Ιστορίες από τις Αστρικές Αυτοκρατορίες - Ιστορία 4: Ένα συνηθισμένο ταξίδι (Κεφάλαιο 7 - ΤΕΛΟΣ) - "Τελευταίος σταθμός"


          Στη γέφυρα επικρατούσε συγκρατημένη αισιοδοξία. Είχαν περάσει τρεις μέρες, κανένας δεν είχε προσπαθήσει να τους σταματήσει και πλησίαζαν πια στην Κίρα. Από τα μηνύματα φίλων σε άλλα σκάφη είχαν μάθει ότι τους αναζητούσαν παντού σε όλες τις εμπορικές διαδρομές. Η πορεία που είχε χαράξει ο πλοηγός τους όμως, ήταν έξω από κάθε λογική διαδρομή. Οι Ραδονιανοί τους είχαν επικηρύξει ως φυγόποινους και απαιτούσαν μέσω του Διαστρικού Συμβουλίου να συλληφθούν σε όποιο τομέα εντοπιζόντουσαν. Η εταιρεία επέμενε πως είχε χάσει την επαφή με το σκάφος.

Όταν θα έφταναν στην Κίρα, το σίγουρο ήταν πως θα είχαν «θερμή» υποδοχή. Είχε προσπαθήσει να το συζητήσει με τη Ναρήινα, αλλά αυτή περιοριζόταν να λέει:
«Έχε πίστη! Όλα θα πάνε καλά».
 Ο Δημήτριος ήταν συνέχεια στο πλευρό τής Αλεξάνδρας και απέφευγε να κυκλοφορήσει στο σκάφος. Σε κάθε περίπτωση δεν ήξερε τι να του πει. Η Κλέισα ήταν η μόνη που επισκεπτόταν κάπως συχνά το ζευγάρι, συνήθως για να βοηθήσει τη Ναρήινα. Από αυτή μάθαινε για την ανάρρωση της Αλεξάνδρας. Θα χρειαζόταν αρκετό καιρό νοσηλεία και σοβαρές ιατρικές φροντίδες για τις πληγές και τα τραύματα, αλλά δε διέτρεχε κίνδυνο.


Προσπαθούσε να βάλει σε τάξη τα αρχεία του σκάφους αλλά ήταν μάταιο. Δεν υπήρχαν εταιρικές διαδικασίες που να προβλέπουν τέτοιες καταστάσεις. Αν και οι εταιρικοί κανονισμοί ήταν το τελευταίο από τα προβλήματά τους, αν έκρινε από τα μηνύματα που συνέχιζε να δέχεται το σκάφος τόσο από τις διάφορες Αρχές όσο και από γνωστούς που ανησυχούσαν. Βέβαια δεν είχαν τολμήσει να απαντήσουν σε κανένα, ούτε να επικοινωνήσουν με τον έξω κόσμο από φόβο μήπως προδοθεί η πορεία τους. Και ενώ γίνονταν όλα αυτά, αυτός δεν μπορούσε να βγάλει από το μυαλό του τη συζήτηση με την Κλέισα. Είχε μια πολύ καλή ιδέα για τη συζήτηση που θα είχαν. Τα σημάδια τα έβλεπε εδώ και καιρό, αλλά δεν είχε επιτρέψει στον εαυτό του να ανταποκριθεί. Είχε τις αρχές του, λάτρευε την ανεξαρτησία του, το διάστημα ήταν το σπίτι του, το πλήρωμα η οικογένειά του. Από την άλλη, όμως...
Άκουσε τη φωνή του πλοηγού να λέει με μια δόση περηφάνιας:
«Καπετάνιε, μπορούμε να μπούμε στο εγγύς διάστημα της Κίρα, μόλις δώσετε εντολή! Φτάσαμε!»
«Δώσε μου λίγο χρόνο και θα σας πω εγώ πότε ακριβώς». Σηκώθηκε και πήγε να βγει από τη γέφυρα. Τον σταμάτησε ο πιλότος. 
«Καπετάνιε, απλά να ξέρεις. Δεν έχουμε αρκετά καύσιμα πια για να ξαναμπούμε στο βαθύ διάστημα. Αν βγούμε στην Κίρα, θα είναι ο τελευταίος σταθμός μέχρι να ανεφοδιαστούμε». Κούνησε καταφατικά το κεφάλι, το περίμενε αυτό.
Πήγε γρήγορα στην καμπίνα της Ναρήινα. 
«Φτάσαμε» της είπε. «Αλλά ελπίζω να ξέρεις τι κάνεις, γιατί δεν μπορούμε να φύγουμε. Εδώ είναι το τέλος της διαδρομής, όπως και να ‘χει».
«Ελπίζω να πάνε όλα καλά, κάναμε ό,τι μπορούσαμε. Πάμε, θέλουν να σε δουν» του είπε και τον οδήγησε στο αυτοσχέδιο αναρρωτήριο, όπου ήταν η Αλεξάνδρα και ο Δημήτριος. Μόλις μπήκαν στράφηκαν προς το μέρος τους. Από την Αλεξάνδρα φαινόταν μόνο το πρόσωπό της κι αυτό γεμάτο επιδέσμους. Τα μάτια της τον κοίταξαν και του χαμογέλασε αχνά. 
«Ευχαριστούμε» ψιθύρισε αδύναμα. Ο Δημήτριος του έσφιξε θερμά το χέρι. 
«Σε λίγο οι δρόμοι μας χωρίζουν. Ό,τι και να συμβεί θα σας είμαστε πάντα ευγνώμονες και σας ευχαριστούμε πολύ. Μακάρι να μπορέσουμε να σας το ξεπληρώσουμε κάποια στιγμή».
«Σας εύχομαι να βρείτε την ευτυχία που σας αξίζει» τους είπε και επέστρεψε στη γέφυρα.


