Καληνύχτα, Μαργαρίτα του Κώστα Παπαϊωάννου (Νικητήριο Δίγημα Διαγωνισμού)

Το όχημα μεταφοράς προσωπικού άρχισε να ανηφορίζει αγκομαχώντας τα δρομάκια του Προφήτη Ηλία. Πίσω του άφηνε τη μοχθηρή θάλασσα της Κερύνειας καταβεβλημένη και αηδιασμένη από τον βιασμό που δεχόταν εδώ και δυο βδομάδες από τους Τούρκους εισβολείς. Αλήθεια, πώς μπορεί να ξεπλύνει μια θάλασσα τις ανεξίτηλες χαρακιές που άφησαν στα καθάρια νερά της οι βάρβαρες αποβατικές προπέλες; Και γιατί δεν χτυπάει ο Ποσειδώνας την τρίαινα του πάνω στην άμμο, να ανοίξει ο βυθός και να καταπιεί κάθε τι σιχαμερό και βέβηλο που επέπλεε πάνω στα αμέριμνα και απονήρευτα κύματα της;
Εμείς, μια χούφτα στρατιώτες, ότι απέμεινε από την πρώτη διμοιρία του πρώτου λόχου, καθόμασταν στα χαμηλά παγκάκια του οχήματος κοιτάζοντας με απλανές βλέμμα άλλοι κάτω, άλλοι πάνω και άλλοι πουθενά. Ήταν η πέμπτη φορά που μας κουβαλούσανε στην πρώτη γραμμή, τάχα για να ανακόψουμε την τούρκικη προέλαση. Τις τέσσερις προηγούμενες φορές τρέχαμε με την ψυχή στο στόμα να γλιτώσουμε το τομάρι μας από την υπεροπλία των πολυάριθμων Τούρκων και από τα μυδράλια των πολεμικών αεροπλάνων τους. Ξεκινήσαμε σαράντα και μείναμε δέκα. Κάτι σαν το σύγχρονο Survival που δείχνουν τα κανάλια σε πολλές χώρες του κόσμου. Μόνο που δεν ψηφίζαμε εμείς ποιος θα φύγει... Και αυτοί που φεύγανε σίγουρα δεν επιστρέφανε στο σαλόνι των σπιτιών τους. Αν ήταν τυχεροί, επιστρέφανε για να ταφούν αξιοπρεπώς στη γενέτειρα τους. Άλλους τους θάβαμε αυτοσχέδια επιτόπου. Και κάποιοι δεν ήταν καν τυχεροί να σκεπαστεί το νεκρό ακρωτηριασμένο σώμα τους  με δυο φτυαριές χώμα. 
Απόλυτη βουβαμάρα. Τα λόγια είχαν στερέψει. Το στόμα μας αναμασούσε και σιγοκατάπινε την πίκρα και την προδοσία. Δίπλα μου καθόταν ο Στάθης. Είχε το πιγούνι του ακουμπισμένο πάνω στην κάννη του όπλου του και με το δεξί του χέρι χάιδευε τη σκανδάλη. Γνωρίζοντας τον για ένα χρόνο εκεί μαζί στον στρατό, δεν θα το είχε σε τίποτα να τραβήξει μια της σκανδάλης και να βάλει τέρμα στο θέατρο του παραλόγου που παιζόταν γύρω μας. Άπλωσα το χέρι μου και το ακούμπησα πάνω στον ώμο του σαν να του έλεγα «κουράγιο». Και αυτός χαμήλωσε το βλέμμα του και το χέρι του κάτω από την σκανδάλη. 
Ένα ΣΤΕΝ φούχτωνε, από τα ίδια που κρατούσαν οι αγωνιστές της ΕΟΚΑ πριν είκοσι χρόνια. Ήταν ο οπλοπολυβολητής της διμοιρίας και στα πόδια του στεκόταν πάνω στο δίποδα του ένα οπλοπολυβόλο ΜΠΡΕΝ. Εμείς κρατούσαμε από ένα ΜΑΡΤΙΝΙ που, κάθε φορά που πυροβολούσαμε, έπρεπε να ανοίγουμε και να κλείνουμε το κλείστρο για να μπει καινούργια σφαίρα στη θαλάμη. Δηλαδή, αν δεν βρίσκαμε  με την πρώτη τον Τούρκο απέναντι μας, εξοπλισμένο σαν αστακό με το αυτόματο του και τις χειροβομβίδες του, τότε θα έπρεπε να κλείσουμε τα μάτια και να πούμε «Καληνύχτα Μαργαρίτα».
Το όχημα σταμάτησε στο τελευταίο σπίτι του χωριού προς το βουνό. Μπροστά και δεξιά μας στο ύψωμα, είδαμε το νεκροταφείο του χωριού. Κατεβήκαμε με επικεφαλής τον διμοιρίτη μας και το όχημα έφυγε.  Μας υποδέχτηκε μια γριούλα που ξεπόρτισε από ένα διπλανό σπίτι με τις αγκάλες της ανοιχτές.

