Το γεράκι του Νότου (Κεφάλαιο 8) Καλογερική

Καρύταινα, 1444
Ο ηγούμενος Γρηγόριος ανέβαινε αργά- αργά τον ανήφορο του μικρού λόφου δίπλα από το μοναστήρι της Παναγίας, που είχε υπάρξει το σπίτι του εδώ και πολλά, πάρα πολλά χρόνια πλέον. Πλέον στηριζόταν σε μία μεγάλη ράβδο, την οποία του είχε φτιάξει ο νεαρός Στέφανος, που- τα τελευταία χρόνια- είχε επιδοθεί με επιτυχία στην «τέχνη του Ιωσήφ» και είχε μετατραπεί σε έναν πολύ χρήσιμο ξυλουργό για το μοναστήρι.
Τα πόδια του είχαν βαρύνει, τα κόκαλά του τον πονούσαν από τα αρθριτικά. Η σβελτάδα και ευκινησία του είχαν δώσει τη θέση τους στο κύρτωμα των ώμων και στα καμπουριασμένα δάχτυλα. Τα μαλλιά του, λευκά σαν το χιόνι, έμοιαζαν συχνά ένα με τα μπαμπακένια φρύδια και την αντίστοιχη γενειάδα του, που πλέον είχε αραιώσει και συχνά του την περιποιούνταν ο Θεόφιλος, μιας και ο γέροντας δεν έβλεπε πια και πολύ καλά.

Παρόλα αυτά, την καθημερινή του προσευχή επάνω στο λόφο δεν την εγκατέλειπε. Το είχε συνήθειο από όταν είχε πρωτοέρθει στο μοναστήρι, ενθυμούμενος την προσευχή του Χριστού στο όρος των Ελαιών. Αφού μπορούσε να βγει και να προσευχηθεί έξω, καιρού επιτρέποντος, το έκανε κάθε μέρα και ξανάνιωνε με κάθε ριπή αέρα που του χάιδευε το πρόσωπο και κάθε αχτίδα του ήλιου που τον έκανε να μισοκλείνει τα μάτια.
Έφτασε λαχανιασμένα στην κορυφή του λόφου και ακούμπησε και με τα δυο χέρια στο ραβδί του για να ξαποστάσει και να μπορέσει να συνεχίσει το δρόμο του, ώστε να καθίσει χάμω από το μοναδικό, μεγάλο λιόδεντρο που βρισκόταν λίγα βήματα παραπέρα. Σαν γονάτισε, με αργές, δύσκολες κινήσεις, αναστέναξε και έφερε ένα γύρο το τοπίο με τα μάτια του. Ευχαρίστησε ψιθυριστά τον Ύψιστο, που τον αξίωσε να δει ακόμα μια μέρα τούτου του κόσμου και έκανε το σταυρό του.
Ήταν έτοιμος να ξεκινήσει την προσευχή του, όταν ένα τρίξιμο από τα κλαριά της ελιάς τον έκανε να ανασηκώσει το ένα φρύδι. Κράτησε την ανάσα του και αφουγκράστηκε.
Τίποτα.
«Ίσως να ήταν ο αέρας» σκέφτηκε και έσκυψε πάλι το κεφάλι.
Τότε ακούστηκε και πάλι το τρίξιμο, μα αυτή τη φορά μαζί με έναν ήχο σπασίματος και έναν μεγάλο γδούπο. Ταραγμένος ο γέροντας, πετάχτηκε από τη θέση του και γύρισε κατά πίσω του.
Κουλουριασμένος και πεσμένος χάμω, δίπλα σε ένα σπασμένο κλαρί, κρατούσε την κοιλιά του από τα γέλια ο Θεόφιλος, ενώ από έναν θάμνο χαμηλότερα ακούστηκαν άλλα, τρανταχτά γέλια.
«Μπα σε καλό σας, βρε συφοριασμένα!» φώναξε ο ηγούμενος Γρηγόριος και κούνησε απειλητικά τη βέργα του.
