Βαθιά μέσα στα
σκοτάδια του κόσμου οι τρεις απόκοσμες μορφές είχαν συγκεντρωθεί γύρω από ένα
στρογγυλό πέτρινο τραπέζι. Στη μέση του βρισκόταν ένας τεράστιος μεταλλικός
δίσκος, γεμάτος με ένα μαύρο υγρό. Το κοκαλιασμένο χέρι στάθηκε από πάνω του
και με το γαμψό της νύχι ξεκίνησε να αναδεύει το υγρό του δίσκου. Τη στιγμή
εκείνη ένας μικρός μεταλλικός σβόλος αναδύθηκε μέσα από το σκοτεινό περιεχόμενο
του δίσκου διαγράφοντας και εκείνος κύκλους, μιμούμενος την κίνηση του χεριού
της Νόρμας. Το Παρελθόν συνέχισε να ανακατεύει για πολύ ώρα το μαύρο υγρό, ενώ
το Παρόν και το Μέλλον στέκονταν δίπλα του σκεπτικά. Λίγη ώρα αργότερα, μέσα
στον δίσκο άρχισαν να καθρεπτίζονται τα πρόσωπά μας.
Του Θοδωρή, του Παναγιώτη αλλά και το δικό μου. Ήταν η κατάρα της λήθης. Σε λίγες μέρες όλα τα αγαπημένα μας πρόσωπα θα διέγραφαν από το μυαλό τους την ύπαρξή μας για πάντα καθιστώντας με αυτόν τον τρόπο τη δολοφονία και εξαφάνισή μας μία εύκολη υπόθεση. Η σιωπή βάραινε ακόμη περισσότερο την ατμόσφαιρα. Ωστόσο η φωνή του Παρελθόντος την έσπασε.
Του Θοδωρή, του Παναγιώτη αλλά και το δικό μου. Ήταν η κατάρα της λήθης. Σε λίγες μέρες όλα τα αγαπημένα μας πρόσωπα θα διέγραφαν από το μυαλό τους την ύπαρξή μας για πάντα καθιστώντας με αυτόν τον τρόπο τη δολοφονία και εξαφάνισή μας μία εύκολη υπόθεση. Η σιωπή βάραινε ακόμη περισσότερο την ατμόσφαιρα. Ωστόσο η φωνή του Παρελθόντος την έσπασε.
«Τέλος» είπε. «Τώρα
κανείς δεν θα τους θυμάται πια».
Το Μέλλον την
πλησίασε διστακτικά.
«Δεν είναι σωστό να
επεμβαίνεις στον χρόνο. Μην ξεχνάς πως ο τίτλος που μας δόθηκε ήταν εκτός από
διαχειρίστριες του χρόνου, δικαστές του κόσμου. Αυτό που διέπραξες μόλις τώρα
ήταν άδικο» είπε το Μέλλον.
«Αλλά δίκαιο για
τον Αφέντη. Τον νόμιμο Αφέντη του κόσμου» αντέτεινε το Παρελθόν. «Ωστόσο, αν τα
παιδιά ζήσουν, θα τους χαρίσω τις αναμνήσεις. Κάνοντας περισσότερο κακό, καμία
απολύτως κατάσταση δε βελτιώνεται. Μην ξεχνάτε όμως τον πρωταρχικό μας στόχο,
που δεν είναι άλλος από το να ανέβει ο Αφέντης στην εξουσία. Στον έναν και
μοναδικό θρόνο που εξουσιάζει και τους τέσσερις μαζί. Τον θρόνο του Πέρατου,
όπου βασιλεύει ο Μέγας Δημιουργός» τελείωσε το Παρελθόν.
«Έχω δει κομμάτια
του μέλλοντος» σφύριξε μέσα από τα δόντια του το Μέλλον. «Θα είναι λαμπρό. Θα
ξεκινήσουμε από το σπαθί. Το σπαθί της Δύναμης».
Τη στιγμή που
τελείωνε τη φράση, ένας δυνατός θόρυβος ακούστηκε και η τεράστια πέτρινη πόρτα
άνοιξε αφήνοντας μία μικρή υποψία φωτός να μπει μέσα. Στη θέα της αμυδρής
αχτίδας οι Νόρμες μόρφασαν.
