Το γεράκι του Νότου (Κεφάλαιο 9) Η αλήθεια

«Τι λες, Χριστόφορε; Θα δεχτείς ένα δώρο από τον πιστό φίλο που απέκτησες στο στράτευμα;» ρώτησε ο Ανδρόνικος Ελλαδίτης, φορώντας και το τελευταίο εξάρτημα της στρατιωτικής του στολής.
Η μία διανυκτέρευση είχε γίνει τελικά τέσσερις, καθώς αγγελιαφόρος του Δεσπότη είχε προλάβει το διοικητή της αποστολής και τον ειδοποίησε να καθυστερήσει την άνοδο προς την Κόρινθο, έως ότου να τους προλάβει μία ενισχυτική μονάδα που είχε εξασφαλίσει ο Δεσπότης από τη Μονεμβασιά.
Ήταν φανερό ότι ο Δεσπότης Κωνσταντίνος ήθελε να διασφαλίσει τις εργασίες στα τείχη του Εξαμιλίου· οι Οθωμανοί μπορεί να επιτίθονταν οποιαδήποτε στιγμή, τελείως απρόοπτα και να κατέστρεφαν τον κόπο τόσου καιρού. Δεν ήταν μόνο η πορεία του έργου, βέβαια, που απασχολούσε τον Κωνσταντίνο: ήταν- κυρίως- ο φόβος για την απώλεια ανθρώπινου δυναμικού, το οποίο είχε περιοριστεί τα τελευταία χρόνια, λόγω όλων αυτών των αναταραχών και ανατροπών στην καθημερινότητα.

«Κανονικά δεν πρέπει να δεχτώ τίποτε» απάντησε ο Χριστόφορος και άφησε δίπλα από την άμαξα που είχε έρθει με την ενισχυτική μονάδα τους σάκους με τα τρόφιμα που κουβαλούσε. «Παρόλα αυτά, Ανδρόνικε, είσαι από τους ανθρώπους που δεν θέλω να ξεχάσω ποτέ… Αν έχεις κάτι να μού δώσεις για να σε θυμάμαι, θα χαρώ πάρα πολύ να το κρατήσω» συμπλήρωσε μετά από μικρή σκέψη και τίναξε τα χέρια του από τις σκόνες των τσουβαλιών.
Ο αγαθός γίγαντας χαμογέλασε φιλικά και έψαξε το ζωνάρι του προς τα πίσω. Δυσκολεύτηκε, αλλά τελικά τράβηξε ένα μικρό εγχειρίδιο με ασημένια λαβή. Ύστερα ψαχούλεψε τον κόρφο του και έβγαλε ένα μαύρο, μεταξωτό μαντηλάκι, μέσα στο οποίο τύλιξε το περίτεχνο μαχαίρι. Έτεινε το χέρι στο Χριστόφορο και του προσέφερε το ακριβό του δώρο.
«Αυτό το μαχαίρι μού το είχε χαρίσει ο πατέρας μου όταν διορίστηκα αξιωματικός του στρατού. Δε ζει πια. Παρόλο που δεν είσαι στρατιώτης, αγόρι μου, θα ήθελα να το πάρεις εσύ. Μπορεί να φοράς το μοναχικό σχήμα αλλά στα μάτια και την ψυχή σου καίει μια φλόγα πολύ δυνατή. Δεν ξέρω πού θα σε βγάλει αυτή η φλόγα, Χριστόφορε. Εύχομαι τούτο ‘δω το δώρο να αποδειχθεί προστάτης σου σε όποια δύσκολη στιγμή ανακύψει στο ταξίδι της ζωής σου. Ας πούμε ότι είναι και μια υπόσχεση να ξαναϊδωθούμε κάποτε, έτσι;» είπε ήσυχα και τράβηξε το χέρι του νεαρού, βάζοντας μέσα στη χούφτα του το μικρό δέμα.
Ο Χριστόφορος τον κοίταξε αμήχανα, προσπαθώντας να μην φανεί συγκινημένος.
Τις ελάχιστες αυτές μέρες που έμεινε αυτή μονάδα μαζί τους, είχε περάσει πολλές από τις ελεύθερες ώρες του με τον Ανδρόνικο Ελλαδίτη. Ο Ανδρόνικος ήθελε να μάθει πράγματα για την περιοχή της Καρύταινας, για το μοναστήρι, αλλά και το αρχείο του, ενώ ρωτούσε συχνά και για τους αρχόντους που άφηναν τα βλαστάρια τους στη μονή. Ποιοι ήταν, πότε, αν έρχονταν να τα βλέπουν. Οι ερωτήσεις αυτές έκαναν εντύπωση στο Χριστόφορο, αλλά δεν τολμούσε να αναρωτηθεί περεταίρω. Είχε ρωτήσει και τον ίδιο για τις ρίζες του, μα δεν ήξερε τίποτα να του πει.
