Κυνηγώντας το Στέμμα (Κεφάλαιο 62) - "Υπερηφάνεια ή Επιβίωση;"

Κίεβο, Οκτώβριος 1021

Ο Καταραμένος είναι νεκρός.
Ο φονιάς του αδερφού μου είναι νεκρός.
Είναι νεκρός.
Νεκρός.
Το οποίο σημαίνει πως ήρθε η ώρα του απόλυτου χάους.
Όταν η ζωή  ενός ηγεμόνα τερματίζεται, ο λαός είναι υποχρεωμένος να βροντοφωνάξει: «Ο Μεγάλος Πρίγκιπας πέθανε. Ζήτω ο Μεγάλος Πρίγκιπας!», σηματοδοτώντας με αυτό τον τρόπο τη λήξη μιας βασιλείας, και την έναρξη μιας άλλης. Μα, στην προκειμένη περίπτωση η δεύτερη πρόταση είναι επικίνδυνη και ως εκ τούτου απαγορευμένη για τους πολίτες του Κιέβου˙ κανείς δεν ξέρει ποιος θα διαδεχτεί τον Καταραμένο, και ποιος θα τολμούσε να εικάσει, γνωρίζοντας ότι μια λανθασμένη υπόθεση μπορεί να του κοστίσει το κεφάλι;
Φυσικά, ο πρώτος που τολμά να ελέγξει τον παλμό  του μονάρχη, και με μακάβριο ύφος να αναγγείλει επίσημα το θάνατό του είναι ο Αλεξάντερ. Φαίνεται κατάπληκτος, και συντετριμμένος με την εθνική τραγωδία, μα ξέρω καλά πως μέσα του πανηγυρίζει. Και μοιάζει… σαν να το περίμενε.
Η συνταρακτική είδηση μεταδίδεται από στόμα σε στόμα, σαν τη φωτιά στα ξερά φύλλα και με τις ίδιες ολέθριες συνέπειες. Και οι πένθιμες καμπάνες δεν αργούν να ηχήσουν…
Πένθιμες καμπάνες ηχούν. Τώρα, όλοι όσοι βρίσκονται στην πόλη θα ξέρουν τι έχει συμβεί.
Αλλά και όλοι όσοι βρίσκονται γύρω από την πόλη.
Ξαφνικά, όλα μπαίνουν στη θέση τους. Βρέθηκε το κομμάτι που ολοκληρώνει το μωσαϊκό του μυστηρίου.
Ο Μιστισλάβ ήξερε πολύ καλά ότι η κατά μέτωπο επίθεση δεν είναι η βέλτιστη μέθοδος για να διεκδικήσει το στέμμα. Οι πιθανότητες επιτυχίας αμφίβολες, και το κόστος αποτυχίας βαρύτατο. Από την άλλη, μια ύπουλη δολοφονία είναι πολύ ασφαλέστερη λύση, αν μεθοδευτεί με προσοχή. Γι’ αυτό έστειλε εδώ τον Αλεξάντερ. Για αναγνώριση του εδάφους και για να ενορχηστρώσει το θεαματικό τέλος του Καταραμένου. Πρώτα βεβαιώθηκε για τη σαθρότητα της αφοσίωσης των βογιάρων και των εξεχόντων συμβούλων. Αισθάνθηκε ασφάλεια σαν συνειδητοποίησε ότι η πλειονότητα θα επιδίωκε να ταχθεί άμεσα με τη μεριά του νικητή, αδιαφορώντας για παλιούς όρκους και υποχρεώσεις. Έπειτα, μήνυσε στο θείο του ότι μπορούσαν να προχωρήσουν ολοταχώς.
