Στη λάθος πλευρά του παραδείσου (Κεφάλαιο 9)

Το μυαλό του ήταν σε πλήρη σύγχυση. Τόσα πολλά μαζεμένα σε τόσο λίγο χρόνο. Είχε τρομερό πονοκέφαλο… Tο συμβάν με την Χριστίνα τον έκανε να ξεμεθύσει για τα καλά! Και μετά, ήταν και αυτό το κλειδί που κρατούσε μέσα στην χούφτα του. Παρά την σαστιμάρα του, άνοιξε το χέρι του και το περιεργάστηκε. Ένα μικρό, παλιού τύπου, χρυσό κλειδί με αλυσίδα.
Παραξενεύτηκε... Από το μέγεθος της αλυσίδας, καταλάβαινε πως η Simone θα πρέπει να το φορούσε στο λαιμό της. Για να κάνει τον κόπο να το κρύψει σε μια τόσο περίτεχνη κρυψώνα, μάλλον θα είχε ιδιαίτερη βαρύτητα. Έπιασε το κεφάλι του. Δεν είχε όρεξη για κυνήγι χαμένων θησαυρών αυτή την στιγμή και έτσι το έχωσε όπως–όπως στην τσέπη του.

            Είχε πάρει να σουρουπώνει... Το φως του ήλιου αργοπέθαινε. Το κινητό του άρχισε να χτυπά και το πήρε απρόθυμα στο χέρι του. Ήταν η Αρετή. Ένιωσε έναν κόμπο στο στομάχι του. Το ακούμπησε στο τραπεζάκι δίπλα του χωρίς να απαντήσει. Έπειτα, έτρεξε μέχρι το μπάνιο και ξέρασε.
Επέστρεψε αργά το βράδυ στο διαμέρισμα του σε κακό χάλι. Το μόνο που ήθελε πια, ήταν ένα ζεστό μπάνιο και να αφήσει την μέρα που πέρασε πίσω του.
– Άργησες! άκουσε μια γνώριμη φωνή μόλις άνοιξε την πόρτα.
Ο Αλέξανδρος ξαφνιάστηκε βλέποντας την σιλουέτα της Αρετής να διαγράφετε στο ημίφως. Φορούσε μόνο τα εσώρουχα της και κρατούσε ένα ποτήρι στα χέρια της. Τον πλησίασε αργά, νωχελικά, σαν την γάτα. Τον φίλησε τρυφερά στον λαιμό.
– Αρετή, δεν έχω όρεξη... είπε.
– Συνήθως, εμείς οι γυναίκες το χρησιμοποιούμε αυτό σαν δικαιολογία! του είπε φιλήδονα.
Την απώθησε μαλακά.
– Να χαρείς, της είπε. Όχι σήμερα.
Η Αρετή ξαφνιάστηκε. Τον κοίταξε νευριασμένη και, με μια κίνηση, του πέταξε το ποτό στο πρόσωπο. Έπειτα, χωρίς να του πει κάτι άλλο, πήρε τα ρούχα της και πήγε προς την έξοδο.  Έκανε να την προλάβει, να της μιλήσει, αλλά του έκλεισε την πόρτα στα μούτρα με δύναμη. Έπιασε το κεφάλι του. Ήταν νευριασμένος, μπερδεμένος και σίγουρα δεν ήθελε να είναι αυτή η κατάληξη.
Πήγε στην κρεβατοκάμαρα, έψαξε σε ένα συρτάρι και βρήκε ένα πακέτο τσιγάρα. Ήταν η καβάντζα της Αρετής, όταν συνήθως ξέμενε. Ο Αλέξανδρος σιχαινόταν ακόμη και την μυρωδιά του καπνού. Η ανάγκη όμως να τιμωρήσει τον εαυτό του, ήταν μεγαλύτερη από την απέχθειά του.
Στην πρώτη ρουφηξιά τον έπιασε ακατάσχετος βήχας. Παρολαυτά, δεν το παράτησε. Βγήκε στο μπαλκόνι να αναπνεύσει λίγο καθαρό αέρα. Έπιασε το κεφάλι του. Η κατάσταση στην οποία είχε μπλεχτεί, είχε ξεφύγει από κάθε έλεγχο. Έπρεπε να την βρει, να της μιλήσει και να της εξηγήσει.
Πέταξε τη γόπα και πήρε τα κλειδιά του. Ήξερε που θα την βρει... Στο γνωστό τους στέκι. Δεν είχε πολύ κόσμο, η μουσική έντονη, τα φώτα χαμηλωμένα. Η Αρετή ήταν στην πίστα και χόρευε, μα δεν ήταν μόνη. Ένας φουσκωτός τύπος με κοντά, ξανθά μαλλιά, λικνίζονταν μαζί της. Τον ήξερε, ήταν ο πρώην της...
Έγινε έξαλλος! Ένιωσε το αίμα του να ανεβαίνει στο κεφάλι. Χωρίς να το πολυσκεφτεί, πήγε κοντά της και την τράβηξε από το χέρι.
– Δεν σε πιστεύω! της φώναξε. Δηλαδή, με την πρώτη δυσκολία, αυτό θα γίνεται;
Ο συνοδός της, τον έπιασε από το χέρι μα το αποτίναξε.