Και η αλήθεια είναι ότι δεν είχε αναζητήσει να μάθει ξανά τίποτα από μία ηλικία και μετά. Σάμπως είχε καμία σημασία;
Ο ίδιος είχε άπειρες ερωτήσεις για τον έξω κόσμο και ειδικότερα για το στρατό. Παρόλα αυτά δεν τολμούσε να τις κάνει. Αν του άναβαν την περιέργεια; Αν ο πειρασμός μετά δεν τον άφηνε καν να κοιμηθεί; Ήδη… Ήδη η φαντασία του είχε αρχίσει να καλπάζει πέρα από τα σύνορα της μονής και της Καρύταινας πάλι. Και μισούσε τον εαυτό του για αυτό. Τα βράδια προσευχόταν και ζητούσε συγχώρεση για την απιστία του στο σχήμα και κάθε φορά υποσχόταν ότι θα παραμείνει αφοσιωμένος και συνεπής την επόμενη μέρα. Το μυαλό του, όμως, και η παρουσία των ένστολων δεν τον βοηθούσαν καθόλου να μην ξεφεύγει.
Είχε μάθει μερικά πράγματα για την καριέρα του Ελλαδίτη και την καταγωγή του, ενώ έμαθε κάτι σκόρπια και για την κατάσταση στο Μυστρά και τις αλλαγές που έκανε ο Δεσπότης Κωνσταντίνος σε όλους τους τομείς της επικράτειάς του. Άμυνα και πάλι άμυνα και αναδιοργάνωση.
Οι απαντήσεις του Ανδρόνικου ήταν σύντομες και περιεκτικές, έδειχναν την εμπειρία και την ωριμότητά του. Αντίστοιχες, όμως, ήταν και οι απαντήσεις του Χριστόφορου και εντυπωσίαζαν τον έμπειρο στρατιωτικό. Η απειρία του, βέβαια, στη ζωή φαινόταν από τον ενθουσιασμό που καθρεφτιζόταν στα μάτια του στην παραμικρή αναφορά στις μάχες και στα ισχυρά πρόσωπα του Δεσποτάτου. Και- ίσως- από την αόριστη αυτή αμηχανία όταν οι στρατιώτες αναφέρονταν στις γυναίκες του χωριού, από το οποίο είχαν περάσει προηγουμένως.
Είχε μία αθωότητα, αλλά και μία δύναμη και θέληση που είχε κερδίσει αμέσως τον στρατιωτικό.
Ο νεαρός έσφιξε το μαχαίρι στο χέρι του και έσκυψε ταπεινά το κεφάλι.
«Δε μού αξίζει τέτοιο δώρο, ούτε ταιριάζει στη ζωή που κάνω, Ανδρόνικε… Τούτο το δώρο θα άξιζε στους γιους σου και μόνο» μουρμούρισε, μην ξέροντας τι άλλο να κάνει.
«Δε χρειάζεται τόση ταπεινότητα, μικρέ μου φίλε. Εξ’ άλλου δεν έχω ακόμα γιους. Μονάχα δυο κόρες μού έχει χαρίσει μέχρι τώρα ο Κύριος. Ας ελπίσουμε ότι όταν επιστρέψω η κυρά θα είναι πάλι φουσκωμένη» γέλασε τρανταχτά, σκουντώντας το Χριστόφορο με τον αγκώνα του. «Θα σκέφτομαι εσένα για γιο μου, ακόμα και αν αποκτήσω έναν. Οπότε το εγχειρίδιο είναι δικό σου και δεν ακούω κουβέντα παραπάνω! Σύμφωνοι;» παρέστησε τον αγριεμένο, για να χαμογελάσει ξανά αμέσως μετά.
«Εντάξει, Ανδρόνικε. Σε ευχαριστώ και σε ευγνωμονώ για τη γενναιοδωρία και τη φιλία σου. Να είσαι σίγουρος ότι κάποτε, με κάποιο τρόπο θα σου ανταποδώσω το ακριβό σου δώρο και τη ζεστή σου συμπεριφορά» απάντησε σταθερά ο Χριστόφορος και έτεινε το χέρι του για χειραψία.
Ο Ανδρόνικος έπιασε σφιχτά το χέρι του νεαρού και ύστερα τον τράβηξε σε ένα αγκάλιασμα που του ‘κοψε την ανάσα από το σφίξιμο.
Οι τελευταίοι στρατιώτες τους προσπέρασαν φορτωμένοι για να πάρουν τη θέση τους στην παράταξη. Ο Ανδρόνικος περίμενε σε στάση προσοχής τον επικεφαλής της αποστολής. Μόλις τους προσπέρασε και αυτός, φόρεσε το κράνος του και κατέβασε τα χέρια του στο ζωνάρι του.
