Ο Κυνηγός των Ευχών (Κεφάλαιο 8 - Μέρος 4ο)

«Σε ακούω» είπε η Ντέιλφ καθώς βολευόταν στο κρεβάτι, δίπλα στην Φιντέλμα.
Εκείνη έπιασε τα χέρια της, ζητώντας με αυτόν τον τρόπο την εμπιστοσύνη της. «Θέλω να με ακούσεις προσεκτικά, και να μην πεις τίποτα αν δεν το σκεφτείς καλά πρώτα»

«Έγινε»
«Όταν ήρθα από το Άισλιγκ, συνάντησα μερικά εμπόδια… Ξέρεις πώς είναι αυτά. Οι Ευχές είναι αναγκασμένες να ταξιδέψουν στα κρυφά, για να φτάσουν στους ανθρώπους τους. Κρυμμένες από τα ανθρώπινα μάτια. Υπάρχουν ωστόσο, κάποιοι παράγοντες που δεν μπορεί να υπολογίσει μια Ευχή. Όπως ας πούμε η οξεία ματιά ενός μάγου. Ή ενός ανθρώπου που κατέχει ένα μαγεμένο αντικείμενο»
Η Ντέιλφ κοίταξε αυτόματα προς την είσοδο του δωματίου, αναλογιζόμενη το δαχτυλίδι του Όντραν, με το οποίο μπορούσε να δει τα μαγικά πλάσματα.
«Στον δρόμο για τον άνθρωπό μου, λοιπόν, συνάντησα έναν τέτοιο άνθρωπο. Και από εκείνη τη στιγμή, το μέλλον μου είναι αβέβαιο. Ο μάγος –  ο οποίος αυτή τη στιγμή είναι κλεισμένος στο δωμάτιο στο βάθος του διαδρόμου – προσφέρθηκε να με βοηθήσει να ξεφύγω. Να φτάσω στον άνθρωπό μου πριν να είναι αργά. Έτσι βρέθηκε εδώ σήμερα»
«Απάντησέ μου σε κάτι, Φιντέλμα. Γιατί αδυνατώ ακόμα και να το σκεφτώ»
«Ό, τι θες»
«Αυτός ο άνθρωπος… είναι ο ξάδελφος του Νιλς;»
Η Φιντέλμα αναστέναξε αλλά δεν απάντησε.
«Ω Θεέ μου!» ψέλλισε. «Δεν είχα ιδέα! Γιατί σε κρατάει αιχμάλωτη;»
«Θέλει να με πουλήσει στην αγορά του Ντόνα»
«Όχι!» φώναξε εκείνη. Σηκώθηκε φουριόζα, μα εκείνη της έπιασε το χέρι πριν απομακρυνθεί.
«Ξέρω τι σκέφτεσαι, αλλά ο Νιλς δεν μπορεί να κάνει τίποτα» είπε ήρεμη. «Ο Γκόραν, ή όπως αλλιώς τον λένε, είναι αποφασισμένος. Δεν έχει κανέναν λόγο να ακούσει τον ξάδελφό του»
Η Ντέιλφ άφησε απαλά το χέρι της Φιντέλμα και κατευθύνθηκε στο δωμάτιο στο βάθος του διαδρόμου. Στάθηκε στην πόρτα. Ο Νιλς καθόταν στον τοίχο δίπλα της, παρακολουθώντας σιωπηλός. Είδε μπροστά στα έκπληκτα μάτια της τον Όντραν να ανταλλάσσει μια φιλική χειραψία με την γυναίκα με το μπλε μανδύα.
«Τώρα μπορείς να τον λύσεις» είπε ο Νιλς.
Ο Όντραν έλυσε τα σκοινιά που έδεναν τα χέρια του μεταμορφωμένου μάγου και έβγαλε το μαντίλι που έδενε το στόμα του. Και τότε η ηλικιωμένη γυναίκα είπε το ξόρκι μεταμόρφωσης με την στριγκή φωνή της.
«Claochlú!» φώναξε με στόμφο. Η μορφή της ζάρωσε, το δέρμα της τρεμούλιασε και άλλαξε. Το μοναδικό πράγμα που έμεινε ίδιο μετά τη μεταμόρφωση, ήταν τα μάτια της. Σε λίγα δευτερόλεπτα, στην καρέκλα όπου πριν λίγο καθόταν η γυναίκα, βρισκόταν τώρα ένας ηλικιωμένος άντρας.