Από το θάμνο πετάχτηκε επιτέλους ο δεύτερος ταραξίας: ένας αρκετά ψηλός νεαρός με εντυπωσιακά, μακριά ξανθά μαλλιά, που έπεφταν σγουρά, πιασμένα με έναν σπάγκο, στην πλάτη του και πυκνή, αλλά ακόμα κοντή γενειάδα και γελαστά μάτια. Φορούσε το ράσο του, αλλά είχε σηκωμένα τα μανίκια του μέχρι τους ώμους, απόδειξη για αυτήν την κάποια σκανταλιά που σκάρωνε, ενώ ένας μεγάλος σταυρός κρεμόταν στο στήθος του.
Παρόλο που ήταν Οκτώβρης, έτρεχε ξυπόλητος προς το μέρος του ηγουμένου και του Θεόφιλου, μοιάζοντας να είναι σε απόλυτη αρμονία με το περιβάλλον γύρω του. Μήτε πέτρες, μήτε λάσπη, μήτε γρασίδι ή ξερό χώμα τον ενοχλούσε. Έμοιαζε να κάνει αυτό που έκανε κάθε μέρα.
Ο Χριστόφορος έσπευσε να πιάσει το Θεόφιλο για να τον βοηθήσει να σηκωθεί και ύστερα στράφηκε, γελώντας ακόμα, στον ηγούμενο.
«Τι αστεία είναι αυτά βρε ζωντόβολα;» γκρίνιαξε ο γέρος και προσπάθησε να σηκωθεί.
Οι δυο νεαροί έσκυψαν αμέσως να τον πιάσουν από τα μπράτσα και να τον σηκώσουν στα πόδια του.
«Έλα, παππούλη, μη φωνάζεις. Η πλάκα πήγαινε για το Στέφανο, αλλά εσύ ανέβηκες πριν από εκείνον στο λόφο!» εξήγησε ο Θεόφιλος, τινάζοντας το ράσο του από τα χώματα.
Το πρόσωπο του Θεόφιλου είχε γίνει κάπως τραχύ· τα μελαχρινά φρύδια του, πυκνά και έντονα, μαζί με τη γενειάδα του, τον έκαναν να δείχνει μεγαλύτερος πια από τον Χριστόφορο, παρόλο που και οι δύο ήταν 19 χρονών πλέον. Ήταν, βέβαια, πιο κοντός και σαφώς εύσωμος, σε σύγκριση με τον ξανθό φίλο του.
«Το κλαρί βέβαια δεν έπρεπε να σπάσει…» σταύρωσε τα χέρια στο στήθος ο Χριστόφορος, κοιτώντας κοροϊδευτικά το Θεόφιλο.
Παρά το πονηρό βλέμμα, η φωνή του ακουγόταν, αν και αρρενωπή, ήσυχη και τρυφερή.
«Λες και το ‘κανα επίτηδες, εξυπνάκια. Εγώ σού είπα να ανέβεις εσύ στο δέντρο!» κούνησε το δάχτυλο ο Θεόφιλος, μουρμουρίζοντας γκρινιάρικα και στη συνέχεια.
«Άμυαλα πλάσματα!» έσκουξε ο γέροντας και τους έδωσε από μία με τη βέργα του στα χέρια, κάνοντάς τους να μορφάσουν πονεμένα. «Ακούς εκεί, θα μού κάνετε και ανασκόπηση της ανόητης φάρσας σας! Γρήγορα στο μοναστήρι! Έχει μαγείρεμα και ο Γεώργιος δεν τα προλαβαίνει όλα μόνος του πλέον! Τρεχάτε, για να μην σας αρχίσω στις ξυλιές, δυο μέτρα άντρες πια!» κούνησε πάλι απειλητικά το ραβδί του και οι νεαροί απομακρύνθηκαν απότομα, σαν το λάδι από το νερό.
Κοιτάχτηκαν αναποφάσιστα. Ο Χριστόφορος δεν έμενε ποτέ μαλωμένος με τον ηγούμενο, ούτε άφηνε πράγματα άλυτα.
