Ο Λαγανάς ήταν ένα υπέροχο μικρό χωριό στην ανατολική πλευρά της Λέινορ, στο οποίο ζούσαν κυρίως αγρότες και κτηνοτρόφοι. Τα κτήρια του Λαγανά ήταν χτισμένα το καθένα με βάση το προσωπικό γούστο του ιδιοκτήτη, μα όλα είχαν μεγάλους κήπους, οι οποίοι έδιναν έναν ξεχωριστό τόνο στο χωριό, που το έκανε να διαφέρει από τα υπόλοιπα χωριά της Λέινορ. Το σχέδιο του χωριού ήταν περίπου κυκλικό. Στο κέντρο του δέσποζε μια τεράστια πλατεία, η οποία φιλοξενούσε πολλά είδη δέντρων και λουλουδιών. Ανάμεσα σε αυτά υπήρχαν λευκά, πέτρινα παγκάκια, που τα βράδια γέμιζαν με ερωτευμένα ζευγαράκια, λουσμένα στο φως το φεγγαριού. Το ωραιότερο όμως στολίδι του χωριού δεν ήταν τα λουλούδια, αλλά ο Καταράχης.
Ο Καταράχης ήταν ένα μικρό ποταμάκι που χώριζε το χωριό σε δυο μέρη, τον Άνω Λαγανά και τον Κάτω Λαγανά. Το ίδιο ποταμάκι χώριζε και την πλατεία και με τον καιρό οι κάτοικοι δημιούργησαν έναν μικρό καταρράχτη και στο σημείο εκείνο, κάθε χρόνο, την ημέρα που έμπαινε η άνοιξη γινόταν ένα μεγάλο πανηγύρι με διαγωνισμούς ανάμεσα στον Άνω και Κάτω Λαγανά για το ποιο τμήμα είχε τα καλύτερα προϊόντα.
Γύρω από την πλατεία είχαν χτιστεί τα διάφορα καταστήματα, όπως η ταβέρνα του χωριού με τον χωρατατζή ταβερνιάρη και τους μεθυσμένους χωριάτες, το κρεοπωλείο με τα κρεμασμένα τομάρια απ’ έξω, που έσταζαν αίματα πάνω στο ξύλινο πάτωμα, το σιδηρουργείο, που την ώρα της λειτουργίας του μαζί με τα χτυπήματα των σφυριών πάνω στα αμόνια ακουγόταν και ο φάλτσος σιδηρουργός. Πιο κάτω από το σιδηρουργείο ξεκινούσαν διάφορα μαγαζιά με εργαλεία, λιπάσματα, βότανα και λαχανικά.
Ο Λαγανάς είχε κι ένα δεύτερο όνομα, που του δόθηκε από τους κατοίκους του διπλανού χωριού: «Φωτεινή Κηλίδα». Πήρε το όνομα αυτό, διότι βρισκόταν ανάμεσα στην ανατολή και στη δύση. Έτσι, όλη την ημέρα το έλουζε ο ήλιος και τα λευκά του σπίτια αντανακλούσαν το φως, μα την ώρα του δειλινού συνέβαινε κάτι το μαγικό. Τα λευκά σπίτια αντανακλούσαν το πορτοκαλί χρώμα του ουρανού δίνοντας έναν υπέροχο τόνο στην πράσινη κοιλάδα που περιέκλειε το χωριό.
Στα περίχωρα του υπήρχε ένα τεράστιο αρχοντικό, με έναν τεράστιο κήπο και γύρω από αυτό, τα χωράφια των χωρικών με τους στάβλους, όσων είχαν ζώα.
Η άνοιξη εκείνη την χρονιά είχε έρθει πιο νωρίς από ό,τι τις προηγούμενες φορές, λιώνοντας τα χιόνια γρήγορα και βοηθώντας τη γη να ξεκουραστεί και να γεμίσει θρεπτικές ουσίες, οι οποίες βοηθούσαν στη γεωργία.
Η κοιλάδα γύρω από το χωριό γέμισε από διαφόρων ειδών λουλούδια, που όλα μαζί ανέδιδαν ένα υπέροχο και αναζωογονητικό άρωμα, το οποίο έφτανε μέχρι το χωριό. Το τριφύλλι, το σιτάρι, τα διάφορα λαχανικά και ζαρζαβατικά είχαν γεμίσει τα χωράφια των αγροτών προσφέροντάς τους αρκετή τροφή τόσο για αυτούς αλλά και για τα ζώα τους.
Σε μια εβδομάδα περίμεναν τα χελιδόνια και μαζί με αυτά την πρώτη ημέρα της άνοιξης και το πολυπόθητο μεγάλο πανηγύρι της. Οι προετοιμασίες είχαν ξεκινήσει αρκετές ημέρες πριν. Το χρώμα των σπιτιών φρεσκαριζόταν για να δείχνουν ακόμα πιο λευκά και καθαρά. Οι κήποι των σπιτιών είχαν την τιμητική τους, καθώς υπήρχε έντονος ανταγωνισμός ανάμεσα στον Άνω και Κάτω Λαγανά, για το ποιο μέρος είχε τους πιο εντυπωσιακούς και περιποιημένους κήπους στο χωριό. Οι γυναίκες προσπαθούσαν μέρες να αποφασίσουν ποια σπεσιαλιτέ τους θα παρουσίαζαν στο πανηγύρι. Δε συναγωνίζονταν μόνο στο ποια νοικοκυρά θα μαγείρευε το καλύτερο φαγητό, αλλά και στο ποια θα ήταν η πιο καλοντυμένη και καλλωπισμένη και σε αυτήν την κατηγορία μόνο οι παντρεμένες είχαν δικαίωμα να συμμετάσχουν. Οι νεότερες και ανύπαντρες κοπέλες διαγωνίζονταν ξεχωριστά. Για τους άντρες υπήρχαν αρκετές δοκιμασίες, όπως πάλη, τοξοβολία, κυνήγι ελαφιού στο κοντινό δάσος, κόψιμο δέντρων και το ποιος ήταν το «Κεφάλι του Αγρότη». Με άλλα λόγια, το ποιος ήταν το πιο γέρο ποτήρι του χωριού. Όσο για τους νέους, εκείνοι μπορούσαν να κάνουν ότι ήθελαν στο πανηγύρι, να δοκιμαστούν σε κάποια δοκιμασία, να τραγουδήσουν, να χορέψουν και γενικά να κάνουν ό,τι δεν μπορούσαν τις υπόλοιπες ημέρες, λόγω της ρουτίνας της καθημερινότητας.
Ο Νικόλας κοιμόταν βαθιά στο παλιό ξύλινο κρεβάτι, περιμένοντας να λαλήσει ο κόκορας, ώστε να ξεκινήσει η μέρα του. Το δωμάτιο του Νικόλα ήταν μικρό, απλό και λιτό. Το κρεβάτι του βρισκόταν ακριβώς κάτω από το παράθυρο, γιατί του άρεσε τις νύχτες να παρατηρεί τα άστρα και το φεγγάρι. Απέναντι από το κρεβάτι του βρισκόταν μια παλιά, σκαλιστή ντουλάπα γραφείου και δίπλα της το τόξο, το ξίφος και το κυνηγετικό μαχαίρι του. Στο κοιμισμένο πρόσωπο του εμφανίστηκε ένα χαμόγελο. Έβλεπε την Αρετή, μια συγχωριανή του, με την οποία είχαν κατά κάποιο τρόπο σχέση.
Ο Νικόλας ήταν ένα παλικάρι είκοσι ετών, που είχε χάσει τους γονείς του σε μια μεγάλη πυρκαγιά, η οποία είχε καταστρέψει ολόκληρη την πόλη του. Εκείνος ήταν τυχερός, γιατί εκεί βρισκόταν ο Κάσιος, ο οποίος του είχε σώσει τη ζωή πηδώντας μέσα στο φλεγόμενο σπίτι. Ο Νικόλας ήταν ψηλότερος από οποιονδήποτε συγχωριανό του και είχε μια άγρια ομορφιά που κανένας άλλος άνθρωπος δεν είχε. Αυτό που τον έκανε όμως πραγματικά ξεχωριστό, ήταν τα παράξενα μάτια του. Είχαν ένα υπέροχο φωτεινό γαλάζιο χρώμα, πιο γαλάζιο και από τον ουρανό μετά από καταιγίδα. Είχαν κι άλλοι χωριανοί του στο Λαγανά μάτια σαν τα δικά του, μα του Νικόλα είχαν μια ιδιαίτερη λάμψη και φανέρωναν τεράστια δύναμη, παρ’ ότι ο ίδιος δεν το ήξερε.
Ο Νικόλας για το χωριό είχε υιοθετήσει δύο προσωπικότητες. Για τους συγχωριανούς του έδειχνε αδύναμος, αγαθός και λοξός και δούλευε για τον άρχοντα των γύρω περιοχών, Αρίων. Στην πραγματικότητα ήταν ένας δυναμικός και έξυπνος άντρας. Τον είχε εκπαιδεύσει ο Κάσιος στα γράμματα, στο ξίφος και στο τόξο, ήταν καλός πολεμιστής, τουλάχιστον για να προστατεύει το Λαγανά. Ο Κάσιος ήταν ίδιος με τον Νικόλα, αλλά και οι δυο κρατούσαν μυστικό τον πραγματικό τους εαυτό, για να μπορούν να βοηθούν τους συγχωριανούς τους απέναντι στον Αρίωνα, που κατάστρεφε τις περιουσίες, για να μπορεί να διατηρεί την εξουσία. Τα τελευταία πέντε χρόνια, δηλαδή από την εποχή που ο Νικόλας είχε ενηλικιωθεί, οι επιθέσεις εναντίων των συγχωριανών του από τους άντρες του Αρίωνα είχαν μειωθεί αισθητά.
Ο ήλιος έκανε την εμφάνισή του από την ανατολή δίνοντας χρώμα στον ουρανό. Το μαύρο της νύχτας άρχιζε να παίρνει σιγά σιγά διάφορες αποχρώσεις του μωβ και του μπλε, ώσπου να καταλήξει στο γαλάζιο της ημέρας. Η ζέστη του ηλίου έδιωξε και το τελευταίο ίχνος της ομίχλης. Ο κόκορας ανέβηκε σε έναν στύλο του ξύλινου φράχτη, που περιέφραζε το κοτέτσι, κι άρχισε να λαλάει.