Ο Όντραν βγήκε από το δωμάτιο σκυθρωπός. Ο Νιλς έμεινε να κοιτάει τον μάγο. Η Ντέιλφ τον έπιασε από τον ώμο. Γύρισε ξαφνιασμένος. Η απορία στο βλέμμα της αρκούσε για να τον κάνει να μιλήσει.
«Ο Όντραν έκανε μια συμφωνία με τον Γουάφ» είπε.
«Τι είδους συμφωνία;»
«Θα τον βοηθήσω στην μάχη εναντίον του θείου του» ανακοίνωσε ο μάγος.
«Δηλαδή σου έδωσε την ελευθερία σου για να χάσεις τη ζωή σου σε μια μάχη;» 
«Σε αντάλλαγμα θα ελευθερώσει τη Φιντέλμα» εξήγησε.
Η Ντέιλφ γύρισε στον Νιλς δύσπιστη. Εκείνος επιβεβαίωσε τα λόγια του με ένα γνέψιμο του κεφαλιού.
«Και τι θα γίνει αν..» είπε η κοπέλα και σταμάτησε. Τα χείλη της τρεμούλιασαν, τα μάτια της στριφογύρισαν. «Αν η μάχη δεν έχει αίσιο τέλος;»
«Δεν ξέρω» απάντησε ο Νιλς.
«Νομίζω πως πρέπει να μιλήσεις στην Φιντέλμα» απευθύνθηκε η Ντέιλφ στον Γουάφ.
«Δεν είναι στο χέρι μου» απάντησε εκείνος. «Καλύτερα θα είναι να της μιλήσει ο Όντραν»
«Αυτό δεν θα γίνει ποτέ. Δεν τον ενδιαφέρει. Θες να μείνει στα σκοτάδια;» ρώτησε ο Νιλς.
Τα βήματα της Φιντέλμα ακούστηκαν στον διάδρομο. Ο Γουάφ σηκώθηκε και στάθηκε στο κέντρο του δωματίου. Εκείνη έτρεξε στην αγκαλιά του.
«Γουάφ!» φώναξε. «Πόσο χαίρομαι που είσαι καλά!»
Μόλις ο Νιλς και η Ντέιλφ έφυγαν και τους άφησαν μόνους, της ζήτησε να καθίσει δίπλα του.
«Δεν έπρεπε να είχες έρθει εξαρχής» τον μάλωσε.
«Έπρεπε να δω αν είχε δουλέψει το σχέδιο. Έπρεπε να σιγουρευτώ ότι όλα είχαν πάει καλά»
«Όπως και να ‘χει, χαίρομαι που όλα πήγαν καλά! Δεν το πιστεύω ότι τελικά σε άφησε ελεύθερο!» μονολόγησε η Ευχή.
«Υπάρχει κάτι που πρέπει να μάθεις» την διέκοψε. «Δεν με άφησε ελεύθερο από την καλή του την καρδιά. Κάναμε μια συμφωνία»
«Συμφωνία;»
«Μου υποσχέθηκε ότι θα σε αφήσει ελεύθερη»
Ανοιγόκλεισε τα μάτια από την έκπληξη. «Μπορείς να το επαναλάβεις αυτό; Γιατί νομίζω ότι παράκουσα»
«Σωστά άκουσες. Θα σε αφήσει ελεύθερη»
Χτύπησε τα χέρια της χαρούμενη. Γέλασε δυνατά, τον αγκάλιασε και τον φίλησε σταυρωτά.
«Αλήθεια;» ρώταγε και ξαναρώταγε. «Δηλαδή θα μπορέσω να δω τον Κίαν! Μου φαίνεται σαν ψέμα!»
Ο Γουάφ ωστόσο, παρέμενε σοβαρός. Έτσι ύστερα από λίγο, σταμάτησε τις εκδηλώσεις χαράς και σκυθρώπιασε.
«Τι συμβαίνει;» ρώτησε με ένα πέπλο αμφιβολίας στην φωνή.
«Άκουσες μόνο το ένα μέρος της συμφωνίας»
«Και ποιο είναι το δεύτερο μέρος;»
«Αυτό θα πρέπει να σου το πει εκείνος»
«Με τρομάζεις, Γουάφ. Πες μου»
Ο μάγος σηκώθηκε και έσφιξε τον ώμο της.
