Και έζησαν αυτοί καλά... ή μήπως όχι; (Μετά το Happy End) της Κωνσταντίνας Κρηνίδη

Και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα και μαλακίες, σκέφτηκε ο πρίγκηπας καθώς ξυριζόταν στον καθρέφτη του μπάνιου. Είχε καταλάβει εδώ και πολύ καιρό ότι δεν ήταν παρά μια επινόηση κάποιου ανθρώπινου μυαλού. Μια φανταστική φιγούρα, που έπαιρνε υπόσταση μόνο μέσα από τις σελίδες κάποιου βιβλίου ή στην φαντασία των παιδιών λίγο πριν αυτά παραδοθούν γλυκά στην αγκαλιά του ύπνου. Η τρομακτική συνειδητοποίηση της ανυπαρξίας του, ωστόσο, δεν ήταν το χειρότερο που έμελλε να του συμβεί. Η ζωή του με την Σταχτοπούτα (αν και είχε σταματήσει να την φωνάζει, πλέον, έτσι κατόπιν δικής της απαίτησης αφού της θύμιζε παλιές άσχημες εποχές) είχε μετατραπεί σε μια ατέρμονη συμβατική καθημερινότητα γεμάτη από τυπικούς διαλόγους που εναλλάσσονταν, μια φορά στο τόσο, από άγριους τσακωμούς. Έζησαν λίγο διάστημα ευτυχισμένοι αλλά τώρα, 7 χρόνια μετά, ο γάμος τους είχε καταντήσει ένα φριχτό αστείο. Προσπάθησαν, χωρίς αποτέλεσμα, να κάνουν παιδιά αλλά δεν πίστευε ότι αυτός ήταν ο λόγος της απομάκρυνσής τους. Εξάλλου, πάντα θεωρούσε ότι η γυναίκα του δεν έτρεφε ιδιαίτερα μητρικά αισθήματα. Δεν μπορούσε να εντοπίσει πότε και γιατί τα πράγματα στράβωσαν τόσο. Απλά, εκείνη άρχισε σιγά-σιγά να τον αποφεύγει και μια μέρα ξεκίνησαν οι φήμες. Φήμες ότι πηγαίνει μόνη της στην πόλη, ότι μπαίνει σε κακόφημα μέρη και συναντιέται με άγνωστους άντρες. Ένα βράδυ, την παρακολουθούσε από την μισάνοιχτη πόρτα του δωματίου της να ξεντύνεται και είδε ότι κάτω από το βαρύ μωβ καθωσπρέπει φόρεμά της, φορούσε μαύρες δαντελωτές ζαρτιέρες.

Όμως, ποτέ δεν τις φόρεσε για εκείνον. Για την ακρίβεια, πριν από εκείνη τη λάγνα κλεφτή ματιά, είχε μήνες να δει πως μοιάζει χωρίς όλα αυτά τα περιττά υφάσματα.


Και ζήσαν αυτοί καλά…, ξανασκέφτηκε θυμωμένα. Όμως, ποτέ δεν λένε την συνέχεια της ιστορίας. Δεν βολεύει, βλέπεις, την ηλίθια κοσμοθεωρία τους, ότι στην ζωή υπάρχει πάντα happy end, την οποία προσπαθούν να μεταδώσουν και στα μπάσταρδά τους, έτσι για να μην προετοιμαστούν ποτέ για όλα τα σκατά που υπάρχουν εκεί έξω.

Κατά βάθος, δεν του άρεσε που ένιωθε έτσι. Όμως, όταν κοίταξε το κατακερματισμένο είδωλό του στον καθρέφτη, σχεδόν δεν αναγνώρισε το πρόσωπο που τον κοιτούσε κατάματα. Μόλις 30 ετών και φαινόταν τουλάχιστον 15 χρόνια μεγαλύτερος. Δεν είχε όρεξη για τίποτα. Ούτε για τις υποχρεώσεις του, ούτε για τις άλλοτε αγαπημένες του ασχολίες της ιππασίας και του κυνηγιού, ούτε καν για να δει τους γονείς του, οι οποίοι ζούσαν μόλις στην απέναντι πτέρυγα του παλατιού. Ο βασιλιάς και η βασίλισσα είχαν εκφράσει πολλές φορές την ανησυχία τους στον γιο τους αλλά δεν έπαιρναν ποτέ μια ξεκάθαρη απάντηση για το τι του συνέβαινε.