̶ Γιατί δεν έφυγες, γιαγιούλα, να γλιτώσεις όπως φύγανε και οι άλλοι χωριανοί σου; ρώτησε ο διμοιρίτης. 
̶ Πού να πάω, γιε μου, και να αφήσω μόνο του τον άντρα μου εδώ; Ποιος θα τον φροντίζει μετά;
̶ Έχεις άντρα άρρωστο στο σπίτι σου;
̶ Όχι, εκεί πάνω στο κοιμητήριο είναι. Ανεβαίνω κάθε απόγευμα, ανάβω το καντήλι του και λέμε καμιά κουβέντα. 

Η γιαγιούλα προσφέρθηκε να μας ψήσει καφέ και ενθουσιασμένοι αρχίσαμε να παραγγέλνουμε άλλοι σκέτο, άλλοι μέτριο και άλλοι βαρύ γλυκύ «για να πάνε κάτω τα φαρμάκια».
̶ Δεν έχω ζάχαρη, αγάπες μου. Και ούτε υπάρχει μπακάλικο ανοιχτό πια στο χωριό. 
Συμβιβαστήκαμε όλοι με τους σκέτους που ήρθανε άλλοι σε φλιντζανάκια, άλλοι σε ποτήρια και ένας μέσα σε ένα μικρό βάζο. Ρουφούσαμε αργά τον καφέ μας να τον απολαύσουμε και καπνίζαμε το τσιγαράκι μας. Σαν τελειώσαμε,  ο διμοιρίτης, μας κάλεσε να δώσουμε προσοχή:
̶ Συνάδελφοι, θα σας πω δυο λόγια κι ας πάω μετά στρατοδικείο. Εδώ που μας φέρανε, είμαστε πρόβατα για σφαγή. Απέναντι μας θα είναι σίγουρα παραταγμένο ένα τάγμα Τούρκων, οπλισμένων σαν αστακοί, έτοιμοι να κατηφορίσουν το βουνό και να μας διαλύσουν. Πιστεύω ότι, αύριο πρωί κιόλας, θα μας επιτεθούν. Δεν σας ζητώ να προτάξετε τα στήθια σας και να τους αναχαιτίσετε. Παραμύθια της Χαλιμάς. Τι μπορούν να αναχαιτίσουν εννιά μαρτίνια και ένα Μπρεν; Οι χειροβομβίδες που μας δώσανε είναι καπνογόνες. Μόνο για να πετροβολούμε τα φίδια κάνουν. Ασύρματο δεν έχουμε. Αν γίνει η επίθεση, θα εκτιμήσω την κατάσταση και το πιο πιθανό είναι να σας ζητήσω να φύγουμε για να γλιτώσουμε. Οι οδηγίες του διοικητή, ήταν να ταμπουρωθούμε μέσα στο κοιμητήριο. Όμως έχει δέντρα και θάμνους γύρω του και μπορούν άνετα να μας περικυκλώσουν και να μας αποδεκατίσουν. Γι’ αυτό, θα μείνουμε εδώ. Ο Στάθης θα ανεβεί με το Μπρεν στην ταράτσα του σπιτιού και εμείς θα παραταχθούμε γραμμή πίσω από τους βράχους. Θα κοιμηθούμε με τη σειρά δυο ώρες ο καθένας μας. Οι άλλοι θα είναι ξύπνιοι να παραμονεύουν. Αν φωνάξω να φύγουμε, να πάρετε την κατηφόρα ανάμεσα στα λεμονόδεντρα και να κατεβείτε κάτω το χωριό μέχρι τη θάλασσα. Μετά να πάρετε μια πορεία όπου θα έχετε τη θάλασσα πάντα δεξιά σας.
̶ Πάλι θα τρέξουμε να φύγουμε; μουρμούρισε απογοητευμένος ο Στάθης.
̶ Τι άλλο θα μπορούσαμε να κάνουμε ρε Στάθη; Να παίξουμε τους ήρωες που θα ρίξουν τον εχθρό στη θάλασσα; απάντησε ο διμοιρίτης.