«Είμαστε έτοιμοι για την Κίρα» είπε. Με ένα ελαφρύ τράνταγμα βγήκαν από το βαθύ διάστημα και μπήκαν στο εγγύς διάστημα της Κίρα. Δεν πρόλαβαν να περάσουν παρά ελάχιστες στιγμές, πριν ανάψουν οι οθόνες επικοινωνιών. Έκανε ένα νεύμα στην Κλέισα και αυτή πέρασε την εποπτεία της Κίρα στην κεντρική. 
«Μ. Τύχη ΙΙ, ακολουθήστε την πορεία που σας στέλνουμε! Θα σας συνοδεύσουν περιπολικά, μέχρι τον σταθμό πρόσδεσης. Αν δε συμμορφωθείτε, θα ανοίξουν πυρ!»
«Καπετάνιε, μας προσεγγίζουν με ταχύτητα περιπολικά!» φώναξε ο πιλότος. 
«Ακολούθησε την πορεία που μας δώσανε κι άσε να μας συνοδεύσουν. Κλέισα, μην απαντήσεις σε κανένα μήνυμα! Κάνουμε ό,τι μας λένε, αλλά χωρίς να απαντήσουμε!»
«Εντάξει, καπετάνιε, κατάλαβα!» του απάντησε.
Τα περιπολικά τους προσέγγισαν και τα ακολούθησαν. Η ώρα μέχρι να φτάσουν στον πλανήτη τούς φάνηκε ατελείωτη. 
«Μας πάνε στον πολεμικό τους σταθμό!» είπε ο πιλότος. Κανείς άλλος δε μίλησε. Τώρα θα σοβάρευαν αληθινά τα πράγματα. Ο σταθμός τούς υπέδειξε το σημείο πρόσδεσης κι ο πιλότος ξεκίνησε τους ελιγμούς με ασυνήθιστη προσοχή. Παρατήρησε ότι τα περιπολικά παρέμεναν κοντά τους.
«Πάω στην είσοδο να τους υποδεχθώ. Παρακαλώ να είστε όλοι ψύχραιμοι και να μην δώσετε καμιά αφορμή, εντάξει;»
Βρέθηκε στην πόρτα μαζί με τον υπεύθυνο φόρτου, καθώς ολοκληρωνόταν η πρόσδεση στον σταθμό. Οι θύρες άνοιξαν και αμέσως όρμησαν μέσα οπλισμένοι στρατιώτες. Δεν πρόλαβαν να πουν κουβέντα, καθώς οι στρατιώτες με φωνές και με τα όπλα προτεταμένα τους έσπρωχναν προς τη γέφυρα. Άλλοι άρχισαν να απλώνονται σε όλο το σκάφος. Ευτυχώς παρά τις διαμαρτυρίες και την αγριότητα των στρατιωτών δεν έγινε κάποιο δυσάρεστο συμβάν.
Στη γέφυρα γρήγορα μάζεψαν όλο το πλήρωμα. Είδε και τη Ναρήινα, αλλά ούτε ίχνος από το καταζητούμενο ζευγάρι. Προτίμησε να μην τους σκέφτεται. Οι στρατιώτες τούς ανάγκασαν να γονατίσουν με τα χέρια στο κεφάλι. Σαν αιχμάλωτοι πολέμου, σκέφτηκε. 
«Σας παρακαλώ...» πήγε να πει αλλά μια αξιωματικός τον έκοψε με άγρια φωνή.
«Σκασμός!»
 Η Κλέισα τον κοίταξε με αγωνία. Τους κράτησαν έτσι αρκετή ώρα. Κάποιοι ασχολούνταν με τα αρχεία του σκάφους. Έβαλαν τον πλοηγό να τους αναλύσει την πορεία τους. Κάποια στιγμή σήκωσαν την Κλέισα. Πήγε να σηκωθεί αλλά κρατήθηκε. Δε θα της έκανε καλό μια αντίδρασή του.
Κάποια στιγμή άκουσαν φωνές και μπήκαν στη γέφυρα αξιωματικοί και κάποιοι ακόμα στρατιώτες. Μια αξιωματικός με διαφορετική στολή από τους άλλους στάθηκε μπροστά του. Του έκανε νόημα και σηκώθηκε. 
«Είσαι ο καπετάνιος;» τον ρώτησε. 
«Μάλιστα» απάντησε ψυχρά. 