«Γεια σου Χριστόφορε! Μην αφήνεις το μυαλό σου να πηγαίνει χαμένο. Κάνε πάντα το καλύτερο που μπορείς και δεν θα το μετανιώσεις!» του είπε, πρώτη φορά εντελώς σοβαρός. «Εις το επανιδείν, παλληκαράκι!» κούνησε το χέρι μία τελευταία φορά, πριν να ανέβει στο άλογό του.
Ο Χριστόφορος, χωμένος ανάμεσα στους αδερφούς του, κούνησε μηχανικά το χέρι. Κάπου ταραγμένος και στενοχωρημένος, κάπου ανακουφισμένος για το σύννεφο σκόνης που άφηνε πίσω της η αποστολή που έφευγε.


--


«Αθανάσιε, έλα πίσω!» φώναξε ο Χριστόφορος στον πιτσιρικά που μόλις του είχε ξεφύγει από το χέρι.
Η αγορά ήταν θορυβώδης και πολυάσχολη εκείνη τη μέρα. Ο ήλιος έλαμπε- παρά το φθινόπωρο- και πολλά προϊόντα που είχαν καιρό να εμφανιστούν στα μέρη τους είχαν επιτέλους ξανάρθει.
Τα νέα από το Εξαμίλι ήταν πολύ καλά: το τείχος είχε προχωρήσει καλά μέχρι στιγμής και οι φρουρές που περιφέρονταν ανά το Μορέα δημιουργούσαν ένα αίσθημα ασφάλειας που είχε λείψει από την περιοχή εδώ και πάρα πολύ καιρό. Οι έμποροι κινούνταν πλέον με μεγαλύτερη άνεση και οι παραγωγές έμοιαζαν ήδη καλύτερες. Μια πνοή κάπως πιο αισιόδοξη φυσούσε στην Πελοπόννησο και έδινε δύναμη στους κατοίκους της, που ήταν εδώ και πολλά χρόνια ταλανισμένοι από μύριες όσες συμφορές και ανάξιους, συχνά ξενοφερμένους ηγεμόνες.
«Αθανάσιε!» φώναξε πάλι ο Χριστόφορος, μα ο μικρός ήδη είχε τρέξει σε έναν πάγκο απέναντι για να δει τα μικρά κατσικάκια που πουλούσε ένα άντρας, που βροντοφώναζε ότι έχει κατέβει από τα Αρκαδικά βουνά.
«Άσε, θα τον μαζέψω εγώ. Κοίταξε λίγο εκείνες τις στάμνες, μήπως κάνουν για να τις βάλουμε σιμά στο πηγάδι…» είπε ο Στέφανος και έτρεξε να πιάσει τον μικρό Αθανάσιο.
Ο Χριστόφορος στράφηκε στον έμπορο και παζάρεψε με τις ώρες για τρία σταμνιά, τα οποία είχαν απόλυτη ανάγκη, μιας και η ατζαμοσύνη ορισμένων, όπως καλή ώρα ο Στέφανος, είχε οδηγήσει στο να σπάσουν δύο από τις καλύτερες στάμνες τους και μία υδρία, την οποία έπρεπε επίσης να αντικαταστήσουν εν καιρώ.
Είχε κατέβει στην αγορά μόνος του με τον Στέφανο, τον μικρό Αθανάσιο και τον λίγο μεγαλύτερο από τον ίδιο Σωτήριο για να τελειώσουν μερικά ψώνια και να κανονίσουν μερικά χρέη τους, πριν να πιάσουν τα μεγάλα κρύα και δεν μπορούν ούτε να σκάσουν μύτη από τη μονή. Λίγες μέρες πριν είχαν τελειώσει επιτέλους και με τα ξύλα που έπρεπε να κόψουν για τις εστίες τους και γενικά η αποθήκη με τις προμήθειες του χειμώνα ήταν σχεδόν πλήρης. Ο Χριστόφορος, που είχε αναλάβει για πρώτη χρονιά τον ανεφοδιασμό για το χειμώνα ολομόναχος, ήταν πολύ ικανοποιημένος που όλες οι δουλειές είχαν γίνει σωστά και έγκαιρα.
«Τελικά τυχεροί ήμασταν που δεν έφυγες με εκείνους τους στρατιώτες, ε; Ποιος θα μας έκανε όλα τα παζάρια αν έφευγες;» γέλασε ο Στέφανος, τραβώντας από το αυτί τον πιτσιρικά κοντά του.
«Αυτό το αστείο που σας έχει κολλήσει τον τελευταίο μήνα θα το σταματήσετε ποτέ; Είπα εγώ ότι θα φύγω;» συνοφρυώθηκε ο Χριστόφορος και απίθωσε τη μία στάμνα στα χέρια του Στέφανου και την άλλη στου μικρού, ενώ ο ίδιος φορτώθηκε την τρίτη.