Δέκα κουκουλοφόροι βρίσκονταν παρατεταγμένοι κι
ακίνητοι μπροστά τους. Άξαφνα όλα τα βλέμματα στράφηκαν σε μία ακόμη μορφή που
διέσχιζε την αίθουσα αργά. Το ανάστημά της ήταν ψηλόλιγνο και τα μακριά ξανθά
μαλλιά της έπεφταν ανάλαφρα στους ώμους της. Με το ένα χέρι τράβηξε το κουρέλι
που κάλυπτε το πρόσωπό της, αποκαλύπτοντας εκείνο της Σύλιας. Της ξαδέρφης του
Θοδωρή. Όλοι έμειναν να την κοιτούν εμβρόντητοι, όταν ο ήχος από το ειρωνικό
χειροκρότημα του Παρελθόντος, τους επανέφερε στην πραγματικότητα.
«Χίλια μπράβο,
Όθων. Χάρη στο υπέροχο ταλέντο μου της μεταμόρφωσης τους έστειλες όλους
κατευθείαν στον σκαμμένο λάκκο» είπε με τα σαπισμένα δόντια της να εμφανίζονται
τις στιγμές που χαμογελούσε.
Με ένα χτύπημα των
δαχτύλων της, η μορφή της κοπέλας έδωσε τη θέση της σε ένα παραμορφωμένο και
σωματώδες ξωτικό, το οποίο μύριζε λαίμαργα τον αέρα, σημάδι πως έπρεπε να
ικανοποιήσει τη σαρκοφάγα του επιθυμία. Την κατάρα της πείνας και μάλιστα
σύντομα, προτού επιτεθεί σε δικό του στρατιώτη.
Ένας ήχος από
σπάσιμο κοκάλων ακούστηκε και το θήραμα εκτινάχθηκε από τα χέρια του Μέλλοντος
κατευθείαν στο στόμα του απόκοσμου ξωτικού.
«Τα κουνέλια και τα
πτηνά είναι μια πολύ καλή αλλά προσωρινή λύση της ανάγκης σου για σάρκα.
Σύντομα θα εισβάλλουμε στο Λευκό Βασίλειο. Τότε το αίμα των ξωτικών θα σε
βοηθήσει σιγά σιγά να ανακτήσεις την πρότερη μορφή σου» είπε το Παρελθόν.
Oι στρατιώτες κάγχασαν σιγανά, ενώ το Μέλλον καθόταν μελαγχολικά στον θρόνου
του καθώς τα δεσμά του, όπως και των άλλων δύο αδελφών, δεν του επέτρεπαν να
κινηθεί πέραν του χώρου της αίθουσας. Τα μάτια του είχαν καρφωθεί στην αδύναμη
αχτίδα φωτός που ξεπρόβαλε πίσω από την ανοιχτή πόρτα.
«Αυτές οι όμορφες
ηλιαχτίδες! Σαν πινέλα προικισμένου ζωγράφου, δίνουν χρώμα και ζωντάνια στη φύση.
Μονάχα να μπορούσα να αντικρίσω το απαλό και παιχνιδιάρικο ροζ του ουρανού την
στιγμή της ανατολής. Τη στιγμή που ο κόσμος κοιμάται γλυκά και όλα γύρω είναι
γαλήνια» συλλογίστηκε ενώ σκύβοντας το κεφάλι, προσπάθησε να κρύψει ένα δάκρυ
που κυλούσε αργά στο παραμορφωμένο πρόσωπό της.
Κραυγές νίκης
ακούστηκαν από παντού, ενώ οι πολεμιστές με αναμμένες δάδες στο χέρι, ξεκίνησαν
να σκάβουν τη γη. Μπορεί να τους έπαιρνε πολύ χρόνο, αλλά το μόνο σίγουρο ήταν
πως θα αιφνιδίαζαν για τα καλά το Βασίλειο του Έλυον.
Ένας παγερός αέρας
διαπέρασε το κορμί του. Παρακολουθούσε τον Ρίβερ Σέιν καθώς τίναζε τον
φθινοπωρινό του μανδύα, δίνοντας με αυτόν τον τρόπο το σήμα στη φύση πως η
εποχή άλλαζε. Ο Χειμώνας είχε έρθει. Ωστόσο ο θρόνος του μεγάλου του αφέντη
παρέμενε κενός και μισοκατεστραμμένος. Ο Ρόουεν και ο Ρίβερ Σειν κοιτούσαν
λυπημένα την άδεια θέση, εντούτοις ο Τζίλτα, ο Θεός – αρχηγός, τους είπε σε
τόνο αυστηρό.
