Μη γελιέστε.
Το ευτυχισμένο τέλος δεν υπάρχει.
Είναι μια ψευδαίσθηση που επιτρέπουμε στον εαυτό μας να έχει, μέχρι να έρθει η
πραγματικότητα να μας τσακίσει. Φαντάζει όνειρο άπιαστο στην αρχή, έπειτα η
μοίρα αποφασίζει να παίξει λίγο μαζί μας και να μας κάνει να νομίζουμε ότι όλα
πλέον θα είναι ρόδινα στη ζωή μας. Όμως όλα τα καλά πράγματα κάποτε τελειώνουν.
Τα όνειρα σβήνουν και τη θέση τους παίρνουν τρομακτικοί εφιάλτες. Πάρτε
παράδειγμα από εμένα. Μα δεν ξέρετε ποια είμαι, σωστά… Καιρός να πω λοιπόν την
ιστορία μου. Το όνομά μου είναι Πεντάμορφη και θα σας διηγηθώ το πραγματικό «ευτυχισμένο»
μου τέλος. Όχι αυτό με τον πανέμορφο πρίγκιπα που γράφουν στα παραμύθια για
παιδιά. Ένα πιο σκοτεινό.
Το υπόσχομαι…
Δε θα σας αρέσει καθόλου…
Πέρασε αρκετός καιρός που όλα
έδειχναν ρόδινα κι ανθηρά. Με αγαπούσε πολύ, κανείς δεν μπορούσε να το αρνηθεί.
Τον αγαπούσα κι εγώ, τυφλωμένη από όλα αυτά που έκανε για εμένα. Με έκανε
πριγκίπισσα, ζούσαμε μια ζωή ανέμελη στο κάστρο. Τα κόκκινα τριαντάφυλλα δεν
έλειπαν ποτέ από τον αγαπημένο μου κήπο, αντιθέτως είχαν πλημμυρίσει κάθε
γωνιά, σχεδόν κρύβοντας τα άλλα λουλούδια. Στο κάστρο κάναμε γιορτές παντός
τύπου, σε κάθε πιθανή ευκαιρία που βρίσκαμε. Είχε χάσει αρκετά χρόνια από τη
ζωή του σαν Τέρας και προσπαθούσε να τα αναπληρώσει όσο μπορούσε καλύτερα. Αλλά
κι εγώ χαιρόμουν να συμμετέχω σε αυτά. Ό,τι τον έκανε ευτυχισμένο, με έκανε κι
εμένα.
Ώσπου κάποια στιγμή όλα
σταμάτησαν. Απότομα, με μιας. Δεν υπήρξε κάποια προειδοποίηση. Μόνο το
ανατριχιαστικό σύρσιμο των ποδιών του στους διαδρόμους του κάστρου, το οποίο
είχε γυρίσει πάλι στη στοιχειωμένη εκδοχή του. Τα δυνατά φώτα στους πολυέλαιους
έσβησαν και το μεθυστικό άρωμα ζωής που κυριαρχούσε στον χώρο αντικαταστάθηκε
από κάτι περίεργο, πιο δυσοίωνο….
Έγινε απόμακρος. Κλεινόταν συχνά
στο δωμάτιο επί ώρες, αφήνοντάς με μόνη να περιφέρομαι στις άδειες, σκοτεινές
κάμαρες. Οι λίγες ώρες που περνούσαμε μαζί ήταν στο δείπνο, αλλά κι αυτές ακόμα
όλο και μίκραιναν… Στην αρχή έλεγα ότι ήταν κάτι προσωρινό, ότι κάτι τον είχε
στεναχωρήσει. Ίσως το ότι είχαν εμφανιστεί ξανά οι «φίλοι» που τον είχαν
παρατήσει, όταν είχε μετατραπεί λόγω της κατάρας σε Τέρας. Ίσως ότι είχε
βαρεθεί να υποκρίνεται λες κι όλο το μαρτύριο που είχε περάσει δεν είχε συμβεί
ποτέ. Ίσως ότι δεν είχα καταφέρει ακόμα να του χαρίσω ένα παιδί…
Κάθε φορά που προσπαθούσα να
ανοίξω συζήτηση, εκείνος γυρνούσε την πλάτη του και λίγο αργότερα έβγαινε από
το δωμάτιο. Προσπαθούσα να μην τον ενοχλώ, να πηγαίνω με τα νερά του. Τον άφηνα
να κάνει μόνος του τους περιπάτους που άλλοτε κάναμε μαζί. Κι έτσι πέρασε
αρκετός καιρός…
Μέχρι που αποφάσισα να του μιλήσω
σοβαρά. Του είχα δώσει αρκετό χρόνο και χώρο να σκεφτεί και να το παίζει
αδιάφορος. Ακόμα μερικές φορές σκέφτομαι ότι το να φύγω από το κάστρο και να μη
ρίξω δεύτερη ματιά πίσω μου θα ήταν η καλύτερη λύση. Ένα δύσβατο, αλλά αναγκαίο
μονοπάτι στη ζωή μου. Όμως η καρδιά μου τότε έλεγε αλλιώς.