«Πότε θα σε βράσω και θα σε φάω;» μονολόγησε ο Νικόλας, καθώς ο κόκορας τον έβγαλε από τον ύπνο και του έκοψε το υπέροχο όνειρο που έβλεπε. Τα βλέφαρά του ήταν ακόμα βαριά από τη νύστα και γύρισε πλευρό να ξανακοιμηθεί, αλλά ο Κάσιος τού βροντοφώναξε.
«Ξύπνα, υπναρά, έχουμε δουλειές να κάνουμε».
«Ω, ρε Κάσιε!»
Λόγω του πανηγυριού, όλοι στο χωριό είχαν φορτωθεί με αρκετές δουλειές κι ο Νικόλας με ακόμα πιο πολλές. Έπρεπε να βοηθήσει τον Κάσιο να μεταφέρουν και να στήσουν τα τραπέζια και τις καρέκλες στην πλατεία. Ακόμα, έπρεπε να βοηθήσουν τους υπόλοιπους εργάτες να στολίσουν και να βάλουν φανούς στην πλατεία, για να φωτιστεί το μέρος, όταν θα σκοτείνιαζε. Μα μόλις τελείωνε με αυτές τις δουλειές, έπρεπε να πάει να φροντίσει τους στάβλους και τα αλόγα του Αρίωνα, που το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν το πώς θα έβγαζε αρκετά χρήματα και θα βασάνιζε τους χωρικούς. Συνήθως δεν εμφανιζόταν στο πανηγύρι, αλλά εκείνη τη χρονιά ήθελε να κάνει επίδειξη των νέων του αλόγων.
Ο Νικόλας σηκώθηκε από το κρεβάτι και τεντώθηκε. Πλύθηκε με κρύο νερό, που είχε αφήσει το βραδύ πάνω στο γραφείο του, αναριγώντας, καθώς το παγωμένο υγρό έσταζε πάνω στο στήθος και τον αυχένα του. Άνοιξε την ντουλάπα και φόρεσε τα παλιά και σκισμένα ρούχα της δουλειάς. Έδεσε τη ζώνη του και έβαλε το κυνηγετικό μαχαίρι στην παλιά και φθαρμένη θήκη του. Βγαίνοντας από το δωμάτιο βρήκε δίπλα στην πόρτα τις μπότες του και τις φόρεσε.
Εντόπισε τον Κάσιο να τρώει αυγά με ψωμί και να πίνει φρέσκο κατσικίσιο γάλα.
«Μέρα…» μούγκρισε ο Νικόλας, καθώς καθόταν σε μια καρέκλα και γέμισε ένα ποτήρι με γάλα.
«Μόνο μέρα; Γιατί δεν είναι καλή η μέρα;» τον ρώτησε ο Κάσιος κοιτώντας τον με τα μαύρα μάτια του.
«Γιατί έχω ένα σωρό δουλειές να κάνω μέχρι το βράδυ και είμαι σίγουρος ότι ο Αρίων θα με κρατήσει μέχρι αργά και …» το πρόσωπο του φλογίστηκε, πριν συνεχίσει την πρότασή του. «Η Αρετή είπε ότι θέλει να μιλήσουμε το βράδυ».
Ένα πονηρό χαμόγελο εμφανίστηκε στο πρόσωπο του Κάσιου.
«Αααα, γι’ αυτό σκας, για το πότε θα τελειώσεις με τις δουλειές» σταμάτησε για λίγο για να πιει μια γουλιά γάλα και συνέχισε. «Εάν θες, μπορώ να κάνω εγώ τις δουλειές στην πλατεία και εσύ να πας κατευθείαν στους στάβλους και …»
«Όχι» διαφώνησε αμέσως ο Νικόλας. «Δεν μπορώ να σε αφήσω να τα κάνεις όλα μόνος σου. Η Αρετή μπορεί να περιμένει». Το τελευταίο πράγμα που ήθελε ήταν να κάνει την Αρετή να περιμένει. Ήθελε να περνάει όση περισσότερη ώρα γινόταν μαζί της, να μυρίζει το υπέροχο άρωμα που ανέδιδε το κορμί της, να χαϊδεύει τα μακριά καστανά μαλλιά της, να φιλάει τα κόκκινα σαν κεράσια χείλια της κι αυτή να τον κοιτάει με τα υπέροχα πράσινα μάτια της, μα δεν μπορούσε να αφήσει τον Κάσιο να βγάλει τόση δουλειά μόνος του. Εκείνη θα καταλάβαινε. Εκείνη ήξερε τα πάντα γι’ αυτόν ακόμα και για τη διπλή προσωπικότητά του. Το είχε μάθει, όταν τον είχε γνωρίσει.
Ήταν μετά από μια μάχη με τους άντρες του Αρίωνα. Εκείνος είχε χτυπήσει άσχημα και η Αφροδίτη, το άλογό του, είχε κουραστεί από το άγριο κυνηγητό. Το αίμα έρεε σαν ποτάμι από το κεφάλι του και ήταν έτοιμος να λιποθυμήσει, όταν τον βρήκε να διασχίζει τον δρόμο ανάμεσα στα σπίτια του Λαγανά και με κίνδυνο της ζωής της, καθώς και της οικογένειάς της, τον έκρυψε και τον περίθαλψε. Οι γονείς της, όπως και η ίδια, έπεσαν από τον ουρανό, όταν τους εξήγησε τον λόγο που μια ντουζίνα στρατιώτες τον κυνηγούσαν. Δεν μπορούσαν να πιστέψουν όσα τους έλεγε, μέχρι που ο Φάνης πήγε να ειδοποιήσει τον Κάσιο για την κατάσταση και την τοποθεσία του Νικόλα, ώστε να μην ανησυχεί. Με την οικογένεια της Αρετής πέρασε αρκετό καιρό, ώσπου να γίνει καλά και να μπορέσει να εμφανιστεί στο χωριό χωρίς να δώσει στόχο στον Αρίων.
Εκείνη την περίοδο αναπτύχθηκε μια ιδιαίτερη φιλιά και ύστερα αυτή η φιλία κατέληξε σε σχέση ανάμεσα σε εκείνον και την Αρετή. Ο Φάνης στην αρχή δεν ενέκρινε τη σχέση εκείνη, γιατί φοβόταν μήπως ο Νικόλας πέθαινε σε κάποια επιχείρηση κατά των αντρών του Αρίων ραγίζοντας την καρδιά της μοναχοκόρης του. Μα άλλαξε γνώμη, όταν ο Νικόλας έσωσε το σπίτι τους από τους στρατιώτες του Αρίωνα και απέδειξε ότι ήταν γενναίος και ικανός πολεμιστής.
Μόλις τελείωσαν το πρωινό τους οι δύο άντρες έπλυναν τα πιάτα και τα ποτήρια σε μια πέτρινη λεκάνη, που ήταν στερεωμένη στον τοίχο. Τα νερά με τα οποία έπλεναν τα πιάτα έφευγαν έξω με έναν μολυβένιο σωλήνα και πότιζαν τα λουλούδια. Ύστερα πήγαν να φορτώσουν στο κάρο τα τραπέζια και να ζεύσουν τα αλόγα. Αυτό ήταν το δύσκολο κομμάτι. Το άλογο του Κάσιου ήταν ήρεμο και υπάκουο, αλλά η Αφροδίτη ήταν δύσκολη περίπτωση. Ήταν περήφανη και δεν της άρεσε να γίνεται το ζώο για τις δουλειές.
Η Αφροδίτη ήταν ένα νεαρό, καθαρόαιμο άλογο που είχε αιχμαλωτιστεί στην ανατολική πλευρά του πανάρχαιου δάσους, Έκναταν. Είχε μαύρο τρίχωμα εκτός από μια λευκή λωρίδα στο κεφάλι της, η οποία ξεκινούσε από τη βάση των αυτιών της και τελείωνε στη μύτη της.
Η πρώτη επαφή του με την Αφροδίτη δεν ήταν κι ό,τι καλύτερο. Την είχαν φέρει μαζί με τα υπόλοιπα άλογα στους στάβλους του Αρίωνα. Τότε ήταν ακόμα πουλάρι κι απίστευτα ατίθαση, έκανε άνω κάτω τους στάβλους και άφησε ένα μεγάλο σημάδι από τις οπλές της στο στήθος του Αρίωνα. Τότε ο θυμός του ήταν τόσο μεγάλος που είχε πιάσει το άλογο και το είχε σύρει έξω με σκοπό να το θανατώσει. Διέταξε να του φέρουν ένα τσεκούρι. Ο Νικόλας το λυπήθηκε και ύστερα από αρκετή ώρα παρακλήσεων και αρκετά μαστιγώματα, ο Αρίων δέχτηκε να του δώσει το άλογο. Όση ώρα ο Νικόλας μαστιγωνόταν από τον άρχοντα, το άλογο παρακολουθούσε και κατάλαβε ότι ο νεαρός νοιαζόταν κι από εκείνη την ημέρα είχαν γίνει αχώριστοι.
Μόλις τελείωσαν το φόρτωμα, ο Κάσιος έδεσε το άλογό του στο κάρο και έκανε νόημα στον Νικόλα να φωνάξει την Αφροδίτη. Εκείνος σφύριξε και η Αφροδίτη ήρθε τρέχοντας από τον στάβλο με το μαύρο τρίχωμά της να γυαλίζει στο πρωινό φως του άλιου. Μα σαν είδε το κάρο, σταμάτησε.
«Ωχ» ξεφύσησε ο Κάσιος. Ο Νικόλας όμως περίμενε μια τέτοια κίνηση από την Αφροδίτη. Την πλησίασε και της ψιθύρισε, ενώ ταυτόχρονα χάϊδευε τα αυτιά της.
«Έλα τώρα, αφού δεν είναι τίποτα τρομερό» το άλογο μετακίνησε το κεφάλι του και τον κοίταξε στα μάτια. «Ή μήπως δεν μπορείς να τραβήξεις ένα μικρό κάρο;»
Στο άκουσμα αυτών των λέξεων μια λάμψη φάνηκε στα μάτια της, έσπρωξε παιχνιδιάρικα τον Νικόλα με το κεφάλι της και τον έριξε στο χορτάρι. Ύστερα πήγε κοντά στον Κάσιο.