«Έλα, έλα, αμέσως να παρεξηγηθείς! Απλά όλη η παλιοπαρέα θυμόμαστε τις επιθυμίες σου σαν ήσουν μικρός. Δεν ήταν μονάχα δικές σου, δηλαδή, αλλά εσύ, αδερφέ μου, το πίστευες. Φαινόταν στα μάτια σου ότι μια μέρα θα το κάμεις. Να που, όμως, η ζωή τα φέρνει αλλιώτικα… Δεθήκαμε με το μοναστήρι πια, Χριστόφορε. Μεγαλώσαμε και άλλαξαν τα μυαλά και οι σκοποί μας…»
Ο Χριστόφορος κοίταξε αμήχανα αλλού, προσπαθώντας να κρύψει τη θλίψη από τα μάτια του. Δεν ήξερε γιατί τον στενοχωρούσε αυτή η συζήτηση τόσο. Ενοχή ή απογοήτευση, δεν ήταν σίγουρος ποιο από τα δύο ήταν πιο έντονο.
«Ας μη λέμε πολλές τέτοιες κουβέντες όταν ακούνε και οι μικροί. Θα χάσουν τα αυγά και τα πασχάλια, ενώ τους μαθαίνουμε άλλα…» μουρμούρισε και προχώρησε μπροστά.


Κατευθύνονταν προς το κάρο τους με άτσαλα και διστακτικά, εξ’ αιτίας του φορτίου τους, όπου θα τους περίμενε ο Σωτήριος, όταν- προς μεγάλη τους έκπληξη- είδαν και κάποιον άλλον μαζί του. Συνοφρυωμένος ο Χριστόφορος, άνοιξε το βήμα του· αισθανόταν κάποια ένταση στους αδελφούς του απέναντι που δεν του άρεσε καθόλου.
Ο Σωτήριος ήταν χλωμός και τους κοίταξε με φανερή ταραχή καθώς τους πλησίασαν. Δίπλα του, στράφηκε προς το μέρος των νεοφερμένων και ο Θεόφιλος. Ένας Θεόφιλος λαχανιασμένος, αναψοκοκκινισμένος και προφανώς θλιμμένος.
«Χριστόφορε!» αναφώνησε με ραγισμένη φωνή και άνοιξε τα χέρια του, κάτι ανάμεσα σε πρόσκληση σε αγκάλιασμα ή κίνηση προς τον ουρανό.
Μουδιασμένος με αυτόν τον οικείο φόβο, ο ξανθός νεαρός άφησε τη στάμνα του στο άχυρο του κάρου και ύστερα βοήθησε και τους ταραγμένους αδελφούς του να κάνουν το ίδιο. Προαισθανόμενος κακά νέα, ήθελε να κάνει πρώτα ό, τι ήταν να κάνει, όσο ακόμα είχε τη δύναμη και την ψυχραιμία να το κάνει.
«Θεόφιλε, τι συμβαίνει; Τι δουλειά έχεις εδώ;» ρώτησε μετά από δευτερόλεπτα σιωπής, που αμφιταλαντευόταν αν θέλει να μάθει ή όχι.
«Χριστόφορε… Τι θα κάνουμε;» έκρυψε το πρόσωπο στα χέρια ο Σωτήριος πρώτος και φάνηκε να αναπνέει βαριά για να καταπολεμήσει επικείμενους λυγμούς.
«Πρέπει να φανούμε όλοι μας δυνατοί…» κούνησε το κεφάλι ο Θεόφιλος και τότε πρόσεξε ο φίλος του τα θολά του μάτια.
«Θα μας πείτε τι στο καλό συμβαίνει;» ανέβασε τον τόνο ο Στέφανος, αναστατωμένος και αυτός από αυτό το ακατανόητο σκηνικό.
«Ο παππούλης… Δεν είναι καθόλου καλά. Τον έπιασε ένας παροξυσμός βήχα πριν κάμποση ώρα… Δεν μπορούσε να ανασάνει, ευτυχώς ο Γεώργιος τον άκουσε και μπήκε να τον κρατήσει λίγο πριν πέσει χάμω… Πρέπει να έχει και πυρετό και είναι ακόμα αρκετά ζαλισμένος. Σε ζητάει, Χριστόφορε, σε ζητάει συνέχεια!» εξήγησε ο Θεόφιλος, ενώ τελικά δάκρυα κύλησαν για να χωθούν στα πυκνά του γένια.
Τα χέρια του Χριστόφορου άρχισαν να τρέμουν, τα χείλη του να παίζουν, ενώ ο λυγμός χτιζόταν μέσα του, έτοιμος να ξεσπάσει. Έσφιξε τις γροθιές και το στόμα, έτσι που τα χείλη του και οι κλειδώσεις των δαχτύλων του άσπρισαν. Ο μικρός Αθανάσιος χώθηκε στην αγκαλιά του Στέφανου, έτοιμος να βάλει τα κλάματα, ενώ ο ίδιος ο Στέφανος είχε μείνει με γουρλωμένα τα μάτια, σιωπηλός, ανήμπορος να πει οτιδήποτε.
