Ακολουθώ τον Κάι Γκρίνγουντ, καθώς μπαίνει στον
δεύτερο κοιτώνα, έναν μικρό, χαώδη χώρο που έχει διαμορφωθεί έτσι ώστε να
θυμίζει παράνομο κλαμπάκι. Η μουσική παραμένει απαράλλακτη εδώ, εκκωφαντικά
δυνατή και διαπεραστική, ενώ η ατμόσφαιρα είναι εξίσου πνιγηρή με την
ατμόσφαιρα στο πρώτο δωμάτιο. Είναι όμως σκοτεινή και αισθησιακή, κάτι που
ενισχύουν τα σώματα που τρίβονται μεταξύ τους, γλιστρούν, λικνίζονται,
πάλλονται στον σαγηνευτικό ρυθμό της μουσικής μετατρέποντας το μέρος σε πίστα
χορού.
Και μόνο που τους βλέπω θέλω να γίνω ένα μαζί
τους.
Να αφεθώ.
Μα δεν το κάνω.
Είμαι μεθυσμένη, ξεστρατισμένη και δυνητικά
ετοιμοθάνατη, αλλά παραμένω γεμάτη κοινωνική αβεβαιότητα και άδεια από εσωτερική
αυτοπεποίθηση. Και ομολογουμένως, το να πετάξω τα ρούχα μου, το να προσεγγίσω
κάποιο αγόρι και να αρχίσω να τρίβομαι προκλητικά επάνω του, απαιτεί πολλούς
τόνους αυτοπεποίθησης.
Τους οποίους δεν διαθέτω.
Οπότε κάθομαι στ' αβγά μου.
Ο Κάι κι εγώ αρχίζουμε να διασχίζουμε την
λαοθάλασσα, το δωμάτιο που μας περιβάλλει είναι ζεστό από τη θέρμη των σωμάτων
και τη μυρωδιά ιδρώτα, καπνού κι αλκοόλ.
Κι έτσι όπως περπατώ ανάμεσά τους με το χέρι
του Γκρίνγουντ να με τραβολογά από 'δω κι από 'κει σαν παιδάκι, νιώθω την
μουσική που παρασύρει τον περίγυρο να αγκιστρώνεται επάνω μου, αισθάνομαι τον
ρυθμό από τα μπάσα ν' αντηχεί στις φλέβες μου. Η καρδιά μου χτυπάει στον ρυθμό
που αναβοσβήνουν τα φώτα στα δοκάρια της χαμηλής οροφής.
Και για μια ακόμη φορά ξεχνιέμαι, καταφέρνω ν'
αποβάλω την σκέψη ότι βρίσκομαι εδώ για να μην πεθάνω μόνη κι έρημη στον δικό
μου κοιτώνα. Αφαιρούμαι.
«Έλα», μου λέει ο Κάι, ουρλιάζοντας στο αφτί
μου για ν' ακουστεί πάνω από την φασαρία.
Μα δεν είμαι πια σίγουρη ότι θέλω να πάω εκεί
όπου με πηγαίνει.
Δεν είμαι σίγουρη εάν θέλω να πάω πουθενά.
Μου αρέσει εδώ, μου αρέσει πολύ να βρίσκομαι
ανάμεσα σε όλους αυτούς τους μεθυσμένους, ιδρωμένους και άκρως διαχυτικούς
εφήβους. Όχι επειδή μου αρέσουν οι μεθυσμένοι, ιδρωμένοι και άκρως διαχυτικοί έφηβοι,
αλλά επειδή έχω πολύ καιρό να βγω έξω.
Να βγω ουσιαστικά και να ακούσω πραγματική
μουσική, το είδος της μουσικής που βγαίνει από ένα ηχητικό σύστημα. Για να είμαι ειλικρινής, δεν μπορώ να θυμηθώ
πότε μου έδωσαν οι Βάλενταϊν την άδειά τους να το ρίξω έξω. Μα τώρα πια, συνειδητοποιώ αναθαρρώντας, δεν χρειάζομαι την άδεια τους, γραμμένη την έχω την άδεια τους, να την
βάλουν εκεί που ξέρουν την άδεια τους.
Απόψε μπορώ να κάνω ότι θέλω, ότι μου
γουστάρει.
Μπορώ να παραδοθώ ανενδοίαστα στα θέλγητρα της
μουσικής, να την αφήσω να γλιστρήσει κάτω από το δέρμα μου και να φωλιάσει
εκεί.