Πάντα ήμουν επιρρεπής στον
κίνδυνο. Το κατάλαβα για τα καλά, όταν είδα τις βαθιές νυχιές στον τοίχο δίπλα
από την πόρτα του δωματίου του. Κι επειδή πάντα ήμουν και πολύ ξεροκέφαλη, την
άνοιξα. Ήξερα ότι έπρεπε να φύγω τρέχοντας. Όμως δεν το έκανα. Τα πόδια μου
είχαν παραλύσει.
Μπροστά μου στεκόταν ένα αληθινό
Τέρας. Ήταν ο πρίγκιπάς μου. Όμως ενώ το σώμα του ήταν ανθρώπινο, τα νύχια του
ήταν μακριά και γαμψά. Τα μάτια του γυάλιζαν μανιασμένα και το όμορφο πρόσωπό
του είχε αντικατασταθεί από μια έκφραση πρωτόγονη, άγρια. Το βλέμμα του
συνάντησε το δικό μου και τότε έκανε κάτι που δεν πίστευα ποτέ ότι θα κάνει.
Μου χίμηξε.
Στο δευτερόλεπτο βρέθηκα
σωριασμένη στο πάτωμα με τα κοφτερά του δόντια να στοχεύουν επικίνδυνα τον
λαιμό μου. Προσπάθησα να τον χτυπήσω, να ξεφύγω από το βίαιο κράτημά του, όμως
μάταια. Το σώμα του ήταν βαρύ πάνω στο δικό μου κόβοντάς μου το οξυγόνο που
τόσο χρειαζόμουν.
Δεν άργησε να με αποτελειώσει. Τα
νύχια του έγδαραν το σώμα μου με λαγνεία, μέχρι να φτάσουν στο πρόσωπό μου, που
ήταν ποτισμένο με ιδρώτα, δάκρυα και αίμα, που έβγαινε από το στόμα μου. Η
δύναμή μου είχε εξασθενίσει. Δεν μπορούσα πια να φέρω αντίσταση. Έτσι
παραδόθηκα στο έλεός του, ενώ οι λυγμοί συνέχισαν να βγαίνουν μαρτυρικά από τα
αιματοβαμμένα μου χείλη.
Λίγο πριν σβήσουν όλα, το
τερατώδες προσωπείο του εξαφανίστηκε και τη θέση του πήρε το πρόσωπο του άντρα
που αποκαλούσα εδώ και καιρό σύζυγό μου. Ακόμα με πικραίνει πως ούτε κι όταν
ακούστηκε ο τελευταίος χτύπος της καρδιάς μου, δεν υπήρξε η ελάχιστη μεταμέλεια
στα μάτια του. Σηκώθηκε ατάραχος, έριξε στο πτώμα μου ένα σεντόνι και κλείδωσε
την πόρτα του δωματίου μια για πάντα. Δε με βρήκαν ποτέ. Κι όταν το Τέρας έφυγε
από το κάστρο κι άρχισε να περιπλανιέται στα δάση έχοντας χάσει το μυαλό του,
ακόμα και για το πεθαμένο μου σώμα ήταν πολύ αργά…
Ο βίαιος θάνατος. Αυτό ήταν το
«ευτυχισμένο» μου τέλος.
Ελπίζω να το απολαύσατε…
Τέλος
Σέρβου Θεοδώρα