«Καλημέρα» την καλωσόρισε και έδεσε τα σχοινιά στην πλάτη της. Ανέβηκε στη θέση του οδηγού κάνοντας νόημα στον Νικόλα να ανέβει κι εκείνος.
Το αγρόκτημα του Κάσιου ήταν χτισμένο σε ένα μικρό λόφο από όπου μπορούσε να παρακολουθεί ολόκληρο το χωριό. Η διαδρομή ήταν μεγάλη μέχρι την πλατεία του χωριού και με το κάρο φορτωμένο θα έκαναν ακόμα περισσότερη ώρα, μέχρι να κατέβουν. Ο πρωινός ήλιος ζέσταινε τη δροσιά που υπήρχε πάνω στα φυτά από την ομίχλη. Έτσι τα διάφορα αρώματα από τα λουλούδια και τα δέντρα αναδύονταν στο διπλάσιο και σε συνδυασμό με το κούνημα του κάρου πάνω στον χωματόδρομο ο ύπνος έπεσε βαρύς στον Νικόλα.
«Ξύπνα, υπναρά, φτάσαμε» ακούστηκε ο Κάσιος που του φώναζε για να τον ξυπνήσει.
«Πόση ώρα κοιμάμαι;» τον ρώτησε με ένα χασμουρητό και τεντώθηκε κατεβαίνοντας από το κάρο.
«Από την ώρα που ξεκινήσαμε. Και τώρα άσε τις φλυαρίες και ξεκίνα δουλειά να τελειώνουμε».
«Αμέσως» είπε με ένα χαμόγελο και ξεκίνησε να λύνει τα σχοινιά που συγκρατούσαν τα τραπέζια.
Παρόλο που ήταν ακόμα πολύ νωρίς, ένας οργασμός εργασιών γινόταν στην πλατεία. Μια ομάδα καθάριζε, περιποιούταν τα φυτά και τα δέντρα της πλατείας, φρέσκαρε τα λευκά παγκάκια με ασβέστη, έστηνε τις ψησταριές και τους πάγκους, στους οποίους θα έμπαιναν οι διάφοροι μικροπωλητές από τα γύρω χωριά. Το στήσιμο των τραπεζιών τούς πήρε όλο το πρωί. Το μεσημέρι, μόλις τελείωσαν το στήσιμο, ενώθηκαν με εκείνους που στόλιζαν την πλατεία και τοποθετούσαν τους φανούς. Ύστερα από ώρα ο Νικόλας ανακοίνωσε στον Κάσιο:
«Πρέπει να πάω στους στάβλους».
«Πήγαινε, αλλά να προσεχείς». Τον κοίταξε σοβαρά στα μάτια.
«Πάντα». Τον καθησύχασε και προχώρησε προς την Αφροδίτη. Καθώς ετοιμαζόταν να σελώσει, ένας από τους δυο πιο δυνατούς φρουρούς του Αρίωνα τον πλησίασε.
«Χαμήλωσε το βλέμμα σου, σταυλιάρη» τον διέταξε κι ο Νικόλας με κενό βλέμμα υπάκουσε, παίζοντας τον ρόλο του χαζού, που τόσα χρόνια είχε υιοθετήσει.
«Δε χρειάζεται να πας σήμερα στους στάβλους, αλλά αύριο τα ξημερώματα να είσαι εκεί. Θα πας να παραδώσεις ένα μήνυμα του αφέντη σου». Μόλις τελείωσε τη φράση του, έδωσε μια γροθιά στον Νικόλα, ο οποίος έπεσε κάτω. «Αυτό για να μάθεις να μην κοιτάς κανέναν ανώτερο στα μάτια» έφυγε γελώντας ο φρουρός.
Ο Νικόλας βράζοντας από θυμό σηκώθηκε και πλησίασε τον Κάσιο. Με ψιθυριστό τόνο του αφηγήθηκε όσα του αναγγέλθηκαν.
«Λες να ετοιμάζει κάποια επίθεση την ώρα του πανηγυριού;» ρώτησε τον Κάσιο, καθώς έδενε τον τελευταίο φανό σε ένα δέντρο.
«Δεν ξέρω, αλλά δεν είναι και απίθανο, αφού όλο το χωριό θα είναι μαζεμένο στην πλατεία» τελείωσε τη φράση του και προχώρησε προς την ταβέρνα του Βασίλειου, με τον Νικόλα να τον ακολουθεί. «Νικόλα, πήγαινε και πέρνα την ώρα σου όπως θέλεις. Δεν έχουμε άλλες δουλειές για σήμερα και όσο για τα σχέδια του Αρίωνα θα μάθουμε αύριο, μόλις διαβάσεις το γράμμα» και ξεκίνησε για την ταβέρνα. «Α, Νικόλα!» κοντοστάθηκε για λίγο. «Καλή επιτυχία».
«Για ποιο πράγμα;» τον ρώτησε ο Νικόλας, αλλά ο Κάσιος δεν ανταποκρίθηκε.
Από τη στιγμή που δεν είχε άλλες υποχρεώσεις, η μόνη του επιθυμία ήταν να περάσει την ημέρα του συντροφιά με την Αρετή. Τώρα που είχε φτάσει το μεσημέρι, όλοι οι χωρικοί πήγαιναν στα σπίτια τους για να γευματίσουν και να ξεκουραστούν. Έτσι πίστευε ότι η Αρετή θα ήταν σπίτι μαζί με τους γονείς της και κίνησε για το σπίτι της, όπου ήταν πάντα ευπρόσδεκτος.
Το σπίτι της Αρετής βρισκόταν τριακόσια περίπου μέτρα ανατολικά από τον λόφο, όπου βρισκόταν το σπίτι του Κάσιου.
«Λοιπόν, Αφροδίτη, τι λες; Να κάνω σήμερα την πρόταση; Όλη η οικογένεια της θα είναι μαζεμένη στο σπίτι της σήμερα» ρώτησε το άλογο, καθώς τη σέλωνε. Έβαλε πρώτα την καρό κουβέρτα, για να μη γδέρνεται η πλάτη της από το ξύλο της σέλας. Ύστερα τοποθέτησε τη σέλα δένοντας τους ιμάντες κάτω από την κοιλιά της για να κρατηθεί στη θέση της. Μόλις τελείωσε, στάθηκε μπροστά στην Αφροδίτη. «Λοιπόν;»
Εκείνη έκλεινε το κεφάλι καταφατικά αρκετές φορές και μετά έτριψε το πρόσωπό της στο απλωμένο χέρι του Νικόλα.
Σε όλη τη διαδρομή συνάντησε αρκετούς χωρικούς. Μερικοί τον συμπαθούσαν, οπότε τους χαιρέτησε ευγενικά κι αυτοί ανταποκριθήκαν, ενώ άλλοι, επειδή τον θεωρούσαν τρελό, δεν ήθελαν να έχουν καμιά σχέση μαζί του. Πώς θα ήταν η ζωή μου, εάν δεν υπήρχε ο Αρίων; Δε θα χρειαζόταν να κάνω τον λοξό, ίσως να είχα και δικό μου σπίτι μαζί με χωράφι ή μπορεί και οικογένεια. Αλλά έτσι δε θα είχα αποκτήσει την Αφροδίτη, που είναι η καλύτερη μου φίλη, σκέφτηκε ο Νικόλας.
Η Αφροδίτη σταμάτησε απότομα καθώς μια παρέα μικρών παιδιών περνούσε από μπροστά της, παίζοντας κάποιο παιχνίδι. Το απότομο σταμάτημα της Αφροδίτης τον έβγαλε από την ονειροπόλησή του.
«Παρόλο που η ζωή μου δεν είναι εύκολη, δε θα την άλλαζα με τίποτα» είπε δυνατά, καθώς η Αφροδίτη ξεκινούσε ξανά.
Το σπίτι της Αρετής ήταν ένα διώροφο με κόκκινα κεραμίδια και ξύλινη επένδυση στους τοίχους. Ο καταπράσινος κήπος του ήταν ο μοναδικός που δεν είχε περίφραξη και ήταν γεμάτος από τριανταφυλλιές, κρίνους και μουριές. Επίσης, είχε και μια μικρή πέτρινη λεκάνη, η οποία στηριζόταν σε πέτρινη βάση με ζωγραφιστά τριαντάφυλλα, όπου τα διάφορα μικρά πουλάκια τσαλαβουτούσαν, όταν έκανε αρκετή ζεστή.
Έδεσε την Αφροδίτη στην σκιά μιας μουριάς και την ξεσέλωσε για να είναι πιο άνετα. Προχώρησε έως την πόρτα και χτύπησε τρεις φορές. Πέρασε ένα λεπτό, πριν ανοίξει η πόρτα και φανεί η φιγούρα της Φωτεινής. Αμέσως το πρόσωπό της φωτίστηκε από χαρά.
«Πέρνα μέσα, παιδί μου».
Η μητέρα της Αρετής ήταν γέννημα θρέμμα του Λαγανά. Ήταν ψηλή με λευκό δέρμα, μαύρα ίσια μαλλιά και καταπράσινα μάτια, όπως της κόρης της.
«Ο Φάνης είναι εδώ;» ρώτησε ο Νικόλας.
«Ναι, είναι στην πίσω αυλή, αλλά η Αρετή είναι στο δωμάτιό της, εάν τη θέλεις» είπε με ένα χαμόγελο.
«Ευχαριστώ» της απάντησε και πλησίασε την πόρτα που έβγαζε στην πίσω αυλή. Βρήκε τον Φάνη να σκάβει έναν λάκκο. «Καλησπέρα, Φάνη, θες βοήθεια;» είπε πλησιάζοντάς τον.
«Πιάσε το φτυάρι και λέγε τι θες εδώ» είπε με αυστηρό τρόπο. Ο Φάνης είχε έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα. Ήταν οξύθυμος, αλλά δίκαιος και πάντα του άρεσε να κακοπαίρνει τον Νικόλα, πάντα στα πλαίσια του πειράγματος, γιατί τον είχε σε μεγάλη εκτίμηση.