«Πάμε γρήγορα πίσω…» είπε τελικά τόσο ήσυχα ο Χριστόφορος, που οι άλλοι τον κοίταξαν παραξενεμένα.
«Χριστόφορε… Αν νιώθεις άσχημα, δείξ’ το. Δεν είναι ντροπή…» μουρμούρισε ο Σωτήριος και τον έπιασε από το μπράτσο.
«Δε θέλω να δείξω τίποτα!» ανέβασε τον τόνο ο Χριστόφορος και αποτραβήχτηκε από το κράτημα του αδερφού του. «Πήγαινε Θεόφιλε να φωνάξεις το γιατρό να έρθει μαζί μας. Και οι υπόλοιποι, ας ξεκινήσουμε να πηγαίνουμε προς τη μονή. Ο παππούλης μάς χρειάζεται…» συμπλήρωσε ξέπνοα και- σκύβοντας το κεφάλι- προχώρησε μπροστά με βήμα ταχύ.
Μερικά δάκρυα έτρεξαν από τα μάτια του αλλά τα σκούπισε βιαστικά. Δεν έβγαζε μιλιά. Γιατί αν έβγαζε, πίστευε ότι αυτό θα σήμαινε ότι αποδεχόταν και αυτό που συνέβαινε.
Και αυτό πραγματικά δεν μπορούσε να το κάνει.


--


Είχε πέσει ήδη το δειλινό, η μέρα είχε μικρύνει. Ο γιατρός είχε μιλήσει ξεκάθαρα σε όλους τους: τα πράγματα ήταν δύσκολα. Δεν ήταν κάτι συγκεκριμένο. Ίσως κάποιο απλό κρύωμα, αλλά τα γηρατειά του ηγούμενου ήταν βαθιά και ο οργανισμός του δεν άντεχε ταλαιπωρίες. Ώρες, μέρες…; Κανείς δεν μπορούσε να πει.
Αυτό θα ήταν απόφαση του Θεού.
Παγωμένοι και μουδιασμένοι όλοι τους, πήραν τα βοτάνια που τους έδωσε ο γιατρός και οι πιο μικροί τον οδήγησαν στο δωμάτιο όπου θα κοιμόταν, για να είναι σιμά για την κατάσταση του γέροντα. Ο Θεόφιλος, ο Στέφανος, ο Χριστόφορος και ο Γεώργιος έμειναν σιωπηλοί στο διάδρομο έξω από το δωμάτιο του ηγούμενου.
Ο Γεώργιος, επόμενος στην ιεραρχία μετά τον ηγούμενο, κοίταξε τους νεαρούς μπροστά του με μάτια βουρκωμένα.
«Είναι μία δύσκολη στιγμή για όλους μας, παιδιά μου. Να είστε δυνατοί και να προσεύχεστε πολύ. Δεν ξέρω τι άλλο να σας πω…» είπε ο μοναχός και- λυγίζοντας- έφυγε βιαστικά για να κρύψει την αδυναμία του.
Οι αδελφικοί φίλοι κοιτάχτηκαν μεταξύ τους. Μόνο ο Χριστόφορος έμεινε να κοιτά το πέτρινο δάπεδο. Ήταν μαύρη η όψη του και τα καθαρά μάτια του καθρέφτιζαν την πονεμένη του ψυχή.
«Πηγαίνετε να ξεκουραστείτε εσείς… Θα μείνω εγώ στο πλευρό του…» είπε ψιθυριστά, κουνώντας τα χέρια αόριστα, κουρασμένα.
«Κι εσύ από την ώρα που γυρίσαμε είσαι συνέχεια στο πόδι, Χριστόφορε. Πρέπει κι εσύ να ξεκουραστείς κάποτε!» έπιασε τα μπράτσα του ο Θεόφιλος.
«Δεν μπορώ να τον αφήσω τώρα… Άμα τυχόν προκύψει κάτι θα σας φωνάξω. Πηγαίνετε να ηρεμήσετε λίγο και τους μικρούς…» τους χτύπησε ενθαρρυντικά στους ώμους και τους γύρισε την πλάτη δίχως άλλη κουβέντα.
Άνοιξε την πόρτα του γνώριμού του κελιού με αργές, σχεδόν φοβισμένες κινήσεις. Σαν τότε που ήταν παιδί και έβλεπε εφιάλτες και- τρομαγμένος- ερχόταν να ζητήσει καταφύγιο στην αγκαλιά του ηγούμενου.
Πόσα χρόνια είχαν περάσει από τότε;
Πολλά.
Τόσα που δεν το είχε καταλάβει. Νόμιζε ότι μεγαλώνει μόνο εκείνος.