«Αδέρφια μπορούμε
και χωρίς Εκείνον. Θέλω να το βάλετε καλά στο μυαλό σας αυτό. Ο Σούλφους είναι
τυπικά νεκρός για όλους μας. Τώρα πια η φυλή μου, τα παιδιά των άστρων, θα
κληθούν να τον αντιμετωπίσουν. Οι Θεοί ό,τι και να γίνει θα παραμείνουν
ουδέτεροι. Νομίζω πως ήμουν ξεκάθαρος σε αυτό από την αρχή» τελείωσε.
Τη στιγμή εκείνη,
ο Ρίβερ Σέιν τον πλησίασε.
«Δεν μπορούμε να
κρυβόμαστε για πάντα. Οι καιροί γίνονται μέρα με τη μέρα πιο σκοτεινοί κι ο
κόσμος μάς έχει ανάγκη. Οι προσευχές του γίνονται κάθε μέρα και πιο πολλές. Δεν
έχουν πού αλλού να στραφούν για βοήθεια. Μονάχα σε εμάς τους δημιουργούς τους».
Ο Τζίλτα κάρφωσε τα
σμαραγδένια του μάτια στον αδερφό του.
«Έχουμε δώσει ήδη
αρκετά εφόδια στις φυλές. Είναι καθαρά στο δικό τους χέρι να τα προστατέψουν,
έτσι ώστε να τα χρησιμοποιήσουν για την ώρα της ανάγκης. Πάραυτα υπάρχει μία
Προφητεία. Μιλά για χρόνια σκοτεινά. Για το λυκόφως των Θεών και την ημέρα που
το Άβατο δε θα μπορέσει να αρνηθεί στον κόσμο την οποιαδήποτε βοήθεια, καθώς θα
κληθεί κι εκείνο να πολεμήσει για τη σωτηρία του. Μέχρι όμως να έρθει εκείνη η
ημέρα, έχω σφραγίσει τις Πύλες του Βασιλείου μας» τελείωσε και αποσύρθηκε στο
εσωτερικό του Βασιλείου του.
Οι τρεις τους
έβλεπαν το Άβατο σαν έναν επίγειο παράδεισο, τον οποίο έπρεπε με κάθε τρόπο να
κρύψουν και να προστατέψουν. Κάθε παράδεισος όμως έχει και το κρυφό του αγκάθι.
Αυτό δεν ήταν άλλο από το βασίλειο του Σούλφους που δέσποζε ερειπωμένο πλέον
κοντά στον υπέροχο καταρράκτη με τα κρυστάλλινα νερά.
Η ατμόσφαιρα που
επικρατούσε στο κρησφύγετο του Κιουσέ, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί στην
καλύτερη περίπτωση αμήχανη. Ο Ορλάντο με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος αδημονούσε
για την πολυπόθητη θετική απάντηση βοήθειας από τη μεριά του Άραβα, ενώ ο
Μιχάλης είχε δηλώσει πως θα επιθυμούσε να μην ενοχληθεί από κανέναν για την
επόμενη ώρα καθώς απολάμβανε το τελευταίο του γεύμα. Αυτό ήταν ένα κομμάτι ψωμί
με λίγη γαλοπούλα, που κουβαλούσε στο σακίδιο του μέρες τώρα και παρακαλούσε να
μην ήταν χαλασμένο. Ο Κιουσέ παίρνωντας μια βαθιά εισπνοή έκανε σήμα στον
Ορλάντο να τον ακολουθήσει.
«Ο μόνος λόγος που
δέχομαι είναι γιατί μελλοντικά φοβάμαι και για τη δική μας ακεραιότητα, παρά το
γεγονός πως με ανησυχεί ο τρόπος με τον οποίο θα γίνει η ανακοίνωση στους
δικούς μου συνεργάτες. Νομίζω πως καταλαβαίνεις κάπου μέσα στην τρέλα σου πως
αυτό που μας ζητάς είναι αδύνατον» του είπε με τόνο σοβαρό.
Το ξωτικό τον
κοίταξε νευριασμένα.
«Τι σου είναι τόσο
δύσκολο; Να συνεργαστείς με άλλους ανθρώπους για το κοινό καλό; Ο χρόνος κυλά
γρήγορα κι ο Μαύρος Άρχοντας περιμένει την κατάλληλη στιγμή. Υπάρχει μία ιστορία
στον κόσμο μου που μιλά για τη σχέση των ουράνιων φαινομένων με τις δυνάμεις
της Γης. Πότε ήταν η τελευταία φορά σε ετούτον τον κόσμο που υπήρξε η πλήρης
ευθυγράμμιση των άστρων;» είπε ο Ορλάντο.
