Επιστροφή στο Sleepy Hollow (Μετά το Happy End) του Δημήτρη Μανατάκη

    Επιστροφή στο Sleepy Hollow
«Φωτιά!» Η στριγκή κραυγή έσκισε τον νυχτερινό ουρανό του Σλίπι Χόλοου, καθώς το αρχοντικό των Βαν Τάσελ τυλιγόταν στις φλόγες. Σύντομα ακούστηκαν και άλλες κραυγές που ενώθηκαν με την πρώτη, για να σχηματίσουν μια συμφωνία χάους και πανικού. Έτσι. Σαν μουσική ακούγονταν στα αυτιά μου οι φωνές των χωρικών, που αποπροσανατολισμένοι από τον ύπνο έτρεχαν εδώ και εκεί, χωρίς να ξέρουν τι να κάνουν. Αλλά και οι κραυγές για βοήθεια των ίδιων των Βαν Τάσελ, του Μπάλτους και της γυναίκας του, από το εσωτερικό του αρχοντικού, που γίνονταν όλο πιο πνιχτές και απελπισμένες όσο περνούσε η ώρα. Αν και ήταν μόνο ένας αντιπερισπασμός, η ιδέα των καρβουνιασμένων κορμιών των Βαν Τάσελ στόλιζε το πρόσωπό μου με ένα αρρωστημένο χαμόγελο. Έφταιγαν και εκείνοι για την κατάστασή μου. Για τα χρόνια που πέρασα έγκλειστος στο κρύο και σκοτεινό κελί του ψυχιατρείου. Ξεχασμένος από θεούς και ανθρώπους. Και με τον εφιάλτη του καβαλάρη πάντα στο κατόπι μου, να με στοιχειώνει νυχθημερόν. Ο Βαν Τάσελ θα μπορούσε να τα είχε αποτρέψει όλα, το μόνο που είχε να κάνει ήταν να πείσει την κόρη του να με παντρευτεί. Κάτι τόσο απλό, που όμως θα με γλίτωνε από το μαρτύριο που είχα περάσει όλα αυτά τα χρόνια.
Δε νομίζω πως ήμουν τρελός από πριν, σίγουρα όμως έχασα το μυαλό μου εκεί μέσα. Όχι στην αρχή, αν και οι γιατροί ήταν πεπεισμένοι. Όχι, τρελάθηκα όταν όλοι υποστήριζαν ότι είχα γίνει καλά. Όταν κατάλαβα την απάτη που μου είχαν στήσει. Τα γεγονότα αυτής της καταραμένης νύχτας με ακολουθούσαν παντού τις πρώτες ημέρες. Το πώς με ξεγέλασαν…
Η απόρριψη της Κατρίνα Βαν Τάσελ βάραινε την καρδιά μου και η πορεία της επιστροφής από τη γιορτή του θερισμού, μέσα από το κοντινό δάσος, ήταν αργή και καταθλιπτική. Το ποδοβολητό του μαύρου σαν το έρεβος αλόγου του με έβγαλε από τις σκέψεις μου. Σαν φάντασμα εμφανίστηκε μέσα απ’ την ομίχλη, με τη σκούρα μπλε στρατιωτική του στολή πασαλειμμένη με το ξεραμένο αίμα των θυμάτων του και στο χέρι του να κραδαίνει τη βαριά, κυρτή ιππική του σπάθη. Το βλέμμα μου ακολούθησε τις γραμμές του κορμού του, μέχρι που στάθηκε στο κενό που υπήρχε εκεί που κανονικά θα έπρεπε να βρισκόταν το κεφάλι του. Το κεφάλι που έψαχνε μανιωδώς όλα τούτα τα χρόνια, όπως ψιθύριζαν οι χωρικοί όταν πίστευαν ότι κανείς δεν τους άκουγε.
Η καταδίωξη είναι απλά ένα κουβάρι εικόνων και αισθήσεων στο μυαλό μου. Η μυρωδιά των ξερών φύλλων, ο ήχος σαν τσακμακόπετρα των οπλών του αλόγου του στο πλακόστρωτο, εγώ να καμτσικώνω με όλη μου τη δύναμη το άλογό μου και την ανάσα μου να γίνεται κοφτή και βεβιασμένη, όσο τον ένιωθα να πλησιάζει. Δεν ξέρω πως έχασα το άλογο μου. Ούτε πως κατέληξα μισολιπόθυμος στην πλατεία του κοντινού Τάρι Τάουν φωνάζοντας ασυναρτησίες. Από κει με μάζεψε ο σερίφης και με παρέδωσε στους γιατρούς του ψυχιατρείου.