Ο Στάθης είχε εναλλακτική κίνηση στο μυαλό του, αλλά την κράτησε για πάρτι του. Κάναμε μια περιδιάβαση τριγύρω με τον διμοιρίτη και συμφωνήσαμε σε πιο πόστο να ταμπουρωθεί ο καθένας μας. Ο Στάθης φορτώθηκε το Μπρεν του και ανέβηκε στην ταράτσα από την ανεμόσκαλα. Η γιαγιά πήρε την ανηφόρα για το κοιμητήριο.

̶ Γιαγιά, πού πας; Θα σε φάνε λάχανο οι Τούρκοι! της φωνάξαμε.
̶ Καλύτερα! Να πάω μια ώρα νωρίτερα κοντά στον  άντρα μου! 
Μόλις βράδιασε, ήρθε και μας βρήκε η γιαγιούλα κουβαλώντας με τρεμάμενα χέρια ένα ταψί με δυο ψητά κουνέλια. Ορμήσαμε μέσα στο ταψί σαν λύκοι. Ούτε πιάτα είχαμε ούτε πιρούνια. Κόβαμε κομμάτια με τα χέρια μας. Ούτε ψωμάκι είχαμε, ούτε σαλατίτσα ούτε μπυρίτσες. Φώναξα δυο – τρεις φορές στο Στάθη να κατέβει να φάει, αλλά δεν μου απάντησε. Άρπαξα ένα πισινό πόδι του κουνελιού, έκοψα ένα κομμάτι αλουμινόχαρτο από αυτό που σκέπασε το ταψί η γιαγιά και το έβαλα μέσα. Μετά ανέβηκα στην ταράτσα για να συναντήσω τον Στάθη.
Καθόταν στην άκρη της ταράτσας και είχε τα πόδια κρεμασμένα κάτω στο κενό. Του πρότεινα το πόδι του κουνελιού και αυτός το έσπρωξε πίσω.  Το τύλιξα καλά με το αλουμινόχαρτο για να μην το φάνε τα μυρμήγκια και το έβαλα δίπλα από το Μπρεν. Μετά κάθισα ανακούρκουδα δίπλα του. Ο Στάθης γύρισε στο πλάι, με κοίταξε και μετά άρχισε να μου λέει:
̶ Κώστα, είσαι φίλος και θα σου πω κάτι, που θα μείνει εδώ στην ταράτσα. Αύριο το πρωί, αν φύγετε, εγώ δεν θα έρθω μαζί σας. Θα μείνω εδώ...
̶ Τι λες, ρε Στάθη! Θα πολεμήσεις τους Τούρκους με ένα Μπρεν;
̶ Όχι, δεν θα πολεμήσω. Δεν βλέπεις που έχω βγάλει την γεμιστήρα από το όπλο; Απλά, θα μείνω εδώ.
̶ Είσαι στα συγκαλά σου, βρε Στάθη; Να χαραμίσεις τη ζωή σου και να γίνεις σφαχτάρι στους Τούρκους; Έχεις ολόκληρη ζωή μπροστά σου! Να κάνεις οικογένεια, να κάνεις παιδιά και εγγόνια...
̶ Ωραία τα λες. Και, όταν θα με ρωτάνε τα εγγόνια μου «Τι έκανες στον πόλεμο, παππού;», τι να τους απαντώ; Ότι έτρεχα σαν κυνηγημένος λαγός να μην με φάει ο λύκος; Κουράστηκα, ρε Κώστα. Θέλω να σβήσει ο πίνακας μου. Θυμάσαι που μετρούσαμε τις μέρες για να απολυθούμε στις είκοσι του Ιούλη; Και φωνάζαμε στο Κα Ψι Μι τριάντα κι απόψε; Ξέρεις πόσα όνειρα έκανα για τη ζωή μου μετά; Να παντρευτώ την Αργυρώ και να κτίσουμε μια φάρμα με κοτόπουλα στο χωράφι μας έξω από το χωριό μας. Και μετά να έρθουν τα παιδιά και τα εγγόνια. Ήρθαν οι είκοσι του Ιούλη αλλά δεν απολυθήκαμε. Παρά μόνο εδώ και δυο βδομάδες τρέχουμε προδομένοι και κυνηγημένοι να γλιτώσουμε το τομάρι μας. Το χωριό μου το πήρανε οι Τούρκοι και μαζί κάθε όνειρο μου για τη φάρμα.  
̶ Ρε συ Στάθη, θέλεις να κάνουμε μια μικρή προσευχή μαζί, να μας βοηθήσει η Παναγιά να γλιτώσουμε από το στόμα του χάρου;
̶ Φτάνουν οι προσευχές, Κώστα. Δεν παίζω πια το παιχνίδι της μοίρας. Αυτήν την κατάληξη δεν την δικαιούμαι. Αν ο Θεός ήθελε το καλό μου, δεν θα με άφηνε να βρεθώ έρμαιο των αιμοβόρων Τούρκων. Τι να παρακαλέσω τώρα, λοιπόν;  Κάθε φορά που το βάζω στα πόδια, κόβω και ένα μεγάλο μπούτι από την αξιοπρέπεια μου. Μου έμεινε μια σπιθαμή και θα την κρατήσω... Αύριο θα μείνω εδώ! 

