Η καρδιά σε θυμάται (Κεφάλαιο 10) – “ ΜΙΑ ΣΤΙΓΜΗ ”

Τα σώματά μας θα χαθούν, θα σβήσουν, από μας θα μείνη μέχρι της συντελείας των αιώνων αυτό το "σε αγαπώ" που σου ψιθύρισα στις ώρες τις πιο κρυφές - Νίκος Εγγονόπουλος
Λίγο νωρίτερα είχαν επιστρέψει και οι άντρες του σπιτιού. Άκουσαν φασαρία από την κουζίνα και κάποιον να τραγουδά. Η καρδιά του Ιάσονα φτερούγισε... Χωρίς να χάσει χρόνο, έτρεξε αμέσως στην κουζίνα όπου την είδε να τραγουδά και να χορεύει. Όταν κόντεψε να πέσει, δεν περίμενε! Έτρεξε στο μέρος της και την βοήθησε. Δεν μιλούσαν, απλά κοιτούσαν ο ένας τον άλλον... Κάνεις δεν έκανε κίνηση να χαλάσει την επαφή. Ο Ιάσονας είχε χαθεί στα μάτια της, που σαν μαγνήτης τον καλούσαν. Θα τους παρομοίαζες σαν δυο εφήβους που συναντιούνται για πρώτη φορά. Δυο εφήβους που ερωτεύονται με την πρώτη ματιά...
Ο Γιάννης χαιρέτησε την Λένα δίνοντας της ένα ζεστό φιλί κι έπειτα στράφηκε προς το ζευγάρι. Ήξερε εν μέρει τι είχε συμβεί, η Λένα όμως του είχε ζήτησε να μην αναφερθεί ποτέ στο συγκεκριμένο θέμα. Έβλεπε την Μελίνα και, όσο θυμόταν την εικόνα της εκείνο το βράδυ, ήθελε να τα διαλύσει όλα και να σκοτώσει το κάθαρμα που την έφερε σε αυτήν την κατάσταση. Δυστυχώς, κανείς τους δεν μπόρεσε να τον τιμωρήσει. Ο υπαίτιος ήξερε καλά τι έκανε. Τους είχε όλους στο χέρι και ο φόβος μιας πιθανής αποκάλυψης τους κρατούσε δέσμιους. Ο Γιάννης μπορεί να μην ήξερε από πού προέρχονταν οι απειλές, αλλά ο υπαίτιος φρόντιζε και συνεχίζει να φροντίζει να του υπενθυμίζει πως μπορεί να τους καταστρέψει πολύ εύκολα.
«Ας τους αφήσουμε μόνους...» πρότεινε ο Γιάννης και η Λένα με τον Πέτρο συμφώνησαν κι αποχώρησαν από την κουζίνα αφήνοντάς τους.
«Εγώ...» ξεκίνησε εκείνη με κομμένη κυριολεκτικά την ανάσα. «Παραπάτησα και...» προσπαθούσε να δικαιολογηθεί.
«Σταμάτα!» την πρόλαβε, πλησίασε το πρόσωπο του κοντά στο δικό της και δεν περίμενε ούτε στιγμή. Έβαλε το χέρι του πίσω στο σβέρκο της και ένωσε τα χείλη τους σε ένα αργό και τρυφερό φιλί.
Η Μελίνα άνοιξε το στόμα της και η γλώσσα του αναζήτησε την δική της. Όταν συναντήθηκαν ξεκίνησαν τον δικό τους χορό... Ξέχασαν τα πάντα. Τον τσακωμό τους, τις έγνοιες τους και απλά αφέθηκαν σε αυτό το το φιλί...
Τα χέρια της τυλιχτήκαν γύρω από τον λαιμό του, ανασηκώθηκε λίγο στις μύτες των ποδιών της για να τον φτάσει καλύτερα και εκείνος γέλασε μέσα από το φιλί τους με την παιδική της αντίδραση. Έτσι έκανε πάντα, σαν μικρό παιδί, από την αρχή της σχέσης τους. Συνέχιζε να την φιλά, ενώ το χέρι του χάιδευε απαλά την πλάτη της και εκείνη δειλά είχε μπλέξει τα δάχτυλα της μέσα στα μαλλιά του τραβώντας τα απαλά. Απομάκρυνε απρόθυμα τα χείλη του για να πάρουν και οι δυο μια ανάσα. Αν μπορούσε δεν θα την άφηνε... Τα μάτια του καρφώθηκαν για ακόμα μια φορά στα δικά της. Αχ, μάγισσα, τι μου έχεις κάνει; σκέφτηκε από μέσα του και ένα αχνό χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη του.