Μπορώ.
«Έρχεσαι;», ξαναλέει ο Κάι, δίχως να περιμένει
την απάντησή μου. «Έχω σκάσει μέσα σε αυτόν τον ανθρώπινο μπόγο!»
Το χέρι του σφίγγει το δικό μου και με τραβάει
αποφασιστικά. Προτού προλάβω να φέρω την παραμικρή αντίσταση ή να εκφέρω τις
προτιμήσεις μου, έχουμε βρεθεί και οι δύο στο τέλος της κοσμοσυρροής.
Το πλήθος των χορευτών ανοίγει στα δύο σαν την
Ερυθρά Θάλασσα και από πίσω του εμφανίζεται ο Ντόρμαντ, ο Γκάβιν και τα υπόλοιπα
χαϊβάνια με τα οποία ο Κάι προφανώς έχει παρτίδες. Στο σύνολό τους είναι καμιά
δεκαριά, καθισμένοι όλοι σε έναν κύκλο στο πάτωμα μ' ένα αδειανό μπουκάλι
βότκας ανάμεσά τους, το οποίο στριφογυρίζουν πότε από εδώ και πότε από εκεί.
Όπως μου εξηγεί ο Κάι, κάθε φορά που το
μπουκάλι σταματά, δείχνοντας κάποιους (με την κορυφή και τον πάτο του), αυτοί
σηκώνονται και μ' ένα φιλί κάνουν το ναρκωτικό χαπάκι ν' αλλάξει γλώσσα.
«Μμμμ», μουγγρίζω αηδιασμένη. «Τι φαεινό
παιχνίδι! Γεμάτο βλαβερά χαπάκια, ξένα σάλια και στοματικά μικρόβια! Πώς και
δεν το έπαιξα νωρίτερα; Τις προηγούμενες φορές που ήθελα να κολλήσω έρπη και
λοιμώδη μονοπυρήνωση, ας πούμε!»
«Μην είσαι τόσο σνομπ», με νουθετεί ο Κάι.
Πιάνει το χέρι μου και με οδηγεί ως τον κύκλο, όπου οι υπόλοιποι συμμετέχοντες
παραμερίζουν για να μας κάνουν χώρο να καθίσουμε. Κάθομαι ανακούρκουδα στην
κορυφή του κύκλου, κι ο Κάι βολεύεται στο πλάι μου.
Ουφ, ξεφυσώ νοερά, έτσι όπως βλέπω τον Γκρίνγουντ
στα αριστερά μου, πάλι καλά!
Ο Κάι είναι κάποιος που έβγαινε με την αδερφή
μου, είναι κάποιος που την κρατούσε και την φιλούσε δημιουργώντας ρομαντικές
στιγμές μαζί της και για αυτόν τον λόγο δεν θα ήθελα με τίποτα να κρατήσει ή
φιλήσει εμένα. Θα το ένιωθα σαν την μέγιστη προδοσία απέναντι στην Μία.
Συνεπώς, νιώθω μεγάλη ανακούφιση που ο Κάι
επέλεξε να καθίσει δίπλα μου, σε ένα σημείο όπου η μπουκάλα αποκλείεται να
στοχεύει και τους δυο μας ταυτοχρόνως.
Να σκεφτήκαμε το ίδιο άραγε;
Ποιος ξέρει...
Τέλος πάντων, βγάζω τον Κάι από το μυαλό μου
και αφήνω τον εγκέφαλό μου ν' αναλύσει τα υπόλοιπα μέλη του κύκλου. Είναι ο
Ντόρμαντ, ο Γκάβιν κι ο Κόνορ, ενώ από την παρέα δεν λείπει η αδελφοκτόνος
Τιντάλ κι ο Αμπρόουζ.
Γνωρίζω δύο νέα παιδιά, μια γκοθού, την
Μπρίντλοβ και τον Ροσμάιζελ.
Και συναντώ ξανά δύο παλιούς μου γνώριμους.
(Ω, και τους ξέρω καλά! Με την βιβλική έννοια!)
Την Νιβ και τον Νέιθαν.
Η πρώτη μας συνάντηση ήταν τυχαία, απρόοπτη και
άκρως επεισοδιακή αφού τους είχα πιάσει επ' αυτοφώρω να κάνουν σεξ επάνω στο
κρεβάτι μου κι έπειτα με προσκάλεσαν/προκάλεσαν να κάνω κι εγώ σεξ μαζί τους.