«Ήρθα να δω την κόρη σου» μόλις είπε αυτά τα λόγια ο Φάνης του έριξε ένα φαρμακερό βλέμμα, μα δεν είπε τίποτα. Συνέχισε όμως να σκάβει πιο άγρια από πριν. Ο Νικόλας ρίχτηκε και εκείνος στη δουλειά μιλώντας συγχρόνως. «Θέλω να της ζητήσω να με αρραβωνιαστεί» είπε και το πρόσωπο του φλογίστηκε. «Θα ήθελα την άδειά σου και το πιο σημαντικό την ευχή σου». Στο πρόσωπο του Φάνη φάνηκε ένα στιγμιαίο χαμόγελο, πριν το καλύψει η γνωστή απάθειά του.
«Ξέρεις ότι αυτό δεν είναι καλό, λόγω της σχέσης που έχεις με τον Αρίωνα και είμαι σίγουρος ότι δε θα σε αφήσει εύκολα ήσυχο…» η επόμενη φράση του κόπηκε από τη δυνατή φωνή του Νικόλα.
«Ξέρεις ότι δε λογαριάζω τον Αρίων».
«Τότε θα έχεις αυτά που ζήτησες, εάν με νικήσεις σε μια μονομαχία» και για πρώτη φορά το χαμόγελο έμεινε στο πρόσωπό του. Ωραία, μου έδωσε την ευχή του και την άδεια, συλλογίστηκε ο Νικόλας.
«Να σου πω, βρε Φάνη, γιατί θέλεις να φας ξύλο;» γέλασε βγάζοντας το ξύλο από το φτυάρι κι ο Φάνης τον μιμήθηκε.
«Για να δούμε ποιος θα τις φάει» και επιτέθηκε κρατώντας το ξύλο ψηλά, πάνω από το κεφάλι του.
Οι κινήσεις του ήταν όπως τις είχε φανταστεί. Αργές. Θα ήταν πολύ εύκολο να αποφύγει τον Φάνη. Λίγο πριν ο άντρας προλάβει να τον χτυπήσει στο κεφάλι, ο Νικόλας έκανε στην άκρη κι επιτέθηκε, μα λίγο πριν το χτύπημα σκέφτηκε: Τι πάω να κάνω; Να χτυπήσω έναν γέρο χωρίς λόγο; Οπότε το μόνο που έκανε ήταν να τον χτυπήσει σχεδόν άψυχα στο πόδι. Θα τον κουράσω και θα παραιτηθεί.
Οι κινήσεις του Φάνη ύστερα από λίγη ώρα είχαν αρχίσει να γίνονται πιο αργές και τα χτυπήματά του ακόμα πιο αδύναμα. Ο Νικόλας απέφευγε σκύβοντας και τρέχοντας γύρω από τον αντίπαλο του. Οι φωνές τους έβγαλαν την Αρετή στο παράθυρο και η κοπέλα σάστισε με το θέαμα που αντίκρισε.
«Τι κάνετε εκεί;» φώναξε. «Τρελαθήκατε;»
Ο Νικόλας γύρισε κι ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπο του, μα αμέσως του ήρθε σκοτοδίνη.
Ένα χείμαρρος παγωμένου νερού τον συνέφερε. Ήταν ξαπλωμένος σε έναν ξύλινο πάγκο, το κεφάλι του τον πονούσε, σήκωσε το χέρι του, το ακούμπησε στο πίσω μέρος του κεφαλιού του κι ένιωσε ένα σκληρό εξόγκωμα. Το χτύπημα του είχε αποφέρει ένα καρούμπαλο. Ανασηκώθηκε και είδε ότι βρισκόταν στην κουζίνα της Φωτεινής. Ο Φάνης καθόταν σε μια καρέκλα και είχε ακουμπισμένα μέχρι τον αγκώνα τα γυμνά χέρια του στο τραπέζι. Τον κοίταξε και χαμογέλασε.
«Η μονομαχία είναι άκυρη» ανακοίνωσε, μα ο Φάνης κούνησε αρνητικά το κεφάλι του.
«Μπορεί να έχασες, αλλά νίκησες. Άντε μην αλλάξω γνώμη».
«Σταμάτα, Φάνη. Έλα να βοηθήσεις να στρώσουμε το τραπέζι» είπε η σύζυγός του, καθώς ανακάτευε το φαγητό για τελευταία φόρα κι ο Φάνης απάντησε με αυστηρό τρόπο. «Αυτές είναι γυναικείες…» Δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση του, γιατί η Φωτεινή είχε πιάσει τον πλάστη και είπε στον ίδιο τόνο:
«Δεν άκουσα;» συνέχισε κουνώντας τον πλάστη απειλητικά μπροστά στο πρόσωπό του.
«Αμέσως, αγάπη μου» υποχώρησε μπροστά στην απειλή του πλάστη και σηκώθηκε για να πιάσει πιάτα από το ράφι.
Ο Νικόλας σηκώθηκε για να βοηθήσει κι αυτός, μα εκείνη τη στιγμή μπήκε στο δωμάτιο η Αρετή κι έκανε αρνητικό νεύμα.
«Είσαι καλεσμένος μας».
«Μα…» έκανε ο Νικόλας, αλλά του έριξε ένα νεύμα, που, όπως η μητέρα της, δε σήκωνε αντιρρήσεις.
Το γεύμα ήταν υπέροχο, μα ακόμα πιο υπέροχη ήταν η παρέα της οικογένειας της Αρετής. O Φάνης, παρόλο τον οξύθυμο χαρακτήρα του, μόλις το έτσουζε λίγο παραπάνω, γινόταν άλλος άνθρωπος, χαρούμενος και μερικές φορές δεκτικός σε ζητήματα που δε θα ήθελε ούτε να τα σκέφτεται. Μόλις τελείωσαν το υπέροχο δείπνο τους ο Νικόλας και η Αρετή αποχώρισαν για μια βόλτα στο χωριό. Έκαναν τον κύκλο του χωριού αγκαλιασμένοι και συζητώντας το πώς θα ήταν η ζωή τους χωρίς τον Αρίωνα, μα και για πιο χαρούμενα θέματα.
Όταν το φεγγάρι είχε κάνει πλέον την εμφάνισή του στον σκοτεινό ουρανό φέρνοντας μαζί τους φίλους του τα άστρα να τον φωτίζουν, οι δύο νέοι ξεκίνησαν για μια τελευταία βόλτα στην πλατεία του χωριού. Τα περισσότερα μαγαζιά είχαν κλείσει γύρω από την πλατεία. Το μόνο που είχε μείνει ανοιχτό ήταν «Το Γλυκό Κρασί». Καθώς περνούσαν από μπροστά, άκουγαν τους τροβαδούρους να τραγουδάνε, τους μεθυσμένους να φωνάζουν για περισσότερο κρασί και τον Βασίλειο να τους λέει ότι δεν ποτίζει τους πιωμένους. Ανέβηκαν τα λιγοστά, πέτρινα σκολοπατια που χρειαζόταν για να μπουν στην πλατεία και πλησίασαν το αγαπημένο τους σημείο, δίπλα στον Καταράχη. Το ποταμάκι αντανακλούσε και παραμόρφωνε το σχήμα του φεγγαριού και των άστρων σαν ένας τεράστιος τρεχούμενος καθρέφτης. Το φως έλουζε την Αρετή κάνοντάς τη να μοιάζει με νεράιδα, βγαλμένη από τους αρχαίους μύθους.
Οι νεράιδες ήταν γυναικεία πλάσματα με απίστευτη ομορφιά και μυστικές δυνάμεις. Ο μύθος έλεγε, ότι άμα σε κοιτούσε μια νεράιδα, δεν μπορούσες να την ξεχάσεις ποτέ και ήσουν για πάντα ερωτευμένος με εκείνη. Ορισμένοι μύθοι έλεγαν πως μερικοί είχαν τρελαθεί από τον έρωτα και έκαναν τρέλα πράγματα για να τις εντυπωσιάσουν και να κερδίσουν την αγάπη τους, αλλά το μόνο που ποτέ κέρδισαν ήταν το ψυχρό καλωσόρισμα του θανάτου.
Η Αρετή τον φίλησε στο στόμα βγάζοντάς τον από τις σκέψεις του κι εκείνος ανταποκρίθηκε με θέρμη αγκαλιάζοντάς τη. Τώρα ή ποτέ, σκέφτηκε. Τραβήχτηκε από την αγκαλιά της και στάθηκε λίγα εκατοστά μπροστά της. Ήθελε να της κάνει την πρόταση, αλλά φοβόταν. Φοβόταν την απάντηση. Γιατί, τώρα που το αναλογιζόταν, ήταν πιο εύκολο να ρίχνεται στη μάχη με τους φρουρούς του Αρίωνα από το να κάνει μια απλή πρόταση.
«Τι έπαθες;» Προσπάθησε να τον φιλήσει, μα εκείνος έκανε ένα βήμα πίσω, πήρε μια ανάσα και είπε:
«Βλέπω τις ώρες που πέρασα μαζί σου, σαν έναν αρωματισμένο κήπο, με μια αχνή λάμψη και ένα πηγάδι να τραγουδάει, εσύ και μόνο εσύ με κάνεις να νιώθω ότι είμαι ζωντανός». Η Αρετή στο άκουσμα αυτών κοκκίνισε, ο Νικόλας γονάτισε και συνέχισε.
«Κάποιες φορές, όταν σε κοιτάζω, μου κόβεται η ανάσα και όλα τα πράγματα που θέλω να πω δε βρίσκουν φωνή. Μετά, μέσα στην απόλυτη σιωπή, ελπίζω ότι τα μάτια μου θα μιλήσουν, όπως η καρδιά μου» έπιασε το χέρι της και το ένιωσε να τρέμει. «Να είμαστε φίλοι είναι αυτό που πάντα ήθελα. Να είμαστε ζευγάρι είναι αυτό που πάντα ονειρευόμουν». Το πρόσωπο της Αρετής έλαμψε από χαρά και τα μάτια της γέμισαν δάκρυα συγκίνησης. Στον Νικόλα φάνηκε σαν να έβλεπε τον ουρανό με τα άστρα. Ύστερα από λίγο, εκείνη έγνεψε καταφατικά λέγοντας:
«Βλέπω τα πιο αχνά μου αστέρια στα μάτια σου. Με λιώνουν όπως ο ήλιος το χιόνι».