Το ολιγάριθμο στράτευμα ταξίδεψε ταχύτατα, και το σημαντικότερο έμεινε απαρατήρητο. Και σήμερα παίχτηκε η τελευταία πράξη στο σχέδιό τους. Καταλυτικός παράγοντας ήταν το κρασί, που αναμφίβολα ήταν δηλητηριασμένο. Κρίνοντας από την ακαριαία δράση, και τον τρόπο θανάτου, λογικά χρησιμοποιήθηκε ακόνιτο: ένα δηλητηριώδες λουλούδι, που προκαλεί αρρυθμία στη λειτουργία της καρδιάς και οδηγηθεί σε θάνατο από ασφυξία, σχεδόν αδύνατο να ανιχνευτεί. Και ο  Μιστισλάβ βρίσκεται ήδη εδώ, στο Κίεβο. Μπορεί να ελέγξει τις εξελίξεις.
Είναι μεγαλοφυές. Ο στρατός δεν είναι ικανός να αντιμετωπίσει ολάκερη τη φρουρά της πόλης, αλλά μετά τον αιφνίδιο θάνατο του Καταραμένου, αμφιβάλλω αν οι στρατιώτες θα υπερασπιστούν τα τείχη με την ίδια αυταπάρνηση. Ποιος θα ηγηθεί; Ποιος θα δώσει τις διαταγές; Η Μίρα; Και ποιος θα την ακούσει; Και στο Κίεβο δεν υπάρχει κανένας από την τάξη των βογιάρων τόσο ισχυρός ώστε να οικειοποιηθεί το στέμμα. Ίσως σε άλλες περιοχές, μα είναι πολύ μακριά για να προκαλέσουν προβλήματα, προς το παρόν.
Εξάλλου ο Μιστισλάβ έχει έναν άσσο στο μανίκι του: είναι ο μεγαλύτερος σε ηλικία γιος του Βλαντιμίρ που έχει παραμείνει στη ζωή. Είναι ο νόμιμος διάδοχος πέραν πάσης αμφιβολίας. Το μόνο που χρειάζεται να κάνει είναι να ισχυριστεί πως η βασιλεία του είναι θέλημα Θεού, και επιταγή των νόμων της πολιτείας και όλοι θα υποκλιθούν μπροστά του. κανείς εδώ δεν ήταν πιστός στον Καταραμένο, πιθανότατα να τον θεωρήσουν σωτήρα, λυτρωτή των δεινών.
Ο θρόνος του  Κίεβου θα του παραδοθεί σε ασημένιο δίσκο.
Και τι θα συμβεί σε μένα;
Πιθανότατα θα με σκοτώσει.
Όχι! Είναι γελασμένος αν πιστεύει ότι θα καταθέσω τα όπλα χωρίς μάχη. Ανάθεμα αν μείνω εδώ, μέχρι να έρθει για να με συλλάβει, λες και είμαι πρόβατο που περιμένει τη σφαγή!
Πρέπει να εξαφανιστώ.
Η Ναντέζντα, δίχως να σκεφτεί δεύτερη φορά την απόφαση της, άρχισε να τρέχει, για να απομακρυνθεί όσο το δυνατόν περισσότερο από τον Αλεξάντερ, από τη Μίρα, από την σκηνή του εγκλήματος. Το σχέδιο διαφυγής είχε ήδη πάρει μορφή στο μυαλό της. Έπρεπε να φύγει από το Κίεβο το γρηγορότερο, γιατί αν βρισκόταν εκεί όταν ο στρατός  του Μιστισλάβ κυρίευε την πόλη, δε θα μπορούσε ποτέ να ξεφύγει. Φοβόταν όμως, ότι οι στρατιώτες θα κινούνταν γρήγορα, και θα επιτίθονταν αιφνιδιαστικά, απ’ όλες τις μεριές στα τείχη της πόλης, σκοτώνοντας όσους έστεκαν σκοπούς ύπουλα, ώστε να μην αφήσουν χρόνο στη φρουρά να συνταχθεί˙ ήταν ο μόνος τρόπος για ένα μικρό στρατό να κερδίσει την άνιση μάχη. Ο Μιστισλάβ προφανώς δε θα περίμενε με σταυρωμένα χέρια να δει ο κόσμος το δικαίωμα του στο στέμμα, θα έκανε τα πάντα για να αλώσει την πόλη˙ στη Ρωσία κυρίαρχος ήταν ο νόμος του σπαθιού, το δίκαιο του πολέμου.
