Το αρχιπέλαγος του πόνου (Επίλογος)

Τ’ άκουσαν η Άννα κι η Φώφη τα λόγια της μάνας τους, τα εννόησαν και τα φύλαξαν ευλαβικά μέσα τους σαν βλογημένο γκόλφι. Δεν άφησαν ποτέ τον ήλιο να σβήσει απ’ τις καρδούλες τους, όσο κι αν μόλις δυο χρόνια αργότερα σκέπασαν ολοσχερώς τη χώρα μας τα μελανά νέφη του αδελφοκτόνου εμφυλίου πολέμου. Πάλεψαν για τις ίδιες και τους γονείς τους, τη ζωή και την ευτυχία τους κι ανταμείφθηκαν επάξια.

Η Άννα αφού τελείωσε το γυμνάσιο, μπήκε στη Μαράσλειο Παιδαγωγική Ακαδημία απ’ όπου πήρε πτυχίο με άριστα. Ήταν το όνειρό της να γίνει δασκάλα, καθώς από μικρή λάτρευε τη γνώση, θαύμαζε τους δασκάλους της κι ήθελε να τους μοιάσει. Ο πρώτος της διορισμός ήλθε σχεδόν αμέσως μετά την αποφοίτησή της σ’ ένα δημοτικό σχολείο της Αθήνας. Το ζήτησε η ίδια, για να μπορεί να είναι μαζί με τους γονείς της. Δύσκολη η μετεμφυλιακή περίοδος για ολόκληρη την Ελλάδα, με τα μίση και τα πάθη να σιγοκαίνε ακόμη, και οι εκπαιδευτικοί προσπαθούσαν να βοηθήσουν με κάθε μέσο τους μαθητές τους υλικά και πνευματικά. Η κοπέλα όμως αγάπησε πολύ τα παιδιά και το επάγγελμά της, τους δόθηκε απόλυτα και ξεχώρισε γρήγορα μεταξύ των συναδέλφων της για τις αρετές της. Με τον ίδιο τρόπο αγάπησε και αφοσιώθηκε ολόψυχα στο σύντροφο της ζωής της, τον νεαρό Πόντιο απ’ την Κερασούντα Στέλιο Αμαραντίδη που κατοικούσε στη γειτονική Νέα Φιλαδέλφεια και λειτουργούσε με τον πατέρα του ένα μπακάλικο. Γνωρίστηκαν το Δεκαπενταύγουστο του 1951 στην Παναγία τη Βουρλιώτισσα, τη Μητρόπολή τους που γιόρταζε της Κοιμήσεως κι ο έρωτας ήταν κεραυνοβόλος. Παντρεύτηκαν την επόμενη χρονιά στον ίδιο ναό που τους ένωσε και έχτισαν τη φωλιά τους κοντά στις πατρικές, μέσα στην οποία απέκτησαν τρία παιδιά: τον Λάμπρο, την Κατερίνα και το Μανώλη.

Η Φώφη, πάλι, δεν ήθελε να σπουδάσει. Κοκέτα στην εφηβεία και την πρώτη νιότη της, εξαιρετικά επιδέξια στα χέρια, αποφάσισε να ασχοληθεί με τη μοδιστρική κι έκανε οικονομίες για να αγοράσει μια νέα ραπτομηχανή Singer με την οποία θα μπορούσε να εκπληρώσει το όνειρό της. Έστησε το μικρό ατελιέ της δίπλα στο σπιτάκι τους δουλεύοντας προσεκτικά κι επίμονα με πολύ μεράκι τις παραγγελίες των πελατισσών της, λίγων στην αρχή μα ύστερα η φήμη της απλώθηκε σ’ όλη τη γειτονιά. Όλες οι κυράδες όταν είχαν επίσημη περίσταση, έλεγαν «να πάμε στη Φωφώκα της κυρα-Κατινιώς να μας κάνει φόρεμα». Η τόση προσήλωσή της όμως στη δουλειά ανησύχησε την Κατίνα μήπως η μικρή
της μείνει γεροντοκόρη, διότι είχε κλείσει ήδη τα εικοσιπέντε και δεν έδειχνε να νοιάζεται καθόλου όταν της έλεγε ότι κάποιος άντρας εξέφρασε το ενδιαφέρον του για κείνη, καμιά φορά τους απέρριπτε κιόλας. Προς ανακούφιση της μάνας ήρθε ένα καλό προξενιό απ’ τον νέο Σπάρταλη δικηγόρο Σεραφείμ Κιοκπάσογλου, συνδημότη τους στη Νέα Ιωνία, που είχε ακούσει για τη Φώφη από τη μάνα του κι αισθάνθηκε ιδιαίτερη συμπάθεια προς το άτομό της. Δυσανασχέτησε η νεαρή γυναίκα ακούγοντας περί προξενιού, αλλά μόλις είδε τον Σεραφείμ κατάλαβε ότι αυτός ήταν ο άνδρας που περίμενε και δέχτηκε αμέσως. Ο γάμος τους έγινε μια Κυριακή του 1960 στην εκκλησία των Αγίων Αναργύρων κι έκαναν μαζί δυο παιδιά, τον Ηρακλή-Ευστράτιο και την Άλκηστη, που τα μεγάλωσαν λίγα τετράγωνα πιο κάτω απ’ το πατρικό της Φώφης. Κατάφεραν λοιπόν οι δυο αδελφές έτσι ώστε να συνεχιστούν στην τρίτη γενιά τα ονόματα των αγαπημένων τους γονιών και του μεγάλου τους αδελφού που θυσιάστηκε για την πατρίδα.