Από τότε η Νιβ δεν έχει πάψει να με σοκάρει με το πόσο χαλαρή, ακομπλεξάριστη
και σεξουάλα είναι, ενώ ο Νέιθαν, τον οποίο συναντώ μόλις για δεύτερη φορά στη
ζωή μου, παραμένει σκοτεινά παιχνιδιάρης και μυστηριώδης.
Σηκώνω τα μάτια μου κι αποτολμώ μια κλεφτή
ματιά προς το μέρος του. Δεν με βλέπει, καθώς σκαλίζει κάτι φθαρμένα μπαλώματα
στο τζιν του, κι έτσι μου δίνεται η ευκαιρία να τον παρατηρήσω προσεκτικά. Τα
πολύχρωμα φωτορυθμικά στέλνουν φούξια, νέον πράσινες και φλογερές βιολετί ακτίνες
στο πρόσωπό του, οι οποίες διαγράφουν καθαρότερα τις αρρενωπές γραμμές του
προσώπου του, αιχμαλωτίζουν τα μικρά βαθουλώματα στα μάγουλα κάτω από τα
ζυγωματικά του και βάφουν τα ανοιχτογάλανα μάτια του με τα πιο τρελά, τα πιο
σουρεαλιστικά χρώματα.
Πωπω, σκέφτομαι εντυπωσιασμένη από την αλλόκοσμη
ομορφιά του, κοίτα τον τον άτιμο, με το σκοτεινό φωτοστέφανο των μαλλιών του, την χλωμή
επιδερμίδα, και αυτά τα τρομερά σαν καθρέφτες μάτια μοιάζει με δεύτερος Πίτερ
Παν ή με ξωτικό-πρίγκιπας κάποιου λησμονημένου παραμυθιού. Είναι κούκλος!
«Αχ», νιαουρίζει μια φωνή στα αφτιά μου.
«Σταμάτα να χαρείς! Όχι τίποτα άλλο, αλλά θα περάσει από 'δω κανένας άνθρωπος,
θα γλιστρήσει και θα σκοτωθεί τζάμπα και βερεσέ!» Τινάζομαι αιφνιδιασμένη και
έρχομαι μούρη με μούρη με την Νιβ, η οποία ως διά μαγείας έχει βρεθεί στα δεξιά
μου.
«Τι;», κάνω αθώα.
«Τι τι, βρε μουσίτσα;», μου λέει χωρίς να ξεγελιέται.
«Ξεροσταλιάζεις κοιτώντας τον Νέιτ για τόση ώρα που το πάτωμα έχει πλημμυρίσει
με τα σάλια σου! Θα χρειαστείς κουβά; Λέω να φέρω έναν».
«Ε... εγ... δηλαδή... ό-όχι δ-δεν...» Κάνω μια
παύση και προσπαθώ να δαμάσω την γλώσσα μου, αλλά αυτή δεν συνεργάζεται.
Πράγματι ξεροστάλιαζα στην θέα του Νέιθαν, και τώρα αισθάνομαι λες και η Νιβ μ'
έπιασε να κάνω κάτι πολύ κακό, κάτι βρώμικο, είναι σαν να με είδε να
αυνανίζομαι. «Συ-συγγνώμη, α-απλά τον κοιτούσα, δεν... δεν... πφφ», ξεφυσάω,
κουρασμένη από το ίδιο μου το τραύλισμα. «Ξεχάστηκα μόνο και...»
Τα μάτια της Νιβ στριφογυρίζουν με απόγνωση
προς τους αιθέρες. Με μιας χουφτώνει δυνατά το σαγόνι μου, κάνοντας το στόμα
μου να κλείσει και στρέφοντας το πρόσωπό μου προς το δικό της. «Έχεις υγρές,
εφηβικές, κοριτσίστικες φαντασιώσεις στις οποίες πρωταγωνιστεί ο Νέιτ. Ω, ναι.
Ω, ναι. Το ξέρω πως τον ποθείς, τον σκέφτεσαι, τον θέλεις με τρόπους που το
άμαθο κορμάκι σου δεν μπορεί να κατανοήσει πλήρως. Ξέρω το σκοτεινό μυστικό
σου, Αντριάννα Βάλενταϊν, αλλά ποσώς με ενδιαφέρει».