Η Ναντέζντα δεν ήξερε αν ήταν ήδη εγκλωβισμένη μέσα στην πόλη ή αν θα μπορούσε να ξεφύγει. Ίσως όλες τις πύλες να ήταν ήδη υπό τον έλεγχο των πολιορκητών, ίσως πάλι, όχι. Εκείνη έπρεπε να προσπαθήσει.
Επέλεξε λοιπόν να κατευθυνθεί στα βορειοδυτικά, μακριά από το κάστρο, απ’ όπου σίγουρα δε θα μπορούσε να περάσει –θα την εμπόδιζαν οι ίδιοι οι φρουροί του παλατιού– αλλά και μακριά από τα νότια, και τα ανατολικά όπου σίγουρα θα είχε ήδη γίνει επίθεση –η πόλη ήταν πιο ευάλωτη προς τα εκεί. Θα έβγαινε λοιπόν από το περιτειχισμένο Κίεβο και θα ζητούσε καταφύγιο στο δάσος, όπου θα μπορούσε να κρυφτεί, μέχρι να περάσει η καταιγίδα.
Έτρεχε χωρίς να βλέπει μπροστά της, με την ταχύτητα και την αντοχή που θα έτρεχε κάθε άνθρωπος για να σώσει τη ζωή του. Ωστόσο γρήγορα συνειδητοποίησε ότι δεν ήταν η μόνη. Οι πολίτες του Κιέβου έτρεχαν πανικόβλητοι για να αμπαρωθούν στα σπίτια τους. «Έρχεται ο Μιστισλάβ του Τμουτάρακαν!» φώναζαν κάποιοι. Κατάλαβε τότε πως ο επίδοξος ηγεμόνας είχε ήδη επιτεθεί σε κάποιο σημείο και ότι είχε ήδη δηλώσει την ταυτότητά του στους πολίτες. Δεν στάθηκε στιγμή να εκτιμήσει τις συνέπειες. Επέτεινε τις προσπάθειες της να φτάσει στη βορειοδυτική πύλη, στην ασφάλεια, τρέμοντας μήπως οι επιτιθέμενοι είχαν ήδη αποκτήσει τον έλεγχο της. Κάποτε, με την ψυχή στο στόμα, πλησίασε τα ψηλά τείχη της πόλης και τότε ξαφνικά καρφώθηκε στη γη. Η πύλη ήταν ορθάνοιχτη και οι στρατιώτες του Μιστισλάβ να περνούσαν κατά ομάδες. Η φρουρά της πόλης αντιστεκόταν σθεναρά, μα το αποτέλεσμα ήταν αμφίβολο.
Η Ναντέζντα θα μπορούσε να παραδοθεί. Θα μπορούσε να υποταχθεί στον ετεροθαλή αδερφό της  και να εκλιπαρήσει τη συγχώρεσή του. Ίσως να της επέτρεπε να κρατήσει τη ζωή της, αν ήξερε ότι ήταν ταπεινωμένη και ηττημένη.
Αντίθετα εκείνη κρύφτηκε πίσω από ένα αρχοντικό σπίτι και περίμενε να επικρατήσει η μια παρά τάξη ή η άλλη. Παρακολουθούσε την εξέλιξη της μάχης με προσήλωση, χωρίς να λυγίζει. Λεπίδες έκοβαν τη σάρκα του αντιπάλου, λόγχες διαπερνούσαν λαιμούς και θώρακες,  μέλη ακρωτηριάζονταν, κεφάλια αποκόπτονταν από τα σώματά τους κι έπεφταν. Το έδαφος είχε βαφτεί κόκκινο από το αίμα που  έρρεε άφθονο. Ο σωρός των πτωμάτων να αυξανόταν  και για τις δυο πλευρές. Η Ναντέζντα δεν τράβηξε το βλέμμα από το αιματοκύλισμα, περίμενε την τελική έκβαση. Εκείνη θα έφευγε από την πόλη, κι ας χαλούσε ο κόσμος. Δε θα υπέκυπτε. Κάποια στιγμή το πεδίο καθάρισε και η μάχη μετακινήθηκε πιο βαθιά στην πόλη. Οι εχθροί υπερτερούσαν.