Τότε ήταν που άρχισε ο εφιάλτης μου. Οι ατέλειωτες συνεδρίες με τους γιατρούς που προσπαθούσαν πεισματικά να με πείσουν ότι δεν είχα δει παρά σκιές, τις οποίες το άρρωστο μυαλό μου είχε διαστρεβλώσει και με έκανε να πιστεύω πως με καταδίωκε το τέρας. Η απομόνωση ήρθε αργότερα. Πίστευαν ότι μέσα στα σκοτεινά ηχομονωμένα μπουντρούμια η ολική στέρηση των αισθήσεων θα «αναζωογονούσε» το κουρασμένο μου μυαλό. Τότε ήταν που άρχισα να μιλάω στον εαυτό μου. Δεν άντεχα αυτή την απόκοσμη ησυχία. Όταν τα μάτια δεν μπορούν να εστιάσουν πουθενά, το μυαλό παίζει επικίνδυνα παιχνίδια. Οι άναρθρες κραυγές μου αντηχούσαν στο δωμάτιο χωρίς καμία απόκριση, εκτός από τα δημιουργήματα της δικής μου αρρωστημένης φαντασίας.
Τότε όμως ήταν που μου φανερώθηκε και η αλήθεια. Ένας από τους γιατρούς έβαλε την ιδέα στο μυαλό μου. Δε θυμάμαι ποιος, ένας από τους πολλούς που προσπαθούσαν να εξηγήσουν τι ήταν στραβό μέσα μου.
«Είστε σίγουρος ότι δεν πρόκειται απλά για κάποια φάρσα;»
Στριφογυρνούσα τα λόγια του για ημέρες στο μυαλό μου, ώσπου κατέληξα. Φυσικά και ήταν φάρσα. Ένα κακόγουστο αστείο για να τρομάξουν τον ανίδεο και προληπτικό ξενομερίτη. Και ήξερα ποιος ήταν ο υπεύθυνος. Θεέ μου, ήταν τόσο προφανές που, όταν το συνειδητοποίησα, ξέσπασα σε τρανταχτά γέλια. Ο Μπρόμ Βαν Μπραντ, αυτός ήταν. Αυτός είχε το μόνο κίνητρο. Ήθελε να εξασφαλίσει ότι θα βγω από τη μέση μια και καλή, ότι δε θα σταθώ ποτέ ξανά εμπόδιο ανάμεσα σε εκείνον και την Κατρίνα. Αυτός ήταν που στη γιορτή είχε γεμίσει το μυαλό μου με αυτούς τους ηλίθιους μύθους για τον καβαλάρη. Τότε νόμιζα πως ήθελε απλά να με τρομάξει, τώρα ήξερα καλύτερα.
Η συνειδητοποίηση μου προκάλεσε μια περίεργη αντίδραση. Άνοιξε τον δρόμο για σκέψεις που ποτέ ως τότε δεν πίστευα ότι ήμουν ικανός να κάνω. Σκέψεις σκληρές και βάναυσες, γεμάτες μίσος και αίμα. Συνέχισα να γελάω μόνος μου για ώρα, ένα γέλιο άρρωστο και κρύο σαν μέταλλο. Έτσι όπως θα γελούσε και αυτός, όταν έβγαλε τη στολή του καβαλάρη και έτρεξε να πει τα νέα στους υπόλοιπους βρωμιάρηδες στην παμπ. Πόσο θα γελούσε, πόσο θα γέλαγαν όλοι με το πάθημα του ευκολόπιστου δασκάλου. Εγώ όμως θα γέλαγα τελευταίος. Από την επόμενη ημέρα κιόλας, οι γιατροί παρατήρησαν μεγάλη βελτίωση στη νοητική μου κατάσταση. Δεν ανέφερα ποτέ ξανά το συμβάν με τον καβαλάρη σαν κάτι άλλο εκτός από δημιούργημα της φαντασίας μου. Μπορεί εκείνοι να έδιναν συγχαρητήρια ο ένας στον άλλο για τη βελτίωσή μου, εγώ όμως έκανα σχέδια. Για τον Μπρομ, την Κατρίνα, για όλο το Σλίπι Χόλοου. Μου είχαν καταστρέψει τη ζωή, για αυτό η τιμωρία τους θα ήταν σκληρή. Για την άρνηση της Κατρίνας να με παντρευτεί, για τη χλεύη του Μπρομ, για τα βασανιστήρια των ψυχίατρων. Έπρεπε να πληρώσουν.