«Αυτή όμως το αντίθετο» είπε με μίσος, απευθυνόμενος στο έκπληκτο είδωλό του. «Ποτέ δεν ήταν πιο όμορφη και πιο ζωντανή. Πόσο θα ήθελα να πάρω αργά-αργά την ζωή από μέσα της και να την κοιτάω καθώς αργοσβήνει…»

Δεν ήταν η πρώτη φορά που είχε τέτοιες φαντασιώσεις. Ολοένα και πιο συχνά εκείνο το διάστημα, φανταζόταν ότι παίρνει ένα μαχαίρι, την πλησιάζει ενώ κοιμάται αμέριμνη στο τεράστιο κρεβάτι της και, με χειρουργική ακρίβεια, την σκίζει σε χίλια σημεία ενώ αυτή πασχίζει, μάταια, να σωθεί. Κάθε φορά φανταζόταν το αίμα όλο και πιο πολύ, να βάφει άλικες τις κουρτίνες και τα σεντόνια και να της μουσκεύει το αυτάρεσκο πρόσωπό της βυθίζοντάς το στην λήθη.
Τις σκέψεις του διέκοψαν τα απαλά της βήματα πάνω στο παχύ χαλί του διαδρόμου. Βγήκε από το δωμάτιό του γρήγορα για να την προλάβει. Άκουσε πνιχτά γελάκια και ψιθυρίσματα. Προχώρησε λίγο μέχρι την γωνία και τότε τους είδε. Αυτήν και τον γιο του πιο πιστού φρουρού του, που ήταν μόλις 18 χρονών και εκπαιδευόταν για να αναλάβει την θέση του πατέρα του. Την φιλούσε στο στόμα και στο στήθος και αυτή, με ξεδιάντροπα προσποιητή σεμνοτυφία, του έλεγε να σταματήσει ενώ προσπαθούσε να κρύψει το πρόστυχο γέλιο της. Όταν εκείνος έφυγε και εκείνη κατευθυνόταν σιγά-σιγά προς το δωμάτιό της, ο πρίγκηπας εμφανίστηκε μπροστά της κλείνοντάς της τον δρόμο.

«Που ήσουν;» τη ρώτησε προσπαθώντας να μείνει ήρεμος.

«Δεν κοιμάσαι ακόμα;» του απάντησε εμφανώς ταραγμένη.

«Θα σε βόλευε αυτό, έτσι;» Τώρα ένιωθε το αίμα να πάλλεται στα μηνίγγια του.

«Σε παρακαλώ, είναι αργά. Θα μιλήσουμε αύριο».

«Θα μιλήσουμε όταν το θέλω εγώ!»

«Ωραία», του απάντησε κοφτά καρφώνοντάς τον με ένα άγριο βλέμμα. «Αφού θέλεις να το ακούσεις τώρα, θα σ’ το πω. Σε βαρέθηκα! Δεν αντέχω άλλο να μένω δίπλα σου. Αύριο κιόλας, θα φύγω. Έχω πάρει την απόφασή μου και δεν αλλάζω γνώμη».

Χωρίς να περιμένει απάντηση, μπήκε στο δωμάτιό της αφήνοντάς τον μαρμαρωμένο στην θέση του. Στάθηκε περίπου για 10 λεπτά ακίνητος στο ίδιο σημείο, προσπαθώντας να συνειδητοποιήσει τι είχε μόλις συμβεί. Τότε, κάτι μέσα του έκανε κλικ.

Ξαναπήγε στον καθρέφτη του μπάνιου και κοίταξε το άχρωμο είδωλό του. Το πρόσωπο που τον κοιτούσε, του φάνηκε πιο ξένο από κάθε άλλη φορά.
Έκανες ένα τρομερό λάθος απόψε, γλυκιά μου. Και θα το μετανιώσεις πολύ πικρά…

 

