«Απλώς
τον χτύπησε ποδήλατο;»
«Ο
άνθρωπος έπαθε σοκ! Δεν είναι μικρή υπόθεση!»
«Σίγουρα
πολύ μικρότερη απ’ τα τσουνάμι και τις πλημμύρες που έχουμε αναλάβει όλοι τελευταία».
«Κάποιος
πρέπει να αναλάβει και τις μικρότερες υποθέσεις».
«Και
πώς τυχαίνει να είσαι πάντα εσύ…»
Κλασικός
καυγάς. Η Μπελ υποτιμούσε τις ικανότητες του Άαρον κι εκείνος ανταπέδιδε όσο
καλύτερα μπορούσε κι ας ήξερε πως δεν μπορούσε να της πάει κόντρα. Και φυσικά,
όπως πάντα, εγώ μόνο άκουγα, δε μιλούσα. Ποτέ δεν ανακατευόμουν στις υποθέσεις
τους παρά τα παράπονα του Άαρον περί μη υπεράσπισής του.
«Ό,τι
και να λες, εγώ θα συνεχίσω να βοηθάω τους ανθρώπους απ’ τις καθημερινές
ατυχίες τους» συνέχισε ο Άαρον, ρίχνοντάς μου ένα λοξό βλέμμα. «Εσύ τι έκανες,
Λούμεν;» μου απηύθυνε τον λόγο καταφέρνοντας να αποσπάσει την προσοχή της Μπελ
από τον επικείμενο καυγά τους.
«Τίποτα
σπουδαίο. Έδωσα ώθηση σε ένα αυτοκίνητο που παραλίγο να πέσει από έναν γκρεμό
και βοήθησα σε μια πυρκαγιά».
«Είδες;»
σχεδόν φώναξε ο Άαρον με χαρά. «Ούτε η Λούμεν ασχολήθηκε με τα ξακουστά
τσουνάμι σου» γύρισε κι έβγαλε τη γλώσσα στην Μπελ που τον κοίταξε απηυδισμένη.
«Τώρα
κάνεις σαν άνθρωπος. Πόσες φορές σου έχω πει να μην ταυτίζεσαι μαζί τους;»
«Μα
κάνω εξάσκηση, άγγελέ μου» της είπε ειρωνικά. «Το νιώθω… Έρχεται. Ο έρωτας της
ζωής μου με περιμένει κάπου εκεί έξω».
«Ποια
τυφλή θα μπλέξει μαζί σου;»
«Ζηλεύεις,
γι’ αυτό τα λες αυτά» της αντιγύρισε με περιφρονητικό ύφος.
Ο έρωτας της ζωής του, ε;
Αναρωτιόμουν πότε θα συνέβαινε αυτό σε εμένα. Κι αν θα μπορούσα ποτέ να
συνυπάρξω μαζί του χωρίς φόβο κι ανησυχία για την αιτία του θανάτου του. Γιατί
όταν θα ερχόταν η ώρα του αποχωρισμού, θα έπρεπε να αποχωριστώ την ανθρώπινη
μορφή που τόσο γενναιόδωρα Εκείνος θα μου χάριζε και θα γύριζα πίσω στο
αγγελικό μου προσωπείο. Αθάνατη. Με τη θύμηση της μοναδικής μου αγάπης να
ξεθωριάζει κατά τη διάρκεια του χρόνου, να πνίγεται στο βάθος του μυαλού από τα
τσουνάμι, τις πυρκαγιές, τις πλημμύρες και τους σεισμούς. Η αγάπη στα βάθη του
μυαλού. Άραγε αυτό ήταν δώρο Του ή κατάρα;
«Λούμεν!
Ε, Λούμεν, με ακούς;» είδα ένα χέρι να κουνιέται μπροστά στο πρόσωπό μου και
τινάχτηκα.
«Τι
έγινε;» κοίταξα τον Άαρον που μου χαμογελούσε σαν να είχε δει άνθρωπο να
γλιτώνει απ’ τον θάνατο και κούνησα το κεφάλι μου. «Συγγνώμη, αφαιρέθηκα, τι
μου είπες;»
«Σε
ρώτησα, αν θες να κάνουμε καμιά γύρα».