Από τη στιγμή που πήρα το εξιτήριο σκεφτόμουν μόνο την επιστροφή μου. Μεταμφιεσμένος –όχι ότι θα με γνώριζε κανείς μετά από τις κακουχίες του εγκλεισμού μου– νοίκιασα ένα δωμάτιο στο Τάρυ Τάουν. Εκεί έμαθα όλα τα καινούρια νέα του Σλίπι Χόλοου. Η Κατρίνα, η δικιά μου Κατρίνα, είχε παντρευτεί αυτόν τον αχρείο, τον Μπρομ Βαν Μπραντ. Η προδοσία της μου έκαιγε τα σωθικά. Όχι μόνο είχε αρνηθεί την πρότασή μου, αλλά είχε παντρευτεί αυτόν τον άξεστο αγροίκο. Δεν μπορούσα να της το συγχωρήσω, όχι αυτό. Εκεί λοιπόν, στο μικρό, σκοτεινό δωμάτιο πάνω από το ταχυδρομείο, κατέστρωσα το σχέδιό μου.


Το γρήγορο ποδοβολητό προς το μέρος μου με επανέφερε στο τώρα και χώθηκα πιο βαθιά στη συστάδα των θάμνων που κρυβόμουν. Το αρχοντικό των Βαν Τάσελ είχε λαμπαδιάσει για τα καλά παρά τις προσπάθειες των κατοίκων να τιθασεύσουν τις φλόγες, μεταφέρνοντας κουβάδες νερό από το πηγάδι της πλατείας. Η φωτιά είχε αρχίσει κιόλας να εξαπλώνεται στα γύρω κτίρια. Καλύτερα. Ας καίγονταν όλα, ας καιγόταν όλο το χωριό. Η φωτιά θα κρατούσε για αρκετή ώρα. Έτσι θα είχα όλο το χρόνο στη διάθεση μου. Θα ήταν όλοι αρκετά απασχολημένοι με την κατάσβεση, για να καταλάβουν ότι δύο ψυχές λείπουν. Είχα φροντίσει εγώ για αυτό.
Ήσυχα –όσο πιο ήσυχα μπορούσα να κινηθώ λόγω της ανυπομονησίας μου– απομακρύνθηκα από το αρχοντικό. Προορισμός μου ήταν ένας εγκαταλελειμμένος αχυρώνας καταμεσής σε μικρά χωράφια που είχαν μείνει χέρσα από καιρό. Αρκετά κοντά ώστε δεν χρειάστηκε μεγάλη προσπάθεια στο να μεταφέρω τα αναίσθητα κορμιά από το σπίτι τους στην άκρη του χωριού. Αρκετά μακριά ώστε οι κραυγές τους να χαθούν στην αναμπουμπούλα της πυρκαγιάς. Έπρεπε να βιαστώ όμως. Η επίδραση του χλωροφόρμιου θα περνούσε όπου να ‘ναι. Και ήθελα να είμαι εκεί όταν ξυπνήσουν. Να αντικρίσουν κατάματα τον λόγο του πανικού τους. Να καταλάβουν ότι δεν υπάρχει σωτηρία.
Προχωρούσα σκυφτός μέσα σε θάμνους και πίσω απ’ τα δέντρα του κοντινού δάσους. Δεν ήθελα να απομακρυνθώ πολύ από το χωριό, όχι μόνο για να προλάβω να αντιδράσω σε οποιαδήποτε εξέλιξη, αλλά και επειδή μου προσέφερε μια περίεργη ικανοποίηση να βλέπω τους ανθρώπους να τρέχουν ολόγυρα σαν δαιμονισμένοι, ενώ η ζωή γύρω τους μεταμορφωνόταν σε στάχτη. Ήθελα να βγω στη μέση της πλατείας, να ουρλιάξω πως ήμουν εγώ, ο αφελής και ευκολόπιστος δάσκαλος, που έφερα την καταστροφή στον τόπο τους. Αντιστάθηκα με δυσκολία. Σκέφτηκα πως ο σκοπός μου ήταν πιο σημαντικός και χάιδεψα την κοφτερή λεπίδα του κυνηγητικού μαχαιριού που είχα κρυμμένο στην τσέπη του σακακιού μου. Ένα μικρό τσούξιμο στον αντίχειρα με έκανε να τραβήξω το χέρι μου απότομα. Είχα κάνει καλή δουλειά χθες. Παρακολουθούσα τις λίγες σταγόνες αίμα να ρέουν αργά στο χέρι μου. Εγώ, που στη θέα του αίματος λιγοθυμούσα, τώρα παρατηρούσα με θαυμασμό την πορεία τους. Έβαλα το δάχτυλο στο στόμα μου και με πλημμύρισε η μεταλλική γεύση του αίματος. Το ρούφηξα άπληστα. Η δίψα μου ήταν ακόρεστη. Σε λίγο θα γευόμουν πολύ περισσότερο. Και όχι το δικό μου.