Η Ναντέζντα δεν έχασε καιρό, μα έτρεξε ίσια στην αγκαλιά του δάσους. Δε γύρισε να κοιτάξει πίσω˙ ήξερε τι θα έβλεπε: μια πόλη που παραδινόταν στον κατακτητή. Έτρεξε για να σωθεί, όπως ακριβώς είχε κάνει τότε, όταν το Νόβγκορντ το έγλειφαν οι φλόγες, και ο αδερφός της είχε πέσει νεκρός στο πεδίο της μάχης.
Η οδύνη των αναμνήσεων την χτύπησε κατάστηθα. Κι έπειτα την οδήγησε σε σκέψεις. Σε μία σκέψη.
Αναστασία.
Έτσι το είχα βάλει στα πόδια και τότε. Μόνο που τότε, ενώ η μάχη μαινόταν, εγώ άφησα το πτώμα του αδερφού μου να κείτεται αιμόφυρτο στο χιόνι.
Η Αναστασία όμως, είναι ακόμα ζωντανή! Κι εγώ την άφησα έρημη, μόνη. Άθυρμα των διαθέσεων του Μιστισλάβ.
Οι δυνάμεις μου ξαφνικά με εγκαταλείπουν. Μουδιάζω ολόκληρη. Το μυαλό μου κυριεύουν τρομακτικές εικόνες και αποκρουστικά σενάρια. Θα παραμείνει αιχμάλωτη, δε θα ξεφύγει ποτέ από το διαολεμένο κάστρο; Ή μήπως θα απλά θα την πετάξουν στο δρόμο και θα αναγκαστεί να πολεμήσει την πείνα και το κρύο; Και αν… όχι αυτό δεν μπορεί. Ο Μιστισλάβ δε θα τολμούσε να την εκτελέσει, ακόμα και αν πίστευε πως ήταν πιστή στον Καταραμένο. Θα μπορούσε όμως, να διατάξει τη δολοφονία της μέσα στο κάστρο, στα σκοτεινά, κι ύστερα να πει πως αρρώστησε…
Δεν μπορώ να μην αισθανθώ ένοχη. Το σώμα μου γίνεται πηλός και αρπάζομαι από έναν κορμό για να μείνω όρθια. Κοντοστέκομαι.
 Πώς μπόρεσα να φύγω και να μην ξοδέψω ούτε μια σκέψη για χάρη της; Για όνομα του Θεού, αδερφή μου είναι. Ετεροθαλής ναι, εκνευριστική ναι, αλλά αδερφή μου όπως και να ‘χει. Κι εγώ είμαι η μεγαλύτερη. Υποτίθεται πως πρέπει να την προστατεύω.
Ο Γιαροσλάβ δεν σκέφτηκε ποτέ να με αφήσει στη μοίρα μου για να σωθεί αυτός. Με πρόσεχε. Πάντα.
Πώς μπόρεσα να φανώ τόσο εγωίστρια και αναίσθητη; Τόσο ισχυρό είναι το ένστικτο αυτοσυντήρησης; Η  επιτακτική ανάγκη να βάλω χιλιόμετρα ανάμεσα σε μένα και τον εχθρό μου, με έκανε να λησμονήσω οτιδήποτε άλλο;
Το πρώτο πράγμα που ένιωσε ήταν αντρικά χέρια να κλείνουν το στόμα της και να αγκαλιάζουν πνιγηρά τη μέση της και να την τραβούν προς τα πίσω. Αίφνης ένας άντρας οπλισμένος ως τα δόντια εμφανίστηκε  μπροστά της και αρπάζοντας τα χέρια της τα έδεσε με ένα χοντρό σκοινί. Χαμένη στο λαβύρινθο των σκέψεων δεν είχε καταλάβει ότι δυο άντρες την πλησίαζαν απειλητικά παρά μόνο όταν ήταν πια αργά.   