– Τι θέλεις δηλαδή, Αλέξανδρε; έκανε νευριασμένη. Βαρέθηκα να είμαι το αποκούμπι σου, δεν με καλύπτεις πια!
– Είχα την εντύπωση πως μ’ αγαπούσες, πως ήμασταν ερωτευμένοι!
– Φιλαράκι... έκανε πιο άγρια ο φουσκωτός μα και πάλι τον αγνόησε.
– Ερωτευμένος; κάγχασε εκείνη. Μεγάλη ιδέα έχεις για τον εαυτό σου!
Ένιωθε να τον πνίγει η οργή. Άρχισε να ανασαίνει βαριά και την έπιασε από την μπλούζα.
– Άκου να σου πω... προσπάθησε να πει, μα ο φουσκωτός πρώην της τον άρπαξε και με μια γροθιά τον ξάπλωσε στο πάτωμα.
Η Αρετή άφησε ένα πνιχτό γέλιο και κάλυψε το στόμα με την παλάμη της. Ο Αλέξανδρος προσπάθησε και σηκώθηκε με δυσκολία. Σκούπισε το αίμα από τα χείλη του. Τους έριξε μια τελευταία ματιά, πήρε τον πληγωμένο του εγωισμό και έφυγε.         
Πήρε το αμάξι, έβαλε μπρος και ξεκίνησε χωρίς προορισμό. Η εικόνα που αντίκρισε και το τι επακολούθησε απλά τον είχαν συντρίψει. Δεν ήθελε να το παραδεχτεί στον εαυτό του, μα μέσα του βαθιά πίστευε πως αυτό ήταν κάτι το αναπόφευκτο.
Έτσι όπως ήταν βυθισμένος στις σκέψεις του, ούτε που πρόσεξε την απαγορευτική πινακίδα του στοπ. Ένα κόκκινο ημιφορτηγό, που κινούνταν με μεγάλη ταχύτητα, τον χτύπησε στην πόρτα του οδηγού και το αμάξι του έφερε δύο τούμπες πριν ακινητοποιηθεί στην άσφαλτο αρκετά μέτρα πιο κάτω.
Το ασθενοφόρο δεν άργησε να φανεί. Πλήθος περαστικών είχε συγκεντρωθεί γύρω από το σημείο του ατυχήματος. Κάποιοι μάλιστα από αυτούς προκάλεσαν την εύλογη οργή του ενός τραυματιοφορέα, τον οποίο εμπόδιζαν.      
– Σας παρακαλώ, κάντε λίγο χώρο! Δυσκολεύετε το έργο μας... έκανε σε μια τροφαντή πενηντάρα, η οποία μάσησε ένα άκρως υποτιμητικό σχόλιο. Το χειρουργείο κρίθηκε άμεσο, αφού οι κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις δεν αστειεύονταν. Μια εσωτερική αιμορραγία, η οποία έμοιαζε πολύ πιθανή, έκανε τον νεαρό χειρουργό να πονοκεφαλιάσει. Η μητέρα του Αλέξανδρου, η Φαίη, ήταν στα πρόθυρα λιποθυμίας. Με κόπο προσπαθούσαν να την καθησυχάσουν οι νοσοκόμες και οι γιατροί διαφόρων ειδικοτήτων, οι οποίοι διέρχονταν από τους διαδρόμους του νοσοκομείου.
            – Εσύ φταις, Αντώνη, που δεν του έμαθες ποτέ να μην τρέχει. Το παιδί μου... Το παιδί μου! Χάνω το παιδί μου!
Ο άνδρας δεν της κράτησε κακία. Γνώριζε πως δεν μιλούσε η ίδια, μα ο πόνος της μάνας. Ο πόνος της μάνας που φοβόταν μην χάσει το μοναχοπαίδι της.
 – Τον βλέπεις; έκανε η σκοτεινή σκιά, η οποία στροβιλιζόταν με άνεση περίσσεια πάνω από το σώμα του ναρκωμένου Αλέξανδρου.
            – Μην τολμήσεις! Πόσα πεσκέσια ανθρώπινης σάρκας θέλεις πια; έκανε η λευκή, αέρινη σκιά.
Η σκοτεινή σκιά γέλασε με ηδονή. Τα μακρουλά της χέρια τυλίχτηκαν γύρω από το στέρνο του νεαρού. Τα χείλη της ακούμπησαν τα ωχρά δικά του.      
– Ω, ναι... Είναι ο πλέον κατάλληλος! Ένας τέτοιος έλειπε από τη συλλογή μου! Ενοχικές, κατά κάποιον τρόπο αμόλυντες ψυχές... Συλλεκτικά κομμάτια!
Η λευκή σκιά διπλασίασε το ήδη υπερβολικό της ύψος κι όρμησε πάνω στην άλλη.
            – Όχι αυτή την φορά! Θα δώσω μάχη από τις λίγες, μ' ακούς; Ούρλιαζε.
– Ας κάνουμε, τότε, μια συμφωνία... έκανε η σκοτεινή σκιά. Ανταλλάσσω τον Αλέξανδρο με το παιδάκι από το διπλανό δωμάτιο. Λοιπόν τι λες;



Χριστίνα Καρρά & Ηλίας Στεργίου