***

Ήταν 8 το πρωί όταν η Σταχτοπούτα ξύπνησε από έναν βαθύ, ταραγμένο ύπνο. Της φάνηκε ότι είδε μια σκιά να φεύγει από την πόρτα, αλλά μάλλον ήταν της φαντασίας της. Είχε περάσει μια βδομάδα από την νύχτα που ανακοίνωσε στον άντρα της ότι θα τον εγκατέλειπε αλλά ακόμα δεν το είχε κάνει. Όχι, δεν είχε αλλάξει γνώμη. Απλά, όταν ανέκτησε την ψυχραιμία της, σκέφτηκε ότι έπρεπε να βρει πρώτα κάποιο μέρος να μείνει για λίγο καιρό μέχρι να ανακαλύψει ποιο θα ήταν το επόμενό της βήμα. Ήξερε ότι δεν μπορούσε να βασιστεί στον γιο του φρουρού για βοήθεια. Ήταν μόνο ένα παιδί που δεν είχε βγει ακόμα από την φούστα της μάνας του. Να φανταστείς, πίστευε ότι εκείνη ήταν πράγματι ερωτευμένη μαζί του. Ανόητα νιάτα, σκέφτηκε. Γεμάτα ορμόνες και πλάνες και καθόλου μυαλό. Μήπως όμως και αυτή δεν ήταν έτσι κάποτε; Όταν νόμιζε ότι, ο πρίγκηπας που ήρθε πάνω στο άσπρο άλογό του και της έταξε αιώνια ευτυχία, θα γινόταν ο άντρας που θα αγαπούσε μέχρι να πεθάνει; Αν ήξερε τότε την βασανιστικά πληκτική και άδεια ζωή που θα κατέληγε να ζούσε στο πλευρό του, δεν θα δεχόταν ποτέ να βάλει το γοβάκι ούτε θα είχε πάει σε εκείνον τον ανόητο χορό. Ας τον κέρδιζε μια από τις μισητές αδερφές της. Στην θύμησή τους, χαμογέλασε χαιρέκακα. Από την ημέρα που έφυγε από το σπίτι του πατέρα της για να πάει να ζήσει στο παλάτι, δεν ξαναείδε ούτε αυτές ούτε την μητριά της. Μετά από λίγο καιρό, έμαθε ότι πέθαναν από ευλογιά. Ήταν, ίσως, η καλύτερη μέρα της ζωής της.

Η σκέψη της ξαναγύρισε στον πρίγκιπα. Από εκείνο το βράδυ, ήταν ανησυχητικά ήρεμος. Της απηύθυνε σπάνια τον λόγο ενώ βλέπονταν μόνο ελάχιστα, κυρίως την ώρα του φαγητού. Κι όμως, εκείνη ήξερε ότι κάτι άλλο συνέβαινε. Πολλές φορές τον έπιανε με την άκρη του ματιού της να την κοιτά με μίσος. Το πρόσωπό του γινόταν όλο και πιο ωχρό όσο περνούσαν οι μέρες, ενώ παρατήρησε ότι απέφευγε να κοιταχτεί στον καθρέφτη. Πρέπει να φύγω από δω μέσα γρήγορα, σκέφτηκε και έφερε την κούπα με το τσάι στα χείλη της. Ήπιε μια γερή γουλιά και κάθισε πιο αναπαυτικά στο μεγάλο κρεβάτι της. Έξω η βροχή έδερνε τα παράθυρα και μια βαριά συννεφιά είχε απλωθεί μέχρι το βάθος του ορίζοντα.

Ξαφνικά, άρχισε να νιώθει περίεργα. Τα βλέφαρά της βάρυναν και το σώμα της έμοιαζε ασήκωτο. Το μόνο που πρόλαβε να σκεφτεί, πριν τα πάντα γύρω της σκοτεινιάσουν, ήταν η σκιά που νόμιζε ότι είχε δει στην πόρτα.

 

***

 

Όταν ξύπνησε βρισκόταν σε ένα υγρό, στενό μπουντρούμι που έβλεπε για πρώτη φορά στην ζωή της, αλυσοδεμένη στα χέρια και στα πόδια με βαριές αλυσίδες. Το κεφάλι της πονούσε φριχτά και τα κόκαλά της είχαν παγώσει από την υγρασία. Άκουγε έναν μακρόσυρτο συριχτό ήχο που γινόταν όλο και πιο ενοχλητικός στ’ αυτιά της. Δεν μπορούσε να καταλάβει από που ερχόταν, μέχρι που γύρισε το κεφάλι της προς τα δεξιά και τότε, πάγωσε από φρίκη. Στο βάθος του υγρού κελιού της υπήρχε μια πελώρια κινούμενη γκρίζα μάζα από τεράστιους αρουραίους, που έτρεχαν μανιασμένα.

Ήταν έτοιμη να ουρλιάξει όταν μίλησε ο άντρας της, με παγωμένη ανέκφραστη φωνή:

«Γεια σου, γλυκιά μου. Καιρός ήταν! Νόμιζα ότι δε θα συνερχόσουν ποτέ...»