Ο αχυρώνας βρισκόταν πια μπροστά μου. Όπως τα περισσότερα εγκαταλειμμένα κτίρια σε αυτό το καταραμένο μέρος, θεωρούνταν στοιχειωμένο, πράγμα που με βόλευε για τους σκοπούς μου. Κανείς δε θα ερχόταν να γυρέψει τίποτα εδώ. Ακόμα και αν κάποιος τύχαινε να ακούσει τις κραυγές των θυμάτων μου, θα τις απέδιδε στα φαντάσματα και στα τέρατα της περιοχής. Όμως το μόνο τέρας εδώ απόψε ήμουν εγώ. Η πόρτα άνοιξε με ένα ανατριχιαστικό τρίξιμο. Η σιωπή από μέσα ήταν απόλυτη. Ωραία, δεν είχαν ξυπνήσει ακόμα. Έκλεισα την πόρτα αργά πίσω μου και προχώρησα στο εσωτερικό.
Και εκεί, φωτισμένα στο αμυδρό φως του φεγγαριού που έμπαινε δειλά από τα μεγάλα ανοίγματα της σκεπής, βρίσκονταν τα θύματά μου. Δεμένοι γερά από τους καρπούς και τους αστραγάλους σε αντικριστές κολόνες του κτίσματος, με τα κεφάλια ακουμπισμένα στο στήθος τους και τα μάτια τους κλειστά, ο Μπρομ και η Κατρίνα Βαν Μπράντ φαίνονταν τόσο... γαλήνιοι. Σαν να ξεκουράζονταν μετά από μια κουραστική μέρα δουλειάς. Πλησίασα αργά την Κατρίνα. Τα κατάξανθα μαλλιά της έπεφταν σαν χείμαρρος και της έκρυβαν το πρόσωπο. Έσπρωξα απαλά το κεφάλι της προς τα πίσω και παρατήρησα πραγματικά, για πρώτη φορά μετά από χρόνια, το πρόσωπό της. Το μακρύ, καλοσχηματισμένο πρόσωπο με τα σαρκώδη χείλη, τη μικρή μύτη και τις μακριές βλεφαρίδες. Από τα μισόκλειστα βλέφαρά της διακρινόταν ακόμα και στο ημίφως το εκθαμβωτικό μπλε των ματιών της. Όμορφη, γλυκιά Κατρίνα. Που με πλήγωσες τόσο άσχημα. Άπλωσα το χέρι μου και χάιδεψα το μάγουλό της, διαγράφοντας απαλά με τα δάχτυλά μου τις γωνίες του προσώπου της. Και τη χαστούκισα δυνατά.
Ξαναβρήκε τις αισθήσεις της με ένα βογκητό. Τα μάτια της κοιτούσαν τρελά δεξιά και αριστερά με τρόμο.
«Τι έγινε; Πού βρίσκομαι; Ποιος είσαι, γιατί με κρατάς;»
Τη χαστούκισα πάλι.
«Σκάσε!» της γάβγισα.
Σταμάτησε να φωνάζει και άρχισε να κλαίει σιγανά.
«Γιατί με έφερες εδώ; Τι θες;»
Τότε παρατήρησε τον άντρα της στην απέναντι κολόνα.
«Μπρομ» φώναξε. «Μπρομ, αγάπη μου, ξύπνα. Βοήθησέ με, σε παρακαλώ».
Τα μυξοκλάματά της άρχισαν να μου δίνουν στα νεύρα. Πλησίασα τον Μπρομ και τον κλώτσησα δυνατά στο στομάχι.
«Νομίζω τώρα θα ξυπνήσει στα σίγουρα, τι λες και εσύ;» της είπα με κακία.
Ο Μπρομ διπλώθηκε στα δύο με ένα βογκητό πόνου. Όταν σήκωσε ξανά το βλέμμα του τα μάτια του κοίταξαν ίσια μέσα στα δικά μου. Αυτά τα μεγάλα καστανά μάτια με κοίταζαν όχι με φόβο, αλλά με αποφασιστικότητα.
«Όποιος και αν είσαι, σου ζητώ μονάχα αυτό. Άσε την Κατρίνα ελεύθερη. Οι δικοί της έχουν μεγάλη περιουσία. Δενθα αδιαφορήσουν για τη μεγαλοψυχία σου».