Ο Κιουσέ κάγχασε.
«Ξωτικό ή ό,τι άλλο
είσαι, σε παρακαλώ, έλα στα λογικά σου. Δε γνωρίζω και δεν ενδιαφέρομαι για
τους μύθους του φανταστικού σου κόσμου. Εδώ εμείς οι απλοί κοινοί θνητοί, δεν
ασχολούμαστε με αστρολογίες και μαντείες» του είπε με βλέμμα ποτισμένο στην
ειρωνεία.
Τη στιγμή εκείνη ο
Ορλάντο εξαγριωμένος τον άρπαξε από τον λαιμό και άρχισε να τον σφίγγει.
«Πρόσεχε πώς μου
μιλάς και πίστεψέ με θα έπρεπε να ξέρεις την απάντηση στην ερώτησή μου. Την
ημέρα της πλήρους στοίχισης των άστρων ο ήλιος τη σελήνη θα κοιτά κατάματα. Στη
Γη ετούτη θα επικρατούν και οι τέσσερις εποχές ταυτόχρονα, ανάλογα με το μέρος
στο οποίο βρίσκεσαι. Αν ο Σούλφους γνωρίζει ετούτον τον μύθο, και με κάποιον
τρόπο μπορέσει να επαληθεύσει τα λόγια
του, τότε θα ξέρει πού ακριβώς να βρεθεί ώστε να κλέψει τις δυνάμεις της Γης.
Αυτό δεν πρέπει να συμβεί με τίποτε. Στον λαιμό του κρέμεται ένα μικρό κομμάτι
ενός μενταγιόν, σημάδι της ανώτερης θεϊκής κληρονομιάς του. Ωστόσο δίχως τα
υπόλοιπα κομμάτια δεν μπορεί να γίνει υπέρτατος Θεός. Ετούτος είναι και ο λόγος
που χρειάζεται τις δυνάμεις αυτές. Θα του δώσουν το κλειδί της υπόλοιπης
κληρονομιάς και τότε αποχαιρέτα τον κόσμο σου μια για πάντα. Θα ζεις αιώνια σαν
ένας ακόμη σκλάβος του δίχως καμία προσωπική βούληση» τελείωσε το ξωτικό.
Ακούγοντας για ώρες
τις συζητήσεις και διαφωνίες τους ο Κάτα αποφάσισε να απομακρυνθεί για λίγο από
το σπήλαιο-κρησφύγετο κατευθυνόμενος μακριά από το στρατόπεδό τους. Ο Μιχάλης,
ο οποίος παρατήρησε τις αμήχανες κινήσεις του, αποφάσισε να τον ακολουθήσει.
Τον βρήκε να κάθεται μονάχος του σε ένα αυτοσχέδιο πέτρινο παγκάκι και να
ατενίζει το απόλυτο κενό της ερήμου που απλωνόταν μπροστά του. Δίχως να πει
κουβέντα έκατσε ήσυχα δίπλα του περιμένοντας καρτερικά τη στιγμή που ο νεαρός
πολεμιστής θα αποφάσιζε να του ανοιχτεί λίγο παραπάνω. Πράγματι έπειτα από λίγα
λεπτά ο Κάτα χτυπώντας τον φιλικά στην πλάτη του είπε:
«Ξέρεις σε είχα
υποτιμήσει. Μπορεί λόγω του φόβου σου να μη μιλάς πολύ, ωστόσο οι λίγες
κουβέντες σου εμπεριέχουν μια κάποια ορθότητα. Παρά το γεγονός πως το ρίσκο
είναι εξαιρετικά μεγάλο, συμφωνώ πως αν υπάρχουν κάποιοι που θα μπορούσαν να
μας βοηθήσουν να βρούμε τον τρόπο να φτάσουμε μέχρι την καρδιά των Ηνωμένων
Πολιτειών, αυτοί σίγουρα είναι οι Αμερικάνοι και κυριότερα ο διοικητής των
δυνάμεών τους. Ξέρεις έχω έναν τρόπο για να τους πλησιάσουμε, ωστόσο θα πρέπει
να τον κρατήσεις κρυφό από όλους καθώς κανένας δε γνωρίζει ετούτη την ιστορία» είπε
ο Κάτα και λαμβάνοντας ένα άηχο νεύμα από την πλευρά του Μιχάλη συνέχισε. «Όπως
σας είχα πει και παλαιότερα, δε γεννήθηκα μέσα σε ένα βίαιο περιβάλλον.
