Κανένας του Κώστα Ζαχαράκη (Νικητήριο Διήγημα Διαγωνισμού)

Του φαινόταν πως τίποτα πια δεν είχε σημασία.
«Αύριο τέτοια ώρα δε θα υπάρχω» σκέφτηκε.
Έτσι απλά. Δε στεναχωρήθηκε, δε φοβήθηκε, δεν ένιωσε τρόμο. Έβλεπε από το παράθυρο το δειλινό να σβήνει αργά, πορτοκαλί, μελαγχολικό, από ‘κείνα που κάνουν τους νέους να θλίβονται επειδή δε ζουν τη ζωή που θέλουν, επειδή οτιδήποτε πραγματικά συναρπαστικό θα βρίσκεται διαρκώς μπροστά.
«Τίποτα δεν έχει σημασία. Πεθαίνουν διαρκώς άνθρωποι, κάθε μέρα. Μικρότεροι από μένα. Άνθρωποι που τουλάχιστον δεν έχουν αφαιρέσει μιαν άλλη ανθρώπινη ζωή».
Παρατήρησε τον φύλακα που βρισκόταν στο τέρμα του προαυλίου. Οι υπόλοιποι τον είχαν αφήσει μονάχο μπροστά από τη δεύτερη είσοδο και έμοιαζε να στέκεται εκεί αφύσικα αφηρημένος. Σίγουρα θα συμμετείχε προηγουμένως σε συζητήσεις που αφορούσαν το πρόσωπό του. Ήταν βέβαιος για το θέμα τους: πώς είναι να γνωρίζει κανείς πως απόψε είναι η τελευταία βραδιά της ζωής του.
Κάποιοι θα τόνισαν πως έχει αφαιρέσει και ο ίδιος τη ζωή ενός άλλου. Μπορούσε να φανταστεί τα λόγια τους…
«Πως είναι, ρε φίλε, να ξέρεις πως πάει, τέλειωσε; Δεν υπάρχει καμία πιθανότητα!»
Τέτοια λόγια. Σίγουρα θα ακούστηκε η φράση «ζήτημα χρόνου». Ή «θέμα ωρών». Θα ήθελε να μπορούσε να ρωτήσει τι ακριβώς ειπώθηκε. Όλοι θα πίστευαν πως ξεχείλιζε από τρόμο, όμως δεν αισθανόταν πια έτσι. Αυτή η πελώρια τρικυμία είχε κοπάσει από χτες το μεσημέρι. Μάλιστα εψές κοιμήθηκε καλά. Τρεισήμισι μόνο ώρες, αλλά καλά. Και χωρίς φαρμακευτική αγωγή, αυτή την είχε διακόψει εδώ και λίγες βδομάδες.
Έκλεισε τα μάτια και άνοιξε το στόμα να φωνάξει τον φύλακα. Θυμόταν το όνομά του. Ένα ψηλό, μελαχρινό παλικάρι με κάπως ασχημούτσικο πρόσωπο. Συμπαθητικά μεγάλα μάτια, γεμάτα επαρχιώτικη ειλικρίνεια. Ένας τύπος με τον οποίο άνετα θα έπινες μια μπύρα, ας μην τον ήξερες καλά. Όμως δε βγήκε φωνή.
Αποσύρθηκε. Στο κρεβάτι του ξαπλωμένος θέλησε να αυνανιστεί. Άνοιξε την τηλεόραση και μετά από ολιγόλεπτο ζάπινγκ άφησε έναν πάστορα που μιλούσε για τα χαρίσματα των ανθρώπων. Αυτομάτως έχασε κάθε όρεξη.
Ο πάστορας άνοιξε στην τύχη τη Βίβλο και βρέθηκε όλος ικανοποίηση μπρος στην τελική κρίση.
Χαμογέλασε. «Τι σύμπτωση!»
Κάτι τέτοιοι τύποι κατορθώνουν το ακατόρθωτο : να σου αυξήσουν ταυτόχρονα την ελπίδα και την απελπισία, λες και είναι τα μεγέθη αυτά ανάλογα. Ναι, ο Θεός είναι φιλεύσπλαχνος και δεν εγκαταλείπει κανέναν, ο Θεός μπορεί τα πάντα. Πονάμε και πεθαίνουμε όπως και ο Κύριός μας. Οι Άγιοι δε ζητάνε απαλλαγή αλλά υπομονή, κυρίως αυτό. Δηλαδή;
Πάτησε το κουμπί της σίγασης και έμεινε να κοιτά την εικόνα. Σκέφτηκε να προσευχηθεί· μικρός πίστευε στη δύναμη της προσευχής. Ανασηκώθηκε και ένωσε τα χέρια, σχημάτισε σιγανά τις πρώτες λέξεις. Μια σύντομη περίληψη της ζωής του με δικαιολογίες και συγγνώμες για το καθετί. Μετά μια μεγάλη συγγνώμη για το περιστατικό που τον είχε οδηγήσει εδώ και στο τέλος «Ας γίνει το θέλημά σου».
Όταν άνοιξε πάλι τα μάτια, είχε πια σκοτεινιάσει. Τα ξανάκλεισε και κοιμήθηκε ήρεμα για πέντε ολόκληρα λεπτά. Αποκοιμήθηκε με την ψευδαίσθηση πως είναι ασφαλής, πάει, δικαιώθηκε, ήταν απλό τελικά. Ύστερα από πέντε λεπτά όμως ξύπνησε έντρομος και άρχισε να φωνάζει ή τουλάχιστον έτσι του φάνηκε. Γιατί μετά από μερικές κραυγές και, αφού κάθισε πάλι ήρεμος, δεν είδε κανέναν να έρχεται στο κελί του. Αναρωτήθηκε μήπως το φαντάστηκε· αν ούρλιαζε στ’ αλήθεια, τότε κάποιος θα είχε σπεύσει. Τι θα μπορούσε όμως κι εκείνος να κάνει; Ίσως κάποια ένεση, κάτι.