«Οι δικοί της αυτήν τη στιγμή θα γίνονται στάχτη μέσα στο ίδιο τους το σπίτι. Όσο για εσένα, Μπρομ Βαν Μπραντ, θα έκανες καλύτερα αν άρχιζες να ανησυχείς για τον εαυτό σου. Η Κατρίνα θα είναι απόλυτα ασφαλής. Μέχρι να τελειώσω μαζί σου τουλάχιστον».
Το βλέμμα του καρφώθηκε πάνω μου για λίγο. Με περιεργαζόταν προσπαθώντας με τα μάτια του να ξεσκεπάσει το ποιος πραγματικά ήμουν. Πριν από τα βάσανα και τις κακουχίες, πριν από τα σπασμένα δόντια, τα πεσμένα μαλλιά και τα βαθουλωμένα μάτια. Η συνειδητοποίηση τον χτύπησε σαν γροθιά.
«Εσύ!» φώναξε «εσύ, ο ξενομερίτης, ο αφελής, ο δασκαλάκος, ο... ο...»
«Πες το, πες το όνομά μου!» ούρλιαξα και τον ταρακούνησα βίαια.
«Ίκαμποντ Κρέην» είπε αργά.
Χαμογέλασα αυτάρεσκα.
«Έτσι ακριβώς» είπα θριαμβευτικά. «Το όνομά μου είναι Ίκαμποντ Κρέην και απόψε θα πάρω την εκδίκησή μου».
Έβγαλα το κυνηγητικό μαχαίρι από την τσέπη μου και η σαν ξυράφι λεπίδα του έλαμψε στο φεγγαρόφωτο.
«Εκδίκηση για τις προδοσίες» κοίταξα την Κατρίνα που έκλαιγε ακόμα σιγανά με το κεφάλι κατεβασμένο. «Εκδίκηση για τη χλεύη και τα ψέματα» κοίταξα τον Μπρομ που με κοίταζε ακόμα θαρρετά. «Εκδίκηση για την κόλαση που έγινε η ζωή μου από τότε που πάτησα το πόδι μου εδώ».
«Είσαι τρελός, είσαι ένας γαμημένος μανιακός» είπε ο Μπρομ και άρχισε να γελάει.
«Το φταίξιμο είναι μόνο δικό σας!» ούρλιαξα. «Δικό σου και αυτής της πουτάνας που λες γυναίκα σου. Αλλά εγώ είδα πίσω απ’ τα ψέματά σου. Κατάλαβα ποιος φορούσε τον μανδύα του καβαλάρη το βράδυ της γιορτής του θερισμού».
Με κοίταξε αγέρωχα.
«Ναι, εγώ ήμουν. Εγώ ήμουν και δε μετανιώνω για τίποτα. Θα το ξανάκανα χίλιες φορές από το να αφήσω την Κατρίνα μου στα χέρια σου».
«Αφού λοιπόν ο γενναίος μας Μπρομ παραδέχτηκε πρώτος την ενοχή του, λέω να αρχίσουμε από εκείνον, τι λες και εσύ, καλή μου;»
Άρπαξα τον Μπρομ από τα μαλλιά και ύψωσα το χέρι με τη λεπίδα.
«Τι θα του κάνεις; Άφηςέ τον, σε παρακαλώ».
Η ανάστροφη του χεριού μου την πέτυχε στα χείλη και το αίμα άρχισε να αναβλύζει σκούρο στο ημίφως.
«Όχι, καλή μου, όχι φωνές και παρακάλια τώρα. Θα έρθει και η δική σου σειρά, πρέπει απλώς να κάνεις υπομονή».
Τραβώντας για μια ακόμα φορά τα μαλλιά του Μπρομ προς τα πίσω πλησίασα το μαχαίρι στο πρόσωπό του.
«Αγάπη μου» είπε με δάκρυα πια να αναβλύζουν από τις άκρες των ματιών του. Ο φόβος του θανάτου λυγίζει και τους πιο ισχυρούς. «Αγάπη μου, μην κοιτάζεις, γύρνα το βλέμμα σου αλλού, σε παρακαλώ».
«Ω, μα εσύ θα είσαι αυτός που δε θα μπορεί να βλέπει σε λίγο φίλε μου. Και έχεις τόσο ωραία καστανά μάτια» είπα, ενώ η λεπίδα μου καθρεπτιζόταν στη γυαλάδα του ματιού του.
Οι ενωμένες κραυγές τους έσκισαν τον νυχτερινό ουρανό του Σλίπι Χόλοου…


Δημήτρης Μανατάκης