Έγνεψε στον αδελφικό του φίλο να κατέβει κατά το μοναστήρι και ύστερα βιάστηκε να πιάσει τον ηγούμενο πάλι από το μπράτσο για να τον βοηθήσει να ξαναγονατίσει.
«Σε έπιασε προκοπή;» γκρίνιαξε ο γέροντας, χωρίς όμως να αποτραβηχτεί από το κράτημα του νεαρού.
«Έλα, παππούλη, γιατί θυμώνεις; Σου ΄χω δώσει την εντύπωση ότι η προκοπή με πιάνει επιλεκτικά;» απάντησε ήσυχα ο Χριστόφορος και γονάτισε δίπλα ακριβώς από το γέρο.
Ο ηγούμενος Γρηγόριος αναστέναξε και άφησε το ραβδί του στην άκρη. Κοίταξε αόριστα τη θέα και ύστερα έσκυψε το κεφάλι, κουνώντας το αργά.
«Μεγαλώσατε πια, Χριστόφορε… Κι όσο μεγαλώνετε, τόσο μειώνονται οι σκανταλιές και αυξάνονται οι ευθύνες. Εγώ έχω γεράσει πια, το ίδιο και αρκετοί από τους αδελφούς. Οι δουλειές σιγά- σιγά πέφτουν επάνω σε σας, τους νεώτερους. Πρέπει να τις αναλαμβάνετε και να τις μαθαίνετε καλά. Το μοναστήρι σήμερα, αύριο, μπορεί να περιέλθει στα δικά σας χέρια. Θέλω να ξέρω ότι θα μπορείτε… Ότι θα μπορείς να ανταπεξέλθεις και όταν εγώ δεν θα είμαι πια εδώ» είπε αυτή τη φορά ήπια, σχεδόν χαμηλόφωνα, δίχως να τον κοιτά.
Ο Χριστόφορος ένιωσε ένα μούδιασμα στο στήθος, ένα μούδιασμα δηλητηριώδες και ύπουλο: ήταν το αίσθημα του φόβου. Τα μάτια του, αυτά τα παράξενα, διαφορετικά μάτια γέμισαν με πανικό, τον οποίο, όμως, προσπάθησε να καταπνίξει.
«Τι είναι αυτά που λες τώρα, παππούλη, ε; Εσύ, ο πιο γερός από όλους, αραδιάζεις τέτοια πράγματα; Εδώ θα είσαι και θα τα αντιμετωπίσουμε όλα μαζί» γέλασε νευρικά ο Χριστόφορος και πέρασε τα χέρια του από το κεφάλι του, σπρώχνοντας τις μπούκλες που ξέφευγαν από τις υπόλοιπες πίσω.
«Το ξέρω, παιδί μου... Το ξέρω…» ψιθύρισε ο γέροντας και τράβηξε στην αγκαλιά του το νεαρό, που πλέον δεν χωρούσε στα δυο του μπράτσα. «Εγώ ήθελα εσύ να αναλάβεις το μοναστήρι μια μέρα. Θα σού μάθω όλα τα απαραίτητα για να το κάνεις, άμα το θελήσεις» συμπλήρωσε και χτύπησε την πλάτη του Χριστόφορου.
Ο Χριστόφορος κορδώθηκε αμέσως περήφανα και χαμογέλασε στο γέροντα πλατιά, βγαίνοντας από το πατρικό του αγκάλιασμα.
«Μα, γιατί να μην το θελήσω; Υπάρχει μεγαλύτερη τιμή από τούτη;»
«Θαρρώ πώς άλλα ήταν τα όνειρά σου» χαμογέλασε αινιγματικά ο γέρος.
Ο νεαρός κούνησε το κεφάλι και τα χέρια του αρνητικά, αναστενάζοντας υποτιμητικά.