«Κ-κάτσε λίγο...», καταφέρνω να πω, όταν με
αφήνει. «Εντάξει, είμαι μέτρια εμφανισιακά, ακόμη και αδιάφορη και ποτέ δεν θα
την έπεφτα σε κάποιον που είναι καπαρωμένος. Δεν αποτελώ ανταγωνισμό, όμως πώς
γίνεται να μην σε νοιάζει που κοιτάζω το αγόρι σου; Αφού εσείς οι δύο είστε
ζευγάρι, δεν είστε;»
«Ζευγάρι;», παραξενεύεται εκείνη. «Τι
ζευγάρι;», ρωτά, θαρρείς κι αυτή η λέξη δεν περιλαμβάνεται στο λεξιλόγιο της.
«Καλλιτεχνικό», σαρκάζω άκεφα.
«Για στάκα λίγο, εννοείς ζευγάρι-ζευγάρι;»
«Ναι ντε», κάνω ανυπόμονα.
«Κουκλίτσα μου», κάνει η Νιβ και με κοιτάζει με
αυτό το ύφος του κανείς-δεν-είναι-κανενός-μάρτυς-μου-είναι-ο-Θεός. «Ο Νέιτ κι εγώ καβαλιόμαστε που και που και του δίνουμε να καταλάβει,
αλλά αυτό είναι όλο. Δεν του ανήκω και δεν μου ανήκει το παλικάρι, τον έχω
όμως. Αλλά είμαι ομαδική παίκτρια, μου αρέσει να μοιράζομαι. Για παράδειγμα, θα
μπορούσα να τον μοιραστώ μαζί σου».
Να τη πάλι η πρόταση για ομαδική συνουσία. Μα
τι κόλλημα έχουν φάει αυτά τα παιδιά!;!
Αποστρέφω ντροπαλά την ματιά μου από την Νιβ, η
οποία μου ανεβοκατεβάζει τα σκούρα φρύδια της με νόημα, και δειλά δειλά ρίχνω
μια τελευταία στον Νέιθαν. Και όσο τον ατενίζω, τον θυμάμαι γυμνό, ιδρωμένο και
άγριο επάνω στο κρεβάτι μου, θυμάμαι πως τα χέρια του περιπλανούνταν επάνω στο
κορμί της Νιβ και πως το σώμα του συνέτριβε στο δικό της με τον δυνατό,
οργισμένο, ασυγκράτητο ρυθμό του.
Και προσπαθώ να με τοποθετήσω μέσα σε αυτό το
οργιώδες σκηνικό.
Όπα, όπα, όπα, Αντριάννα, κορίτσι μου, τι έχεις
πάθει; Ταρακουνάω το κεφάλι μου. Δεν είσαι εσύ για Σόδομα και Γόμορρα. Συγκρατήσου!
Πάνω που καταφέρνω να ανακτήσω τον παλιό, καλό,
πουριτανικό εαυτό μου, ο Νέιθαν με κάνει να τον ξαναχάσω. Δεν τον είδα να
κινείται ούτε στο ελάχιστο, αλλά τα μάτια του βρήκαν τα δικά μου πάνω από το
άδειο μπουκάλι της βότκας.
Με κοιτάζει.
Εξακολουθεί να με κοιτάζει.
Κοιτάζει κι άλλο, με τα μάτια του να
καρφώνονται απροκάλυπτα επάνω μου.
Ωχ, βογκάω νοερά. Τι είναι αυτή η ματιά που μου ρίχνει;
Διαπεραστική κι αφοπλιστική. Και γιατί μου την ρίχνει τώρα;
Λες να 'ναι μάγος;
Λες να μπορεί να διαβάζει την σκέψη;
Λες να 'χω πιεί πολύ και να λέω μπούρδες;
Μάλλον.
Ξαφνικά, η ματιά του Νέιτ γλυκαίνει, μαλακώνει
κάνοντάς με να λιώνω σαν ζεστό βούτυρο. Μου χαμογελάει με ένα θαυμάσιο, λευκό
χαμόγελο που φανερώνει τα λακκάκια του, ένα χαμόγελο που προκαλεί ένα τρελό
φτερούγισμα στο στομάχι μου.
Θεέ μου, είναι τόσο ελκυστικός.
Θεέ μου, είμαι τόσο ξελιγωμένη.
Μην τον κοιτάς, μην τον κοιτάς, μην τον κοιτάς.
Κατεβάζω γρήγορα το βλέμμα μου στα χέρια μου
και αρχίζω να τραβάω τα μανίκια μου πάνω απ' τα δάχτυλά μου. Η αίσθηση ότι με
έπιασαν να κάνω κάτι που δεν πρέπει επιστρέφει.
