Κυνηγώντας το Στέμμα (Κεφάλαιο 63) - "Αλλαγή Πορείας"

Ηγεμονία του Κιέβου, Νοέμβριος 1021

Ο Ντιμίτρι μιλούσε ακατάπαυστα. Εξιστορούσε στον Στεφάν τις νυχτερινές του περιπέτειες στο πορνείο του χωριού, απ’ όπου περνούσαν.
Επί δέκα μέρες κάλπαζαν ασταμάτητα για να φτάσουν στο Νόβγκοροντ το συντομότερο δυνατό. Κι όμως, ακόμα δεν είχαν αφήσει πίσω τους την Ηγεμονία του Κιέβου. Τώρα προγευμάτιζαν στην τραπεζαρία του πανδοχείο όπου κατέλυσαν τη  νύχτα κι έπειτα θα συνέχιζαν το ταξίδι τους.  Το γεύμα ήταν φτωχικό, αφού βρίσκονταν πολύ μακριά από την οικονομικά ακμάζουσα πρωτεύουσα μα, οι άντρες έτρωγαν με όρεξη. Αρκούνταν στο ζυμωτό ψωμί, το φρέσκο βούτυρο και το αχνιστό τσάι.

«Αλήθεια σου λέω. Έπρεπε να έρθεις!» αναφώνησε ο Ντιμίτρι και άπλωσε κι άλλο βούτυρο στο ψωμί του.
Ο Στεφάν κατένευσε συγκαταβατικά. Το βλέμμα του μηχανικά καρφωμένο στο παράθυρο, ο λογισμός του έτρεχε αλλού.
«Στεφάν σου μιλάω! Πάψε να με αγνοείς!»
Φυσικά, αν περίμενε ανταπόκριση, απογοητεύτηκε βαθύτατα.
«Για όνομα του Θεού! Τόσο κατάκαρδα πήρες τον επικείμενο θάνατο του θείου σου; Δεν έχεις βγάλει λέξη από τότε που φύγαμε!»
Τότε επιτέλους, κέρδισε την προσοχή του.
«Ντίμα, σταμάτα να λες βλακείες!»
«Μιλάει!» αναφώνησε ειρωνικά ο Ντιμίτρι, παραβλέποντας το απότομο ύφος του φίλου του. «Τώρα, μπορείς να μου πεις ποιο στο καλό είναι το πρόβλημά σου;»
Το πρόβλημα του είχε όνομα. Και το έλεγαν Ναντέζντα.
Ο Στεφάν δεν μπορούσε να τη βγάλει από το μυαλό του. Κοιμόταν και ξυπνούσε με την σκέψη της Ό,τι κι αν έκανε, όπου κι αν βρισκόταν, δυο πράσινα μάτια τον καταδίωκαν. Τα χείλη, η φωνή και το χαμόγελό της, μόνιμοι σύντροφοί του από την στιγμή της αναχώρησής του.
Φοβόταν πως ήταν λάθος να φύγει έτσι, όταν εκείνη είχε δηλώσει την επιθυμία της για το αντίθετο (Είχε πει στ’ αλήθεια ότι δεν ήθελε να φύγει ο Στεφάν, δεν ήταν αποκύημα της φαντασίας του;) Ίσως έπρεπε να είχε σεβαστεί τις αντιρρήσεις της. Είχε άλλωστε, την εκνευριστική ικανότητα να έχει δίκιο σχεδόν πάντα. Κι αν κάτι τρομερό συνέβαινε στη διάρκεια της απουσίας του, κι εκείνος δε βρισκόταν εκεί για να την προστατεύσει; Κι αν ο Αλεξάντερ αποτελούσε μεγαλύτερη απειλή απ’ όσο έδειχνε;
Τότε, αναγκαζόταν να υπενθυμίσει στον εαυτό του πως τίποτα από όλα αυτά δεν ήταν λογικό. Πως η Ναντέζντα ήταν μαχήτρια και δεν τον είχε ανάγκη για προστάτη –του το είχε τονίσει πολλές φορές. Άλλωστε, θα επέστρεφε σύντομα. Δεν υπήρχε λόγος ανησυχίας.
Πολύ θα ήθελε να είχε προλάβει να καθησυχάσει τους όποιους φόβους της. Τον πλήγωνε το γεγονός ότι είχε φύγει χωρίς αντίο. Κι αυτό ήταν το μεγαλύτερο πρόβλημα.
Γιατί ο Στεφάν την είχε δει να κάθεται στο περβάζι του παραθύρου της και να τον παρακολουθεί από μακριά. Κι ήταν τόσο ακίνητη, που θα έλεγε ότι είχε περάσει τόσες ώρες καθήμενη εκεί, που είχε  βαλσαμωθεί στη θέση της.
Αν λοιπόν, εκείνη ήθελε πράγματι να τον δει να φεύγει, γιατί δεν κατέβηκε κάτω να τον αποχαιρετήσει και να του ευχηθεί «καλό ταξίδι»; Περίμενε να το κάνει εκείνος; Άραγε τον μισούσε ακόμα τόσο πολύ, που δεν ήθελε να του δώσει την ικανοποίηση να δείξει ότι νοιαζόταν, έστω και λίγο;