«Ο χρόνος του ρήματος είναι σωστός. «Ήταν». Σαν είμαστε παιδιά πολλά λέμε και κάνουμε, παππούλη. Δε σημαίνει ότι τα ίδια θα γίνουν και σαν μεγαλώσουμε. Εγώ θέλω να κάμω αυτό που θα βοηθήσει εσένα πιότερο, μπορείς να το θυμάσαι αυτό;» είπε με σιγουριά και κοίταξε το γέροντα με ευγνωμοσύνη.
Το χαμόγελο του γέροντα δεν έσβησε και έτριψε το κεφάλι του Χριστόφορου με το χέρι του.
«Είσαι καλό παιδί, γιε μου. Εγώ μονάχα αυτό θέλω να θυμάμαι» του απάντησε ήσυχα και έκανε το σταυρό του πάλι, ξεκινώντας αυτή τη φορά κανονικά την προσευχή του, με το Χριστόφορο να τον ακολουθεί από δίπλα.
--


Η ρουτίνα της μονής είχε πάρει συγκεκριμένη μορφή για το Χριστόφορο τα τελευταία δύο χρόνια, από τότε δηλαδή που άρχισαν να τον λογίζουν επιτέλους για άντρα και όχι για παιδούλι. 19 χρονών πλέον, δεν ήταν παρόλα αυτά ο μεγαλύτερος της φουρνιάς εκείνης των παιδιών, που είχαν έρθει στο μοναστήρι περίπου την ίδια περίοδο με εκείνον.
Δυστυχώς, μερικοί από αυτούς, από τους φίλους και αδερφούς του, είχαν φύγει από τη ζωή μια χρονιά πριν, μετά από μία επιδημία πυρετού που χτύπησε την περιοχή: ο οξύθυμος Θωμάς, ο Ιωάννης, ο Βασίλειος και ορισμένοι άλλοι δεν τα είχαν καταφέρει. Ο ίδιος ο Χριστόφορος είχε επίσης αρρωστήσει, αλλά η αγωνία του για τους άλλους και ειδικότερα για τον παππούλη του δεν τον άφησε στιγμή να υποκύψει στην ασθένεια και τελικά βγήκε ζωντανός και δυνατότερος από αυτή την περιπέτεια.
Το πένθος ήταν βαρύ και ασήκωτο για όλους, αλλά τα πιτσιρίκια που άφηναν ορισμένοι άρχοντες και αρκετοί φτωχοί στο μοναστήρι βοήθησαν στο να συνέλθει το πλήρωμά του και έφεραν πάλι το γέλιο και την ευθυμία λίγο – λίγο στη μονή της Παναγίας.
Ο Χριστόφορος, παρόλο που δεν είχε δώσει τέτοια δείγματα από μικρός, είχε πάρει πρωταγωνιστική θέση στις δουλειές της μονής, στην προσευχή και στη φροντίδα και κατήχηση των μικρών νεοφερμένων. Το να κάνει ό, τι κάνει σωστά και αφοσιωμένα είχε γίνει από νωρίς η φιλοσοφία του. Έπαιρνε ικανοποίηση και επιβεβαίωση γνωρίζοντας ότι έπραττε αυτά που έπρεπε. Όλα τα άλλα τα ξεχνούσε, δεν είχαν σημασία.
Η μέρα ξεκινούσε με τη λειτουργία και την προσευχή. Ύστερα έτρωγαν το λιτό τους πρωινό: λίγο ξερό ψωμί και ελιές ντόπιες. Πριν να ανέβει ο ήλιος ψηλά, έσπευδαν να ασχοληθούν με τα χωράφια τους και να κάνουν ό, τι επισκευές χρειάζονταν και η μονή και το καθολικό της. Ύστερα, ο Χριστόφορος έσπευδε να βοηθήσει στο μαγειρειό για την προετοιμασία του μεσημεριανού.