Ένα κερί έκαιγε, ακουμπισμένο στο σκαμνί δίπλα από το προσκεφάλι του γέροντα. Στο περβάζι του παραθύρου έκαιγε και ένα μικρό λυχνάρι, του οποίου η φλογίτσα τρεμόπαιζε από το φύσημα του αέρα. Επικρατούσε μία παράξενη ησυχία, σχεδόν ενοχλητική, διακοπτόμενη μονάχα από τη βαριά ανάσα του ηγούμενου Γρηγόριου, που έβγαινε πολύ δύσκολα κατά στιγμές.
Ο Χριστόφορος σύρθηκε μέσα στο δωμάτιο πιο τρομαγμένος από ποτέ, κλείνοντας την πόρτα πίσω του. Ο γέροντας φαινόταν χλωμός, παρά το ζεστό φως του κεριού. Χλωμός και κουρασμένος. Θαρρώντας πως κοιμάται, ο νεαρός τον πλησίασε νυχοπατώντας, προσπαθώντας να μην ακούγεται ούτε η ανάσα του. Μα, ξαφνικά, τα μάτια του γέρου άνοιξαν και τον κοίταξαν καταπρόσωπο.
«Δεν κοιμάμαι, γιε μου… Όχι ακόμα…» ψιθύρισε και έσκασε ένα αχνό χαμόγελο.
«Ξεκουράσου, παππούλη… Μη λες τίποτα… Πώς θα ανακτήσεις τις δυνάμεις σου;» του απάντησε κάπως αυστηρά ο Χριστόφορος, ξεπερνώντας την πρώτη του παγωμάρα από το βλέμμα του ηγούμενου.
Τον πλησίασε και έκατσε δίπλα από τα πόδια του στο στρώμα. Έσκυψε το κεφάλι, έκανε το σταυρό του και ενώνοντας τα χέρια, άρχισε να προσεύχεται.
«Τι σας είπε ο γιατρός;» ρώτησε ο γέροντας, μπλέκοντας τα δάχτυλα στο στήθος του.
Ο Χριστόφορος τον κοίταξε σχεδόν θυμωμένα και έσφιξε τα χείλη. Γιατί τον ανάγκαζε να πει ψέματα ή να πει μία τόσο σκληρή αλήθεια;
«Τι σημασία έχει;» απάντησε τελικά και έσκυψε πάλι το κεφάλι.
«Αν δεν έχει αυτό σημασία, τι έχει, μικρέ;» γέλασε ο γέροντας και άρχισε να βήχει.
Πανικόβλητος ο νεαρός, άρπαξε την κούπα που είχαν αφήσει δίπλα στο κερί και του έδωσε να πιει νερό.
«Ό, τι και να είπε αυτός, εσύ ξέρω ότι θα τον βγάλεις λάθος. Εσύ είσαι γερό σκαρί, παππούλη!» χαμογέλασε με βουρκωμένα μάτια ο Χριστόφορος και του έσφιξε τα χέρια.
«Ήμουν για πολλά χρόνια γερός, δόξα τω Θεώ. Αλλά κάποτε και τα καλύτερα σκαριά κουράζονται από τις φουρτούνες, Χριστόφορε» του χτύπησε τα χέρια τρυφερά και ύστερα τράβηξε το κεφάλι του χαμηλά, σφίγγοντάς τον στο στέρνο του με όση δύναμη είχε. «Ανεξάρτητα από το πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα… Και επειδή η κατάσταση είναι αβέβαιη, κακά τα ψέματα… Πρέπει να σού πω όσα χρειάζεται να ξέρεις, γιε μου» του ψιθύρισε και ο νεαρός σήκωσε τα βουρκωμένα μάτια του στο πρόσωπο του γέροντα.
«Τι… Τι εννοείς;» ψέλλισε.
«Για την οικογένειά σου, παιδί μου. Για το ποιος είσαι και πού ανήκεις…»
Ο νεαρός ανακάθισε και τον κοίταξε ανήσυχα.
«Εγώ ανήκω εδώ, μαζί σου, παππούλη» του απάντησε μαγκωμένα.
«Κάνε πέρα τις αντιδράσεις σου για λίγο και άκουσέ με. Είσαι ο Χριστόφορος Κυριαζής. Είσαι γιος του Θεόδωρου Κυριαζή, ενός από τους γνωστούς αρχόντους του Μυστρά. Σε έφερε εδώ πέρα πριν, πόσο…; 15- 16 χρόνια; Ήταν μαζί και ο νονός σου, ο Ιωάννης Ρίζος κι αυτός άρχοντας του Μυστρά… Ξεύρω ότι τη μάνα σου την έλεγαν Ευγενία και είχες άλλα τέσσερα αδέρφια…»
Ο Χριστόφορος κατάλαβε ότι δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια του, ενώ η ψυχή του σκιρτούσε επίπονα. Όλα αυτά του ακούγονταν σαν ψεύτικα, σαν να αφορούσαν κάποιον άλλον.
«Μα… Γιατί με άφησε ο πατέρας μου; Η μάνα μου δε με ήθελε;» κατάφερε να πει, με ένα παράπονο που δεν μπόρεσε να ελέγξει.