Ο Στεφάν δεν ζητούσε πολλά.  Δεν ζητούσε την αγάπη και την συγχώρεσή της –είχε αποδεχτεί πως ανήκαν στη σφαίρα του μεταφυσικού– μονάχα μια υγιή και πολιτισμένη σχέση. Ζητούσε από εκείνη να πάψει να του φέρεται, σαν να ήταν υποχρεωμένος να ακολουθεί πιστά το θέλημά της, και να αναγνωρίσει πως κι εκείνος είχε δικαιώματα και ανάγκες.
Έστρεψε το βλέμμα στο φίλο του που τον κοιτούσε εξεταστικά. Ακόμα περίμενε απάντηση. ΄
«Δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα, Ντίμα» είπε όσο πιο πειστικά μπορούσε. «Όλα είναι καλά».
«Στίβα…» ξεκίνησε ο Ντιμίτρι, που χρησιμοποιώντας το χαϊδευτικό που μόνο ο στενός οικογενειακός κύκλος είχε το δικαίωμα να χρησιμοποιεί, «ξέρεις ότι μπορείς να μου μιλήσεις. Σε ξέρω από παιδί. Ξέρω πότε είσαι καλά, και πότε όχι. Και ποτέ, δεν σε ξανάδα τόσο χάλια».
Μα πώς θα μπορούσε ο Στεφάν να του ανοίξει την καρδιά του; Ο Ντιμίτρι δεν γνώριζε τίποτα για την περίπλοκη σχέση του με τη Ναντέζντα. Ήταν το μοναδικό που δεν είχε αποκαλύψει ποτέ στον στενό του φίλο.
«Γυναίκα είναι στη μέση;» εξακολούθησε απτόητος.
«Ντίμα, πρέπει να φύγουμε. Έχουμε καθυστερήσει ήδη  υπερβολικά. Το μόνο που με απασχολεί είναι να φτάσουμε στο Κίεβο προτού τα φτύσει ο Μπορισλάβ. Γιατί τότε ολόκληρο το ταξίδι θα έχει γίνει για το τίποτα και αυτό ομολογώ ότι δε θα το αντέξω».
«Μάλιστα. Χαίρομαι που είχαμε αυτή την εποικοδομητική συζήτηση και πού φτάσαμε πραγματικά στη ρίζα του προβλήματος. Ας το επαναλάβουμε, καμιά φορά, ε;»
Ο Στεφάν τον αγριοκοίταξε και αμίλητος σηκώθηκε. Έπρεπε πια να φύγουν.
Και τότε, άκουσε.
«Αλήθεια σας το λέω πατριώτες! Πέθανε ο Καταραμένος. Δόξα σοι Κύριε, αγιασθήτω το όνομά σου!»
Απορροφημένοι από τη συζήτησή τους, οι δυο ταξιδιώτες δεν είχαν αντιληφθεί την άφιξη ενός καλοντυμένου άντρα. Ήταν έμπορος γουναρικών και ταξίδευε προς το Πόλοτσκ για να πουλήσει εκεί την πραμάτεια του. Τώρα, τρώγοντας λαίμαργα λίγη ξαναζεσταμένη σούπα που είχε περισσέψει από το δείπνο της προηγουμένης, συνομιλούσε με τον πανδοχέα και τη γυναίκα του, κι έλεγε τα πιο απίστευτα πράγματα.
«Τι είναι αυτά που λες; Πέθανε; Πώς πέθανε;» παρενέβη ο Στεφάν, πλησιάζοντας τους.
«Θέλημα Κυρίου! Σωριάστηκε νεκρός μόλις βγήκε από την εκκλησία της Αγίας Σοφίας, πριν από λίγες μέρες. Ο Θεός δεν άντεξε τη βλασφημία της παρουσίας του και τον κατακεραύνωσε!» αποκρίθηκε θριαμβευτικά, μ’ ένα χαμόγελο ως τ’ αυτιά. Αναστέναξε. «Βέβαια, κάποιοι κακόβουλοι επιμένουν πως ήταν δηλητήριο», συμπλήρωσε μασώντας τα λόγια του. Τα σωθικά του Στεφάν ανακατεύθηκαν.
«Γιατί να το πουν αυτό;»
Ο έμπορος τους εξιστόρησε όλα τα γεγονότα της άλωσης του Κιέβου από τον Μιστισλάβ του Τμουτάρακαν. Έδωσε έμφαση στο γεγονός ότι κάποιοι έβλεπαν με κακό μάτι το πόσο βολικά  είχαν έρθει όλα για τον Μιστισλάβ. Το πώς έτυχε να βρεθεί νεκρός ο Καταραμένος την στιγμή που εκείνος εξαπέλυε επίθεση. Βέβαια, όπως τόνισε επανειλημμένα, ο ίδιος το θεωρούσε έκφραση της Θείας Βούλησης και τρανή απόδειξη του ότι ο Μιστισλάβ Βλαντιμίροβιτς ήταν ο νόμιμος και δίκαιος ηγεμόνας της Ρωσίας. Είχε στεφθεί Μεγάλος Πρίγκιπας για να τους λυτρώσει από την τυραννία του Σβιατοπόλκ.