Μετά την προσευχή και το γεύμα, ο καθένας μπορούσε να ξεκουραστεί ή να ασχοληθεί με κάτι άλλο. Τους τελευταίους μήνες, ο ηγούμενος έπαιρνε το Χριστόφορο στη βιβλιοθήκη και διάβαζε μαζί του τα πρακτικά της μονής ή επιστολές που είχε ανταλλάξει ο ίδιος με άλλες μονές, με το Πατριαρχείο ή με την έδρα του Δεσπότη. Ο Χριστόφορος έπρεπε να μάθει πώς λειτουργούσε η μονή, τι ανάγκες είχε και πώς μπορούσε να προωθεί τα αιτήματά της στους ανώτερους αρμόδιους. Αυτό το παράθυρο στον έξω κόσμο, ακόμα και αν δεν το παραδεχόταν ανοιχτά, τον ενθουσίαζε όσο λίγα πράγματα στην καθημερινή του ζωή.
Το απόγευμα είτε έπλεναν, είτε έκοβαν ξύλα ή απλά ασχολούνταν με τα πιτσιρίκια. Άλλοτε κατέβαιναν στην Καρύταινα για να προμηθευτούν ό, τι τους έλειπε, κάτι που πλέον ο Χριστόφορος και η φουρνιά του αναλάμβαναν συχνά μόνοι τους. Η επίβλεψη δεν ήταν προ πολλού απαραίτητη.
--

Ο ιδρώτας έτρεξε από το μέτωπο του Χριστόφορου, παρόλο που φυσούσε ψυχρό, φθινοπωρινό αεράκι. Άφησε το σκαλιστήρι του και σκούπισε τον ιδρώτα με την αναστροφή της παλάμης του. Ο ήλιος είχε αρχίσει να βαράει άσχημα και- παρότι μαθημένος στις ζέστες, λόγω των διάφορων εργασιών του έξω- ένιωθε κουρασμένος. Τα μακριά μαλλιά του και το πυκνό μούσι τον έκαναν πάντα να ιδρώνει περισσότερο και τώρα τον ενοχλούσαν πολύ. Σκούπισε τα σκονισμένα χέρια του στο ράσο του και ξεφύσησε.
Ο Θεόφιλος τον κοίταξε ερωτηματικά από την απέναντι πλευρά του χωραφιού, μα ο Χριστόφορος τού έγνεψε καθησυχαστικά. Είχε λαχανιάσει και διψάσει μόνο. Λες και το διαισθάνθηκε ο Θεόφιλος, σήκωσε το ασκί με το νερό και το κούνησε προς το μέρος του.
«Δίψασες, αδελφέ Χριστόφορε;» φώναξε μεταξύ αστείου και σοβαρού, στηρίζοντας το δικό του σκαλιστήρι στον ώμο του.
«Πέτα μου το ασκί για να με δοκιμάσεις!» απάντησε ο Χριστόφορος, χαμογελώντας οικεία.
Ο φίλος του έβαλε τα γέλια και τον πλησίασε με μεγάλες δρασκελιές. Έτεινε το χέρι με το ασκί και- αφού το τράβηξε πίσω μια- δυο φορές παιχνιδιάρικα, ενώ ο Χριστόφορος πήγαινε να το πάρει- τελικά του το πέταξε κατάστηθα.
«Εσύ είσαι ό ορισμός του «δεν δίνει τ’ αγγέλου του νερό», ε;» κλώτσησε χώμα στα σανδάλια του Θεόφιλου και ήπιε αμέσως μετά λαίμαργα νερό από το ασκί.
«Έλα, καημένε, αφού για αυτό ήρθα μέχρι εδώ!» γέλασε ο Θεόφιλος και παράτησε το σκαλιστήρι του και αυτός χάμω. «Καίει ο ήλιος σήμερον, τι Οκτώβρης μουρλός είν’ τούτος;»
«Έννοια σου και θα ‘ρθουν τα κρύα… Ανυπομονείς για δαύτα;» ρώτησε λαχανιασμένα ο Χριστόφορος, σκουπίζοντας το στόμα και τα μουστάκια του με το χέρι του.