«Θα
σταματήσεις ποτέ να μιλάς σαν αυτούς;» τον αποπήρε η Μπελ. «Δεν είσαι άνθρωπος.
Είσαι αγγελικό ον. Λίγος σεβασμός δε βλάπτει!»
«Έλα,
Άαρον, πάμε» άρχισα να πετάω μακριά απ’ την πυραμίδα του Χέοπα. Η μικρή μας
στάση στην Αίγυπτο δεν κατέληξε τελικά όπως τη φανταζόμουν. «Το ξέρεις ότι την
εκνευρίζει, γιατί το συνεχίζεις;» τον ρώτησα, όταν είχαμε απομακρυνθεί αρκετά
από την Μπελ, που μας κοιτούσε χτυπώντας τα φτερά της δυνατά.
«Ω,
μα είναι τόσο διασκεδαστικό να τη βλέπω να θυμώνει! Δε χορταίνω να την
πειράζω».
«Έχει
δίκιο πάντως. Δεν είσαι άνθρωπος. Είσαι φτιαγμένος να Τον υπηρετείς και θα
‘πρεπε να κρατάς τα προσχήματα».
«Όχι
κι εσύ, Λούμεν, να χαρείς. Είμαι στη διάθεση και δούλεψή Του, αλλά και οι
άγγελοι έχουν δικαίωμα στα όνειρα».
«Θα
προτιμούσες να είσαι άνθρωπος; Να ζεις μια ζωή γεμάτη κινδύνους; Μια ζωή που δε
διαρκεί ούτε στο ελάχιστο;»
«Ίσως.
Μπορεί και να μου ταίριαζε καλύτερα» ψιθύρισε ο Άαρον και τον λοξοκοίταξα.
«Το
ξέρεις ότι σε ακούει τώρα, έτσι;» μίλησα εξίσου σιγανά με τον τρόμο να κυριεύει
το σώμα μου.
«Το
ξέρω» ήταν το μόνο που απάντησε, κλείνοντας με αυτόν τον τρόπο την κουβέντα.
Άκουγε
τα πάντα αφού ήμασταν υπό την προστασία του. Είχε υποσχεθεί ότι κάποτε θα
εκπλήρωνε όλες μας τις επιθυμίες. Κι όμως στη σκέψη ότι θα έχανα τον μοναδικό
φίλο μου, το μοναδικό πρόσωπο που μπορούσα να ξεχνάω τα δεινά του κόσμου κι
απλώς να υπάρχω, με έπιανε τρόμος. Πώς γινόταν, το να είσαι άνθρωπος, να είναι η λύση σε όλα τα προβλήματα; Όχι, την
είχα πάρει την απόφασή μου. Ποτέ δε θα το έκανα αυτό στον εαυτό μου. Θα ήμουν
υπό τη δούλεψή Του. Για πάντα. Δεν ήμουν εγώ για έρωτες και πόνο. Δεν ήμουν
προτεθιμένη να γίνω άνθρωπος και να αρχίσω να ψάχνω το θνητό άλλο μου μισό για
να το χάσω μερικά χρόνια αργότερα λόγω ηλικίας. Μας είχε δώσει το δικαίωμα να
αγαπήσουμε μία φορά πέρα από το πρόσωπό Του, όμως δεν ήταν αυτό που αποζητούσα.
Ήθελα μόνο ευτυχία κι αυτή την ευτυχία μού την είχε δώσει ήδη, κάνοντάς με
άγγελο και δίνοντάς μου την ευκαιρία να σώζω ανθρώπινες ζωές. Εκπροσωπούσα το
καλό. Εκπροσωπούσα την ίδια τη ζωή με κάθε έννοια. Κι Εκείνος δεν είχε κανένα
δικαίωμα να μου το στερήσει αυτό.
Σωστά;
Θεοδώρα Σέρβου