Ο Όντραν κοιτούσε το ποτήρι του με κενό βλέμμα. Ο Νιλς
και η Ντέιλφ καθόταν στο απέναντι μαρμάρινο κάθισμα, συζητώντας για κάτι που
δεν τον ενδιέφερε να ακούσει. Ο κόσμος είχε βγει από ώρα στους δρόμους και η
δυνατή μουσική των αυλών και των τυμπάνων έσχιζε τη μελαγχολία της νύχτας που
έπεφτε. Ο Μπόα είχε φύγει από ώρα, χαιρετώντας τους ανιψιούς του με μια ψυχρή
χειραψία. Αδυνατούσε να βγάλει από το μυαλό του τον τρόπο που ο Μπόα τον είχε
κοιτάξει, λέγοντας ψυχρά: «Εις το
επανειδείν»
Ξαφνικά σταμάτησε να βρίσκει ενδιαφέρον στο άδειο από ώρα
ποτήρι του. Σήκωσε το κεφάλι του και το βλέμμα του αγκιστρώθηκε ασυνείδητα στο
παράθυρο που έβλεπε στο δωμάτιο της Φιντέλμα. Εκείνη ήταν εκεί, παρακολουθώντας
την γιορτή που λάμβανε χώρο κάτω από τον πύργο. Πότε πότε μειδίαζε ονειροπόλα,
και τότε ήταν που ένιωθε την καρδιά του να χτυπάει λίγο πιο δυνατά από το
συνηθισμένο. Η Ευχή στράφηκε στον ουρανό, παρατηρώντας τα αστέρια να
ξεπροβάλλουν αχνά μέσα από τα σύννεφα. Τα χείλη της κινήθηκαν αργά, σαν να
έλεγε κάτι. Έπειτα τα μάτια της χαμήλωσαν πάνω του. Τράβηξε απότομα το βλέμμα
του και το άφησε να περιηγηθεί στους κοσμοπλημμυρισμένους δρόμους της Τόρθαϊ.
Κοίταξε πάνω από τον αριστερό του ώμο και η ματιά του
έμεινε εκεί. Μία γυναικεία φιγούρα καθόταν στο δρόμο που ερχόταν από την είσοδο
της πόλης και τον κοιτούσε. Φορούσε μπλε μανδύα που κάλυπτε το μισό της
πρόσωπο, έτσι που φαινόταν μόνο τα γκρίζα μάτια της.
«Νιλς…» είπε στον ξάδελφό του. «Ποια είναι αυτή; Την
ξέρεις; Την έχεις ξαναδεί;» ρώτησε δείχνοντας διακριτικά προς το δρόμο.
«Πρώτη φορά την βλέπω. Επισκέπτρια θα είναι» απάντησε
αδιάφορα.
«Μοιάζει γνωστή… Είμαι σίγουρος ότι την έχω ξαναδεί»
Η γριά γυναίκα
πλησίασε, τραβώντας το βλέμμα της από πάνω του. Πέρασε από μπροστά τους
αδιαφορώντας για την παρουσία τους και χάθηκε στο πλήθος.
Ο Όντραν ακολούθησε νοητά τον δρόμο που άνοιγε η γυναίκα
ανάμεσα στο πλήθος. Σηκώθηκε και την ακολούθησε. Μπήκε στην θάλασσα που
σχημάτιζαν οι κάτοικοι της Τόρθαϊ, χορεύοντας και γλεντώντας. Δύο άντρες
τσούγκρισαν τα ποτήρια τους ακριβώς μπροστά στο πρόσωπό του, κόβοντάς του τον
δρόμο. Κοίταξε δεξιά και αριστερά, δεν την είδε πουθενά. Κάποια στιγμή
αργότερα, το μάτι του πήρε τον μπλε μανδύα στο βάθος. Προχώρησε προς το μέρος
της, αλλά μία γυναίκα του έκοψε τον δρόμο τινάζοντας το ρόδινο πέπλο της
μπροστά στα μάτια του. Τον έπιασε από το χέρι και τον τράβηξε στον χορό, με
αποτέλεσμα να την χάσει ξανά.