Καθίσαμε ξανά στην άκρη της ταράτσας. Η νύχτα ήταν αφέγγαρη. Ακούγαμε μόνο τα αρσενικά τριζόνια, που καλούσανε απελπισμένα και μάταια τα θηλυκά. Σε μια στιγμή ο Στάθης άρχισε να σιγοτραγουδάει  «Το τελευταίο βράδυ μου απόψε το περνάω». Άρχισα να του κάνω σεκόντο. Μεράκλωσε, πετάχτηκε πάνω και ξεκίνησε μια λεβέντικη ζεϊμπεκιά. Το τραγούδι του πια δυνάμωσε και τα χέρια του ανοίξανε διάπλατα να αγκαλιάσει την τελευταία του νύχτα, που γι’  αυτήν τραγουδούσε.  Πήγα κοντά του, γονάτισα και άρχισα να του κρατώ ρυθμό βαρώντας παλαμάκια. Ο διμοιρίτης από κάτω γρύλιζε:

̶ Σκάστε ρε! Θα μας πάρουν χαμπάρι οι Τουρκαλάδες!

Ο Στάθης γύρισε προς το βουνό, έκανε τα χέρια του χωνί και άρχισε να φωνάζει:

̶ Τουρκαλάδες! Ελάτε να χορέψουμε, ρε! Εμείς εδώ έχουμε κουνέλι! Φέρτε εσείς τις μπύρες!