«Είσαι σίγουρος πως είναι εστεμμένος;» ρώτησε ο Στεφάν προσπαθώντας να κρύψει τον πανικό στη φωνή του.
«Εγώ δεν πιστεύω λέξη. Σαν παραμύθι ακούγεται! Τι ψεύτικες φήμες διαδίδεις;» διέκοψε ένας άλλος θαμώνας.
Ο αγγελιαφόρος των εξελίξεων όμως, με καλόβολο ύφος αντέταξε ότι δεν επρόκειτο για φήμες. «Μου το ‘γραψε ο αδερφός μου. Είναι ιδιοκτήτης χρυσοχοείου στο Κίεβο. Και ναι, ήταν παρών καθ’ όλη τη διάρκεια της πολιορκίας και παρακολούθησε την στέψη του Μιστισλάβ ως Μεγάλου Πρίγκιπα.  Αλλάξαμε ηγέτη, συμπατριώτες».
Όλοι οι παρευρισκόμενοι αποσβολώθηκαν. Ήταν ασύλληπτο. Ο τρομερός τύραννος που καταδυνάστευε τις ζωές τους επί πέντε χρόνια ήταν νεκρός και κάποιος άλλος καθόταν στον θρόνο του.
«Δε λες πάλι καλά, που δε θα χρειαστεί πάλι να πολεμήσουμε;» αναφώνησε ο πανδοχέας.
«Πράγματι. Ας ελπίσουμε πως ο Μιστισλάβ του Τμουτάρακαν θα μειώσει τους φόρους», εξέφρασε κάποιος άλλος.
«Κι η Νάντια;» ψέλλισε ο Στεφάν. «Η πριγκίπισσα Βλαντιμίροβα;» επανέλαβε με σταθερή φωνή.
«Δε λες την κόρη της Τσαρίνας;»
«Όχι».
Τότε ο έμπορος είπε αρχικά ότι δεν είχε ακούσει κάτι σχετικό. Ξαφνικά όμως θυμήθηκε μια φράση στην επιστολή του αδερφού του.
«Αν εννοείς την “καλή πριγκίπισσα Ναντέζντα”, όπως την αποκάλεσε ο αδερφός μου, μού έγραψε ότι κανείς δεν την είχε δει, ούτε είχε ακούσει για εκείνη. Δεν ήταν παρούσα στην στέψη ως τιμώμενο πρόσωπο όπως η θυγατέρα της Τσαρίνας, ούτε είχε απομακρυνθεί από την αυλή, ζητώντας ιερό άσυλο σε μοναστήρι όπως η χήρα του Καταραμένου».
«Και πού είναι τότε;» ρώτησε ξέπνοα.
«Ο Κόλια μού είπε μόνο ότι ανησυχούσε γιατί κανείς δε μιλούσε για εκείνη ούτε ως σύμμαχο, ούτε ως προδότη του νέου μας κυβερνήτη. Σε αντίθεση με όλους τους υπόλοιπους βογιάρους και ντρουζίνικ που δεν έπαυαν να κατατάσσονται σε κατηγορίες. Από αυτό συμπέρανε ότι την έχει φυλακίσει. Δεν εξήγησε το γιατί».
Η Ναντέζντα αιχμάλωτη στα χέρια του Μιστισλάβ. Αυτό ήταν χειρότερο από το χειρότερο σενάριο που είχε πλάσει με τη φαντασία του. Αυτό ήταν εφιάλτης. Αν δεν ήταν ένας άντρας με υπόληψη και κύρος στην κοινωνία, ο Στεφάν θα είχε αποβάλει το περιεχόμενο του στομαχιού του στο δάπεδο. Ένιωθε άρρωστος, καταβεβλημένος.
Δεν μπορούσε να επιτρέψει στον εαυτό του να σκεφτεί την αγαπημένη του παγιδευμένη ξανά σ’ ένα κλειστοφοβικό, κρύο και υγρό κελί, γνωρίζοντας πόσο της είχε στοιχίσει ο προηγούμενος εγκλεισμός της.  Η καρδιά του άρχισε να χτυπά δυνατά, το μυαλό του να δουλεύει πυρετωδώς. Αν όσα έλεγε ο έμπορος ήταν αλήθεια –και δεν είχε λόγο να πιστεύει το αντίθετο– τότε έπρεπε να δράσει άμεσα. Έπρεπε πάραυτα να φύγει για το Κίεβο, να τη βρει και να τη σώσει.
Βρισκόταν για άλλη μια φορά στο πιο βασανιστικό δίλημμα.

Μόνο που αυτήν τη φορά δεν τίθετο θέμα επιλογής. Ήταν προεξοφλημένο ότι θα ακολουθούσε τη γραμμή της καρδιάς του˙ η οποία τον οδηγούσε μόνο σ’ εκείνη.


Σοφία Γκρέκα