Ήταν τώρα περικυκλωμένος από το σκοτάδι. Στοχάστηκε την ηρεμία των τελευταίων ωρών, αυτή την παραπλανητική ηρεμία που είχε πείσει και τον ίδιο πως έχει αποδεχτεί τη μοίρα του. Είχαν αποκοιμηθεί πολλά πράγματα μέσα του· όμως ένα θηρίο είχε μείνει ζωντανό. Αυτήν τη στιγμή θα έκανε τα πάντα για να ζήσει. Αν χρειαζόταν, θα ξανασκότωνε. Πολλούς ανθρώπους. Χωριά ολόκληρα. Παιδιά. Και όμως δεν υπήρξε κακός άνθρωπος. Χρειάστηκε να περάσουν σαράντα δύο ολόκληρα χρόνια, για να βλάψει κάποιον.
Έφτασε στα αυτιά του ο απόηχος ενός τραγουδιού που έσβησε γρήγορα. Ξανακούστηκε μετά από λίγο από κάπου πιο μακριά. Καμιά φορά πιτσιρικάδες την έστηναν έξω από τις φυλακές τη νύχτα πριν από μια εκτέλεση. Έμεναν κάμποση ώρα μέσα στο αυτοκίνητο πίνοντας αλκοόλ και ακούγοντας μουσική. Μια άσπλαχνη τελετή ενηλικίωσης μόνο για αγόρια. Ανέκδοτα σε βάρος του μελλοθάνατου.
Ένιωσε ταπεινωμένος και αυτό τον έκανε να ξεχάσει το τέλος του. Ανέπνεε μόνος εναντίον του κόσμου ολόκληρου. Αυτός, ένας άνθρωπος κακός, που ξεκοίλιασε έναν άλλον. Όχι κάποιον που μισούσε ούτε κάποιο απόβρασμα, αλλά τώρα όλα αυτά δεν είχαν καμία σημασία. Ήταν ανήμπορος, ο τελευταίος μιας σειράς στρατιωτών που θα έπεφτε, για να αισθανθούν όλοι οι άλλοι ευλογημένοι. Η μουσική ξανακούστηκε μια τελευταία γρήγορη φορά, σαν υπενθύμιση. Ένα ξεσηκωτικό ποπ τραγούδι. Μια παλιότερη επιτυχία σε εκτέλεση σημερινή, κάτι που μπορεί να είχε χορέψει πριν από χρόνια και ο ίδιος.
Έπιασε το μέτωπό του. Μίλησε σε κάποιον άγνωστο μες στο σκοτάδι, σε έναν φίλο:
«Δε με πειράζει που θα πεθάνω…»
Έκλαψε.
«Δε με πειράζει. Το ξέρω…» συνέχισε. «Με νοιάζει που ατιμώνομαι. Με νοιάζει που δε θα μπορέσω ποτέ να επανορθώσω. Η ζωή μου, η ζωή κάθε ανθρώπου έχει αξία… Είναι άδικο, είναι απλώς άδικο».
Είχε και τις δυο παλάμες στο μέτωπο και κατάλαβε πως είναι υπερβολικά ζεστός. Λυπήθηκε τον εαυτό του. Κατάλαβε πως τα λόγια του είναι κοινότοπα, συνηθισμένα, ίσως τα είχε διαβάσει κάπου, ίσως θα τα έλεγε ο οποιοσδήποτε μια τέτοια ώρα.
Αύριο θα ήταν μια στατιστική. Ένα επιχείρημα υπέρ ή κατά της θανατικής ποινής. Όλες του οι πράξεις θα αποδίδονταν στον άνθρωπο, του οποίου την ταυτότητα είχε παραδώσει ήδη. Βαφτίστηκε και πήρε θέση σε έναν κόσμο ορκισμένο στο δίκαιο. Όπως όλοι, έγινε αυτός που ήθελαν οι άλλοι, σκότωσε επειδή κάποιος πρέπει να σκοτώνει και κάποιος πρέπει να γίνεται πρωθυπουργός.
Το μυαλό του έτρεξε στα παραμύθια που διάβαζε μικρός. Θυμήθηκε δράκους και χιονάτες, άκαρδους μάγους και μαγικά λυχνάρια. Τον αγαπημένο του Οδυσσέα να ξεγελά τον Πολύφημο. Αυτόν που μπορούσε να ξεφεύγει και από την πιο απίθανη κατάσταση. Ονειρεύτηκε τον εαυτό του στη σκοτεινή σπηλιά του Πολύφημου αποφασισμένο να δραπετεύσει.
Στα κλειστά του μάτια έπεσε φως που πέρασε ανάμεσα από τα δάχτυλά του. Ενοχλητικό φως και δυο όρθιοι ίσκιοι. Σηκώθηκε και άπλωσε τα χέρια κρατώντας τα μάτια κλειστά.
«Πώς ονομάζεστε;» τον ρώτησε ο φύλακας.

«Κανένας» απάντησε.

Κώστας Ζαχαράκης







Ο Κώστας Ζαχαράκης γεννήθηκε στην Πρέβεζα το 1975. Σπούδασε Κοινωνιολογία στο Πανεπιστήμιο Κρήτης. Γράφει διηγήματα, άρθρα, ποίηση. Από τις εκδόσεις "βεργίνα" κυκλοφορεί η ποιητική του συλλογή "Πόλεις".