«Η μάνα σου πέθανε όταν σε γέννησε, παιδί μου» ψιθύρισε ο γέροντας και του έσφιξε το χέρι. «Λίγο χρόνο μετά από εκείνη σκοτώθηκε και ο μεγάλος σου αδερφός, ο Κωνσταντής, σε κάποια στρατιωτική άσκηση. Οι άλλες τρεις ήταν κόρες…»
Τα μάτια του νεαρού γέμισαν με φρίκη. Για αυτό δεν τον ήθελαν, λοιπόν; Γιατί εξ’ αιτίας του είχε πεθάνει η μάνα του; Και ύστερα είχε χαθεί και ο αδερφός του; Για όλα έφταιγε εκείνος δηλαδή;
Εκείνη τη στιγμή ακόμα και η αναπνοή του τού φάνηκε αμαρτωλή, μιαρή. Ανατρίχιασε.
«Ώστε εγώ έφταιγα; Για αυτό με άφησαν;» είπε με τρεμάμενη φωνή.
«Όχι, όχι, παιδί μου… Μην το σκέφτεσαι αυτό. Είμαι σίγουρος ότι ο πατέρας σου είχε σοβαρό λόγο που σε έφερε εδώ και θα ήταν μονάχα για το καλό σου!»
«Για αυτό δεν ξαναήρθε ποτέ να με δει; Ούτε μία φορά; Δεν είχε καν την περιέργεια να δει αν ζω; Τόσο νοιαζόταν για το καλό μου;» ανέβασε τον τόνο ο Χριστόφορος και τράβηξε τα χέρια του απότομα.
«Άκουσέ με, παιδί μου, γιατί μπορεί να μην έχουμε πολύ χρόνο. Ο νονός σου μού τα είπε αυτά όλα και πριν να σε φέρει εδώ ο πατέρας σου, μού άφησε και ένα πουγκί νομίσματα στο όνομά σου. Πίσω από το τούβλο που κουνιέται, εκεί που βάζουμε το καρφί για ο λυχνάρι, θα βρεις το πουγκί, όποτε το χρειαστείς. Είναι ανέγγιχτο και όλο δικό σου…» βράχνιασε ο γέρος από την προσπάθεια.
«Τι να το κάμω εδώ μέσα, παππούλη;» έσφιξε τις γροθιές ο Χριστόφορος, υπερβολικά ταραγμένος για να αρθρώσει τις σκέψεις του σωστά.
«Δε χρειάζεται να το χρησιμοποιήσεις εδώ μέσα, Χριστόφορε. Στο λέω να το ξέρεις, παιδί μου: το ότι ο Θεός το ‘θελε να μεγαλώσεις εδώ δε σημαίνει ότι χρειάζεται να μείνεις εδώ για πάντα, αν δεν το θες. Ξέρω ότι η καρδιά σου φλέγεται από την περιέργεια για τον έξω κόσμο, ξέρω τα όνειρά σου κι ας μην μού τα είπες ποτέ φανερά… Εγώ δε θέλω να μείνεις στο μοναστήρι, αν υπάρχει κάτι άλλο που θα σε κάνει πιο ευτυχισμένο. Γιατί θέλω από εκεί πάνω να σε βλέπω ευτυχισμένο, γιε μου. Όπως κάθε πατέρας θέλει για το παιδί του… Γιατί μπορεί να μην σε γέννησα, αλλά σε έθρεψα, Χριστόφορε, και είσαι το αγαπημένο από τα τέκνα μου εδώ μέσα… Αν θελήσεις να φύγεις, θα το κάνεις. Δίχως δεύτερη σκέψη, εντάξει;»
Τρομοκρατημένος ο Χριστόφορος και αδυνατώντας να συγκρατήσει την ταραχή του, έβαλε τα χέρια στα αυτιά του και σφάλισε τα μάτια.
«Δε θέλω να ακούσω τίποτε άλλο, αλήθεια… Φτάνει!» μουρμούρισε και- τρέμοντας- βγήκε από το δωμάτιο σχεδόν τρέχοντας.
Σα βρέθηκε έξω από το κτίριο, έβαλε να τρέχει κατά τα χωράφια και ύστερα πέρα και από αυτά. Ανέβηκε, δίχως να σταματήσει στιγμή, στο γνώριμό του λοφάκι, εκείνο, το αγαπημένο του γέροντα, μέχρι που σκόνταψε σε μία πέτρα και σωριάστηκε κατάχαμα.
Το φεγγάρι, μικρό και κοφτερό, είχε ανατείλει χλωμό και έντυνε τα πάντα με ένα άσπρο, κάπως απόκοσμο φως.
Το σώμα του παλλόταν από το λαχάνιασμά του και από το ανεξέλεγκτο κλάμα που του έκαιγε τα πνευμόνια για να βγει. Οι παλάμες του και τα γόνατά του είχαν ματώσει από το πέσιμο, αλλά ο πόνος της ψυχής του ήταν τέτοιος που δεν τον άφηνε να νιώσει τίποτε άλλο.