«Φίλησέ με και θα δεις τα αστέρια. Αγάπησέ με και θα σου τα δώσω».
Και φιλήθηκαν όπως ποτέ άλλοτε.
Τη στιγμή που ο Νικόλας ετοιμαζόταν να πέσει για ύπνο μονολόγησε:
«Αυτή ήταν η πιο υπέροχη μέρα της ζωής μου».
Νίκος Καρδαμπίκης
Ο Καταράχης ήταν ένα μικρό ποταμάκι που χώριζε το χωριό σε δυο μέρη, τον Άνω Λαγανά και τον Κάτω Λαγανά. Το ίδιο ποταμάκι χώριζε και την πλατεία και με τον καιρό οι κάτοικοι δημιούργησαν έναν μικρό καταρράχτη και στο σημείο εκείνο, κάθε χρόνο, την ημέρα που έμπαινε η άνοιξη γινόταν ένα μεγάλο πανηγύρι με διαγωνισμούς ανάμεσα στον Άνω και Κάτω Λαγανά για το ποιο τμήμα είχε τα καλύτερα προϊόντα.
Γύρω από την πλατεία είχαν χτιστεί τα διάφορα καταστήματα, όπως η ταβέρνα του χωριού με τον χωρατατζή ταβερνιάρη και τους μεθυσμένους χωριάτες, το κρεοπωλείο με τα κρεμασμένα τομάρια απ’ έξω, που έσταζαν αίματα πάνω στο ξύλινο πάτωμα, το σιδηρουργείο, που την ώρα της λειτουργίας του μαζί με τα χτυπήματα των σφυριών πάνω στα αμόνια ακουγόταν και ο φάλτσος σιδηρουργός. Πιο κάτω από το σιδηρουργείο ξεκινούσαν διάφορα μαγαζιά με εργαλεία, λιπάσματα, βότανα και λαχανικά.
Ο Λαγανάς είχε κι ένα δεύτερο όνομα, που του δόθηκε από τους κατοίκους του διπλανού χωριού: «Φωτεινή Κηλίδα». Πήρε το όνομα αυτό, διότι βρισκόταν ανάμεσα στην ανατολή και στη δύση. Έτσι, όλη την ημέρα το έλουζε ο ήλιος και τα λευκά του σπίτια αντανακλούσαν το φως, μα την ώρα του δειλινού συνέβαινε κάτι το μαγικό. Τα λευκά σπίτια αντανακλούσαν το πορτοκαλί χρώμα του ουρανού δίνοντας έναν υπέροχο τόνο στην πράσινη κοιλάδα που περιέκλειε το χωριό.
Στα περίχωρα του υπήρχε ένα τεράστιο αρχοντικό, με έναν τεράστιο κήπο και γύρω από αυτό, τα χωράφια των χωρικών με τους στάβλους, όσων είχαν ζώα.
Η άνοιξη εκείνη την χρονιά είχε έρθει πιο νωρίς από ό,τι τις προηγούμενες φορές, λιώνοντας τα χιόνια γρήγορα και βοηθώντας τη γη να ξεκουραστεί και να γεμίσει θρεπτικές ουσίες, οι οποίες βοηθούσαν στη γεωργία.
Η κοιλάδα γύρω από το χωριό γέμισε από διαφόρων ειδών λουλούδια, που όλα μαζί ανέδιδαν ένα υπέροχο και αναζωογονητικό άρωμα, το οποίο έφτανε μέχρι το χωριό. Το τριφύλλι, το σιτάρι, τα διάφορα λαχανικά και ζαρζαβατικά είχαν γεμίσει τα χωράφια των αγροτών προσφέροντάς τους αρκετή τροφή τόσο για αυτούς αλλά και για τα ζώα τους.
Σε μια εβδομάδα περίμεναν τα χελιδόνια και μαζί με αυτά την πρώτη ημέρα της άνοιξης και το πολυπόθητο μεγάλο πανηγύρι της. Οι προετοιμασίες είχαν ξεκινήσει αρκετές ημέρες πριν. Το χρώμα των σπιτιών φρεσκαριζόταν για να δείχνουν ακόμα πιο λευκά και καθαρά. Οι κήποι των σπιτιών είχαν την τιμητική τους, καθώς υπήρχε έντονος ανταγωνισμός ανάμεσα στον Άνω και Κάτω Λαγανά, για το ποιο μέρος είχε τους πιο εντυπωσιακούς και περιποιημένους κήπους στο χωριό. Οι γυναίκες προσπαθούσαν μέρες να αποφασίσουν ποια σπεσιαλιτέ τους θα παρουσίαζαν στο πανηγύρι. Δε συναγωνίζονταν μόνο στο ποια νοικοκυρά θα μαγείρευε το καλύτερο φαγητό, αλλά και στο ποια θα ήταν η πιο καλοντυμένη και καλλωπισμένη και σε αυτήν την κατηγορία μόνο οι παντρεμένες είχαν δικαίωμα να συμμετάσχουν. Οι νεότερες και ανύπαντρες κοπέλες διαγωνίζονταν ξεχωριστά. Για τους άντρες υπήρχαν αρκετές δοκιμασίες, όπως πάλη, τοξοβολία, κυνήγι ελαφιού στο κοντινό δάσος, κόψιμο δέντρων και το ποιος ήταν το «Κεφάλι του Αγρότη». Με άλλα λόγια, το ποιος ήταν το πιο γέρο ποτήρι του χωριού. Όσο για τους νέους, εκείνοι μπορούσαν να κάνουν ότι ήθελαν στο πανηγύρι, να δοκιμαστούν σε κάποια δοκιμασία, να τραγουδήσουν, να χορέψουν και γενικά να κάνουν ό,τι δεν μπορούσαν τις υπόλοιπες ημέρες, λόγω της ρουτίνας της καθημερινότητας.
Ο Νικόλας κοιμόταν βαθιά στο παλιό ξύλινο κρεβάτι, περιμένοντας να λαλήσει ο κόκορας, ώστε να ξεκινήσει η μέρα του. Το δωμάτιο του Νικόλα ήταν μικρό, απλό και λιτό. Το κρεβάτι του βρισκόταν ακριβώς κάτω από το παράθυρο, γιατί του άρεσε τις νύχτες να παρατηρεί τα άστρα και το φεγγάρι. Απέναντι από το κρεβάτι του βρισκόταν μια παλιά, σκαλιστή ντουλάπα γραφείου και δίπλα της το τόξο, το ξίφος και το κυνηγετικό μαχαίρι του. Στο κοιμισμένο πρόσωπο του εμφανίστηκε ένα χαμόγελο. Έβλεπε την Αρετή, μια συγχωριανή του, με την οποία είχαν κατά κάποιο τρόπο σχέση.
Ο Νικόλας ήταν ένα παλικάρι είκοσι ετών, που είχε χάσει τους γονείς του σε μια μεγάλη πυρκαγιά, η οποία είχε καταστρέψει ολόκληρη την πόλη του. Εκείνος ήταν τυχερός, γιατί εκεί βρισκόταν ο Κάσιος, ο οποίος του είχε σώσει τη ζωή πηδώντας μέσα στο φλεγόμενο σπίτι. Ο Νικόλας ήταν ψηλότερος από οποιονδήποτε συγχωριανό του και είχε μια άγρια ομορφιά που κανένας άλλος άνθρωπος δεν είχε. Αυτό που τον έκανε όμως πραγματικά ξεχωριστό, ήταν τα παράξενα μάτια του. Είχαν ένα υπέροχο φωτεινό γαλάζιο χρώμα, πιο γαλάζιο και από τον ουρανό μετά από καταιγίδα. Είχαν κι άλλοι χωριανοί του στο Λαγανά μάτια σαν τα δικά του, μα του Νικόλα είχαν μια ιδιαίτερη λάμψη και φανέρωναν τεράστια δύναμη, παρ’ ότι ο ίδιος δεν το ήξερε.
Ο Νικόλας για το χωριό είχε υιοθετήσει δύο προσωπικότητες. Για τους συγχωριανούς του έδειχνε αδύναμος, αγαθός και λοξός και δούλευε για τον άρχοντα των γύρω περιοχών, Αρίων. Στην πραγματικότητα ήταν ένας δυναμικός και έξυπνος άντρας. Τον είχε εκπαιδεύσει ο Κάσιος στα γράμματα, στο ξίφος και στο τόξο, ήταν καλός πολεμιστής, τουλάχιστον για να προστατεύει το Λαγανά. Ο Κάσιος ήταν ίδιος με τον Νικόλα, αλλά και οι δυο κρατούσαν μυστικό τον πραγματικό τους εαυτό, για να μπορούν να βοηθούν τους συγχωριανούς τους απέναντι στον Αρίωνα, που κατάστρεφε τις περιουσίες, για να μπορεί να διατηρεί την εξουσία. Τα τελευταία πέντε χρόνια, δηλαδή από την εποχή που ο Νικόλας είχε ενηλικιωθεί, οι επιθέσεις εναντίων των συγχωριανών του από τους άντρες του Αρίωνα είχαν μειωθεί αισθητά.
Ο ήλιος έκανε την εμφάνισή του από την ανατολή δίνοντας χρώμα στον ουρανό. Το μαύρο της νύχτας άρχιζε να παίρνει σιγά σιγά διάφορες αποχρώσεις του μωβ και του μπλε, ώσπου να καταλήξει στο γαλάζιο της ημέρας. Η ζέστη του ηλίου έδιωξε και το τελευταίο ίχνος της ομίχλης. Ο κόκορας ανέβηκε σε έναν στύλο του ξύλινου φράχτη, που περιέφραζε το κοτέτσι, κι άρχισε να λαλάει.
«Πότε θα σε βράσω και θα σε φάω;» μονολόγησε ο Νικόλας, καθώς ο κόκορας τον έβγαλε από τον ύπνο και του έκοψε το υπέροχο όνειρο που έβλεπε. Τα βλέφαρά του ήταν ακόμα βαριά από τη νύστα και γύρισε πλευρό να ξανακοιμηθεί, αλλά ο Κάσιος τού βροντοφώναξε.
