Το γλυκό φως της ανατολής κάθε άλλο παρά ελπιδοφόρο της φάνηκε υπό αυτές τις συνθήκες. Έστρεψε το βλέμμα στον προαύλιο χώρο του κάστρου. Έπαψε σχεδόν να αναπνέει. Περίμενε.
Δεν απογοητεύτηκε. Τον είδε. Κρατούσε το άλογο του από το χαλινάρι και τον περιστοίχιζαν οι άντρες του. Η ίδια βρισκόταν πολύ ψηλά για να τον διακρίνει καθαρά, μα ήξερε πως ήταν αυτός, αναγνώριζε το ψηλό, αρχοντικό παρουσιαστικό του, το χαρακτηριστικό χρώμα της γούνας που φορούσε, το λευκό του άλογο. Η καρδιά της χτύπησε δυνατά και για μια στιγμή, σκέφτηκε πως ήταν πολύ ηλίθια και υπερήφανη και πως έπρεπε να βρίσκεται κάτω για να τον ξεπροβοδίσει. Ίσως αν έτρεχε να τον προλάβαινε στην πύλη.
Μετά θυμήθηκε πως εκείνος για άλλη μια φορά της απέδειξε ότι δεν σήμαινε τίποτα για εκείνον, και δεν κουνήθηκε από το περβάζι.  Αναρωτήθηκε όμως, αν εκείνος θα έριχνε μια τελευταία ματιά, προς το μέρος της.
Ο Στεφάν καβάλησε το λευκό άτι κι η Ναντέζντα έχασε την ελπίδα της. Μα, τότε τον είδε να στρέφει το κεφάλι ψηλά. Δεν μπορούσε να διακρίνει τα σπάνια μάτια του μα ήταν σίγουρη πως την αναζητούσε. Έπιασε τον εαυτό της να εύχεται να είχε ο Στεφάν αντιληφθεί την παρουσία της.
Την επόμενη στιγμή οι αναβάτες, συγχρονισμένα ξεκίνησαν τον καλπασμό τους. άφηναν πίσω τους την κραταιά πόλη του Κιέβου για άγνωστη διάρκεια. Ακολούθησε τους καβαλάρηδες με το βλέμμα της μέχρι που είδε τη βαριά σιδερένια πύλη να κλείνει πίσω τους.
Μεμιάς ένιωσε ένα κενό στην καρδιά. Λες και ένα κομμάτι της ξαφνικά αποκολλήθηκε. Ένα άσχημο προαίσθημα την πλημμύρισε.  Για κάποιον ανεξήγητο λόγο ένιωθε πως αυτή ήταν μόνο η αρχή από μια σειρά δυσάρεστων γεγονότων που δεν ήταν στο χέρι της να αποτρέψει.
«Στο καλό Στεφάν…» ψιθύρισε.
* * *
Την ίδια στιγμή σε ένα άλλο μέρος του κάστρου ο Αλεξάντερ συνέτασσε ένα γράμμα.  Τρεις λέξεις μόνο.
Μπορείτε να ξεκινήσετε.



Σοφία Γκρέκα