Οι Τούρκοι μας απάντησαν με μια φωτοβολίδα που ρίξανε στον ουρανό και που φώτισε ολόκληρη την ταράτσα και στη μέση τον Στάθη να λικνίζεται τραγουδώντας. Άρα ήταν εκεί. Άρα το πρωί θα είχαμε γλέντι. 
Κι έτσι έγινε. Πριν καλά – καλά φέξει η μέρα, ξεκίνησε ένα πανδαιμόνιο και ένας καταιγισμός από πυρά. Οι Τούρκοι ροβολούσαν προς τις θέσεις μας κατεβαίνοντας το βουνό όρθιοι και κροταλίζοντας τα αυτόματα τους. Σίγουρα είχαμε να κάνουμε με ένα τάγμα. Από δεξιά μας και από αριστερά μας άρχισαν να μας βάλουν με πολυβόλα. Είχαν σχηματίσει ένα Πι και προχωρούσαν κατά πάνω μας. Από τη θάλασσα, ένα πλεούμενο τους έριξε την πρώτη κανονιά που καρφώθηκε στο κέντρο του νεκροταφείου τινάζοντας σταυρούς και ταφόπετρες στον αέρα. Δεν προλάβαμε να ρίξουμε πίσω ούτε μια τουφεκιά και ο διμοιρίτης άρχισε να ουρλιάζει «Φεύγουμε, φεύγουμε!» Πήγα από κάτω από την ταράτσα και φώναξα τον Στάθη. Οι σφαίρες αφήνανε κόκκινες γραμμές στο πενιχρό σκοτάδι και σπάζανε δαιμονισμένα τους βράχους μπροστά μας. 
Ο Στάθης πήδησε από την ταράτσα. Μετά στάθηκε στα πόδια του, έβγαλε το Στεν που το είχε χιαστί  στην πλάτη του και το έριξε μέσα σε ένα βάτο. Κάθισε ανακούρκουδα και έβλεπε προς το βουνό. Ότι ήταν να τον βρει, θα τον έβρισκε κατάστηθα.

̶ Τι κάνεις εκεί; Πάμε να φύγουμε! του φώναξα.

Ο Στάθης γύρισε και ούρλιαξε:

̶ Δεν πάω πουθενά σου λέω! Φύγε!

Ένα χέρι με άρπαξε βίαια και με τράβηξε να κυλιστούμε στα λεμονόδεντρα. Οι Τούρκοι ήταν τώρα στα εκατό μέτρα. Τον Στάθη δεν τον έβλεπα πια. Συνεχίσαμε να τρέχουμε και κάθε λίγο γυρνούσα πίσω το κεφάλι μου, μπας και δω τον Στάθη να μας ακολουθεί. Μια διμοιρία από Ελδυκάριους, Έλληνες στρατιώτες δηλαδή, που βρέθηκε σωτήρια εκεί, μας έσωσε τη ζωή. Άρχισαν να βάλλουν με λύσσα πίσω στους Τούρκους και αυτοί σταμάτησαν την καταιγιστική κατηφόρα τους και ταμπουρωθήκανε. Αυτό μας έδωσε χρόνο να φτάσουμε μέχρι κάτω και, έχοντας πάντα τη θάλασσα δεξιά μας, να διαφύγουμε για πέμπτη φορά.
Τον Στάθη τον είχανε για αγνοούμενο για σαράντα χρόνια. Μετά βρήκανε τα λείψανα του και τα θάψανε. Στην κηδεία του είπανε ότι ο ήρωας Στάθης έμεινε εκεί στην ταράτσα να βάλλει με το Μπρεν του κατά τους Τούρκους για να δώσει την ευκαιρία στους εννιά υπόλοιπους συμπολεμιστές του να διαφύγουν. Για μένα είναι κάτι παραπάνω από ήρωας. Κι ας μην έριξε σφαίρα. Γιατί τα έβαλε με όλους. Μέχρι και με τη μοίρα του. Και όταν θα με ρωτήσουν τα εγγόνια μου «Τι έκανες στον πόλεμο, παππού;» θα τους πω «Πέρασα μαζί με τον φίλο μου, τον  Στάθη, την τελευταία του νύχτα». 


Κώστας Παπαϊωάννου


Γεννήθηκα το 1954 στη Λευκωσία. Έχω μεταπτυχιακό  δίπλωμα στη Ψυχολογία και είμαι παντρεμένος με τρία παιδιά.  Με το λογοτεχνικό γράψιμο ασχολούμαι εντατικά, τα τελευταία πέντε χρόνια. Έχω γράψει μυθιστορήματα, νουβέλες, διηγήματα, παραμύθια, θεατρικά έργα, σκετς και ποιήματα. Έργα μου, σε όλες τις κατηγορίες, έχουν βραβευτεί επανειλημμένα από διάφορους λογοτεχνικούς φορείς και εκδοτικούς οίκους. Έχω εκδώσει το 2016 το παιδικό μυθιστόρημα «Τα Δαμάσκηνα της κυρά-Μάχης» (Εκδόσεις ΕΝΤΥΠΟΙΣ».