«Φυσικά και όχι, αλλά λίγη συννεφιά και βροχούλα δεν θα ‘βλαπτε για τούτες τις δουλειές που κάμουμε. Τα λάχανα θέλουν νερό αρκετό για να δέσουν…» απάντησε ο Θεόφιλος, βάζοντας το χέρι του σα σκίαστρο για να κοιτάξει τον ασυννέφιαστο ουρανό.
«Είναι νωρίς ακόμα για λάχανα. Για μένα προέχει να τελειώσουμε με τα ξύλα για το χειμώνα. Κι άμα δώσει ο Θεός να πάρουμε και εκείνα τα άχυρα για τα ζωντανά την άλλη βδομάδα από την αγορά. Σήμερα δεν είχαν τίποτα. Κάτι συμβαίνει στο Μορέα και καθυστερούν οι μετακινήσεις. Τουλάχιστον έτσι ‘λέγαν κάτι έμποροι στην Καρύταινα».
Από την είσοδο της μονής ακούστηκαν ομιλίες και βαβούρα, οχλαγωγία έντονη. Οι δύο νεαροί στράφηκαν προς τα εκεί, αλλά δεν έβλεπαν τίποτα. Δούλευαν στο πιο απομακρυσμένο χωράφι και δεν είχαν ορατότητα μήτε στο δρόμο, μήτε στην είσοδο της μονής.
«Τι βαβούρα είναι αυτή πάλι;» μισόκλεισε τα μάτια ο Θεόφιλος, λες και θα έβλεπε καλύτερα έτσι.
«Ξέρω ‘γω. Μπορεί να γύρισαν αυτοί που είχαν κατέβει στο Μυτζηθρά, στο Δεσπότη…» ανασήκωσε τους ώμους ο Χριστόφορος και έσκυψε να πάρει πάλι το σκαλιστήρι του.
«Φαντάζομαι αυτούς θα τους ζήλεψες πολύ, που κατέβηκαν μέχρι το Δεσπότη και το Μυστρά!» γέλασε ο Θεόφιλος, στρέφοντας πάλι το βλέμμα στο φίλο του.
«Κάνεις λάθος. Ο Θεός δε θέλει να ζηλεύουμε κανέναν… Κάποια ώρα θα πάω κι εγώ να δω την έδρα του Δεσπότη. Σαν έρθει η ώρα μου κι εμένα και το κρίνει έτσι ο παππούλης…»
«Καλά, ό, τι πεις, αδερφέ μου…» σήκωσε τα χέρια ο Θεόφιλος, κουνώντας τους ώμους του. «Πάντως, να μού το δεις… Να δεις που ο καινούριος Δεσπότης ευθύνεται για αυτές τις μετακινήσεις που λένε οι έμποροι. Όλο κάτι οργανώνει, όλο ασχολείται με την επικράτειά του. Από πέρυσι που ανέβηκε στο θρόνο δεν έχει σταματήσει καθόλου με τις αλλαγές στο Δεσποτάτο ολάκερο!»
«Ο λυχνοποιός μού είπε την περασμένη εβδομάδα ότι ο κύρης Κωνσταντίνος είναι πολύ άξιος άνδρας και ότι πολλοί κατά βάθος χάρηκαν που ο Θεόδωρος άφησε το Δεσποτάτο σε εκείνον και πήρε τη Συλλημβρία, επάνω, στο Βορρά».
«Μα, δεν θυμάσαι τότες που ο Δημήτριος πολιορκούσε την Πόλη; Αργότερα μαθεύτηκε ο αγώνας που έκαμε ο Κωνσταντίνος να φτάσει στη Βασιλεύουσα για να βοηθήσει το βασιλέα… Παραδείγματα προς αποφυγή και μίμηση καθένας τους. Το λέει φαίνεται η καρδιά του του Κωνσταντίνου. Παράξενο μονάχα που ο Θεόδωρος παραιτήθηκε τόσο εύκολα για να ανέβει εκεί απάνω…»
Ο Χριστόφορος συλλογίστηκε για λίγο την τελευταία φράση του φίλου του και συνοφρυώθηκε.