«Τι συμβαίνει; Πού βρίσκομαι; Τι μου έκανες;» τον ρώτησε τρομαγμένα.

«Τόσες πολλές ερωτήσεις...» είπε απογοητευμένα. «Όμως, έχεις δίκιο να είσαι μπερδεμένη. Για να λύσω την απορία σου, βρίσκεσαι ακόμα στο παλάτι, αλλά σε μια άλλη πιο σκοτεινή και λιγότερο ελκυστική γωνιά του. Από αυτές που δε δείχνουμε στους καλεσμένους μας ούτε επισκεπτόμαστε, εκτός κι αν συντρέχει ιδιαίτερος λόγος. Όπως, για παράδειγμα, αυτός εδώ».

«Σε παρακαλώ, λύσε με και θα κάνω ό,τι θες. Θα μείνω για πάντα μαζί σου και δε θα ξανακάνω τίποτα που θα σε πληγώσει...» του είπε με σβησμένη φωνή ενώ καυτά δάκρυα αυλάκωναν τα κρύα μάγουλά της.

Ο πρίγκιπας άφησε ένα απότομο κοφτό γέλιο, που μαστίγωσε αδυσώπητα τον αέρα.

«Ακόμα και τώρα, τόση υποκρισία! Ξέρεις, όλα αυτά τα χρόνια, που με ταπείνωνες και με ξεφτίλιζες σε όλους, αναρωτιόμουν μήπως έφταιγα εγώ. Μήπως ήμουν εγώ ο ανεπαρκής. Σε σκότωσα τόσες φορές και με τόσο φριχτούς τρόπους στο μυαλό μου, που θα τρόμαζες αν τους μάθαινες. Εκείνες οι στιγμές ήταν οι μόνες που μου προσέφεραν ανακούφιση. Όταν μου είπες ότι θα με άφηνες, αποφάσισα ότι είχε έρθει η ώρα να το κάνω πράξη».

Η Σταχτοπούτα, άνοιξε διάπλατα τα μάτια της, που είχαν γεμίσει με τρόμο και φρίκη.

«Θα… Θα με σκοτώσεις;» ρώτησε ξεψυχισμένα.

Ο πρίγκιπας την πλησίασε και έπιασε τα μάγουλά της με τα χέρια του.

«Όχι, όχι, όχι, αγάπη μου...» της ψιθύρισε στο αυτί με ψεύτικη τρυφερότητα. «Υπάρχουν πολύ χειρότερα πράγματα από τον θάνατο και αυτά, ακριβώς, σκοπεύω να σου προσφέρω. Γιατί, βλέπεις, η μοίρα είχε άλλα σχέδια για σένα. Την επομένη αφότου μου είπες ότι θα έφευγες, έλαβα ένα περίεργο γράμμα από άγνωστο αποστολέα. Αποδείχτηκε ότι ήταν από έναν έμπιστο σύμβουλο του βασιλιά της χώρας που επισκέφτηκα πριν 2 χρόνια. Σου είχα πει να έρθεις μαζί και αρνήθηκες, θυμάσαι; Είχες καλύτερα πράγματα να κάνεις, όπως ανακάλυψα αργότερα. Ο άντρας αυτός είχε έρθει για λίγες μέρες εδώ και άκουσε τις φήμες που κυκλοφορούν για σένα. Στο γράμμα που μου έγραψε, έλεγε ότι ο βασιλιάς είχε παντρευτεί μια πολύ όμορφη γυναίκα σαν εσένα. Ραπουνζέλ, την έλεγαν. Όλα πήγαιναν καλά μέχρι που η Ραπουνζέλ άλλαξε. Απομακρύνθηκε από αυτόν και άρχισε να βλέπει άλλους άντρες. Ο βασιλιάς είχε καταντήσει φάντασμα του εαυτού του εξαιτίας της και αποφάσισε ότι έπρεπε να δράσει. Την αγαπούσε πολύ αλλά αυτό έπρεπε να σταματήσει. Πλήγωνε τον ίδιο και τα παιδιά τους τόσο πολύ. Του είπαν, λοιπόν, ότι υπήρχε ένας πανίσχυρος μάγος, φημισμένος μέχρι τα πέρατα του κόσμου, που ήξερε πολύ καλά να δίνει στους ανθρώπους αυτό που τους αξίζει. Ιδίως σε κάτι άπιστες πόρνες σαν την Ραπουνζέλ. Θα μάθεις πολύ σύντομα τι είναι αυτό, στο υπόσχομαι...»