 Όλα συνέβησαν ακαριαία, δεν μπόρεσε να προβάλει την παραμικρή αντίδραση. Ανήμπορη να συλλάβει το γεγονός, παραδόθηκε στα χέρια τους αμαχητί.
«Τώρα;» ρώτησε ο άντρας που στεκόταν μπροστά της το σύντροφο του.
«Στον άρχοντα, ηλίθιε».
Έντρομη, η Ναντέζντα αναγνώρισε τη φωνή του Αλεξάντερ Μπόροβιτς. Θα την πήγαιναν στο Μιστισλάβ. Τότε, ξαφνικά αφυπνίστηκε, και προσπάθησε να ξεφύγει από την ατσάλινη αρπάγη του˙ μάταια, ήταν πολύ πιο δυνατός από εκείνη. Μπόρεσε όμως, να τον δαγκώσει και να ξεγλιστρήσει για λίγο. Προτού όμως βρει τρόπο να πιάσει το στιλέτο στην μπότα της όπως είχε σκοπό, ο άλλος άντρας την εμπόδισε φυλακίζοντας την στη πνιγηρή αγκαλιά του.
Ο Αλεξάντερ της έβγαλε το πέπλο από το κεφάλι της, έκοψε μια λωρίδα και έδεσε με αυτό το στόμα της.
«Ορίστε! Για να μάθεις να φέρεσαι σαν λυσσασμένο σκυλί!» της είπε υποτιμητικά.
Την οδήγησαν πίσω στο Κίεβο, αλλά στη δυτική πύλη, η οποία κρατούσε ακόμα˙ εκεί βρισκόταν ο Μιστισλάβ.
Τον είδε  να στέκεται σ’ ένα λοφίσκο για να εποπτεύει τη μάχη. Φαινόταν υπερήφανος, έτσι όπως έδινε διαρκώς  εντολές στους υποτακτικούς του, με την ατσάλινη πανοπλία του να λάμπει κάτω από το φως του φεγγαριού. Ωστόσο, αυτό που είδε η Ναντέζντα ήταν ένας άνδρας μακριά από το πεδίο μάχης. Ήταν δειλός ως το κόκκαλο. Ή απλά  υπερβολικά επιφυλακτικός. Με έναν τρόπο που δεν επιτρέπεται σε έναν ηγεμόνα.
Οι δεσμοφύλακές της την έσυραν μπροστά του, αφού της αφαίρεσαν το φίμωτρο. Την έσπρωξαν προς το μέρος του, πιστεύοντας ότι θα παραπατήσει και θα σωριαστεί. Μα εκείνη ταλαντεύτηκε μεν, αλλά ισορρόπησε αμέσως. Στάθηκε ευθυτενής μπροστά του, καρφώνοντας τον με το καθάριο βλέμμα της.
Εκείνος την εξέτασε από πάνω μέχρι κάτω.  Κι εκείνη η παλιά οργή που είχε νιώσει, όταν ανακάλυψε ότι αγνοώντας τις ρητές εντολές του το είχε σκάσει σαν φυγάς μέσα στη νύχτα επέστρεψε δριμύτερη.
«Έχω ακούσει ότι είθισται να υποκλίνεται κανείς, όταν παρουσιάζεται σ’ ένα μονάρχη».
«Δεν έχεις στεφθεί ακόμη», αντέταξε εκείνη.
«Υποκλίσου αδερφή! Και υποτάξου στην εξουσία μου.»