«Άμα σκεφτείς ποιος είναι ο ευνοούμενος του βασιλέα, θα σου φύγει η απορία, θαρρώ…» μουρμούρισε τελικά, κοιτώντας το χώμα σκεπτικά.
«Τι εννοείς;» ρώτησε παραξενεμένα ο Θεόφιλος, μα τη συζήτηση διέκοψε τρεχάτος ο ψηλόλιγνος Στέφανος.
«Ε! Δεν πήρατε είδηση εσείς;» φώναξε λαχανιασμένα.
«Τι συμβαίνει ρε Στέφανε και τρέχεις πάλι;» γρύλλισε απηυδισμένα ο Θεόφιλος.
«Μόλις μας ζήτησε φιλοξενία μία αποστολή του Δεσποτικού στρατού! Για μια νύχτα, λέει, να ξαποστάσουν, γιατί ανεβαίνουν κατά την Κόρινθο! Ο Δεσπότης φτιάχνει τα τείχη του Εξαμιλίου!»


--


Ο Χριστόφορος βημάτιζε νευρικά έξω από τη βιβλιοθήκη, όπου ο παππούλης του συζητούσε με τον αρχηγό της αποστολής. Είχε μηνύσει να του τον φωνάξουν ο ηγούμενος, μα τώρα δίσταζε να χτυπήσει την πόρτα και να διακόψει την κουβέντα των δύο αντρών. Γύρω του, μερικοί από τους στρατιώτες ξαπόσταιναν και συζητούσαν χαμηλόφωνα· οι υπόλοιποι ήταν ήδη στην τραπεζαρία, όπου τους φίλευαν ό, τι καλύτερο είχαν οι αδερφοί του.
Δεν καταλάβαινε γιατί ένιωθε ξαφνικά τόση νευρικότητα. Οι στρατιώτες τον έκαναν νευρικό; Λίγα χρόνια πριν θα τους έτρωγε με τα μάτια του, θα απομνημόνευε κάθε λεπτομέρεια του οπλισμού και της εξάρτυσής τους. Τώρα, όμως, προσπαθούσε να μην τους κοιτάζει καν.
«Ε, αδερφέ! Πες μας καμία κουβέντα για το μοναστήρι!» φώναξε ένας πανύψηλος και μυώδης άντρας, με βροντερή φωνή και πυκνό, μαύρο μούσι. «Ζεις πολλά χρόνια εδώ του λόγου σου;»
Ο Χριστόφορος ξαφνιάστηκε που του απηύθυναν το λόγο και τους κοίταξε με φανερή έκπληξη, δένοντας τα χέρια πίσω από την πλάτη.
«Όλη μου τη ζωή…» ψιθύρισε στην αρχή, μα αμέσως ένιωσε γελοίος και ξερόβηξε για να καθαρίσει το λαιμό του. «Ευλογημένος τόπος και η μονή με ιστορία μεγάλη» συμπλήρωσε δυνατότερα και σαφώς πιο ψύχραιμα.
«Μια σκιάζεσαι να μιλήσεις, μικρέ, δεν θα σε φάμε!» γέλασε τρανταχτά ο ίδιος άντρας και χτύπησε το Χριστόφορο στην πλάτη ενθαρρυντικά.
«Δε σκιάζομαι! Και δεν είμαι μικρός!» εκνευρίστηκε ο νεαρός άντρας και ίσιωσε τις πλάτες του.
«Κοίτα νεύρο! Και κοίτα μπράτσα το καλογεράκι!» έδειξε τα χέρια του Χριστόφορου ο άντρας, καθώς ο νεαρός είχε σφίξει τις γροθιές του εκνευρισμένα.
«Μήπως κάνεις στρατιωτικά γυμνάσια κρυφά, αδερφέ μου;» ρώτησε ένας άλλος, λιγότερο σωματώδης.