«Ξύπνα, υπναρά, έχουμε δουλειές να κάνουμε».
«Ω, ρε Κάσιε!»
Λόγω του πανηγυριού, όλοι στο χωριό είχαν φορτωθεί με αρκετές δουλειές κι ο Νικόλας με ακόμα πιο πολλές. Έπρεπε να βοηθήσει τον Κάσιο να μεταφέρουν και να στήσουν τα τραπέζια και τις καρέκλες στην πλατεία. Ακόμα, έπρεπε να βοηθήσουν τους υπόλοιπους εργάτες να στολίσουν και να βάλουν φανούς στην πλατεία, για να φωτιστεί το μέρος, όταν θα σκοτείνιαζε. Μα μόλις τελείωνε με αυτές τις δουλειές, έπρεπε να πάει να φροντίσει τους στάβλους και τα αλόγα του Αρίωνα, που το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν το πώς θα έβγαζε αρκετά χρήματα και θα βασάνιζε τους χωρικούς. Συνήθως δεν εμφανιζόταν στο πανηγύρι, αλλά εκείνη τη χρονιά ήθελε να κάνει επίδειξη των νέων του αλόγων.
Ο Νικόλας σηκώθηκε από το κρεβάτι και τεντώθηκε. Πλύθηκε με κρύο νερό, που είχε αφήσει το βραδύ πάνω στο γραφείο του, αναριγώντας, καθώς το παγωμένο υγρό έσταζε πάνω στο στήθος και τον αυχένα του. Άνοιξε την ντουλάπα και φόρεσε τα παλιά και σκισμένα ρούχα της δουλειάς. Έδεσε τη ζώνη του και έβαλε το κυνηγετικό μαχαίρι στην παλιά και φθαρμένη θήκη του. Βγαίνοντας από το δωμάτιο βρήκε δίπλα στην πόρτα τις μπότες του και τις φόρεσε.
Εντόπισε τον Κάσιο να τρώει αυγά με ψωμί και να πίνει φρέσκο κατσικίσιο γάλα.
«Μέρα…» μούγκρισε ο Νικόλας, καθώς καθόταν σε μια καρέκλα και γέμισε ένα ποτήρι με γάλα.
«Μόνο μέρα; Γιατί δεν είναι καλή η μέρα;» τον ρώτησε ο Κάσιος κοιτώντας τον με τα μαύρα μάτια του.
«Γιατί έχω ένα σωρό δουλειές να κάνω μέχρι το βράδυ και είμαι σίγουρος ότι ο Αρίων θα με κρατήσει μέχρι αργά και …» το πρόσωπο του φλογίστηκε, πριν συνεχίσει την πρότασή του. «Η Αρετή είπε ότι θέλει να μιλήσουμε το βράδυ».
Ένα πονηρό χαμόγελο εμφανίστηκε στο πρόσωπο του Κάσιου.
«Αααα, γι’ αυτό σκας, για το πότε θα τελειώσεις με τις δουλειές» σταμάτησε για λίγο για να πιει μια γουλιά γάλα και συνέχισε. «Εάν θες, μπορώ να κάνω εγώ τις δουλειές στην πλατεία και εσύ να πας κατευθείαν στους στάβλους και …»
«Όχι» διαφώνησε αμέσως ο Νικόλας. «Δεν μπορώ να σε αφήσω να τα κάνεις όλα μόνος σου. Η Αρετή μπορεί να περιμένει». Το τελευταίο πράγμα που ήθελε ήταν να κάνει την Αρετή να περιμένει. Ήθελε να περνάει όση περισσότερη ώρα γινόταν μαζί της, να μυρίζει το υπέροχο άρωμα που ανέδιδε το κορμί της, να χαϊδεύει τα μακριά καστανά μαλλιά της, να φιλάει τα κόκκινα σαν κεράσια χείλια της κι αυτή να τον κοιτάει με τα υπέροχα πράσινα μάτια της, μα δεν μπορούσε να αφήσει τον Κάσιο να βγάλει τόση δουλειά μόνος του. Εκείνη θα καταλάβαινε. Εκείνη ήξερε τα πάντα γι’ αυτόν ακόμα και για τη διπλή προσωπικότητά του. Το είχε μάθει, όταν τον είχε γνωρίσει.
Ήταν μετά από μια μάχη με τους άντρες του Αρίωνα. Εκείνος είχε χτυπήσει άσχημα και η Αφροδίτη, το άλογό του, είχε κουραστεί από το άγριο κυνηγητό. Το αίμα έρεε σαν ποτάμι από το κεφάλι του και ήταν έτοιμος να λιποθυμήσει, όταν τον βρήκε να διασχίζει τον δρόμο ανάμεσα στα σπίτια του Λαγανά και με κίνδυνο της ζωής της, καθώς και της οικογένειάς της, τον έκρυψε και τον περίθαλψε. Οι γονείς της, όπως και η ίδια, έπεσαν από τον ουρανό, όταν τους εξήγησε τον λόγο που μια ντουζίνα στρατιώτες τον κυνηγούσαν. Δεν μπορούσαν να πιστέψουν όσα τους έλεγε, μέχρι που ο Φάνης πήγε να ειδοποιήσει τον Κάσιο για την κατάσταση και την τοποθεσία του Νικόλα, ώστε να μην ανησυχεί. Με την οικογένεια της Αρετής πέρασε αρκετό καιρό, ώσπου να γίνει καλά και να μπορέσει να εμφανιστεί στο χωριό χωρίς να δώσει στόχο στον Αρίων.
Εκείνη την περίοδο αναπτύχθηκε μια ιδιαίτερη φιλιά και ύστερα αυτή η φιλία κατέληξε σε σχέση ανάμεσα σε εκείνον και την Αρετή. Ο Φάνης στην αρχή δεν ενέκρινε τη σχέση εκείνη, γιατί φοβόταν μήπως ο Νικόλας πέθαινε σε κάποια επιχείρηση κατά των αντρών του Αρίων ραγίζοντας την καρδιά της μοναχοκόρης του. Μα άλλαξε γνώμη, όταν ο Νικόλας έσωσε το σπίτι τους από τους στρατιώτες του Αρίωνα και απέδειξε ότι ήταν γενναίος και ικανός πολεμιστής.
Μόλις τελείωσαν το πρωινό τους οι δύο άντρες έπλυναν τα πιάτα και τα ποτήρια σε μια πέτρινη λεκάνη, που ήταν στερεωμένη στον τοίχο. Τα νερά με τα οποία έπλεναν τα πιάτα έφευγαν έξω με έναν μολυβένιο σωλήνα και πότιζαν τα λουλούδια. Ύστερα πήγαν να φορτώσουν στο κάρο τα τραπέζια και να ζεύσουν τα αλόγα. Αυτό ήταν το δύσκολο κομμάτι. Το άλογο του Κάσιου ήταν ήρεμο και υπάκουο, αλλά η Αφροδίτη ήταν δύσκολη περίπτωση. Ήταν περήφανη και δεν της άρεσε να γίνεται το ζώο για τις δουλειές.
Η Αφροδίτη ήταν ένα νεαρό, καθαρόαιμο άλογο που είχε αιχμαλωτιστεί στην ανατολική πλευρά του πανάρχαιου δάσους, Έκναταν. Είχε μαύρο τρίχωμα εκτός από μια λευκή λωρίδα στο κεφάλι της, η οποία ξεκινούσε από τη βάση των αυτιών της και τελείωνε στη μύτη της.
Η πρώτη επαφή του με την Αφροδίτη δεν ήταν κι ό,τι καλύτερο. Την είχαν φέρει μαζί με τα υπόλοιπα άλογα στους στάβλους του Αρίωνα. Τότε ήταν ακόμα πουλάρι κι απίστευτα ατίθαση, έκανε άνω κάτω τους στάβλους και άφησε ένα μεγάλο σημάδι από τις οπλές της στο στήθος του Αρίωνα. Τότε ο θυμός του ήταν τόσο μεγάλος που είχε πιάσει το άλογο και το είχε σύρει έξω με σκοπό να το θανατώσει. Διέταξε να του φέρουν ένα τσεκούρι. Ο Νικόλας το λυπήθηκε και ύστερα από αρκετή ώρα παρακλήσεων και αρκετά μαστιγώματα, ο Αρίων δέχτηκε να του δώσει το άλογο. Όση ώρα ο Νικόλας μαστιγωνόταν από τον άρχοντα, το άλογο παρακολουθούσε και κατάλαβε ότι ο νεαρός νοιαζόταν κι από εκείνη την ημέρα είχαν γίνει αχώριστοι.
Μόλις τελείωσαν το φόρτωμα, ο Κάσιος έδεσε το άλογό του στο κάρο και έκανε νόημα στον Νικόλα να φωνάξει την Αφροδίτη. Εκείνος σφύριξε και η Αφροδίτη ήρθε τρέχοντας από τον στάβλο με το μαύρο τρίχωμά της να γυαλίζει στο πρωινό φως του άλιου. Μα σαν είδε το κάρο, σταμάτησε.
«Ωχ» ξεφύσησε ο Κάσιος. Ο Νικόλας όμως περίμενε μια τέτοια κίνηση από την Αφροδίτη. Την πλησίασε και της ψιθύρισε, ενώ ταυτόχρονα χάϊδευε τα αυτιά της.
«Έλα τώρα, αφού δεν είναι τίποτα τρομερό» το άλογο μετακίνησε το κεφάλι του και τον κοίταξε στα μάτια. «Ή μήπως δεν μπορείς να τραβήξεις ένα μικρό κάρο;»
Στο άκουσμα αυτών των λέξεων μια λάμψη φάνηκε στα μάτια της, έσπρωξε παιχνιδιάρικα τον Νικόλα με το κεφάλι της και τον έριξε στο χορτάρι. Ύστερα πήγε κοντά στον Κάσιο.
«Καλημέρα» την καλωσόρισε και έδεσε τα σχοινιά στην πλάτη της. Ανέβηκε στη θέση του οδηγού κάνοντας νόημα στον Νικόλα να ανέβει κι εκείνος.