Ενοχικό σύνδρομο λέγεται αυτό, συνειδητοποιώ μέσα στη ντροπή μου, και ξέρω ποιους πρέπει να ευχαριστήσω που μου
το εμφύσησαν.
Μπαμπά και μαμά για άλλη μια φορά με
υποχρεώνετε!
«Λοιπόν!», τσιρίζει η Τιντάλ τραβώντας την
προσοχή του κύκλου επάνω της. «Ας ξεκινήσουμε!»
Αφού χώνει το χέρι της μέσα στο σούπερ
ενισχυμένο σουτιέν της, βγάζει ένα χαπάκι από τη φόδρα του και το χώνει στο
στόμα της.
Έπειτα δίνει μια σπρωξιά στην μπουκάλα και την
κάνει να στριφογυρίσει σαν ρόδα στο πάτωμα.
Περιμένουμε όλοι με κομμένη την ανάσα, ώσπου η
μπουκάλα σταματά, σταθεροποιείται υποδεικνύοντας στην Τιντάλ το άτομο που θα
φιλήσει.
«Ω, ναι!», ουρλιάζει εκείνη κατευχαριστημένη με
το αποτέλεσμα. «Έλα στην Τιντάλ, μωρό μου!»
Η Νιβ, δίχως καμιά χρονοτριβή, κορδώνεται,
πέφτει στα τέσσερα κι αρχίζει να μπουσουλάει ναζιάρικα προς το μέρος της. Οι
κινήσεις της Νιβ είναι αργές και νωχελικές, κάνοντάς την να μοιάζει με θηλυκός,
μαύρος πάνθηρας. Όσο προχωράει λικνίζει την μέση της τόσο έντονα που η κοντή
φουστίτσα της εκτοπίζεται συνεχώς, αποκαλύπτοντας το καυτό, ροζ στρινγκ της.
«Ω, Θεέ μου», μουρμουρίζω, καλύπτοντας τα μάτια
μου με τις παλάμες μου. «Στ' αλήθεια δεν τα γλιτώνω τα Σόδομα και τα Γόμορρα!»
«Μην το κάνεις θέμα», αντιλέγει ο Κάι που
χαζεύει τα ακάλυπτα πισινά της Νιβ με ζαβλακωμένο ύφος.
Σε απάντηση, καλύπτω και τα δικά του μάτια.
Η Νιβ και η Τιντάλ ανταλλάσουν ένα καυτό φιλί,
κινηματογραφικού επιπέδου, γεμάτο αισθησιακά χάδια, επιδεικτικά γουργουρίσματα
ικανοποίησης και ξαναμμένους αναστεναγμούς.
Κάνουν τα αγόρια να σταθούν προσοχή.
Κάνουν την Μπρίντλοβ κι εμένα να
δυσανασχετήσουμε.
Ύστερα, όμως από αυτό, οι ρυθμοί του παιχνιδιού
αρχίζουν να αυξάνονται, το μπουκάλι γυρίζει πιο γρήγορα, το χαπάκι ταξιδεύει
από τον έναν στον άλλο. Την μια στιγμή βρίσκεται στη γλώσσα του Ντόρμαντ, την
επόμενη η γλώσσα του Ντόρμαντ κυλά στο στόμα του Αμπρόουζ, που περνά νευρικά το
χαπάκι στην Μπρίντλοβ, που γλύφει το κάτω χείλος του Κάι, κι αυτός με την σειρά
του το δίνει στον Γκάβιν, που η γλώσσα του είναι μακριά σαν λύκου και γεμίζει
σάλια τον φίλο μου, προτού στραφεί προς την Τιντάλ, που φιλά τον Κόνορ κι αυτός
εμένα, χώνοντας μέσα στο στόμα μου το Χ.
Νιώθω την μικροσκοπική κάψουλα να λιώνει μέσα
στο στόμα μου, να διαλύεται αφρίζοντας και προτού την νιώσω να εξαφανίζεται
εντελώς, γυρίζω την μπουκάλα και κάνω μια ευχή.
Και –αμάν!- η ευχή μου εισακούγεται.
Η μπουκάλα ακινητοποιείται δείχνοντας εμένα.
Η μπουκάλα ακινητοποιείται δείχνοντας τον
Νέιθαν Ρις.
Σβετλιν
Σβετλιν