«Η ζωή εδώ δεν είναι μεταξένια, όπως μπορεί να τη φαντάζεστε. Κάθε μέρα έχει δουλειές και μάλιστα δύσκολες…» έριξε τα χέρια και το κεφάλι κάτω ο Χριστόφορος κουρασμένα. «Σίγουρα, όμως, και εσείς δεν καλοπερνάτε καθόλου. Πάτε στο Εξαμίλι;»
«Ναι. Ο Δεσπότης Κωνσταντίνος ανοικοδομεί τα τείχη. Οι Οσμάνοι δεν θα μας ενοχλήσουν για πολύ καιρό με τούτη την άμυνα που φτιάχνει ο κύρης μας!» πετάχτηκε ένας τρίτος, μεγαλύτερος σε ηλικία από τους άλλους.
«Ας δώσει ο Θεός να γενεί έτσι…» έκανε το σταυρό του ο Χριστόφορος και οι άντρες τον μιμήθηκαν. «Πάντα αναρωτιόμουν… Είναι βαρύ αυτό;» ρώτησε, δείχνοντας το σπαθί στη ζώνη του πανύψηλου φαφλατά, μετά από μια μικρή, αμήχανη σιωπή.
«Στην αρχή σού φαίνεται πάντα βαρύ. Μετά σού φαίνεται σε συγκεκριμένες στιγμές βαρύ» είπε ο άντρας και τράβηξε το ξίφος από το θηκάρι.
Με μια απότομη κίνηση το πέταξε στο Χριστόφορο, που το έπιασε άτσαλα και με τα δυο χέρια, αλλά το κράτησε αμέσως σφιχτά.
«Εύγε, νεαρέ! Στους περισσότερους νεοσύλλεκτους σκάει στο ποδάρι τους και δεν μπορούν να περπατήσουν για δυο μέρες!» γέλασε ο άντρας και ξαναχτύπησε την πλάτη του νεαρού.
Ο Χριστόφορος για λίγο δεν άκουγε. Κράτησε τελικά με το ένα του χέρι το ξίφος του άντρα και το κοίταξε σχεδόν άναυδος. Θα ‘λεγες ότι είχε περιμένει όλη του τη ζωή για αυτή τη στιγμή, δίχως να το ξέρει. Η καρδιά του χτυπούσε σαν τρελή στα στήθια του και η αναπνοή του έβγαινε γρήγορη. Το ξίφος λες και έκαιγε στο χέρι του.
Σχεδόν τρομαγμένος από την αίσθηση αυτή, το έδωσε γρήγορα πίσω στον άντρα. Έβαλε τα χέρια στη μέση και προσπάθησε να ηρεμήσει τον εαυτό του.
«Σε… Σε ποιες στιγμές σού φαίνεται πάλι βαρύ;» ρώτησε, προσπαθώντας να μην ακούγεται τρεμάμενη η φωνή του από την ταραχή.
«Στις πιο κρίσιμες» απάντησε για πρώτη φορά τελείως σοβαρά ο στρατιώτης, βάζοντας στο θηκάρι το όπλο του. «Μ’ αρέσει ο αέρας σου, νεαρέ. Πώς σε λένε;»
«Με λένε Χριστόφορο. Και του λόγου σου;»
«Ανδρόνικο. Ανδρόνικο Ελλαδίτη» του χαμογέλασε και τον χαιρέτησε στρατιωτικά.
Γνέφοντας καταφατικά, ο Χριστόφορος γύρισε την πλάτη στους άντρες και έμπλεξε τα δάχτυλα νευρικά. Τώρα καταλάβαινε. Τώρα ήξερε γιατί προηγουμένως δεν μπορούσε να βρει ησυχία και τώρα ένιωθε ακόμα το χέρι του να τον καίει.



Είχε μάθει ότι ο πειρασμός είχε διαφορετική μορφή για τον καθένα και- υπέθετε- ότι μόλις είχε βρεθεί στο ίδιο δωμάτιο με τον πιο μεγάλο δικό του: τη στολή με το δικέφαλο αετό στο στήθος.

Vittoria Mantegna