Αντιθέτως ο πατέρας μου μου είχε ιδιαίτερη αδυναμία ίσως επειδή ήμουν το
νεότερο μέλος της οικογένειας. Με έπαιρνε σχεδόν παντού μαζί του και
ενδιαφερόταν ιδιαιτέρως για την προσωπική μου μόρφωση, καθώς ήθελε να έχω στο μέλλον
μια τύχη διαφορετική από εκείνον. Φαντάζομαι πως τη στιγμή που ξεστόμιζε ετούτα
τα λόγια δεν πίστευε ποτέ τη μοίρα που μου επιφύλασσε το μέλλον. Το όνειρό μου
κάποτε ήταν να γίνω ιατρός και να βοηθήσω όσο περισσότερο κόσμο μπορούσα.
Μπλέκοντας όμως σε τούτη εδώ την κατάσταση εγκλωβίστηκα και είδα τη ζωή να
φεύγει σαν ένα τρένο δίχως να είμαι εγώ ένας από τους επιβάτες του. Ωστόσο,
ευτυχώς για μένα, οι σωτήρες μου φρόντισαν να με μορφώσουν αρκετά ώστε να μπορώ
να διαβάζω και να γράφω κι έτσι κατευθυνόμενος στην πρωτεύουσα, μπόρεσα να βρω
μερικά βιβλία ιατρικής και να τα μελετήσω. Ο προορισμός μου ήξερα ποιος ήταν. Ο
θάνατος. Εξάλλου χρωστούσα τη ζωή μου στους διασώστες μου. Εντούτοις ένα βράδυ
καθώς επέστρεφα στο κρησφύγετο, διέκρινα από μακριά μία ανθρώπινη φιγούρα
πεσμένη στο έδαφος. Διόλου σπάνια εικόνα καθώς κάθε μέρα σκοτώνονται εδώ.
Πλησιάζοντας περισσότερο, κατάλαβα πως επρόκειτο για κάποιον νεαρό Αμερικανό
στρατιώτη που υπέφερε από τις ανοιχτές πληγές του που αιμορραγούσαν. Στο βλέμμα
του καθρεπτιζόταν ο φόβος και η απελπισία. Τη στιγμή που με αντίκρισε το σώμα
του σταμάτησε να τρέμει. Σαν να ήταν σίγουρος πως το τέλος του είχε έρθει. Παρά
το γεγονός πως είχα ποτιστεί με μίσος εξαιτίας του θανάτου του πατέρα μου αλλά
και των προτύπων με τα οποία είχα μεγαλώσει, μου ήρθε μία κουβέντα στο νου που
μου την είχε διδάξει εκείνος λίγες μέρες πριν σκοτωθεί. “Να σέβεσαι κάθε ψυχή
ετούτου του κόσμου, καθώς όλοι οι άνθρωποι είμαστε ίσοι και έχουμε την ίδια
μοίρα. Ο θάνατος είναι άτεγκτος. Δε χαρίζεται σε κανέναν. Ας κάνουμε λοιπόν τη
ζωή μας όσο καλύτερη μπορούμε βοηθώντας”. Έτσι έσκυψα και σκίζοντας κομμάτια ύφασμα
από αυτά που φορούσα, του έδεσα την πληγή στο πόδι για να σταματήσει η αιμορραγία
και του έδωσα λίγο νερό από το μπουκάλι μου. Δεν είχα κάτι άλλο μαζί μου.
Έπειτα αποχώρησα καθώς τον είχαν εντοπίσει οι δικοί του. Ωστόσο ποτέ του δε με
ξέχασε. Έτυχε να συναντηθούμε τυχαία στην Καμπούλ, όπου μου έκανε ένα νεύμα
βάζοντας το χέρι του στην καρδιά σε δείγμα ευγνωμοσύνης. Αυτόν θα πάμε να
βρούμε» τελείωσε ο Κάτα κι ο Μιχάλης είχε μείνει να τον κοιτά εμβρόντητος από
την υπέροχη ιστορία που κρατούσε καλά κρυμμένη αυτός ο τόσο διαφορετικός
άνθρωπος.
Ιφιγένεια Μπακογιάννη