«Υποσχέσου μου πως όταν σου πει θα κρατήσεις την ψυχραιμία σου. Η συμφωνία έχει ήδη γίνει και ούτως ή άλλως δεν έχω διάθεση να διαπραγματευτώ. Να θυμάσαι πως είμαι πολύ δυνατός, Φιντέλμα. Μην φοβηθείς τίποτα» είπε, την αγκάλιασε σφιχτά και έφυγε.
 Βάδισε πίσω του, κοιτώντας τους κουρασμένους του ώμους. Δεν ήξερε τι να σκεφτεί και τι να πεί. Με την άκρη του ματιού της, είδε τον Όντραν, που κοιτούσε έξω από το παράθυρο. Άφησε τον μάγο να κατέβει τα σκαλιά μονάχος και πλησίασε. Στάθηκε λίγα βήματα πίσω του και κοίταξε την πλάτη του.
Ο Όντραν γύρισε απρόσμενα και την κοίταξε. Το παγωμένο, ατσαλάκωτο ύφος του την έκανε να διστάσει.
«Έμαθες για την συμφωνία» μάντεψε.
Η Φιντέλμα έγνεψε διστακτικά.
«Φαντάζομαι πως ο φίλος σου, σου είπε μόνο το ένα κομμάτι»
«Ήλπιζα να μου πεις εσύ το άλλο» απάντησε εκείνη.
«Είναι μεγάλη ιστορία. Και δεν θα σου αρέσει» την προειδοποίησε.
Δεν πήρε από πάνω του το σοβαρό, απαιτητικό της βλέμμα.
«Πολύ καλά» απάντησε εκείνος. «Θα κυρήξω πόλεμο στην πιο ισχυρή πόλη του Σκαθ. Και ο άρχοντας της πόλης διαθέτει έναν στρατό με επικεφαλής τον Ντούλλαχαν, αν έχεις ακουστά»
«Τι;» τον διέκοψε η Φιντέλμα τρομαγμένη.
«Και ο καλός σου φίλος προσφέρθηκε να πολεμήσει στο πλευρό μου»
Η Φιντέλμα κάλυψε το στόμα της με την παλάμη. Τα μάτια της είχαν ανοίξει διάπλατα, αδύναμα να κρύψουν τον φόβο της. Ένιωθε τα άκρα της να παραλύουν, οπότε σωριάστηκε στο κρεβάτι με την πλάτη γυρισμένη σε εκείνον.
«Δεν μπορείς να το κάνεις αυτό»
«Λυπάμαι, αλλά η συμφωνία έχει κλείσει»
«Υποθέτω ότι η ελευθερία μου θα ισχύει μόνο σε περίπτωση νίκης» συμπλήρωσε με ατσάλινη φωνή.
«Να μην το υποθέσεις» απάντησε εκείνος και γύρισε με μια θολή ελπίδα στο βλέμμα. «Να είσαι σίγουρη»
Δάκρυσε άθελά της. «Δεν έχεις ιδέα τι πας να κάνεις! Ο Ντούλλαχαν είναι αήττητος. Θα πεθάνετε όλοι!» φώναξε και έκρυψε το πρόσωπό της στα χέρια της.
«Αυτό δεν σε αφορά» απάντησε σκληρά ο Όντραν.
«Πώς μπορείς να είσαι τόσο ψυχρός;» τον ρώτησε. Εκείνος δεν απάντησε. Γύρισε προς το μέρος του. «Για μια στιγμή… μόνο για μία… νόμιζα πως όλα τελείωσαν! Πως αποφάσισες να κάνεις το σωστό!»
Εκείνος προχώρησε κατά μήκος του δωματίου και την άφησε μόνη χωρίς να πει κουβέντα. Η Ντέιλφ μπήκε στο δωμάτιο και την καθησύχασε με μια αγκαλιά.
«Δεν τα ξέρεις όλα, Φιντέλμα» της είπε. «Ίσως αργότερα καταλάβεις γιατί πρέπει να γίνουν έτσι τα πράγματα»
«Γιατί πρέπει να πολεμήσει ο Γουάφ, Ντέιλφ; Δεν θέλω να πεθάνει… Είναι ο καλύτερός μου φίλος… Γιατί;»
«Γιατί είναι δυνατός.. Μόνο με την βοήθειά του μπορεί να νικήσει ο Όντραν τον στρατό του Μπόα»
«Ποιος είναι ο Όντραν;» ρώτησε ξαφνικά η Φιντέλμα.