Ο Μανώλης κι η Κατίνα γερνούσαν σιγά-σιγά στο κορμί, μα στην ψυχή παρέμεναν πάντοτε οι δύο νέοι που αγαπήθηκαν τρυφερά και με πάθος ενάντια στο κατεστημένο. Όσο άσπριζαν τα μαλλιά τους και ρυτίδιαζε το δέρμα τους, τόσο εκείνη γινόταν πιο καθάρια κι απαλή σαν τα πούπουλα του περιστεριού. Όλοι στο μαχαλά τους αγαπούσαν και τους σέβονταν, και δεν υπήρχε μέρα που να μην περάσει γειτόνισσα απ’ τη μικρή αυλή με τους βασιλικούς, τους δυόσμους και τα γεράνια για να τα πει με την κυρά-Κατίνα, μέρα που να μην χαίρονταν οι θαμώνες του συνοικιακού καφενείου την ζεστή παρέα και τις σοφές, μετρημένες κουβέντες του κυρ-Μανώλη του Ασλάνογλου. Όποτε είχαν δουλειά οι κόρες κι οι γαμπροί τους, σ’ εκείνους έφερναν τα εγγόνια για να τα φυλάξουν. Ήξεραν ότι ο παππούς κι η γιαγιά θα τα φρόντιζαν με περισσή αγάπη τις ώρες της απουσίας τους κι όταν θα τα ρωτούσαν «Πως περάσατε με τον παππού το Μανώλη και τη νενέ την Κατίνα;», τα παιδικά χειλάκια θα αποκρίνονταν γελώντας «Ζάχαρη!» έχοντας μάθει να χαριτολογούν με το πατρώνυμο της γιαγιάς τους. Κάθε Χριστούγεννα, Πάσχα και Αγίας Αικατερίνης, η ταπεινή τους μονοκατοικία γέμιζε από χαρούμενες φωνές, γάργαρα γέλια και μυρωδιές φαγητών και γλυκών της πατρίδας στ’ αντικρύ του Αιγαίου που έφτιαχνε με τα χρυσά της χέρια η Μπουτζαλιά οικοδέσποινα. Ανακατεύονταν όλα μαζί σε μια τεράστια αγκαλιά, όπως αυτές που αντάλλασσαν μεταξύ τους και τα κάλυπτε γλυκά το μέλι του μπακλαβά που σέρβιρε ευλαβικά στο καλό της σερβίτσιο η Κατίνα, φέρνοντας στην εύθυμη οικογενειακή σύναξη μια υποψία νοσταλγίας.

Τα χρόνια κυλούσαν κι έφευγαν μακριά σαν το νερό. Τα εγγόνια τους μεγάλωσαν, σπούδασαν, παντρεύτηκαν κι άρχισαν να δημιουργούν οικογένειες, χαρίζοντας στο ηλικιωμένο ζευγάρι τα πρώτα του δισέγγονα. Έτσι λοιπόν πλήρη ημερών στα ογδόντα εννέα του χρόνια, επέλεξε να πάρει ο Θεός κοντά του πρώτο τον κυρ-Μανώλη, το Σεπτέμβριο του 1989 κι αφού είχαν συμπληρώσει με τη γυναίκα του εξήντα τέσσερα χρόνια γάμου. Για εξίμισι δεκαετίες σχεδόν μοιράζονταν τα πάντα, τις χαρές, τις λύπες, τις φουρτούνες και τις μπουνάτσες. Μόνο το θάνατο δεν μπόρεσαν να μοιραστούν. Η Κατίνα στάθηκε βράχος μπρος στο φευγιό του άντρα της. Δεν έκλαψε, ούτε μεμψιμοιρούσε που θα ’μενε μόνη της. Γιατί να το κάνει άλλωστε στην ηλικία που ήταν; Είχε απλώς έρθει η ώρα του. Καθισμένη πιστά πλάι στην κλίνη τους όπου είχαν χαρεί μαζί τον έρωτα και είχε φέρει στη ζωή τους τέσσερις μονάκριβους καρπούς του, βαστούσε τρυφερά το χέρι του μέχρι να ξεψυχήσει. «Σε περιμένω Κατινιώ μου. Μην αργήσεις» της είπε ο Μανώλης πριν κλείσει τα μάτια του. Και τότε μονάχα ήταν που έσταξαν απ’ τα μάτια της δυο δάκρυα, καθώς του φίλησε τα δάχτυλα.