«Λοιπόν; Τι έχεις να πεις;» είπε με αυστηρή φωνή. Ένιωσε τα βλέμματα όλων να στρέφονται πάνω του. Είχε έρθει η στιγμή που θα έκλεινε αυτή η υπόθεση. Με τι συνέπειες, θα το διαπίστωναν σε λίγο. Απλά έλπιζε να είχαν κάποια βαρύτητα, όσα θα έλεγε. 
«Δεν ξέρω...» ξεκίνησε να λέει, αλλά η αξιωματικός τον έκοψε σηκώνοντας απότομα το χέρι. Το πρόσωπό της σκοτείνιασε.
 «Πρόσεξε! Αν υποψιαστώ έστω και στιγμή ότι με περνάς για χαζή, θα εύχεστε όλοι να μην είχαμε συναντηθεί, συνεννοηθήκαμε;» είπε αργά και απειλητικά. Κούνησε καταφατικά το κεφάλι. Πήρε βαθιά ανάσα. 
«Εντάξει, εγώ τα σχεδίασα όλα» είπε και η φωνή του βγήκε πολύ πιο σταθερή απ’ ό,τι περίμενε. «Εγώ έφερα τους λαθρεπιβάτες, ξεγέλασα την εταιρεία, χρησιμοποίησα το πλήρωμα, διέταξα την αλλαγή πορείας και έδωσα εντολή να μην απαντάνε στα μηνύματα». Φωνές έκπληξης ακούστηκαν, αλλά με ένα νεύμα της αξιωματικού όλοι σώπασαν. Αισθάνθηκε μια παράξενη ηρεμία, ένα βάρος έφυγε από πάνω του. 
«Κι εσύ τι είχες να κερδίσεις; Πόσα πήρες;» τον ρώτησε σχεδόν ειρωνικά. Σκέφτηκε τι πιστευτό θα μπορούσε να πει, αλλά το μετάνιωσε. Έτσι κι αλλιώς δεν είχε νόημα, η τιμωρία του αυστηρή θα ήταν. Πήρε βαθιά ανάσα. 
«Δεν το έκανα για χρήματα! Το έκανα γιατί...» κόμπιασε λίγο «...γιατί ήταν το σωστό. Κάθε αξιοπρεπής άνθρωπος το ίδιο θα έπρεπε να κάνει. Και ξέρεις κάτι; Αδιαφορώ τι θα μου κάνετε, μου φτάνει που ξέρω πως έχω δίκιο κι έχετε άδικο». Η αξιωματικός τον κοίταξε διερευνητικά. 
«Δηλαδή θες να μου πεις πως κανείς εδώ μέσα δεν είχε ανάμιξη; Κανείς δεν ήταν συνένοχός σου;»
«Έτσι ακριβώς! Κανείς από το πλήρωμα δεν ήξερε κάτι και ό,τι έκαναν ήταν δικές μου διαταγές. Εγώ έχω την πλήρη και αποκλειστική ευθύνη.» Η Κλέισα τον κοίταζε παρακλητικά και τα μάτια της είχαν βουρκώσει. Συγγνώμη, σκέφτηκε μέσα του, που δε θα μπορέσω να σου προσφέρω αυτό που θα θέλαμε κι οι δύο. Η αξιωματικός συνοφρυώθηκε. Με ένα νεύμα της, σήκωσαν όρθια τη Ναρήινα. 
«Και αυτή εδώ;» ρώτησε πάλι η αξιωματικός δείχνοντάς τη. «Ούτε αυτή είχε σχέση με την υπόθεση;»
«Ούτε αυτή, κατά σύμπτωση βρέθηκε στο σκάφος και τη χρησιμοποίησα ως γιατρό, τίποτε άλλο. Είναι, όπως και οι άλλοι, αθώα» είπε σταθερά και ψύχραιμα κοιτάζοντας συνέχεια τη Ναρήινα στα μάτια. Αυτά τα υπέροχα χρυσά μάτια που έλαμπαν όσο μιλούσε. Ήξερε να είναι θαρραλέος, όταν έπρεπε. Κρίμα που δε θα είχαν την ευκαιρία να ξανακάνουν εκείνη τη συζήτηση.
Το πρόσωπο της αξιωματικού είχε κοκκινίσει. Και ξαφνικά ξέσπασε σε τρανταχτά γέλια. Το πλήρωμα κι αυτός είχαν μείνει άναυδοι. Οι στρατιώτες δεν έδειχναν να παραξενεύονται και οι άλλοι αξιωματικοί γελούσαν διακριτικά. Η Ναρήινα είχε σκύψει το κεφάλι και κρυφογελούσε. Το πρόσωπό του είχε πάρει μια έκφραση απορίας. Η αξιωματικός έκανε ένα νεύμα και άφησαν και τους υπόλοιπους να σηκωθούν. Οι στρατιώτες άρχισαν να φεύγουν από τη γέφυρα. 