Το αγρόκτημα του Κάσιου ήταν χτισμένο σε ένα μικρό λόφο από όπου μπορούσε να παρακολουθεί ολόκληρο το χωριό. Η διαδρομή ήταν μεγάλη μέχρι την πλατεία του χωριού και με το κάρο φορτωμένο θα έκαναν ακόμα περισσότερη ώρα, μέχρι να κατέβουν. Ο πρωινός ήλιος ζέσταινε τη δροσιά που υπήρχε πάνω στα φυτά από την ομίχλη. Έτσι τα διάφορα αρώματα από τα λουλούδια και τα δέντρα αναδύονταν στο διπλάσιο και σε συνδυασμό με το κούνημα του κάρου πάνω στον χωματόδρομο ο ύπνος έπεσε βαρύς στον Νικόλα.
«Ξύπνα, υπναρά, φτάσαμε» ακούστηκε ο Κάσιος που του φώναζε για να τον ξυπνήσει.
«Πόση ώρα κοιμάμαι;» τον ρώτησε με ένα χασμουρητό και τεντώθηκε κατεβαίνοντας από το κάρο.
«Από την ώρα που ξεκινήσαμε. Και τώρα άσε τις φλυαρίες και ξεκίνα δουλειά να τελειώνουμε».
«Αμέσως» είπε με ένα χαμόγελο και ξεκίνησε να λύνει τα σχοινιά που συγκρατούσαν τα τραπέζια.
Παρόλο που ήταν ακόμα πολύ νωρίς, ένας οργασμός εργασιών γινόταν στην πλατεία. Μια ομάδα καθάριζε, περιποιούταν τα φυτά και τα δέντρα της πλατείας, φρέσκαρε τα λευκά παγκάκια με ασβέστη, έστηνε τις ψησταριές και τους πάγκους, στους οποίους θα έμπαιναν οι διάφοροι μικροπωλητές από τα γύρω χωριά. Το στήσιμο των τραπεζιών τούς πήρε όλο το πρωί. Το μεσημέρι, μόλις τελείωσαν το στήσιμο, ενώθηκαν με εκείνους που στόλιζαν την πλατεία και τοποθετούσαν τους φανούς. Ύστερα από ώρα ο Νικόλας ανακοίνωσε στον Κάσιο:
«Πρέπει να πάω στους στάβλους».
«Πήγαινε, αλλά να προσεχείς». Τον κοίταξε σοβαρά στα μάτια.
«Πάντα». Τον καθησύχασε και προχώρησε προς την Αφροδίτη. Καθώς ετοιμαζόταν να σελώσει, ένας από τους δυο πιο δυνατούς φρουρούς του Αρίωνα τον πλησίασε.
«Χαμήλωσε το βλέμμα σου, σταυλιάρη» τον διέταξε κι ο Νικόλας με κενό βλέμμα υπάκουσε, παίζοντας τον ρόλο του χαζού, που τόσα χρόνια είχε υιοθετήσει.
«Δε χρειάζεται να πας σήμερα στους στάβλους, αλλά αύριο τα ξημερώματα να είσαι εκεί. Θα πας να παραδώσεις ένα μήνυμα του αφέντη σου». Μόλις τελείωσε τη φράση του, έδωσε μια γροθιά στον Νικόλα, ο οποίος έπεσε κάτω. «Αυτό για να μάθεις να μην κοιτάς κανέναν ανώτερο στα μάτια» έφυγε γελώντας ο φρουρός.
Ο Νικόλας βράζοντας από θυμό σηκώθηκε και πλησίασε τον Κάσιο. Με ψιθυριστό τόνο του αφηγήθηκε όσα του αναγγέλθηκαν.
«Λες να ετοιμάζει κάποια επίθεση την ώρα του πανηγυριού;» ρώτησε τον Κάσιο, καθώς έδενε τον τελευταίο φανό σε ένα δέντρο.
«Δεν ξέρω, αλλά δεν είναι και απίθανο, αφού όλο το χωριό θα είναι μαζεμένο στην πλατεία» τελείωσε τη φράση του και προχώρησε προς την ταβέρνα του Βασίλειου, με τον Νικόλα να τον ακολουθεί. «Νικόλα, πήγαινε και πέρνα την ώρα σου όπως θέλεις. Δεν έχουμε άλλες δουλειές για σήμερα και όσο για τα σχέδια του Αρίωνα θα μάθουμε αύριο, μόλις διαβάσεις το γράμμα» και ξεκίνησε για την ταβέρνα. «Α, Νικόλα!» κοντοστάθηκε για λίγο. «Καλή επιτυχία».
«Για ποιο πράγμα;» τον ρώτησε ο Νικόλας, αλλά ο Κάσιος δεν ανταποκρίθηκε.
Από τη στιγμή που δεν είχε άλλες υποχρεώσεις, η μόνη του επιθυμία ήταν να περάσει την ημέρα του συντροφιά με την Αρετή. Τώρα που είχε φτάσει το μεσημέρι, όλοι οι χωρικοί πήγαιναν στα σπίτια τους για να γευματίσουν και να ξεκουραστούν. Έτσι πίστευε ότι η Αρετή θα ήταν σπίτι μαζί με τους γονείς της και κίνησε για το σπίτι της, όπου ήταν πάντα ευπρόσδεκτος.
Το σπίτι της Αρετής βρισκόταν τριακόσια περίπου μέτρα ανατολικά από τον λόφο, όπου βρισκόταν το σπίτι του Κάσιου.
«Λοιπόν, Αφροδίτη, τι λες; Να κάνω σήμερα την πρόταση; Όλη η οικογένεια της θα είναι μαζεμένη στο σπίτι της σήμερα» ρώτησε το άλογο, καθώς τη σέλωνε. Έβαλε πρώτα την καρό κουβέρτα, για να μη γδέρνεται η πλάτη της από το ξύλο της σέλας. Ύστερα τοποθέτησε τη σέλα δένοντας τους ιμάντες κάτω από την κοιλιά της για να κρατηθεί στη θέση της. Μόλις τελείωσε, στάθηκε μπροστά στην Αφροδίτη. «Λοιπόν;»
Εκείνη έκλεινε το κεφάλι καταφατικά αρκετές φορές και μετά έτριψε το πρόσωπό της στο απλωμένο χέρι του Νικόλα.
Σε όλη τη διαδρομή συνάντησε αρκετούς χωρικούς. Μερικοί τον συμπαθούσαν, οπότε τους χαιρέτησε ευγενικά κι αυτοί ανταποκριθήκαν, ενώ άλλοι, επειδή τον θεωρούσαν τρελό, δεν ήθελαν να έχουν καμιά σχέση μαζί του. Πώς θα ήταν η ζωή μου, εάν δεν υπήρχε ο Αρίων; Δε θα χρειαζόταν να κάνω τον λοξό, ίσως να είχα και δικό μου σπίτι μαζί με χωράφι ή μπορεί και οικογένεια. Αλλά έτσι δε θα είχα αποκτήσει την Αφροδίτη, που είναι η καλύτερη μου φίλη, σκέφτηκε ο Νικόλας.
Η Αφροδίτη σταμάτησε απότομα καθώς μια παρέα μικρών παιδιών περνούσε από μπροστά της, παίζοντας κάποιο παιχνίδι. Το απότομο σταμάτημα της Αφροδίτης τον έβγαλε από την ονειροπόλησή του.
«Παρόλο που η ζωή μου δεν είναι εύκολη, δε θα την άλλαζα με τίποτα» είπε δυνατά, καθώς η Αφροδίτη ξεκινούσε ξανά.
Το σπίτι της Αρετής ήταν ένα διώροφο με κόκκινα κεραμίδια και ξύλινη επένδυση στους τοίχους. Ο καταπράσινος κήπος του ήταν ο μοναδικός που δεν είχε περίφραξη και ήταν γεμάτος από τριανταφυλλιές, κρίνους και μουριές. Επίσης, είχε και μια μικρή πέτρινη λεκάνη, η οποία στηριζόταν σε πέτρινη βάση με ζωγραφιστά τριαντάφυλλα, όπου τα διάφορα μικρά πουλάκια τσαλαβουτούσαν, όταν έκανε αρκετή ζεστή.
Έδεσε την Αφροδίτη στην σκιά μιας μουριάς και την ξεσέλωσε για να είναι πιο άνετα. Προχώρησε έως την πόρτα και χτύπησε τρεις φορές. Πέρασε ένα λεπτό, πριν ανοίξει η πόρτα και φανεί η φιγούρα της Φωτεινής. Αμέσως το πρόσωπό της φωτίστηκε από χαρά.
«Πέρνα μέσα, παιδί μου».
Η μητέρα της Αρετής ήταν γέννημα θρέμμα του Λαγανά. Ήταν ψηλή με λευκό δέρμα, μαύρα ίσια μαλλιά και καταπράσινα μάτια, όπως της κόρης της.
«Ο Φάνης είναι εδώ;» ρώτησε ο Νικόλας.
«Ναι, είναι στην πίσω αυλή, αλλά η Αρετή είναι στο δωμάτιό της, εάν τη θέλεις» είπε με ένα χαμόγελο.
«Ευχαριστώ» της απάντησε και πλησίασε την πόρτα που έβγαζε στην πίσω αυλή. Βρήκε τον Φάνη να σκάβει έναν λάκκο. «Καλησπέρα, Φάνη, θες βοήθεια;» είπε πλησιάζοντάς τον.
«Πιάσε το φτυάρι και λέγε τι θες εδώ» είπε με αυστηρό τρόπο. Ο Φάνης είχε έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα. Ήταν οξύθυμος, αλλά δίκαιος και πάντα του άρεσε να κακοπαίρνει τον Νικόλα, πάντα στα πλαίσια του πειράγματος, γιατί τον είχε σε μεγάλη εκτίμηση.
«Ήρθα να δω την κόρη σου» μόλις είπε αυτά τα λόγια ο Φάνης του έριξε ένα φαρμακερό βλέμμα, μα δεν είπε τίποτα. Συνέχισε όμως να σκάβει πιο άγρια από πριν. Ο Νικόλας ρίχτηκε και εκείνος στη δουλειά μιλώντας συγχρόνως. «Θέλω να της ζητήσω να με αρραβωνιαστεί» είπε και το πρόσωπο του φλογίστηκε. «Θα ήθελα την άδειά σου και το πιο σημαντικό την ευχή σου». Στο πρόσωπο του Φάνη φάνηκε ένα στιγμιαίο χαμόγελο, πριν το καλύψει η γνωστή απάθειά του.