Έβρισε μέσα από τα δόντια του και την παραμέρισε
θυμωμένος. Έπειτα από πολλή ώρα, αποφάσισε να εγκαταλείψει και βγήκε με
δυσκολία από τον ασφυκτικό κύκλο που είχαν σχηματίσει οι χορευτές. Άνοιξε την
έξω πόρτα του πύργου με σκοπό να αποσυρθεί στο δωμάτιό του. Άναψε ένα μικρό
κερί για να φωτίσει τον χώρο, και τότε ήταν που είδε την ηλικιωμένη γυναίκα,
κολλημένη στον τοίχο.
«Εσύ!» φώναξε και την έπιασε από τους ώμους πριν προλάβει
να αντιδράσει. Τράβηξε τον μανδύα που κάλυπτε το πρόσωπό της και εκείνη τον
κοίταξε σαστισμένη. «Πώς μπήκες εδώ μέσα; Τι θέλεις;» ρώτησε αλλά δεν πήρε
απάντηση. «Φαίνεσαι γνωστή. Ποια είσαι;»
Η γυναίκα έμεινε αμίλητη. Τα ευγενικά, ατρόμητα, γκρίζα
της μάτια τον κοίταξαν κατάματα.
«Θα έχεις άσχημα ξεμπερδέματα!» την απείλησε.
«Τι συμβαίνει;» ακούστηκε η φωνή του Νιλς στην είσοδο.
«Έχουμε επισκέψεις»
«Τι γυρεύει αυτή η γυναίκα εδώ μέσα;»
«Την ίδια απορία έχω και εγώ»
Η Ντέιλφ φάνηκε πίσω από τον Νιλς. Τα μάτια της έπεσαν
πάνω στην γυναίκα, η οποία τώρα την κοιτούσε επίμονα και εξεταστικά.
«Είναι μεταμόρφωση!» φώναξε. «Είναι μάγος!»
Η ηλικιωμένη μανδυοφόρα γυναίκα στριφογύρισε τα μάτια της
και κατόπιν φώναξε με την στριγκή φωνή της: «Daille!»
Τα πάντα βυθίστηκαν στο σκοτάδι. Ακούστηκαν γρήγορα
βήματα στις σκάλες, και επικράτησε πανικός.
«Τι έγινε;» φώναξε ο Όντραν.
«Έκανε ξόρκι τύφλωσης! Για λίγα δευτερόλεπτα δεν θα
μπορούμε να δούμε» απάντησε η Ντέιλφ.
«Κατάρα!» φώναξε και προσπάθησε να προχωρήσει στα τυφλά,
αλλά σκόνταψε πάνω σε κάτι και βρέθηκε στο πάτωμα με το θώρακα.
Μετά από είκοσι περίπου δευτερόλεπτα, όταν η όρασή τους
επανήλθε, σηκώθηκε φουριόζος και ανέβηκε τα σκαλιά πέντε πέντε. Όταν βρέθηκε
στον όροφό του, η πόρτα ήταν ανοιχτή. Μπήκε μέσα τρέχοντας και βρέθηκε στο
δωμάτιο της Φιντέλμα.
«Το ‘ξερα!» φώναξε μόλις είδε την γυναίκα να κρατά στην
αγκαλιά της την Ευχή.
Όρμησε κατά πάνω της και την ακινητοποίησε. Της έκλεισε
το στόμα και της έδεσε τα χέρια, αγνοώντας τις φωνές και τα κλάματα της
Φιντέλμα.
Ο Νιλς και η Ντέιλφ κατέφτασαν και παρατήρησαν απορημένοι
και έκπληκτοι το σώμα της γριάς γυναίκας που ήταν πια δεμένη και φιμωμένη στο
πάτωμα.
«Δεν τα παρατάς ποτέ, έτσι;» της απηύθυνε το λόγο ο
Όντραν. Εκείνη έμεινε αμίλητη στο πάτωμα, να τον κοιτά άφοβα κατά πρόσωπο.
«Ποια είναι;» ρώτησε η Ντέιλφ.
«Ποιος είναι,
θες να πεις» είπε ο Όντραν. «Ο καλός μας φίλος, ο Γουάφ. Ο οποίος τελικά δεν
είναι και τόσο έξυπνος»
Ο Νιλς πλησίασε και κοίταξε την γυναίκα με απορία και
κάποιο ίχνος δέους. «Ο Γουάφ;» ρώτησε.
«Έλα, βοήθησε με να τον μεταφέρω» απάντησε απλά ο Όντραν.