Η Ντέιλφ δάγκωσε τα χείλη της. «Με είχαν ορκίσει να μην το πω πουθενά, αλλά έτσι όπως ήρθαν τα πράγματα… δεν έχει σημασία πια»
«Δεν καταλαβαίνω»
«Ο κυνηγός που σε φυλάκισε…» είπε η Ντέιλφ και έκλεισε τα μάτια της αηδιασμένη με την φράση που βγήκε από το στόμα της, «λέγεται Όντραν Μακ Λερ. Είναι ο γιος του άρχοντα της Χάνταπ»
«Ώστε είναι αλήθεια…» ψιθύρισε η Φιντέλμα, καθώς θυμόταν τα στοιχεία της ένα ένα.
«Ναι. Υπάρχουν πάρα πολλά που πρέπει να μάθεις, αλλά δεν έχω το δικαίωμα να στα πω εγώ. Αν θελήσει ο ίδιος να σου τα πει, ίσως να καταλάβεις. Και τότε θα δεις πως δεν είναι τόσο σκληρός και άκαρδος όσο δείχνει»
«Solas sa dorchadas…» μουρμούρισε η Φιντέλμα.
«Ακριβώς» απάντησε η Ντέιλφ. «Δεν μου είπες…» είπε και άλλαξε θέμα με σκοπό να την κάνει να ξεχαστεί. «Τι Ευχή είσαι; Ευχή της επιτυχίας; Των δώρων;»
«Της αγάπης» απάντησε εκείνη. «Η μητέρα σου;»
«Ήταν Ευχή της γαλήνης» απάντησε ονειροπολώντας με τα μάτια ανοιχτά.
«Δεν καταλαβαίνω, όμως… Πώς μια Ευχή απέκτησε κόρη;»
«Όταν η μητέρα μου έφυγε από το Ντεζιντέριο και ήρθε στη Γιουβέρνα, ο άνθρωπός της δεν την χρειαζόταν πια. Είχε πραγματοποιήσει μόνος του την ευχή του, χωρίς την βοήθειά της. Έτσι εκείνη δεν είχε λόγο πια να μένει εδώ. Ο πατέρας μου την είχε βρει να περιφέρεται άσκοπα στο δάσος, και την ερωτεύτηκε. Έτσι παντρεύτηκαν και απέκτησαν εμένα»
«Μα… όταν οι Ευχές εκπληρώνουν το σκοπό τους…»
«Ναι. Ξέρω. Αλλά η μητέρα μου δεν εκπλήρωσε ποτέ το σκοπό της. Βλέπεις, ο άνθρωπός της δεν την χρειαζόταν πια. Έτσι έμεινε εδώ με τον πατέρα μου»
«Δεν είχα ιδέα ότι μπορεί να συμβεί κάτι τέτοιο»
«Να που μπορεί» είπε η Ντέιλφ και χαμογέλασε.
«Και εσύ; Τι είδους Ευχή είσαι;»
«Ευχή της γαλήνης. Όπως και η μητέρα μου. Αλλά εφόσον γεννήθηκα σαν άνθρωπος, ο σκοπός μου θα μείνει για πάντα ανεκπλήρωτος» απάντησε με ένα θλιμμένο χαμόγελο.
«Λυπάμαι…»
«Μην λυπάσαι. Όταν είμαι δίπλα στον Νιλς τα ξεχνάω όλα»
Η Φιντέλμα χαμογέλασε αληθινά, ενθυμούμενη την όμορφη εικόνα του ζευγαριού στο άλσος, λίγες ώρες πριν.
«Θέλω να μάθω όλη την αλήθεια, Ντέιλφ» είπε σοβαρεύοντας, γυρίζοντας στο θέμα που την απασχολούσε.
«Απλά ζήτα το από εκείνον» την συμβούλεψε η Ντέιλφ.
«Δεν τον ενδιαφέρει να μιλήσει. Ήδη όσα μου είπε είναι αρκετά»
«Θα μιλήσει. Θα το δεις»
«Πώς μπορείς να είσαι τόσο σίγουρη;»
«Απλά άκου με» απάντησε αινιγματικά. Έπειτα φίλησε τα μαλλιά της και έφυγε.