Η Σταχτοπούτα άρχισε να κλαίει με λυγμούς και να χτυπάει μανιασμένα τα χέρια και τα πόδια της, που μάτωναν κάτω από τις αλυσίδες. Οι αρουραίοι συνέχιζαν να τρέχουν αφηνιασμένοι ο ένας πάνω στον άλλον και να βγάζουν πνιχτούς, τσιριχτούς ήχους. Έξω, η βροχή είχε από ώρα δυναμώσει και η νύχτα είχε ήδη απλωθεί βαριά πάνω στο παλάτι.

Τα κλάματά της διακόπηκαν από βαριά, απειλητικά βήματα που πλησίαζαν ρυθμικά το κελί. Από την πόρτα ξεπρόβαλε η μαύρη, ψηλή φιγούρα ενός άντρα. Φορούσε μακριά μαύρη κάπα και το πρόσωπό του χανόταν πίσω από τη μεγάλη κουκούλα του. Κρατούσε ένα κηροπήγιο, που έκανε την όψη του ακόμα πιο απόκοσμη και εχθρική.

«Α, βλέπω ότι ο επίτιμος καλεσμένος μου έφτασε κιόλας!» είπε με αρρωστημένη χαρά ο πρίγκηπας. «Φοβάμαι ότι εδώ πρέπει να σε αποχαιρετίσω, γλυκιά μου. Δεν ξέρω ποια είναι τα κατάλληλα λόγια γι’ αυτήν εδώ την στιγμή. Θα αρκεστώ να σου παρουσιάσω την τελευταία έκπληξη που έχω φυλάξει για σένα. Δε θα μπορούσα να σε αφήσω εδώ κάτω εντελώς μόνη, χωρίς παρέα. Ακόμα και τώρα, δεν μπορώ να είμαι τόσο κακός με σένα. Αντίο λοιπόν και εύχομαι να απολαύσεις την επίγεια κόλαση που σε περιμένει. Να ξέρεις ότι, όταν αυτή η πόρτα κλείσει, δε θα ξανανοίξει ποτέ. Θεώρησέ τη μια ακόμα υπόσχεσή μου προς εσένα. Και, ξέρεις, ότι τηρώ όλες μου τις υποσχέσεις...»

Και, με τα λόγια αυτά, άνοιξε μια μεγάλη ματωμένη τσάντα και άδειασε το περιεχόμενό της μπροστά στα πόδια της. Η Σταχτοπούτα άρχισε να ουρλιάζει φριχτά καθώς το κομμένο κεφάλι του 18χρονου εραστή της κύλισε και ακούμπησε το αριστερό πόδι της.

Ο πρίγκιπας βγήκε έξω από το κελί και την άφησε μόνη με τον μάγο. Εκείνος την πλησίασε αμίλητος, άπλωσε το χέρι του και της άγγιξε το μέτωπο. Η Σταχτοπούτα έκλαιγε και ούρλιαζε, αλλά σύντομα άρχισε να νιώθει τις δυνάμεις της να υποχωρούν. Τα χέρια και τα πόδια της έμειναν ασάλευτα και οι τελευταίες κραυγές πνίγηκαν στον λαιμό της πριν προλάβουν να ελευθερωθούν. Όλο της το σώμα πέτρωσε. Ξαφνικά, τα πάντα γύρω της εξαφανίστηκαν. Το κελί, οι αρουραίοι, ο μάγος, όλα!

Όταν ξύπνησε, βρισκόταν σε ένα πολύ γνώριμο μέρος από τα παλιά. Στο πατρικό σπίτι της, που όμως τώρα φαινόταν γκρίζο και σκοτεινό. Κοίταξε κάτω και είδε ότι βρισκόταν στο τζάκι, περιτριγυρισμένη από στάχτες, που λέρωναν το φόρεμα και τα χέρια της. Πριν προλάβει να συνειδητοποιήσει τι συμβαίνει, άκουσε ψιθύρους από πίσω της. Γύρισε το κεφάλι της και αυτό που αντίκρισε της έκοψε την ανάσα. Μπροστά της στέκονταν η μητριά και οι αδερφές της. Μόνο που ήταν πολύ διαφορετικές απ’ ότι τις θυμόταν. Το φόρεμά τους ήταν βρώμικο και ξεσκισμένο, τα μαλλιά τους ατημέλητα και γεμάτα σκόνες, ενώ το δέρμα τους είχε παραμορφωθεί από φριχτά σημάδια και πληγές που ανάβλυζαν πύον. Στην θέση των ματιών τους υπήρχαν άδειες κόγχες όπου φώλιαζαν μεγάλα καφέ σκουλήκια. Όταν μίλησαν, αποκαλύφθηκαν τα σαπισμένα και μαύρα τους δόντια.