«Ξέρεις ότι αυτό δεν είναι καλό, λόγω της σχέσης που έχεις με τον Αρίωνα και είμαι σίγουρος ότι δε θα σε αφήσει εύκολα ήσυχο…» η επόμενη φράση του κόπηκε από τη δυνατή φωνή του Νικόλα.
«Ξέρεις ότι δε λογαριάζω τον Αρίων».
«Τότε θα έχεις αυτά που ζήτησες, εάν με νικήσεις σε μια μονομαχία» και για πρώτη φορά το χαμόγελο έμεινε στο πρόσωπό του. Ωραία, μου έδωσε την ευχή του και την άδεια, συλλογίστηκε ο Νικόλας.
«Να σου πω, βρε Φάνη, γιατί θέλεις να φας ξύλο;» γέλασε βγάζοντας το ξύλο από το φτυάρι κι ο Φάνης τον μιμήθηκε.
«Για να δούμε ποιος θα τις φάει» και επιτέθηκε κρατώντας το ξύλο ψηλά, πάνω από το κεφάλι του.
Οι κινήσεις του ήταν όπως τις είχε φανταστεί. Αργές. Θα ήταν πολύ εύκολο να αποφύγει τον Φάνη. Λίγο πριν ο άντρας προλάβει να τον χτυπήσει στο κεφάλι, ο Νικόλας έκανε στην άκρη κι επιτέθηκε, μα λίγο πριν το χτύπημα σκέφτηκε: Τι πάω να κάνω; Να χτυπήσω έναν γέρο χωρίς λόγο; Οπότε το μόνο που έκανε ήταν να τον χτυπήσει σχεδόν άψυχα στο πόδι. Θα τον κουράσω και θα παραιτηθεί.
Οι κινήσεις του Φάνη ύστερα από λίγη ώρα είχαν αρχίσει να γίνονται πιο αργές και τα χτυπήματά του ακόμα πιο αδύναμα. Ο Νικόλας απέφευγε σκύβοντας και τρέχοντας γύρω από τον αντίπαλο του. Οι φωνές τους έβγαλαν την Αρετή στο παράθυρο και η κοπέλα σάστισε με το θέαμα που αντίκρισε.
«Τι κάνετε εκεί;» φώναξε. «Τρελαθήκατε;»
Ο Νικόλας γύρισε κι ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπο του, μα αμέσως του ήρθε σκοτοδίνη.
Ένα χείμαρρος παγωμένου νερού τον συνέφερε. Ήταν ξαπλωμένος σε έναν ξύλινο πάγκο, το κεφάλι του τον πονούσε, σήκωσε το χέρι του, το ακούμπησε στο πίσω μέρος του κεφαλιού του κι ένιωσε ένα σκληρό εξόγκωμα. Το χτύπημα του είχε αποφέρει ένα καρούμπαλο. Ανασηκώθηκε και είδε ότι βρισκόταν στην κουζίνα της Φωτεινής. Ο Φάνης καθόταν σε μια καρέκλα και είχε ακουμπισμένα μέχρι τον αγκώνα τα γυμνά χέρια του στο τραπέζι. Τον κοίταξε και χαμογέλασε.
«Η μονομαχία είναι άκυρη» ανακοίνωσε, μα ο Φάνης κούνησε αρνητικά το κεφάλι του.
«Μπορεί να έχασες, αλλά νίκησες. Άντε μην αλλάξω γνώμη».
«Σταμάτα, Φάνη. Έλα να βοηθήσεις να στρώσουμε το τραπέζι» είπε η σύζυγός του, καθώς ανακάτευε το φαγητό για τελευταία φόρα κι ο Φάνης απάντησε με αυστηρό τρόπο. «Αυτές είναι γυναικείες…» Δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση του, γιατί η Φωτεινή είχε πιάσει τον πλάστη και είπε στον ίδιο τόνο:
«Δεν άκουσα;» συνέχισε κουνώντας τον πλάστη απειλητικά μπροστά στο πρόσωπό του.
«Αμέσως, αγάπη μου» υποχώρησε μπροστά στην απειλή του πλάστη και σηκώθηκε για να πιάσει πιάτα από το ράφι.
Ο Νικόλας σηκώθηκε για να βοηθήσει κι αυτός, μα εκείνη τη στιγμή μπήκε στο δωμάτιο η Αρετή κι έκανε αρνητικό νεύμα.
«Είσαι καλεσμένος μας».
«Μα…» έκανε ο Νικόλας, αλλά του έριξε ένα νεύμα, που, όπως η μητέρα της, δε σήκωνε αντιρρήσεις.
Το γεύμα ήταν υπέροχο, μα ακόμα πιο υπέροχη ήταν η παρέα της οικογένειας της Αρετής. O Φάνης, παρόλο τον οξύθυμο χαρακτήρα του, μόλις το έτσουζε λίγο παραπάνω, γινόταν άλλος άνθρωπος, χαρούμενος και μερικές φορές δεκτικός σε ζητήματα που δε θα ήθελε ούτε να τα σκέφτεται. Μόλις τελείωσαν το υπέροχο δείπνο τους ο Νικόλας και η Αρετή αποχώρισαν για μια βόλτα στο χωριό. Έκαναν τον κύκλο του χωριού αγκαλιασμένοι και συζητώντας το πώς θα ήταν η ζωή τους χωρίς τον Αρίωνα, μα και για πιο χαρούμενα θέματα.
Όταν το φεγγάρι είχε κάνει πλέον την εμφάνισή του στον σκοτεινό ουρανό φέρνοντας μαζί τους φίλους του τα άστρα να τον φωτίζουν, οι δύο νέοι ξεκίνησαν για μια τελευταία βόλτα στην πλατεία του χωριού. Τα περισσότερα μαγαζιά είχαν κλείσει γύρω από την πλατεία. Το μόνο που είχε μείνει ανοιχτό ήταν «Το Γλυκό Κρασί». Καθώς περνούσαν από μπροστά, άκουγαν τους τροβαδούρους να τραγουδάνε, τους μεθυσμένους να φωνάζουν για περισσότερο κρασί και τον Βασίλειο να τους λέει ότι δεν ποτίζει τους πιωμένους. Ανέβηκαν τα λιγοστά, πέτρινα σκολοπατια που χρειαζόταν για να μπουν στην πλατεία και πλησίασαν το αγαπημένο τους σημείο, δίπλα στον Καταράχη. Το ποταμάκι αντανακλούσε και παραμόρφωνε το σχήμα του φεγγαριού και των άστρων σαν ένας τεράστιος τρεχούμενος καθρέφτης. Το φως έλουζε την Αρετή κάνοντάς τη να μοιάζει με νεράιδα, βγαλμένη από τους αρχαίους μύθους.
Οι νεράιδες ήταν γυναικεία πλάσματα με απίστευτη ομορφιά και μυστικές δυνάμεις. Ο μύθος έλεγε, ότι άμα σε κοιτούσε μια νεράιδα, δεν μπορούσες να την ξεχάσεις ποτέ και ήσουν για πάντα ερωτευμένος με εκείνη. Ορισμένοι μύθοι έλεγαν πως μερικοί είχαν τρελαθεί από τον έρωτα και έκαναν τρέλα πράγματα για να τις εντυπωσιάσουν και να κερδίσουν την αγάπη τους, αλλά το μόνο που ποτέ κέρδισαν ήταν το ψυχρό καλωσόρισμα του θανάτου.
Η Αρετή τον φίλησε στο στόμα βγάζοντάς τον από τις σκέψεις του κι εκείνος ανταποκρίθηκε με θέρμη αγκαλιάζοντάς τη. Τώρα ή ποτέ, σκέφτηκε. Τραβήχτηκε από την αγκαλιά της και στάθηκε λίγα εκατοστά μπροστά της. Ήθελε να της κάνει την πρόταση, αλλά φοβόταν. Φοβόταν την απάντηση. Γιατί, τώρα που το αναλογιζόταν, ήταν πιο εύκολο να ρίχνεται στη μάχη με τους φρουρούς του Αρίωνα από το να κάνει μια απλή πρόταση.
«Τι έπαθες;» Προσπάθησε να τον φιλήσει, μα εκείνος έκανε ένα βήμα πίσω, πήρε μια ανάσα και είπε:
«Βλέπω τις ώρες που πέρασα μαζί σου, σαν έναν αρωματισμένο κήπο, με μια αχνή λάμψη και ένα πηγάδι να τραγουδάει, εσύ και μόνο εσύ με κάνεις να νιώθω ότι είμαι ζωντανός». Η Αρετή στο άκουσμα αυτών κοκκίνισε, ο Νικόλας γονάτισε και συνέχισε.
«Κάποιες φορές, όταν σε κοιτάζω, μου κόβεται η ανάσα και όλα τα πράγματα που θέλω να πω δε βρίσκουν φωνή. Μετά, μέσα στην απόλυτη σιωπή, ελπίζω ότι τα μάτια μου θα μιλήσουν, όπως η καρδιά μου» έπιασε το χέρι της και το ένιωσε να τρέμει. «Να είμαστε φίλοι είναι αυτό που πάντα ήθελα. Να είμαστε ζευγάρι είναι αυτό που πάντα ονειρευόμουν». Το πρόσωπο της Αρετής έλαμψε από χαρά και τα μάτια της γέμισαν δάκρυα συγκίνησης. Στον Νικόλα φάνηκε σαν να έβλεπε τον ουρανό με τα άστρα. Ύστερα από λίγο, εκείνη έγνεψε καταφατικά λέγοντας:
«Βλέπω τα πιο αχνά μου αστέρια στα μάτια σου. Με λιώνουν όπως ο ήλιος το χιόνι».
«Φίλησέ με και θα δεις τα αστέρια. Αγάπησέ με και θα σου τα δώσω».
Και φιλήθηκαν όπως ποτέ άλλοτε.
Τη στιγμή που ο Νικόλας ετοιμαζόταν να πέσει για ύπνο μονολόγησε:
«Αυτή ήταν η πιο υπέροχη μέρα της ζωής μου».
Νίκος Καρδαμπίκης