Μάγισσα την αποκαλούσε. Μάγισσα που κατάφερε μόνο με ένα βλέμμα της να κερδίσει την καρδιά του και να την κάνει ολοκληρωτικά δικιά της. Καμία γυναίκα δεν είχε καταφέρει να μπει στην καρδιά του. Και η Μελίνα δεν χρειάστηκε καν να προσπαθήσει. Δεν
χρειάστηκε να γίνει σαν αυτές τις κοπέλες που δεν δίσταζαν να γδύνονται και να βάφονται υπερβολικά για να του τραβήξουν το ενδιαφέρον. Η Μελίνα είχε φυσική ομορφιά, μια φρεσκάδα που δεν χρειαζόταν τίποτα.
Όταν την είδε πρώτη φορά στην εκδήλωση, εντυπωσιάστηκε από την κομψή της εμφάνιση. Ένα λιτό, μακρύ, λευκό φόρεμα αγκάλιαζε το σώμα της αναδεικνύοντας τις υπέροχες καμπύλες της. Δεν ήταν βαμμένη και τα μαύρα μαλλιά της έπεφταν κυματιστά στους ώμους της... Ένα βλέμμα της μόνο ήταν αρκετό για να του κλέψει την καρδιά. Από εκείνη την στιγμή είχε αποφασίσει πως θα την έκανε δική του και βγήκε αληθινός. Η αγάπη του για εκείνη ήταν και είναι πολύ μεγαλύτερη και από τον θυμό που, εδώ και δυο χρόνια, έχει κυριεύσει την ψυχή του. Τώρα είχε έρθει πια η στιγμή να ακούσει ξανά την καρδιά του, γιατί εκείνη δεν ξεχνά... Όσα χρόνια, όσες φουρτούνες και να περάσουν η καρδιά δεν ξεχνά και πάντα θυμάται. Έτσι είναι η καρδιά!
«Τραγουδάς πολύ όμορφα...» της είπε άξαφνα, βάζοντας μια τούφα από την χαλασμένη πλέον κοτσίδα της πίσω από το αυτί της. Εκείνη δάγκωσε το κάτω χείλος της από αμηχανία.
«Αλήθεια; Εμένα μου φάνηκε σαν να φώναζα!» είπε χαμογελώντας.
Του είχε λείψει η χαρούμενη πλευρά της και, αυτήν την στιγμή, την έβλεπε ξανά! Γελούσε... Το χαμόγελο της φώτιζε το πρόσωπο της κι εκείνου την καρδιά!
«Δεν θα σου έλεγα ψέματα, μάτια μου!» είπε κλείνοντας την στην σφιχτή αγκαλιά του, το δικό της καταφύγιο. «Εμπιστεύσου με, μάτια μου...» ψιθύρισε αδύναμα. Εκείνη τον άκουσε και ένα ανεξήγητο τρέμουλο την έπιασε. Τον εμπιστευόταν, ήθελε να του μιλήσει, αλλά φοβόταν. Δεν θα άντεχε να πάθει κάτι. Με το να μην μιλά νόμιζε πως τον προστατεύει. Προτιμούσε να την τιμωρεί και να της φέρεται άσχημα από το να διακινδυνεύσει πάθει κάτι εκείνος. Δεν θα το επέτρεπε αυτό...
Έμειναν αγκαλιά μέχρι η φωνή της αδερφής της να τους διακόψει. Απομακρύνθηκαν όταν εκείνη μπήκε φουριόζα μέσα στην κουζίνα για να ελέγξει το φαγητό.
«Συγγνώμη, παιδιά, αλλά το φαγητό...» είπε ένοχα. Δεν ήθελε να τους διακόψει. Λίγα λεπτά νωρίτερα τους είχε δει να φιλιούνται και μέσα της έκανε πάρτι, αλλά έπρεπε να δει και το φαγητό.
Ο Ιάσονας γέλασε και στράφηκε ξανά προς την Μελίνα. Ήταν άλλος άνθρωπος, χάρις στην Μελίνα. Θα γινόταν ξανά ο Ιάσονας που πρώτο ερωτεύθηκε.
Τύλιξε το χέρι του πίσω από την μέση της και την έφερε κοντά του. Άφησε ένα απαλό φιλί στο μέτωπο της και μαζί βγήκαν στην βεράντα. Η Μελίνα ένιωθε ξανά χαρούμενη. Αυτά τα λίγα λεπτά που πέρασε μαζί του ένιωσε ξανά ζωντανή.
Μια ώρα αργότερα έτρωγαν όλοι μαζί στην βεράντα. Γελούσαν, αναπολώντας τις παλιές και ευτυχισμένες ημέρες. Ξαφνικά το τηλέφωνο του Ιάσονα χτύπησε, με το όνομα της Κατερίνας να αναγράφεται καθαρά στην οθόνη. Το έπιασε στα χέρια του και το βλέμμα του καρφώθηκε στην Μελίνα που τον κοιτούσε λυπημένη. Είχε δει πως ήταν η Κατερίνα...

«Απάντησε το, είναι κρίμα να περιμένει...» Άφησε το πιρούνι της κάτω και, ζητώντας συγγνώμη, σηκώθηκε από το τραπέζι ενώ μια αμήχανη σιωπή επικράτησε...
Αναστασία Αλεξίου