Η Ναντέζντα κάγχασε. «Δεν πρόκειται να γονατίσω σε κάποιον που δεν είναι παρά άλλος ένας τιποτένιος διεκδικητής του στέμματος. Δεν είσαι ηγεμόνας, αδερφέ. Δεν έχεις το σεβασμό ούτε την αφοσίωσή μου. Είμαι πριγκίπισσα με τη δική μου ιδιότητα. Με θες ταπεινωμένη, υποταγμένη στο θέλημα σου, μα δε θα σου κάνω τη χάρη. Την εξουσία σου δεν την αναγνωρίζω». 
Τα καστανά μάτια σκούρυναν, στένεψαν, άστραψαν από θυμό. «Υποτάξου, ή Πέθανε…» άρθρωσε αργά και καθαρά, η απειλή να πλανάται στη φωνή του.
Εκείνη δεν απάντησε, παρά τον κοίταξε με πλήρη καταφρόνηση και απαξίωση. Κι έπειτα τον έφτυσε κατά πρόσωπο.
Θαρρείς και ήθελε να επιβεβαιώσει τα λόγια του αφέντη του, ο δεύτερος άντρας του ο οποίου το όνομα η Ναντέζντα αγνοούσε, την πλησίασε από πίσω, γράπωσε τη μέση της, και πίεσε την κοφτερή λεπίδα του στον τρυφερό λαιμό της. «Μια λέξη σας κύριε, και είναι νεκρή».
Τα βλέμματά των ετεροθαλών αδερφών γεμάτα ένταση συναντήθηκαν. Ο Μιστισλάβ διάβασε μέσα στα σμαραγδένια μάτια την καταφρόνηση, την αλαζονεία μα όχι το φόβο. Παρά την ξεκάθαρη απειλή για τη ζωή της, η υπερηφάνεια της Ναντέζντα παρέμενε αδάμαστη. Στεκόταν ακόμα μπροστά του αλύγιστη και αξιοπρεπής, λες και δε διαισθανόταν τον κίνδυνο που διέτρεχε.
Κι εκείνη με τη σειρά  της διέκρινε εναργώς στο βλέμμα του ότι –παρόλο που υποτίθεται ήταν οικογένειά της– δε  θα δίσταζε λεπτό να την σκοτώσει. Και πώς η στάση της του ήταν ακατανόητη. Γιατί δε γονάτιζε; Γιατί δεν υποτασσόταν; Γιατί δεν εκλιπαρούσε για τη ζωή της; Τη θεωρούσε παράφρονα, και πράγματι, μπορεί να ήταν. Αυτήν την στιγμή η Ναντέζντα δε θα το αρνούταν.
«Εμπρός καν’ το! Δώσε την εντολή. Αποτελείωσέ με. Ξέρεις πολύ καλά πως δε φοβάμαι το θάνατο. Δεν είμαι δειλή, σε αντίθεσή με σένα!»
Τα λόγια της τον ερέθισαν, πυροδότησαν ένα θυελλώδες ξέσπασμα. Τυφλός από θυμό κατάφερε ένα άγριο χτύπημα στο πρόσωπό της. Το κεφάλι της μούδιασε, και καθώς ο υποτακτικός του Μιστισλάβ δεν την κρατούσε πια, έπεσε στο  χώμα. Μα, ο επίδοξος μονοκράτορας δεν είχε ικανοποιηθεί αρκετά. Σαν την είδε ευάλωτη μπροστά του, άγρια ένστικτα ξύπνησαν, η ανάγκη να την εκδικηθεί που τον είχε εξευτελίσει και τότε και τώρα. Την κλότσησε στο στομάχι, κι εκείνη διπλώθηκε στα δυο από τον πόνο. Την κλώτσησε ξανά,  κι αυτή την φορά δεν σταμάτησε. Θα τη χτυπούσε αλύπητα μέχρι να σπάσει το πείσμα, το πνεύμα, και την ανυπότακτη φύση της.
Κάπως έτσι εκπνέουν οι επαναστάσεις…
Η μητέρα μου θα ήταν περήφανη.


Σοφία Γκρέκα