Άνοιξε το στόμα και τα χείλη κουνήθηκαν άναρθρα στην αρχή.
Ύστερα, σαν σανίδα που τη σπάνε στα δύο, ξέσπασε και ξεσπάθωσε. Έβαλε μία κραυγή πονεμένη, από τα βάθη του στήθους του, που αντήχησε στους γύρω λόφους και στα βράχια. Έσκισε τα πνευμόνια του να φωνάζει, μέχρι που του τελείωσε η ανάσα και ζαλίστηκε.
Ξέπνοος, έβαλε ένα δυνατό, απαρηγόρητο κλάμα αμέσως μετά. Έκλαψε όπως δεν είχε κλάψει ποτέ του, οι λυγμοί του να τον πνίγουν.
Δεν ήξερε τι του έφταιγε περισσότερο. Η αλήθεια για τους γονείς και την οικογένειά του; Αυτά τα παλιο-νομίσματα, που φρόντιζαν για την ήσυχη συνείδηση του πατέρα του; Η ιδέα ότι δεν ανήκει εκεί που πάντα πίστευε; Ή ότι ο παππούλης τον προετοίμαζε για τα χειρότερα;
Το μυαλό του ήταν ανταριασμένο, δεν μπορούσε να σκεφτεί καθαρά και τίποτα. Ήξερε μόνο ότι πονούσε παντού και ότι αν μπορούσε θα σταμάταγε να νιώθει εκείνη ακριβώς τη στιγμή.
Ήταν κακός γιος για όλους όσους τον είχαν αναστήσει.
Ανάξιος, δειλός.
Ή τουλάχιστον έτσι ένιωθε.
Έκλαιγε μέχρι που κουράστηκε. Δεν ήξερε πόση ώρα είχε περάσει, ούτε και τον ένοιαζε. Δεν είχε το κουράγιο να σηκώσει καν το κεφάλι από το χώμα.
Πόσο κακό είχε κάνει και τα υπέφερε όλα αυτά;
Η απάντηση άστραψε στο μυαλό του τρομακτική.
«Ο Φιλήμων… Η δολοφονία του Φιλήμονα!»
Πανικόβλητος, ανασηκώθηκε απότομα. Έτρεμε σύγκορμος, αλλά έπρεπε να βρει τη δύναμη να γυρίσει πίσω. Έπρεπε να πει στον παπούλη αυτή την αμαρτωλή αλήθεια για το δολοφόνο Μιχαήλ, έστω και τόσα χρόνια μετά!
«Χριστόφορε! Χριστόφορε, πού είσαι;» ακούστηκε η φωνή του Στέφανου από μακριά, ραγισμένη. «Τρέχα, Χριστόφορε, ο παππούλης έπαθε κρίση!»
Παραπατώντας και γλιστρώντας, ο ξανθός νεαρός δε χρειάστηκε άλλη παρακίνηση. Σηκώθηκε και άρχισε να ροβολάει κατά τη μονή, οι πληγές του να τον τσούζουν αφόρητα, τώρα, που τις φύσαγε ο αέρας.
Έπεσε πάνω στο Στέφανο στην είσοδο και έριξε ένα-δυο καθίσματα στο διάβα του κατά το δωμάτιο του ηγουμένου.
Στην πόρτα στεκόταν ο Θεόφιλος και ο Σωτήριος, χλωμοί και αμίλητοι, οι οποίοι παραμέρισαν ξαφνιασμένα στο θέαμα του αναμαλλιασμένου και γρατζουνισμένου φίλου τους.
Μέσα, ο αδελφός Γεώργιος διάβαζε πένθιμα κάποια ευχή, ενώ ο γιατρός ανακάτευε βιαστικά κάποιο γιατρικό σε μία φιάλη. Ο γέροντας, απόκοσμα χλωμός, γύρισε κατά το Χριστόφορο με αργές κινήσεις.
Ο νεαρός έπεσε στο πλευρό του, ακουμπώντας το κεφάλι του στο στήθος του άντρα που τον μεγάλωσε.
Η αγωνία τον έπνιγε, δεν ήξερε πώς να βάλει τις σκέψεις του σε μία σειρά. Τι να πρωτοπεί;
«Σ’ ευχαριστώ…» του ψιθύρισε και τον κοίταξε στα μάτια.
«Εγώ σε ευχαριστώ, γιε μου…» ψιθύρισε και ο γέροντας και έβαλε τα χέρια του στο κεφάλι του νεαρού.

Ο Χριστόφορος έκρυψε το κεφάλι του στο στέρνο του άντρα και αφέθηκε στα δάκρυά του. Δεν κατάλαβε ότι, ένα λεπτό μετά, ο «παππούλης» του είχε αφήσει την τελευταία του πνοή.


Vittoria Mantegna