Οι δυο τους βγήκαν από το δωμάτιο κρατώντας τον
μεταμφιεσμένο μάγο από το κεφάλι και τα πόδια. Τον μετέφεραν στο τελευταίο
δωμάτιο του διαδρόμου και τον απίθωσαν στην πολυθρόνα. Η Ντέιλφ κοιτούσε την
ηλικιωμένη γυναίκα – μάγο με ανάμεικτα συναισθήματα.
«Αποκάλυψε τον αληθινό σου εαυτό!» διέταξε ο Όντραν.
«Δεν μπορεί» απάντησε για λογαριασμό του μάγου η Ντέιλφ.
«Πρέπει να πει το ξόρκι»
«Χμ…» σκέφτηκε ο Όντραν. «Τότε ίσως είναι καλύτερα να
μείνεις έτσι. Δεν με πειράζει. Δεν έχω όρεξη να έρθω αντιμέτωπος με άλλο ένα
από τα κόλπα σου»
«Εμένα με συγχωρείτε» είπε η Ντέιλφ και έτρεξε στη
Φιντέλμα.
Η Ευχή έκλαιγε απαρηγόρητη. Μόλις η κοπέλα μπήκε στο
δωμάτιο, έτρεξε κοντά της. Έπεσε στην αγκαλιά της και έκλαψε ελεύθερα στον ώμο
της.
«Ηρέμησε…» την καθησύχασε.
«Τι θα του κάνουν;» ρώτησε μέσα από τα αναφιλητά της.
«Δεν ξέρω»
«Σε παρακαλώ, Ντέιλφ! Πείσε τους να τον αφήσουν ελεύθερο!
Δεν θα αντέξω αν του κάνουν κακό!»
«Για ποιο λόγο είναι εδώ;»
Η Φιντέλμα την κοίταξε με τα κόκκινα, κλαμένα της μάτια.
Δεν απάντησε.
«Σε παρακαλώ, πες μου. Δεν μπορώ άλλο τα ψέματα»
«Θα σου πω, αλλά σε παρακαλώ πρώτα μίλησέ τους… Πες τους
να μην τον πειράξουν! Εσένα θα σε ακούσουν!»
Η Ντέιλφ χάιδεψε τα μαλλιά της και έφυγε. Στάθηκε στην
πόρτα του δωματίου. Ο Νιλς και ο Όντραν ψιθύριζαν κάτι μεταξύ τους.
«Μην τον πειράξετε» είπε αποφασιστικά. Οι δύο άντρες
στράφηκαν προς το μέρος της απορημένοι. «Υποσχεθείτε μου ότι δεν θα του κάνετε
κακό»
«Πρέπει να τιμωρηθεί κάπως» απάντησε σκληρά ο Όντραν.
«Γιατί; Τι είναι αυτό το τόσο κακό που έχει κάνει και δεν
μπορείτε να του συγχωρήσετε;»
Ο Όντραν γύρισε και κοίταξε τον μάγο. Ο Νιλς δεν πήρε τα
μάτια του από πάνω της.
«Υποσχέσου μου ότι δεν θα τον πειράξετε» του είπε η
Ντέιλφ.
«Η απόφαση είναι στα χέρια του Όντραν» απάντησε ο Νιλς,
μα τα μάτια του ήταν γεμάτα αμφιβολίες.
«Πες μου έναν λόγο για να μην τον πειράξω» μίλησε ο
Όντραν φέρνοντας το χέρι στο μικρό στιλέτο του.
«Γιατί μου το ζήτησε η Φιντέλμα» είπε με ειλικρίνεια
εκείνη.
«Τι σε κάνει να πιστεύεις ότι θα ακούσω επειδή απλά το
ζήτησε εκείνη;» ρώτησε.
Η Ντέιλφ τον κοίταξε με βλέμμα ατσάλινο. Γύρισε να φύγει,
μα το βλέμμα της έμεινε καρφωμένο στο δικό του μέχρι που βγήκε από το δωμάτιο.
Ο Όντραν κοίταξε τον μεταμορφωμένο μάγο που καθόταν
δεμένος και ακίνητος, παρακολουθώντας τη σκηνή. Τράβηξε την καρέκλα και κάθισε
απέναντί του. Το πρόσωπο της ηλικιωμένης γυναίκας ήταν ατάραχο.
«Έχω μία πρόταση για σένα» ανακοίνωσε χαμηλόφωνα.
Ιωάννα Τσιάκαλου