Το ίδιο βράδυ, ο Όντραν, μαζί με τον Γουάφ, τον Νιλς και τους τέσσερεις φρουρούς του, έζεψαν τα άλογά τους, πήραν λίγες προμήθειες με σκοπό να  ξεκινήσουν για ένα μεγάλο μυστικό ταξίδι για το Ίοναντ, την μικρή πόλη όπου κατά το συνήθειο γινόταν οι μεγάλες συνελεύσεις των αρχόντων των πόλεων.
Ο Όντραν έβαλε το μικρό στιλέτο του στη θήκη του, πήρε στον ώμο του ένα μικρό σακίδιο και βρέθηκε στον διάδρομο. Κοντοστάθηκε έξω από την πόρτα της. Εκείνη καθόταν στο κρεβάτι της, ακουμπώντας την πλάτη της στα επάργυρα κιγκλιδώματα. Κοιτούσε τις παλάμες της λες και κρατούσε κάποιο αόρατο αντικείμενο· Έμοιαζε ιδιαίτερα αποροφημένη.
«Φεύγετε;» ρώτησε χωρίς να γυρίσει προς το μέρος του.
«Ναι» απάντησε λακωνικά. Εκείνη συνέχισε να κοιτάει τις παλάμες της σιωπηλή, σαν να ήταν μόνη της. «Θα είμαστε πίσω σε λίγες μέρες»
Η Ευχή ανασήκωσε τους ώμους της. Φαινόταν πλήρως αποροφημένη από το αόρατο αντικείμενο που κρατούσε, σαν να κρεμόταν από αυτό όλη της η ζωή.
«Αντίο» είπε και την άφησε μόνη.
Πήγε στο παράθυρο και παρακολούθησε τους αποχαιρετισμούς από ψηλά. Ο Νιλς κρατούσε την Ντέιλφ σφιχτά, σαν να μην μπορούσε να την αποχωριστεί ούτε για λίγο. Την φίλησε και ανέβηκε στο άλογό του με βαριά καρδιά. Εκείνη χαμογελούσε, αλλά η Φιντέλμα ήξερε καλά πως αυτό ήταν μόνο θέατρο. Ο Γουάφ καθόταν στο άλογό του σοβαρός, σαν να ήθελε να τελειώνει μια ώρα νωρίτερα. Χαμογέλασε στην όψη του, ενθυμούμενη τα λόγια που της είχε πει πριν την αφήσει.
«Μην φοβάσαι τίποτα… Όλα βαίνουν καλώς» την είχε καθησυχάσει και της είχε κλείσει το μάτι.
Ο Όντραν ήταν ο τελευταίος που ανέβηκε στο άλογό του. Χαιρέτησε με ένα απλό νεύμα την Ντέιλφ και τους πρότεινε να ξεκινήσουν. Ο Νιλς ξεκίνησε πρώτος, ακολούθησαν οι φρουροί του και πίσω τους πήγαινε ο Γουάφ. Ο Όντραν διέταξε το άλογό του σε μεταβολή, αλλά πριν στραφεί ολόκληρος προς την κατεύθυνση που του είχε υποδείξει, έστρεψε το κεφάλι του στο παράθυρο της Φιντέλμα.
Το βλέμμα του ήταν το ίδιο σκοτεινό, όπως τότε που τον είχε πρωτοδεί, στο δάσος της Χάνταπ. Μόνο που τώρα έλαμπε καθαρά μέσα του και το «solas sa dorchadas».
«Bealtaine déithe a chosaint tú daor…» ψέλλισε η Φιντέλμα την ευχή προστασίας που χρησιμοποιούσαν οι άνθρωποι στη Γιουβέρνα, κι ας ήξερε ότι δεν μπορούσε να την ακούσει.
Τότε το «solas sa dorchadas» δυνάμωσε μέσα στα μάτια του, ενώ τα χείλη του σχημάτισαν ένα σύντομο, δειλό χαμόγελο.
«Bealtaine beidh an solas a bheith i gcónaí in éineacht leat» απάντησε ο Όντραν, με την γνωστή ευχή στην παλιά γλώσσα της Γιουβέρνα, που σήμαινε πάνω κάτω: «είθε το φως να είναι πάντα μαζί σου»
Ύστερα η Φιντέλμα είδε το καθαρόαιμο άτι του να απομακρύνεται, με την καρδιά της να σπάει σε χίλια κομμάτια, γεμάτη φόβους για το τι θα έφερνε το μέλλον.

Ιωάννα Τσιάκαλου