«Γεια σου, Σταχτοπούτα!» είπαν ψυχρά, με μια φωνή που έμοιαζε να έχει βγει απευθείας από τον τάφο. «Πέρασε πολύς καιρός αλλά, τελικά, επέστρεψες εκεί που ανήκεις. Στις στάχτες».

Ξεκίνησαν να γελούν υστερικά και να την κοροϊδεύουν. Τώρα τα σκουλήκια είχαν φύγει από τις κόγχες τους και κατέβαιναν αργά στα χέρια και το φόρεμά τους.

«Νόμιζες πάντα ότι ήσουν καλύτερή μας, αλλά η ζωή επιφυλάσσει άλλα σχέδια για κάτι υπεροπτικές σκρόφες σαν εσένα!» είπε η μητριά της φτύνοντας ένα από τα ελάχιστα δόντια που της είχαν απομείνει.

«Καλωσόρισες στο χειρότερο εφιάλτη σου, αδερφούλα. συμπλήρωσε η μεγαλύτερη αδερφή της».

Άρχισαν να πλησιάζουν αργά προς το μέρος της χαμογελώντας ακόμα πιο χαιρέκακα. Η Σταχτοπούτα προσπάθησε να σηκωθεί για να ξεφύγει, αλλά το σώμα της ήταν κολλημένο στο πάτωμα. Σύντομα την πλησίασαν και την ακινητοποίησαν, ενώ εκείνη φώναζε μάταια για βοήθεια. Έμπηξαν με δύναμη τα χέρια τους μέσα της και άρχισαν να της ξεσκίζουν τα σωθικά. Όταν τελείωσαν, η Σταχτοπούτα ήταν ένας άμορφος σωρός από κόκαλα και αίμα.

***

Όταν ξύπνησε, ήταν ολόκληρη. Βρισκόταν πάλι στο πατρικό της, βουτηγμένη στις στάχτες του τζακιού. Τι μου συμβαίνει; σκέφτηκε. Οι αναμνήσεις του θανάτου της ήταν ακόμα ζωντανές στο μυαλό της. Πριν προλάβει να σκεφτεί κάτι άλλο, άκουσε πάλι ψιθύρους πίσω της. Και τότε ούρλιαξε σπαρακτικά, καθώς συνειδητοποιούσε ποια ήταν η μοίρα που επιφύλασσε γι’ αυτήν ο μάγος…

***

Όταν ο μάγος σιγουρεύτηκε ότι το ξόρκι του έπιασε, έφυγε από το κελί κλείνοντας την βαριά πόρτα. Πίσω της, η Σταχτοπούτα βρισκόταν ακόμα αλυσοδεμένη στον τοίχο, με απλανές βλέμμα και μια έκφραση παγωμένου τρόμου. Κοιτάζοντάς την, κανείς δεν θα μπορούσε να μαντέψει τι συνέβαινε μέσα στα βάθη του μυαλού της. Στα δεξιά της οι αρουραίοι, που είχαν ήδη μυρίσει το αίμα μπροστά από τα πόδια της, άρχισαν να την πλησιάζουν.

***

Ο πρίγκιπας επέστρεψε στο δωμάτιό του. Προς μεγάλη του έκπληξη, ένιωθε ήρεμος. Το μόνο που έπρεπε να κάνει ήταν να σκαρφιστεί μια ιστορία για την εξαφάνιση της γυναίκας του. Είχε μερικές ώρες ακόμα μπροστά του μέχρι να ξημερώσει. Στάθηκε μπροστά από τον ξύλινο καθρέφτη δίπλα από το κρεβάτι του. Κοίταξε το είδωλό του, που πίστευε ότι ποτέ δεν θα μπορούσε να αντικρίσει ξανά. Αυτός που τον κοιτούσε άρχισε να του θυμίζει αμυδρά τον παλιό εαυτό του. Του χαμογέλασε συνωμοτικά.

 Πως σας φαίνεται αυτό το τέλος της ιστορίας, μπάσταρδοι;



Τέλος

Κωνσταντίνα Κρηνίδη