«Δε θ’ αργήσω, Μανωλιό μου. Θα σ’ έρθω όσο πιο γλήγορα μπορώ» του αποκρίθηκε ψιθυριστά, όπως του ’χε υποσχεθεί να μείνει δυνατή όταν τους χώρισαν κάποτε στη Σμύρνη…

Στην κηδεία, που έγινε στο κοιμητήριο της Νέας Ιωνίας στον Κόκκινο Μύλο, στεκόταν άλαλη, σιωπηλή, επιβλητική θα έλεγε κανείς μες στο μαύρο της φουστάνι, ενώ κατέβαζαν το φέρετρο στο χώμα. Κι όταν κάποιοι νεότεροι γνωστοί της εύχονταν συλλυπητήρια, απαντούσε ψύχραιμα: «Τι συλλυπητήρια παιδιά μου; Πάει, έκλεισε πια ο κύκλος της ζωής. Στο χέρι του Θεού είναι πλέον να με φέρει κι εμέ σιμά στον άντρα μου, αυτό προσμένω και θα ’χω γιορτή τη μέρα κείνη που θα σβήσει το καντήλι μου»

Έζησε πέντε χρόνια ακόμα μετά το θάνατο του συζύγου της η κυρα-Κατίνα. Όσο τη βαστούσαν τα πόδια της, πήγαινε στον τάφο του και τον περιποιούνταν ανάβοντας το καντηλάκι και βάζοντας φρέσκα λουλούδια στο μαρμάρινο ανθοδοχείο. Και προσευχόταν να γραφτεί σύντομα το όνομά της κάτω απ’ το δικό του. Αξιώθηκε ωστόσο να πάρει μια μεγάλη χαρά στο λυκαυγές της ζωής της, να αποκτήσει δηλαδή μια συνονόματη δισέγγονη, αφού η μικρότερη εγγονή της η Άλκηστη βάφτισε τη δευτερότοκη κόρη της, που γεννήθηκε λίγο πριν τα ενενηκοστά γενέθλια της προγιαγιάς της το 1994, Αικατερίνη για να την τιμήσει. Η νεαρή Κατίνα Βαληνάκη, Κρητικιά και Πελοποννήσια απ’ την πλευρά του πατέρα της, κληρονόμησε απ’ την προγιαγιά της το τάλαντο της φωνής και την κλίση προς τα θεωρητικά μαθήματα. Σπούδασε στη Φιλολογία Αθηνών και υιοθέτησε με δική της απόφαση το υποκοριστικό της προγόνου της έναντι στα συνηθισμένα Κατερίνα, Καίτη και τα λοιπά, αποδεικνύοντας με περηφάνια και σεβασμό ταυτόχρονα τη μικρασιατική καταγωγή της και το ειδικό βάρος που για την ίδια είχε.

Ανήμερα της γιορτής της Κατίνας, όταν ήρθαν οι κόρες της να της ευχηθούν, τη βρήκαν στο κρεβάτι ασάλευτη, μ’ ένα αμυδρό χαμόγελο ζωγραφισμένο στα χείλη της. Είχε πεθάνει ήρεμα στον ύπνο της και το πρόσωπό της-θαύμα το είπε η Άννα- έμοιαζε μες στη νεκρική χλομάδα ολόλαμπρο και νεανικό, σαν έφηβου κοριτσόπουλου. Ποιος ξέρει, ίσως φεύγοντας να είδε ομπρός της τα γαλανά μάτια του Μανώλη της να την καλούν κοντά του στον Παράδεισο, για να αντικρίζει αιώνια τα ολόμαυρα δικά της που φλόγα άσβεστη ιερή του άναψαν στα στήθια…

«Τέσσερα μάτια, δυο καρδιές, όταν αγαπηθούνε
καλύτερα στη μαύρη γης παρά να χωριστούνε
Για σένα και για μένα δοθήκαν οι καημοί, τα βάσανα, οι πόνοι κι οι αναστεναγμοί
Για σένα και για μένα και όχι για άλλονα, δοθήκανε οι πόνοι και τα παράπονα»


(Παραδοσιακό Αρτάκης Κυζίκου)


Λίνα Δώρου