«Συγγνώμη, αγαπητέ μου» είπε εύθυμα η αξιωματικός. Κρατήθηκα σε όλες τις βλακείες που μου αράδιασες, αλλά να ακούσω να λες τη Ναρήινα αθώα, εκεί δεν μπόρεσα να κρατηθώ». Αγκάλιασε τη Ναρήινα που είχε έρθει δίπλα τους. «Αυτή που τη βλέπεις, το μικρό της δαχτυλάκι και μόνο είναι πιο ένοχο απ’ όλους τους πειρατές του διαστήματος. Καλά τα κατάφερες, καλή μου, η Ελεάνα περιμένει να σε συγχαρεί. Ανοίξτε μου γραμμή στην εποπτεία, παρακαλώ» είπε και η Κλέισα έτρεξε να το κάνει. «Εδώ επικεφαλής της έρευνας στο “Μ. Τύχη ΙΙ”, ενημερώστε τους Ραδονιανούς ότι το σκάφος ερευνήθηκε εξονυχιστικά και δε βρέθηκε τίποτα αντικανονικό. Θα τους γίνει σύσταση να μην ταξιδεύουν με ελαττωματικές επικοινωνίες. Αν δεν έχουν κάτι άλλο θα τους αφήσουμε να φύγουν. Τέλος». Στράφηκε στο μέρος του. «Πάντως στη θέση σας, θα απέφευγα τη Ραδόνια για πολύ καιρό. Ίσως και για πάντα» είπε και του έκλεισε το μάτι. 
«Μα, νόμιζα...» πήγε να πει, αλλά τον σταμάτησε η Ναρήινα. 
«Είσαι έξυπνος άνθρωπος. Μπορείς να καταλάβεις κάποια πράγματα, θα σε συμβούλευα να τα ξεχάσεις όλα. Η ευγνωμοσύνη μας είναι δεδομένη και κάποια στιγμή θα τη δεις. Άσε αυτό το ταξίδι πίσω σου και συγκεντρώσου σε αυτά που έχουν σημασία». Ένευσε προς την Κλέισα που περίμενε. «Είσαι καλός άνθρωπος... και γενναίος. Ήταν τιμή μου» είπε και έφυγαν.
Κοίταξε γύρω του. Όλοι ήταν έκπληκτοι και μουρμούριζαν. Η Κλέισα έτρεξε στο πλάι του. Της έκανε νόημα να περιμένει. 
«Μην κοιτάτε σαν χαζοί. Φεύγουμε αμέσως, έχουμε ένα φορτίο να παραδώσουμε στον εμπορικό σταθμό και μετά έχετε όλοι δυο μέρες άδεια. Εννοείται πως ήταν ένα συνηθισμένο και ήσυχο ταξίδι, έτσι παιδιά;» είπε με νόημα. Επιδοκιμασίες ακούστηκαν από όλους. «Πιστεύω μπορείτε να τα καταφέρετε χωρίς εμένα για λίγο, έχω κάποια πράγματα να τακτοποιήσω, θα είμαι στην καμπίνα μου» είπε και έφυγε από τη γέφυρα.

Λίγο λίγο το σκάφος έβρισκε τους κανονικούς του ρυθμούς. Έκλεισε την πόρτα και κάλεσε την εταιρεία. Ως συνήθως ο πρόεδρος δεν ήταν διαθέσιμος. Δεν τον χρειαζόταν έτσι κι αλλιώς. 
«Πείτε στο διοικητικό συμβούλιο» είπε στη γραμματέα «ότι θα δεχτώ αμέσως εκείνη τη θέση που έχουμε συζητήσει. Και έχω ήδη επιλέξει και τη βοηθό που θα χρειαστώ. Σας στέλνω αμέσως τα σχετικά στοιχεία... Ναι, είμαι βέβαιος πως συμφωνεί ο πρόεδρος σε όλα. Τους χαιρετισμούς μου». Έκλεισε τη γραμμή και χαμογέλασε. Είχε φτάσει στον τελευταίο του σταθμό.

                                               

Τέλος

Μιχάλης Κοτσαρίνης